Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 22-36. Ο Κύριος περιπατεί επί τής θαλάσσης.

22 Καί ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τού μαθητάς αυτού εμβήναι εις τό πλοίον καί προάγειν αυτόν εις τό πέραν, έως ού απολύση τούς όχλους.
23 καί απολύσας τούς όχλους ανέβη εις τό όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δέ γενομένης μόνος ήν εκεί.
24 τό δέ πλοίον ήδη μέσον τής θαλάσσης ήν, βασανιζόμενον υπό τών κυμάτων ήν γάρ εναντίος ο άνεμος.
25 τετάρτη δέ φυλακής τής νυκτός απήλθε πρός αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί τής θαλάσσης.
26 καί ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί τήν θαλάσσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, καί από τού φόβου έκραξαν.
27 ευθέως δέ ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων θαρσείτε, εγώ ειμι μή φοβείσθε.
28 αποκριθείς δέ αυτώ ο Πέτρος είπε Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με πρός σε ελθείν επί τά ύδατα.
29 ο δέ είπεν, ελθέ. καί καταβάς από τού πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τά ύδατα ελθείν πρός τόν Ιησούν.
30 βλέπων δέ τόν άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, καί αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων Κύριε, σώσόν με.
31 ευθέως δέ ο Ιησούς εκτείνας τήν χείρα επελάβετο αυτού καί λέγει αυτώ ολιγόπιστε! εις τί εδίστασας;
32 καί εμβάντων αυτών εις τό πλοίον εκόπασεν ο άνεμος
33 οι δέ εν τώ πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες αληθώς Θεού υιός εί.
34 Καί διαπεράσαντες ήλθον εις τήν γήν Γεννησαρέτ.
35 καί επιγνόντες αυτόν οι άνδρες τού τόπου εκείνου απέστειλαν εις όλην τήν περίχωρον εκείνην, καί προσήνεγκαν αυτώ πάντας τούς κακώς έχοντας,
36 καί παρεκάλουν αυτόν ίνα κάν μόνον άψωνται τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού καί όσοι ήψαντο διεσώθησαν.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 13-21. Ο πολλαπλασιασμός τών πέντε άρτων εις τήν έρημον.

13 Ακούσας δέ ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ' ιδίαν καί ακούσαντες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτώ πεζή από τών πόλεων.
14 Καί εξελθών ο Ιησούς είδε πολύν όχλον, καί εσπλαγχνίσθη επ'αυτοίς καί εθεράπευσε τούς αρρώστους αυτών.
15 οψίας δέ γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες έρημός εστιν ο τόπος καί η ώρα ήδη παρήλθεν απόλυσον τούς όχλους, ίνα απελθόντες εις τάς κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα.
16 ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς ου χρείαν έχουσιν απελθείν δότε αυτοίς υμείς φαγείν.
17 οι δέ λέγουσιν αυτώ ουκ έχομεν ώδε ει μή πέντε άρτους καί δύο ιχθύας.
18 ο δέ είπεν φέρετέ μοι αυτούς ώδε.
19 καί κελεύσας τούς όχλους ανακλιθήναι επί τούς χόρτους, λαβών τούς πέντε άρτους καί τούς δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τόν ουρανόν ευλόγησε, καί κλάσας έδωκε τοίς μαθηταίς τούς άρτους, οι δέ μαθηταί τοίς όχλοις.
20 καί έφαγον πάντες καί εχορτάσθησαν, καί ήραν τό περισσεύον τών κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις.
21 οι δέ εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών καί παιδίων.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.

Στίχ. 1-12. Η αποκεφάλισις τού Βαπτιστού.

1 Εν εκείνω τώ καιρώ ήκουσεν Ηρώδης ο τετράρχης τήν ακοήν Ιησού
2 καί είπε τοίς παισίν αυτού ούτος εστιν Ιωάννης ο βαπτιστής αυτός ηγέρθη από τών νεκρών, καί διά τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ.
3 ο γάρ Ηρώδης κρατήσας τόν Ιωάννην έδησεν αυτόν καί έθετο εν φυλακή διά Ηρωδιάδα τήν γυναίκα Φιλίπου τού αδελφού αυτού.
4 έλεγε γάρ αυτώ ο Ιωάννης ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν.
5 καί θέλων αυτόν αποκτείναι εφοβήθη τόν όχλον, ότι ως προφήτην αυτόν είχον.
6 γενεσίων δέ αγομένων τού Ηρώδου ωρχήσατο η θυγάτηρ τής Ηρωδιάδος εν τώ μέσω καί ήρεσε τώ Ηρώδη
7 όθεν μεθ' όρκου ωμολόγησεν αυτή δούναι ό εάν αιτήσηται.
8 η δέ, προβιβασθείσα υπό τής μητρός αυτής, δός μοι, φησίν, ώδε επί πίνακι τήν κεφαλήν Ιωάννου τού βαπτιστού.
9 καί ελυπήθη ο βασιλεύς, διά δέ τούς όρκους καί τούς συνανακειμένους εκέλευσε δοθήναι,
10 καί πέμψας απεκεφάλισε τόν Ιωάννην εν τή φυλακή.
11 καί ηνέχθη η κεφαλή αυτού επί πίνακι καί εδόθη τώ κορασίω, καί ήνεγκε τή μητρί αυτής.
12 καί προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήραν τό σώμα καί έθαψαν αυτό, καί ελθόντες απήγγειλαν τώ Ιησού.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 53-58. Ο Ιησούς διδάσκει εις τήν Ναζαρέτ.

53 Καί εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς τάς παραβολάς ταύτας μετήρεν εκείθεν,
54 καί ελθών εις τήν πατρίδα αυτού εδίδασκεν αυτούς εν τή συναγωγή αυτών, ώστε εκπλήττεσθαι αυτούς καί λέγειν πόθεν τούτω η σοφία αύτη καί αι δυνάμεις;
55 ουχ ούτος εστιν ο τού τέκτονος υιός; ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ καί οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος καί Ιωσής καί Σίμων καί Ιούδας;
56 καί αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι πρός ημάς εισι; πόθεν ούν τούτω ταύτα πάντα;
57 καί εσκανδαλίζοντο εν αυτώ. ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς ουκ έστι προφήτης άτιμος ει μή εν τή πατρίδι αυτού καί εν τή οικία αυτού.
58 καί ουκ εποίησεν εκεί δυνάμεις πολλάς διά τήν απιστίαν αυτών.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Στίχ. 1-52. Η παραβολή τού σπορέως, τών ζιζανίων, τού σινάπεως, τής ζύμης,
τού κρυμμένου θησαυρού, τού καλού μαργαρίτου καί τού δικτύου.

1 Εν δέ τή ημέρα εκείνη εξελθών ο Ιησούς τής οικίας εκάθητο παρά τήν θάλασσαν
2 καί συνήχθησαν πρός αυτόν όχλοι πολλοί, ώστε αυτόν εις πλοίον εμβάντα καθήσθαι, καί πάς ο όχλος επί τόν αιγιαλόν ειστήκει.
3 καί ελάλησεν αυτοίς πολλά εν παραβολαίς λέγων
4 ιδού εξήλθεν ο σπείρων τού σπείραι. καί εν τώ σπείρειν αυτόν ά μέν έπεσε παρά τήν οδόν, καί ελθόντα τά πετεινά κατέφαγεν αυτά
5 άλλα δέ έπεσεν επί τά πετρώδη, όπου ουκ είχε γήν πολλήν, καί ευθέως εξανέτειλε διά τόν μή έχειν βάθος γής,
6 ηλίου δέ ανατείλαντος εκαυματίσθη, καί διά τό μή έχειν ρίζαν εξηράνθη
7 άλλα δέ έπεσεν επί τάς ακάνθας, καί ανέβησαν αι άκανθαι καί απέπνιξαν αυτά
8 άλλα δέ έπεσεν επί τήν γήν τήν καλήν καί εδίδου καρπόν ό μέν εκατόν, ό δέ εξήκοντα, ό δέ τριάκοντα.
9 ο έχων ώτα αλούειν ακουέτω.
10 Καί προσελθόντες οι μαθηταί είπον αυτώ διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς;
11 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς ότι υμίν δέδοται γνώναι τά μυστήρια τής βασιλείας τών ουρανών, εκείνοις δέ ου δέδοται.
12 όστις γάρ έχει, δοθήσεται αυτώ καί περισσευθήσεται όστις δέ ουκ έχει, καί ό έχει αρθήσεται απ' αυτού.
13 διά τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ίνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ακούοντες μή ακούωσι μηδέ συνώσι,
14 μήποτε επιστρέψωσι καί τότε πληρωθήσεται αυτοίς η προφητεία Ησαϊου η λέγουσα ακοή ακούσετε καί ου μή συνήτε, καί βλέποντες βλέψετε καί ου μή ίδητε
15 επαχύνθη γάρ η καρδία τού λαού τούτου, καί τοίς ωσί βαρέως ήκουσαν, καί τούς οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοίς οφθαλμοίς καί τοίς ωσίν ακούσωσι καί τή καρδία συνώσι καί επιστρέψωσι, καί ιάσομαι αυτούς.
16 Υμών δέ μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, καί τά ώτα υμών, ότι ακούουσιν.
17 αμήν γάρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται καί δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, καί ουκ είδον, καί ακούσαι ά ακούετε, καί ουκ ήκουσαν.
18 υμείς ούν ακούσατε τήν παραβολήν τού σπείραντος.
19 παντός ακούοντος τόν λόγον τής βασιλείας καί μή συνιέντος, έρχεται ο πονηρός και αίρει τό εσπαρμένον εν τή καρδία αυτού ούτος εστιν ο παρά τήν οδόν σπαρείς.
20 ο δέ επί τά πετρώδη σπαρείς, ούτος εστιν ο τόν λόγον ακούων καί ευθέως μετά χαράς δεχόμενος καί λαμβάνων αυτόν
21 ουκ έχει δέ ρίζαν εν εαυτώ, αλλά πρόσκαιρός εστι, γενομένης δέ θλίψεως ή διωγμού διά τόν λόγον ευθύς σκανδαλίζεται.
22 ο δέ εις τάς ακάνθας σπαρείς, ούτος εστιν ο τόν λόγον ακούων, καί η μέριμνα τού αιώνος τούτου καί η απάτη τού πλούτου συμπνίγει τόν λόγον, καί άκαρπος γίνεται.
23 ο δέ επί τήν γήν τήν καλήν σπαρείς, ούτος εστιν ο τόν λόγον ακούων καί συνιών ός δή καρποφορεί καί ποιεί ο μέν εκατόν, ο δέ εξήκοντα, ο δέ τριάκοντα.
24 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τώ αγρώ αυτού
25 εν δέ τώ καθεύδειν τούς ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός καί έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον τού σίτου καί απήλθεν.
26 ότε δέ εβλάστησεν ο χόρτος καί καρπός εποίησε, τότε εφάνη καί τά ζιζάνια.
27 προσελθόντες δέ οι δούλοι τού οικοδεσπότου είπον αυτώ κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τώ σώ αγρώ; πόθεν ούν έχει ζιζάνια;
28 ο δέ έφη αυτοίς εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν. οι δέ δούλοι είπον αυτώ θέλεις ούν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά;
29 ο δέ έφη ού, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τόν σίτον
30 άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι τού θερισμού, καί εν καιρώ τού θερισμού ερώ τοίς θερισταίς συλλέξατε πρώτον τά ζιζάνια καί δήσατε αυτά εις δέσμας πρός τό κατακαύσαι αυτά, τόν δέ σίτον συναγάγετε εις τήν αποθήκην μου.
31 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών κόκκω σινάπεως, όν λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τώ αγρώ αυτού
32 ό μικρότερον μέν εστι πάντων τών σπερμάτων, όταν δέ αυξηθή, μείζον πάντων τών λαχάνων εστί καί γίνεται δένδρον, ώστε ελθείν τά πετεινά τού ουρανού καί κατασκηνούν εν τοίς κλάδοις αυτού.
33 Άλλην παραβολήν ελάλησεν αυτοίς ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών ζύμη, ήν λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ού εζυμώθη όλον.
34 Ταύτα πάντα ελάλησεν ο Ιησούς εν παραβολαίς τοίς όχλοις, καί χωρίς παραβολής ουδέν ελάλει αυτοίς,
35 όπως πληρωθή τό ρηθέν διά τού προφήτου λέγοντος ανοίξω εν παραβολαίς τό στόμα μου, ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου.
36 Τότε αφείς τούς όχλους ήλθεν εις τήν οικίαν αυτού. Καί προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες φράσον ημίν τήν παραβολήν τών ζιζανίων τού αγρού.
37 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς ο σπείρων τό καλόν σπέρμα εστίν ο υιός τού ανθρώπου
38 ο δέ αγρός εστιν ο κόσμος τό δέ καλόν σπέρμα, ούτοι εισιν οι υιοί τής βασιλείας τά δέ ζιζάνιά εισιν οι υιοί τού πονηρού
39 ο δέ εχθρός ο σπείσας αυτά εστιν ο διάβολος ο δέ θερισμός συντέλεια τού αιώνος εστιν οι δέ θερισταί άγγελοί εισιν.
40 ώσπερ ούν συλλέγεται τά ζιζάνια καί πυρί καίεται, ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος τούτου.
41 αποστελεί ο υιός τού ανθρώπου τούς αγγέλους αυτού, καί συλλέξουσιν εκ τής βασιλείας αυτού πάντα τά σκάνδαλα καί τούς ποιούντας τήν ανομίαν,
42 καί βαλούσιν αυτούς εις τήν κάμινον τού πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
43 τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τή βασιλεία τού πατρός αυτών ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
44 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τώ αγρώ, όν ευρών άνθρωπος έκρυψε, καί από τής χαράς αυτού υπάγει καί πάντα όσα έχει πωλεί καί αγοράζει τόν αγρόν εκείνον.
45 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας
46 ός ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην απελθών πέπρακε πάντα όσα είχε καί ηγόρασεν αυτόν.
47 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών σαγήνη βληθείση εις τήν θάλασσαν καί εκ παντός γένους συναγαγούση
48 ήν, ότε επληρώθη, αναβιβάσαντες αυτήν επί τόν αιγιαλόν καί καθίσαντες συνέλεξαν τά καλά εις αγγεία, τά δέ σαπρά έξω έβαλον.
49 ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος. εξελεύσονται οι άγγελοι καί αφοριούσι τούς πονηρούς εκ μέσου τών δικαίων,
50 καί βαλούσιν αυτούς εις τήν κάμινον τού πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
51 Λέγει αυτοίς ο Ιησούς συνήκατε ταύτα πάντα; λέγουσιν αυτώ, ναί, Κύριε.
52 ο δέ είπεν αυτοίς διά τούτο πάς γραμματεύς μαθητευθείς εις τήν βασιλείαν τών ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εκβάλλει εκ τού θησαυρού αυτού καινά καί παλαιά.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 46-50. Ποίους ο Κύριος θεωρεί συγγενείς Του.

46 Έτι δέ αυτού λαλούντος τοίς όχλοις ιδού η μήτηρ καί οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω, ζητούντες λαλήσαι αυτώ.
47 είπεν δέ τις αυτώ ιδού η μήτηρ σου καί οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ζητούντες σε ιδείν.
48 ο δέ αποκριθείς είπε τώ λέγοντι αυτώ τίς εστιν η μήτηρ μου καί τίνες εισίν οι αδελφοί μου;
49 καί εκτείνας τήν χείρα αυτού επί τούς μαθητάς αυτού έφη ιδού η μήτηρ μου καί οι αδελφοί μου
50 όστις γάρ άν ποιήση τό θέλημα τού πατρός μου τού εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός καί αδελφή καί μήτηρ εστίν.
Στίχ. 33-45. Αι πράξεις καί οι λόγοι πηγάζουν εκ τής καρδίας.
Όσοι δέν πιστεύσουν, θά καταδικασθούν.


33 Ή ποιήσατε τό δένδρον καλόν, καί τόν καρπόν αυτού καλόν, ή ποιήσατε τό δένδρον σαπρόν, καί τόν καρπόν αυτού σαπρόν εκ γάρ τού καρπού τό δένδρον γινώσκεται.
34 γεννήματα εχιδνών, πώς δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες; εκ γάρ τού περισσεύματος τής καρδίας τό στόμα λαλεί.
35 ο αγαθός άνθρωπος εκ τού αγαθού θησαυρού εκβάλλει αγαθά, καί ο πονηρός άνθρωπος εκ τού πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά.
36 λέγω δέ υμίν ότι πάν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως
37 εκ γάρ τών λόγων σου δικαιωθήση καί εκ τών λόγων σου καταδικασθήση.
38 Τότε απεκρίθησάν τινες τών γραμματέων καί Φαρισαίων λέγοντες διδάσκαλε, θέλομεν από σού σημείον ιδείν.
39 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς γενεά πονηρά καί μοιχαλίς σημείον επιζητεί, καί σημείον ου δοθήσεται αυτή ειμή τό σημείον Ιωνά τού προφήτου.
40 ώσπερ γάρ εγένετο Ιωνάς ο προφήτης εν τή κοιλία τού κήτους τρείς ημέρας καί τρείς νύκτας, ούτως έσται καί ο υιός τού ανθρώπου εν τή καρδία τής γής τρείς ημέρας καί τρείς νύκτας.
41 άνδρες Νινευίται αναστήσονται εν τή κρίσει μετά τής γενεάς ταύτης καί κατακρινούσιν αυτήν, ότι μετενόησαν εις τό κήρυγμα Ιωνά, καί ιδού πλείον Ιωνά ώδε.
42 βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τή κρίσει μετά τής γενεάς ταύτης καί κατακρινεί αυτήν, ότι ήλθεν εκ τών περάτων τής γής ακούσαι τήν σοφίαν Σολομώνος, καί ιδού πλείον Σολομώνος ώδε.
43 Όταν δέ τό ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από τού ανθρώπου, διέρχεται δι' ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, καί ουχ ευρίσκει.
44 τότε λέγει εις τόν οίκον μου επιστρέψω όθεν εξήλθον καί ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα καί σεσαρωμένον καί κεκοσμημένον.
45 τότε πορεύεται καί παραλαμβάνει μεθ' εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, καί εισελθόντα κατοικεί εκεί, καί γίνεται τά έσχατα τού ανθρώπου εκείνου χείρονα τών πρώτων. ούτως έσται καί τή γενεά τή πονηρά τασύτη.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 22-32. Η θεραπεία τού τυφλού καί κωφού. Ο Κύριος θαυματουργεί
μέ τήν θεϊκήν Του δύναμιν. Η βλασφημία κατά τού Αγίου Πνεύματος.

22 Τότε προσηνέχθη αυτώ δαιμονιζόμενος τυφλός καί κωφός, καί εθεράπευσεν αυτόν, ώστε τόν τυφλόν καί κωφόν καί λαλείν καί βλέπειν
23 καί εξίσταντο πάντες οι όχλοι καί έλεγον μήτι ούτός εστιν ο Χριστός ο υιός Δαυϊδ;
24 οι δέ Φαρισαίοι ακούσαντες είπον ούτος ουκ εκβάλλει τά δαιμόνια ειμή εν τώ Βεελζεβούλ, άρχοντι τών δαιμονίων.
25 ειδώς δέ ο Ιησούς τάς ενθυμήσεις αυτών είπεν αυτοίς πάσα βασιλεία μερισθείσα καθ' εαυτήν ερημούται, καί πάσα πόλις ή οικία μερισθείσα καθ' εαυτήν ου σταθήσεται.
26 καί ει ο σατανάς τόν σατανάν εκβάλλει, εφ' εαυτόν εμερίσθη πώς ούν σταθήσεται η βασιλεία αυτού;
27 καί ει εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τά δαιμόνια, οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι; διά τούτο αυτοί κριταί έσονται υμών.
28 ει δέ εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τά δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ' υμάς η βασιλεία τού Θεού.
29 ή πώς δύναταί τις εισελθείν εις τήν οικίαν τού ισχυρού καί τά σκεύη αυτού αρπάσαι, εάν μή πρώτον δήση τόν ισχυρόν; καί τότε τήν οικίαν αυτού διαρπάσει.
30 ο μή ών μετ' εμού κατ' εμού εστι, καί ο μή συνάγων μετ' εμού σκορπίζει.
31 Διά τούτο λέγω υμίν, πάσα αμαρτία καί βλασφημία αφεθήσεται τοίς ανθρώποις, η δέ τού Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοίς ανθρώποις
32 καί ός εάν είπη λόγον κατά τού υιού τού ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ ός δ' άν είπη κατά τού Πνεύματος τού Αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τώ νύν αιώνι ούτε εν τώ μέλλοντι.
Στίχ. 14-21. Προφητείαι εκπληρωθείσαι εις τόν Ιησούν.

14 εξελθόντες δέ οι Φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον κατ' αυτού, όπως αυτόν απολέσωσιν.
15 Ο δέ Ιησούς γνούς ανεχώρησεν εκείθεν καί ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί, καί εθεράπευσεν αυτούς πάντας,
16 καί επετίμησεν αυτοίς ίνα μή φανερόν ποιήσωσιν αυτόν,
17 όπως πληρωθή τό ρηθέν διά Ησαϊου τού προφήτου λέγοντος
18 ιδού ο παίς μου, όν ηρέτισα, ο αγαπητός μου, εις όν ευδόκησεν η ψυχή μου θήσω τό πνεύμα μου επ' αυτόν, καί κρίσιν τοίς έθνεσιν απαγγελεί
19 ουκ ερίσει ουδέ κραυγάσει, ουδέ ακούσει τις εν ταίς πλατείαις τήν φωνήν αυτού.
20 κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει καί λίνον τυφόμενον ου σβέσει, έως άν εκβάλη εις νίκος τήν κρίσιν
21 καί τώ ονόματι αυτού έθνη ελπιούσι.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'

Στίχ. 1-13. Πώς αγιάζεται η ημέρα τού Θεού.



1 Εν εκείνω τώ καιρώ επορεύθη ο Ιησούς τοίς σάββασι διά τών σπορίμων οι δέ μαθηταί αυτού επείνασαν, καί ήρξαντο τίλλειν στάχυας καί εσθίειν.
2 οι δέ Φαρισαίοι ιδόντες είπον αυτώ ιδού οι μαθηταί σου ποιούσιν ό ουκ έξεστι ποιείν εν σαββάτω.
3 ο δέ είπεν αυτοίς ουκ ανέγνωτε τί εποίησε Δαυϊδ ότε επείνασεν αυτός καί οι μετ' αυτού;
4 πώς εισήλθεν εις τόν οίκον τού Θεού καί τούς άρτους τής προθέσεως έφαγεν, ούς ουκ εξόν ήν αυτώ φαγείν ουδέ τοίς μετ' αυτού, ει μή μόνοις τοίς ιερεύσι;
5 ή ουκ ανέγνωτε εν τώ νόμω ότι τοίς σάββασιν οι ιερείς εν τώ ιερώ τό σάββατον βεβηλούσι, καί αναίτιοί εισί;
6 λέγω δέ υμίν ότι τού ιερού μείζον εστι ώδε.
7 ει δέ εγνώκειτε τί εστιν έλεον θέλω καί ου θυσίαν, ουκ άν κατεδικάσατε τούς αναιτίους.
8 κύριος γάρ εστιν ο υιός τού ανθρώπου καί τού σαββάτου.
9 Καί μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις τήν συναγωγήν αυτών.
10 καί ιδού άνθρωπος ήν εκεί τήν χείρα έχων ξηράν καί επηρώτησαν αυτόν λέγοντες ει έξεστι τοίς σάββασι θεραπεύειν; ίνα κατηγορήσωσιν αυτού.
11 ο δέ είπεν αυτοίς τίς έσται εξ υμών άνθρωπος ός έξει πρόβατον έν, καί εάν εμπέση τούτο τοίς σάββασιν εις βόθυνον, ουχί κρατήσει αυτό καί εγερεί;
12 πόσω ούν διαφέρει άνθρωπος προβάτου; ώστε έξεστι τοίς σάββασι καλώς ποιείν.
13 τότε λέγει τώ ανθρώπω έκτεινόν σου τήν χείρα καί εξέτεινε, καί αποκατεστάθη υγιής ως η άλλη.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 28-30. Ο Κύριος προσκαλεί εις μετάνοιαν.

28 Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες καί πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς.
29 άρατε τόν ζυγόν μου εφ' υμάς καί μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμι καί ταπεινός τή καρδία, καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών
30 ο γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ελαφρόν εστιν.
Στίχ. 25-27. Αι θείαι αλήθειαι φανερώνονται εις τούς ταπεινούς.

25 Εν εκείνω τώ καιρώ αποκριθείς ο Ιησούς είπεν εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε τού ουρανού καί τής γής, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών καί συνετών, καί απεκάλυψας αυτά νηπίοις
26 ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου.
27 Πάντα μοι παρεδόθη υπό τού πατρός μου καί ουδείς επιγίνώσκει τόν υιόν ει μή ο πατήρ, ουδέ τόν πατέρα τις επιγινώσκει ει μή ο υιός καί ώ εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 16-24. Ο Κύριος προλέγει τήν τιμωρίαν τών πόλεων τής Γαλιλαίας,
διότι δέν επίστευσαν.

16 Τίνι δέ ομοιώσω τήν γενεάν ταύτην; ομοία εστί παιδίοις καθημένοις εν αγοραίς, ά προσφωνούντα τοίς εταίροις αυτών λέγουσιν
17 ηυλήσαμεν υμίν, καί ουκ ωρχήσασθε, εθρηνήσαμεν υμίν, καί ουκ εκόψασθε.
18 ήλθε γάρ Ιωάννης μήτε εσθίων μήτε πίνων, καί λέγουσι δαιμόνιον έχει.
19 ήλθεν ο υιός τού ανθρώπου εσθίων καί πίνων, καί λέγουσιν ιδού άνθρωπος φάγος καί οινοπότης, τελωνών φίλος καί αμαρτωλών. καί εδικαιώθη η σοφία από τών τέκνων αυτής!
20 Τότε ήρξατο ονειδίζειν τάς πόλεις εν αίς εγένοντο αι πλείσται δυνάμεις αυτού, ότι ου μετενόησαν
21 ουαί σοι, Χοραζίν, ουαί σοι, Βηθσαϊδά ότι ει εν Τύρω καί Σιδώνι εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι άν εν σάκκω καί σποδώ καθήμεναι μετενόησαν.
22 πλήν λέγω υμίν, Τύρω καί Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή υμίν.
23 καί σύ Καπερναούμ, η έως τού ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοί, έμειναν άν μέχρι τής σήμερον.
24 πλήν λέγω υμίν ότι γή Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή σοί.
ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΦΕΡΩΝ
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
καί επέκεινα μέχρι τής κακίστης τελευτής τού
ΠΙΛΑΤΟΥ
τών τε αρχιερέων ’Άννα καί Καϊάφα καί τών λοιπών
Ιουδαίων τών σταυρωσάντων τόν Κύριον ημών
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΝ




Μετά τό γένεσθαι ταύτα πάντα, ως είπομεν άνωθε, αφ’ ού ανέτειλεν η ημέρα τής Κυριακής, ποιήσαντες συμβούλιον οι Αρχιερείς τών Ιουδαίων μετά τών λοιπών, απέστειλαν εκβαλείν τόν Ιωσήφ εκ τής φυλακής εις τό θανατώσαι αυτόν ανοίξαντες δέ τήν φυλακήν, ουχ’ εύρον αυτόν καί εθαύμαζον επί τούτω πώς τών θυρών κεκλεισμένων, καί τών σφραγίδων ευρεθεισών σώων, ο Ιωσήφ μόνον ουχ’ ευρίσκετο εν τή φυλακή πρός ταύτα δέ παραγενόμενος είς τών στρατιωτών τών τηρούντων τόν τάφον, λέγει τή συναγωγή: εμάθατε ότι ανέστη ο Ιησούς; Λέγουσιν αυτώ οι Ιουδαίοι: πώς; Ο δε έφη: σεισμός μέγας εγένετο πρώτον, είτα άγγελος Κυρίου αστραπηφόρος εξ Ουρανού εκύλισε τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου και εκάθησεν επάνω αυτού, ημείς δε πάντες οι στρατιώται από φόβου αυτού εγενόμεθα ωσεί νεκροί ώστε ούτε φυγείν ηδυνάμεθα, ούτε λαλήσαι, ηκούσαμεν δε και του Αγγέλου λέγοντος προς τάς γυναίκας, αίτινες ήλθον εκείσαι του ιδείν τον τάφον: μη φοβείσθε υμείς οίδα γάρ ότι τον Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε, ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ανέστη καθώς προείπεν υμίν πορεύθητε ούν και είπατε τοίς μαθηταίς αυτού και τώ Πέτρω ότι ηγέρθη από των νεκρών, και πορευθήτωσαν εις την Γαλιλαίαν ίνα εύρωσιν Αυτόν εκεί.


Τότε οι Ιουδαίοι ταύτα ακούσαντες είπον πρός αυτόν καί τούς λοιπούς στρατιώτας: ποίαι ήσαν αι γυναίκες αι ελθούσαι εις τόν τάφον; καί διατί ουκ εκρατήσατε αυτάς; λέγουσιν οι στρατιώται: εκ τού φόβου καί τής θεωρίας μόνον τού Αγγέλου ούτε λαλήσαι ούτε κινηθήναι ηδυνάμεθα. Οι δέ Ιουδαίοι είπον: ζή Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ, ουδέ έν πιστεύομεν από αυτά ά λέγετε. Λέγουσιν οι στρατιώται: άν τοσαύτα θαύματα όσα αυτός ο Ιησούς έτι ών εποίησεν ουκ επιστεύσατε, πώς τώρα θέλετε πιστεύσει; πλήν καλώς λέγετε τό : ζή Κύριος ο Θεός ότι καί Ούτος ζή, όν υμείς εσταυρώσατε. Αλλ' ηκούσαμεν καί τούτο, ότι τόν Ιωσήφ είχατε εν τή φυλακή κεκλεισμένον, είτα ανοίξαντες τάς θύρας ουκ ηύρατε αυτόν, δότε ούν υμείς τόν Ιωσήφ καί ούτω δώσωμεν καί ημείς τόν Ιησούν. Λέγουσιν οι Ιουδαίοι: τόν Ιωσήφ εκ τής φυλακής φυγόντα, ευρήσετε αυτόν εις τήν Αριμανθαίαν τήν πατρίδα αυτού. Οι δέ στρατιώται είπον: καί τόν Ιησούν εκ τού τάφου αναστάντα απέλθετε εις τήν Γαλιλαίαν ίνα εύρητε Αυτόν εκεί, καθώς ο Άγγελος είπε ταίς γυναιξίν.


Επί τούτοις τοίς λόγοις οι Ιουδαίοι φοβηθέντες είπον τοίς στρατιώτας: οράτε, μηδένα τών τοιούτων λόγων εις ουδένα είπητε, ότι πάντες πιστεύσαι θέλουσιν εις τόν Ιησούν επί τούτω δέ καί αργύρια πολλά θέλετε λάβει αφ' ημών, ίνα είπητε, ότι ημών κοιμωμένων ήλθον οι μαθηταί Αυτού καί έκλεψαν Αυτόν. Οι δέ στρατιώται είπον: φοβούμεθα μήπως ακούση ο Πιλάτος ότι ελάβομεν αργύρια καί παιδεύση ημάς. Οι δέ Αρχιερείς είπον: λάβετε ταύτα καί ποιήσατε ως ημών διατάττεσθε, ημείς δέ εγγυόμεθα ίνα απολογίαν δώσωμεν τώ Πιλάτω αντί υμών. Τότε οι στρατιώται λαβόντες τά αργύρια είπον καθώς διετάχθησαν, καί άδεται μέχρι τής σήμερον ο τοιούτος ψευδής λόγος υπό τών Ιουδαίων.


Μετά δέ ολίγας ημέρας ήλθον από τήν Γαλιλαίαν εις τά Ιεροσόλυμα τρείς άνθρωποι, ο είς ιερεύς, ονόματι Φινεές, ο έτερος Λευϊτης, ονόματι Αγγαίος, ο δέ άλλος στρατιώτης, ονόματι Αδδάς. Ούτοι ήλθον πρός τούς Αρχιερείς καί είπον αυτοίς καί τώ Λαώ τόν Ιησούν όν υμείς εσταυρώσατε είδομεν εν τή Γαλιλαία μετά τών ένδεκα μαθητών Αυτού επάνω εις τό όρος τών Ελεών διδάσκοντα αυτούς καί λέγοντα πορευθήτε εις τόν Κόσμον άπαντα καί κηρύξατε τό Ευαγγέλιον, λέγοντες ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται καί εωράκαμεν ημείς αυτόν, καί έτεροι πολλοί ως πεντακόσιοι καί επέκεινα. Οι δέ Αρχιερείς καί ο λαός τών Ιουδαίων ακούσαντες ταύτα είπον πρός αυτούς τούς τρείς δότε δόξαν τώ Θεώ καί μετανοείσθε διά τά οποία ψεύδεσθε, οι δέ είπον: Ζή Κύριος ο Θεός τών πατέρων ημών τού Αβραάμ, Ισαάκ καί Ιακώβ ου ψευδόμεθα, αλλά τήν αλήθειαν λέγομεν τότε εξώρκισεν αυτούς ο Αρχιερεύς, καί δούς αυτοίς αργύρια απέστειλεν εις άλλον τόπον, ίνα μή τήν Ανάστασιν τού Κυρίου κηρύττωσιν καί πιστεύσωσιν άπαντες.


Άλλ' επειδή οι τοιούτοι λόγοι ηκούσθησαν καί εις τόν λαόν, συνήχθη όχλος πολύς εις τόν Ναόν, καί εγένετο μεγάλη στάσις έλεγον γάρ πολλοί ότι ο Ιησούς ανέστη από τών νεκρών καθώς ακούομεν, καί διατί νά σταυρώσητε αυτόν; Οι δέ Αρχιερείς είπον: μή πιστεύετε, ώ Ιουδαίοι, δι' εκείνα τά οποία λέγουσιν οι στρατιώτα, μηδέ νά πιστεύσητε ότι είδον Αγγέλους καταβάντας εκ τού Ουρανού, διότι ως ημείς εδώκαμεν αργύρια τοίς στρατιώταις ίνα μή λέγωσι τούς τοιούτους ψευδείς λόγους, ούτως έδωκαν καί οι μαθηταί τού Ιησού πρός αυτούς ίνα λέγωσιν ότι ανέστη εκ τών νεκρών. Πρός ταύτα ο Νικόδημος απεκρίθη ακούσατε ώ παίδες τών Ιεροσολύμων. Ο Προφήτης Ηλιού ανέβη εις ύψος Ουρανού μετά πυρίνου άρματος λοιπόν ουδέν άπιστον ότι καί ο Κύριος ανέστη προτύπωσις γ΄ρ τού Ιησού ο προφήτης Ηλιού ήν, ίνα όταν ακούσητε ότι ο Κύριος ανέστη μηδέν απιστήσητε νύν δέ εγώ σάς λέγω καί σάς συμβουλεύω ούτως: πρέπει νά αποστείλωμεν στρατιώτας εις τήν Γαλιλαίαν, εκεί οπού οι τρείς ούτοι άνθρωποι μαρτυρούσιν, ότι είδον Αυτόν μετά τών μαθητών αυτού όπως εύρωσιν αυτόν, καί ούτω ζητήσωσιν παρ' αυτού συγχώρησιν εις ό,τι αυτώ επράξαμεν.


Ούτος ο λόγος ήρεσεν εις πάντας λοιπόν εκλέξαντες στρατιώτας έστειλαν εις τήν Γαλιλαίαν, απελθόντες δέ τόν μέν Ιησούν ουχ' εύρον, εύρον δέ μόνον τόν Ιωσήφ εις Αριμανθίαν, γράψαντες ούν οι στρατιώται πρός τούς Αρχιερείς, εγνώρισαν όν ζητούσι καί συναγαγόντες τόν λαόν είπον: τί ποιήσωμεν τώ Ιωσήφ ελθείν πρός ημάς; συμβουλευσάμενοι ούν έγραψαν πρός αυτόν επιστολήν λέγουσαν ούτω:


'' Τώ Ιωσήφ ειρήνη σοι, ειρήνη τώ οίκω σου, καί τοίς φίλοις σου. Ημείς οίδαμεν ότι επταίσαμεν εις τόν Θεόν καί πρός σέ τόν δούλον αυτού, διά τούτο δέ παρακαλούμεν ίνα έλθης ενταύθα, καί πρός ημάς τούς παίδας σου πολλά γάρ εθαυμάσαμεν πώς έφυγες εκ τής φυλακής, καί καλώς εποίησας, ότι κακήν βουλήν είχομεν κατά σού ελυτρώσατο γάρ σε ο Κύριος εκ χειρός ημών, αλλ' έρχου νύν πρός ημάς σύ γάρ εί η τιμή τού λαού ημών''.


Ταύτην τήν επιστολήν απέστειλαν εις Αριμαθαίαν οι Ιουδαίοι μετά τών επτά στρατιωτών φίλων όντων τού Ιωσήφ οι πορευθέντες εύρον αυτόν, καί έδωκαν αυτώ τήν επιστολήν ο δέ Ιωσήφ αναγνώσας αυτήν εδόξασεν τόν Θεόν, καί τούς στρατιώτας ησπάζετο, καί τραπέζης επιτεθείσης ήσθιε καί έπινε μετ' αυτών τή δ' επαύριον επορεύθη μετ' αυτών εις Ιεροσόλυμα καί ως επλησίασαν εις τήν πόλιν εξήλθεν πάς ο λαός εις απάντησιν αυτού, καί κατησπάζοντο αυτόν, ο δέ Νικόδημος εδέξατο εις τ΄ν οίκον αυτού τή δέ επιούση ημέρα προσεκάλεσαν αυτόν εν τώ Ναώ οι Αρχιερείς καί είπον αυτώ: δός δόξαν τώ Θεώ τού Ισραήλ καί ειπέ ημίν τήν αλήθειαν οίδαμεν γάρ ότι τόν Ιησούν εκήδευσας, καί επί τούτω εκρατήσαμέν σε εν τή φυλακή είτα ζητήσαντές σε εκβαλείν πρός τό φονευθήναι ουχ' εύρομέν σε εκεί καί θαυμάσαντες εις τούτο, πολλά εφοβήθημεν καί τώ Θεώ εδεόμεθα εις τόν ευρείν σε νύν δέ λέγει ημίν τήν αλήθειαν.


Πρός ταύτα αποκριθείς ο Ιωσήφ έφη: Εγώ μετά τήν εσπέραν τής Παρασκευής όντος μου εν τή φυλακή έπεσα εις προσευχήν δι' όλης τής νυκτός καί τής ημέρας τού Σαββάτου, καί πρός τό μεσονύκτιον τής επιούσης νυκτός ορώ τόν οίκον τής φυλακής αιρόμενον υπό τεσσάρων Αγγέλων, από τών τεσσάρων γωνιών κατέχοντες αυτόν καί εισήλθεν ο Ιησούς ένδον τής φυλακής ως αστραπή, κ' εγώ δέ από τού φόβου μου έπεσον εις τήν γήν ο δέ Ιησούς κρατήσας με τής χειρός, ήγειρε λέγων μή φοβού Ιωσήφ. Είτα παραλαβών κατεφίλησέ με καί λέγει μοι: επιστράφου καί ίδε τίς ειμί; στραφείς ούν καί ιδών Αυτόν είπον: Κύριε, τίς εί; λέγει μοι εκείνος: εγώ ειμί Ιησούς, όν προχθές σύ εκήδευσας εγώ δέ είπον αυτόν: δείξον μοι τόν τάφον καί τότε πιστεύσω σοι λαβών με ούν εκ τής χειρός, ήγαγέ με επί τόν τάφον όντα ανεωγμένον, καί ιδών τήν σινδόνα καί τό σουδάριον τά οποία καί γνωρίσας είπον: ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου καί προσεκύνησα αυτόν. Ο δέ Ιησούς λαβών με εκ τής χειρός ακολουθούντων καί τών Αγγέλων, ήγαγέ με έως εις τήν Αριμαθαίαν εις τόν οίκον μου καί λέγει μοι: κάθου ενταύθα έως τεσσαράκοντα ημέρας εγώ γάρ υπάγω εις τούς μαθητάς μου τού πληροφορήσαι αυτούς τού κηρύττειν τήν εμήν Ανάστασιν.


Ταύτα ειπόντες τού Ιωσήφ, έκραξαν οι Αρχιερείς πρός τόν λαόν: ημείς οίδαμεν ότι ο Ιησούς είχε πατέρα καί μητέρα, καί πώς μέλλομεν πιστεύσαι ότι αυτός εστιν ο Χριστός; απεκρίθη είς εκ τών Λευϊτών καί είπεν εγώ οίδα τήν γενεάν τού Χριστού άνθρωποι ευγενείς καί εργάται δοκιμώτατοι εισι τών εντολών τού Θεού. Εγνώρισα δέ καί Συμεών τόν πρεσβύτερον όστις εδέξατο Αυτόν βρέφος εις τάς αγκάλας αυτού εν τώ Ιερώ επιμαρτυρήσαντα Αυτώ καί ειπόντα: <<Νύν απολύεις τόν δούλον σου Δέσποτα κατά τό ρήμα σου εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί μου τό σωτήριόν Σου ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τών λαών φώς εις αποκάλυψιν εθνών καί δόξαν λαού Σου Ισραήλ>>. Οι δέ Αρχιερείς είπον άς εύρωμεν λοιπόν τούς τρείς εκείνους τούς ιδόντας Αυτόν εις τό Όρος τών Ελεών, καί ερωτήσωμεν αυτούς ακριβώς καί εξωρκίσωμεν ίνα είπωσιν ημίν τήν πάσαν αλήθειαν. Ελθόντες ούν οι τρείς εκείνοι απεκρίθησαν καί είπον Ζή Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ, είδομεν τόν Ιησούν εις τό Όρος τών Ελεών ζώντα, καί εις τόν ουρανόν αναβαίνοντα. Τότε ο Άννας καί Καϊάφας διεχώρησαν τούς τρείς τούτους καί ερωτήσαντες ιδιαιτέρως αυτούς, ομοφώνησαν καί οι τρείς. Οι δέ Αρχιερείς αποκριθέντες είπον Η Γραφή λέγει: Επί δύο ή τριών μαρτύρων σταθήσεται πάν ρήμα. Ο Ιωσήφ ομολογεί ότι εκήδευσε καί ενεταφίασεν Αυτόν μετά τού Νικοδήμου καί πώς εστιν αληθές ότι ηγέρθη; λέγει ο Ιωσήφ καί τό θαυμαστόν ότι ο τόν τετραήμερον εγείρας μή εγερθήναι καί αυτός τριήμερος; καί ός ου μόνον τόν Λάζαρον ήγειρεν, αλλά καί άλλους πολλούς εν Ιεροσολύμοις; καί ει τούς άλλους αγνοείται, κάν Συμεών τόν πρεσβύτερον καί τούς δύο υιούς αυτού, ομού καί τούς δύο αδελφούς αυτού, ούς ανέστησε, καί τούς οποίους καλώς γνωρίζετε, ωσάν όπου πρό ολίγου ενεταφιάσατε νύν δέ οι τάφοι αυτών φαίνονται ανεωγμένοι καί κενοί, εκείνοι δέ ζώντες διατρίβουσιν εις Αριμαθαίαν.


Τότε ηγέρθησαν οι Αρχιερείς καί Ιωσήφ, καί Νικόδημος, καί Γαμαλιήλ, καί έτεροι μετ' αυτών καί απήλθον εις Αριμαθαίαν, ένθα ευρόντες ούς ο Ιωσήφ έλεγε καί ποιήσαντες προσευχήν ησπάσθησαν αλήθειαν πώς αλλήλους ελθόντες δέ μετ' αυτών εις Ιεροσόλυμα εν τή συναγωγή καί κλείσαντες τάς θύρας είπον πρός αυτούς οι Αρχιερείς: θέλομεν ίνα ομώσητε εις τόν Θεόν τού Ισραήλ καί Αδωναί, καί είπητε τήν αλήθειαν πώς ανεστήθητε καί τίς ημάς ανέστησεν εκ τών νεκρών. Ταύτα ακούσαντες οι αναστάντες, εποίησαν εις τό πρόσωπον αυτών τόν τίμιον Σταυρόν, καί είπον πρός τούς Αρχιερείς, δότε ημίν χαρτίου καί μελάνων καί κάλαμον. Έφερον ούν ταύτα είτα καθίσας ο είς εξ αυτών έγραψε ταύτα:


''Κύριε Ιησού Χριστέ, η ανάστασις τών νεκρών καί η ζωή τού κόσμου, δός ημίν χάριν ίνα διηγηθησώμεθα τήν Ανάστασίν σου, καί τά θαυμάσιά σου, ά εν τώ Άδη εποίησας. Ημείς είμεθα εν τώ Άδη, εν ώρα δέ μεσονυκτίου, εις τό ανεκδιήγητον εκείνο ανέτειλεν ώσπερ φώς Ηλίου καί φωτισθέντες άπαντες είδομεν αλλήλους. Είτα ευθύς ο πατήρ ημών Αβραάμ μετά τών Πατριαρχών καί Προφητών ενωθείς, καί χαράς πολλής πλησθέντες, είπον πρός αλλήλους: τούτο τό φώς εκ μεγάλου φωτισμού εστίν. Ο δέ προφήτης Ησαϊας εκεί παρών είπε: τούτο τό φώς εκ τού πατρός εστι, καί τού Υιού, καί τού Αγίου Πνεύματος, περί ού εγώ προεφήτευσα έτι ζών: Γή Ζαβουλών καί γή Νεφθαλείμ: ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει είδε φώς μέγα. Είτα ήλθεν εις τό μέσον εις ασκητής, ως από τής ερήμου Ιωάννης λεγόμενος, ός εποίησε τάς οδούς τού Υιού τού Θεού ευθείας κηρύξας μετάνοιαν εν τώ λαώ καί άφεσιν αμαρτιών πρός τόν οποίον είπον οι Πατριάρχαι: τίς εί; Ο δέ λέγει Εγώ ειμι ο αποσταλείς παρά Θεού ίνα κηρύξω καί τοίς εν άδη, ώσπερ καί τοίς εν κόσμω τόν ερχομόν τού Υιού καί Θεού ενθάδε. Οι δέ Πατριάρχαι καί οι Προφήται ακούσαντες έχαιρον μεγάλως.


Εν αυτή δέ τή τών απάντων χαρά ήλθεν ο Σατανάς, ο κληρονόμος τού σκότους καί λέγει τώ Άδη: παμφάγε καί ακόρεστε άκουσόν μου τούς λόγους εκ τού γένους τών Ιουδαίων είς άνθρωπος ών, τόν οποίον εκ τής εμής συνεργείας εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, καί νύν Αυτού τελευτήσαντες σύ έση έτοιμος όπως ώδε κατακλείσωμεν Αυτόν. Εγώ γάρ οίδα ότι άνθρωπός εστιν, ως ήκουσα αυτού λέγοντος: περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου. Ούτος πολλά κακά μοί εποίησεν εν τώ άνω κόσμω τοίς ανθρώποις συναναστρεφόμενος όπου γάρ εύρισκε τούς εμούς δούλους εδίωξεν αυτούς όσους δέ ανθρώπους εποίουν χωλούς λεπρούς τυφλούς καί εί τι άλλο εις αυτούς εποίουν εγώ, Αυτός διά λόγου μόνον ιάτο αυτούς ου μόνον δέ αλλά καί πολλούς αποθανόντας εξύπνησεν εξ ύπνου απεκρίθη ο Άδης: καί τόσον δυνατός εστιν ού ούτος ώστε μόνον διά λόγου ποιεί ταύτα; Ει γάρ ούτος υπάρχει, ως λέγεις, ου δύνασαι αντιστήναι αυτώ εμοί δέ δοκεί ότι ουδείς δύναται αυτώ αντιστήναι ει δέ λέγης ότι ήκουσας αυτού φοβουμένου τόν θάνατον, παίζων σε καί καταγελών έφη τούτο, ίνα αρπάση σε εν χειρί κραταιά εις τόν άπαντα αιώνα. Λέγει ο Σατανάς: παμφάγε καί ακόρεστε Άδη τοσούτον εφοβήθης ακούσας περί τού κοινού ημών εχθρού; Εγώ ουκ εφοβήθην αυτόν, αλλά μάλλον παρεκίνησα τούς Ιουδαίους καί εσταύρωσαν Αυτόν ετοιμάσθητι ούν, όπως ελθόντα ώδε κρατήσης Αυτόν ισχυρώς.


Ο δέ απεκρίθη κληρονόμε τού σκότους, υιέ τής απωλείας, διάβολε, νύν μοί είπας ότι πολλούς εν τώ κόσμω ασθενείς ιάσατο καί ανέστησε, πώς ο τοιούτος καί εν ποία δυνάμει κρατηθήσεται; καγώ δέ πρό ολίγου έχων ώδε νεκρόν τινα ονόματι Λάζαρον τόν οποίον είς εκ τών ζώντων διά λόγου μόνον εκ τών εγκάτων μου τούτον απέσπασε καί ως μοί φαίνεταί εστιν αυτός ο ίδιος όν σύ μοί λέγεις. Εί ούν εκείνον ενθάδε δεξώμεθα, φοβούμαι μήπως καί περί τών λοιπών κινδυνεύσωμεν πάντα γάρ ούς απ' αιώνος κατέπιον αρπάσαι μέλλει ως καί τόν Λάζαρον διό καί ορκίζω σε μή φέρης αυτόν ενθάδε οίμαι γάρ ότι τού αναστήσαι πάντας τούς νεκρούς παραγίνεται ώδε καί πάλιν ορκίζω σε εις τό σκότος ό έχομεν, μή φέρης Αυτόν ώδε, ει δέ καί φέρης, ουδείς τών νεκρών επαναλειφθήσεταί μοι.


Ταύτα τού Σατανά καί τού Άδου λεγόντων εγένετο φωνή μεγάλη ώσπερ βροντή εκ τών Αρχαγγέλων, καί Αγγέλων, καί Αρχών καί Δυνάμεως λέγουσα άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, καί επάρθητε πύλαι αιώνιοι, καί εισελεύσεται ο Βασιλεύς τής δόξης ακούσας δ' ο προφήτης Δαυϊδ λέγει τώ Σατανά εξελθε ει δυνατός ής καί αντιστάθητι αυτού. Εξελθών ούν έξω ο Σατανάς λέγει τοίς δαίμοσιν αυτού ο Άδης: ασφαλίσατε καλώς καί ισχυρώς τάς χαλκάς πύλας, καί μοχλούς σιδηρούς καί κλείθρα κατέχοντες σκοπείτε καλώς ιστάμενοι όρθιοι ότι εάν εισέλθη αυτός ώδε, ουαί ημίν! Οι δέ προπάτορες ταύτα ακουσαντές ήρξαντο υβρίζειν αυτόν λέγοντες παμφάγε καί ακόραστε άδη άνοιξον όπως εισέλθη ο Βασιλεύς τής δόξης. Τότε ο Δαυϊδ λέγει: τήν τοιαύτην φωνήν προφητεύσαντες εμού, σύ ουκ οίδας τυφλέ;


Ο δέ Ησαϊας έφη: εγώ τούτον προϊδών υφ' Αγίου Πνεύματος έγραψα. Αναστήσονται οι νεκροί, καί εγερθήσονται οι εν τοίς μνημείοις κλπ. Ήλθεν ούν πάλιν λέγουσα άρατε πύλας οι άρχοντες υμών κλπ. Ακούσας δέ ο άδης τήν φωνήν εκ τού δευτέρου απεκρίθη ώσπερ μή γινώσκων καί λέγει Τίς εστιν ούτος ο Βασιλεύς τής δόξης; αντέφησαν οι Άγιοι Άγγελοι Κύριος κραταιός καί δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω καί ευθέως άμα τώ λόγω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν, οι σιδηροί μοχλοί συνεθλάσθησαν καί οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν τών δεσμών καί ημείς μετ' αυτών καί εισήλθεν ο Βασιλεύς τής δόξης ευθύς δέ καί εβόησεν ο Άδης ουαί ημίν! Τίς εί ο έχων τόσην εξουσίαν; καί ποίος εί σύ, ο χωρίς αμαρτίας ελθών ώδε; ο μικρός ορώμενος, καί μεγάλα δυνάμενος; ο ταπεινός καί υψηλός; ο δούλος καί δεσπότης; ο στρατιώτης καί βασιλεύς; ο άνθρωπος φαινόμενος, καί Θεός μέγας δεικνύμενος; ο τών νεκρών καί ζώντων εξουσιάζων; ο εν τώ Σταυρώ προσηλωθείς, καί καταργήσας πάσαν τήν δύναμιν ημών; Άρα σύ εί ο Ιησούς περί ού προέλεγεν ημίν ο αρχισατράπης σατανάς, ότι διά τού σταυρού καί τού θανάτου μέλλει όλον τόν κόσμον κληρονομήσαι;


Εισελθών ούν ο Βασιλεύς τής δόξης καί κρατήσας εκ τής κορυφής τόν σατανάν, καί παραδούς αυτόν τοίς Αγγέλοις είπε δήσατε αυτού τάς χείρας καί τάς πόδας τόν τράχηλον καί τό στόμα καί τούτων γενομένων παρέδωκε αυτόν τώ Άδη, λέγων λάβε τούτον καί κάτεχε ασφαλώς άχρι τής δευτέρας μου επί γής παρουσίας ο δέ παραλαβών τόν σατανάν λέγει αυτώ Βεελζεβούλ κληρονόμε τού πυρός καί τής κολάσεως, εχθρέ τών Αγίων, διά ποίαν αιτίαν συνήργησας σταυρωθήναι τόν Βασιλέα τής δόξης; ίνα έλθη ώδε καί γυμνώση ημάς; επιστράφου καί ίδε ότι ουδείς νεκρός εν εμοί κατελήφθη, ότι ούς εκέρδησας διά τού ξύλου τής βρώσεως, τούτους διά τού ξύλου τού Σταυρού νύν απώλεσας καί πάσα σου η χαρά μετεστράφη εις λύπην καί τόν Βασιλέα τής δόξης θέλων θανατώσαι, εαυτόν εθανάτωσας. Επί γάρ κατέλαβόν σε ώστε κατέχει ασφαλώς εν πείρα μαθήση όσα κακά πρός σέ διαπράξω διάβολε, η τού θανάτου αρχή, η ρίζα τής αμαρτίας, η αιτία πάντων τών κακών ότι ουδέν κακόν ευρών εν τώ Ιησού, ενήργησας τού θανατώσαι Αυτόν.


Ταύτα τού Άδου λέγοντος πρός τόν Σατανάν, απλώσας τήν χειρά του, ο Ιησούς ήγειρε τόν Αδάμ, είτα στραφείς καί πρός τούς λοιπούς, είπεν αυτοίς δεύτε μετ' εμού πάντες, όσοι διά τού ξύλου ού ήψατο ο προπάτωρ εθανατώθητε πάντα γάρ υμάς διά τού ξύλου τού Σταυρού εγώ νύν ανιστώ καί ούτω πάντας εξέβαλεν έξω. Ο δέ προφήτης Δαυϊδ θυμηδίας πλησθείς έλεγεν: ευχαριστώ τήν μεγαλωσύνην σου Κύριε, ότι ανήγαγές με εξ Άδου κατωτάτου ομοίως καί πάντες οι Προφήται καί οι Άγιοι έλεγον Ευχαριστούμεν Σε Σωτήρ τού κόσμου, ότι ανήγαγες εκ φθοράς τήν ζωήν ημών. Ο δέ Σωτήρ ευλογήσας τόν Αδάμ εν τώ μετώπω σταυρωειδώς ομοίως καί τούς Πατριάρχας καί Προφήτας καί Μάρτυρας, καί τούς προπάτορας, καί λαβών άπαντας εκ τού Άδου ανέθωρεν. Εξερχομένων ούν τού άδου έψαλλον οι άγιοι Πατέρες ακολουθούντες τώ Ιησού, λέγοντες Αυτώ: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Αλληλούϊα. Ως δέ επορευόμεθα εις τόν Παράδεισον κρατών ο Ιησούς τόν προπάτορα Αδάμ εκ τής χειρός, παρέδωκεν αυτόν τώ Αρχαγγέλω Μιχαήλ, καί πάντας τούς Δικαίους. Εισερχομένων δέ αυτών εις τήν θύραν τού Παραδείσου συνήντησαν αυτοίς δύο πρεσβύτεροι άνθρωποι, πρός τούς οποίους οι Άγιοι Πατέρες είπον: οποίοι εστέ υμείς, οίτινες θάνατον ουκ οίδατε; καί εν τώ άδη ου κατήλθατε, αλλ' εν σώματι καί ψυχή οικήτε εν τώ Παραδείσω; αποκριθείς δέ ο εις εξ αυτών είπεν: Εγώ ειμί ο Ενώχ ο ευαρεστήσας τώ Θεώ, καί διά τούτο μετετέθην ώδε υπ' Αυτού. Ούτος δε εστίν ο προφήτης Ηλιού, καί μέλλομεν ζήσαι έως τής συντελείας τού αιώνος, ότε μέλλομεν αποσταλήναι παρά Θεού επί αντιχρίστου εις τόν κόσμον ίνα εξελέγξωμεν αυτόν ότε καί αποκατασταθήναι παρ' αυτού μέλλομεν καί αποθανείν, καί μετά τρείς ημέρας αναστηθήναι καί εν νεφέλαις αρπαγήναι πρός τήν τού Κυρίου απάντησιν. Ύστερον δέ ήλθεν έτερος άνθρωπος ταπεινά βαδίζων καί βαστάζων επί τού ώμου αυτού σταυρόν, πρός τόν οποίον είπον οι άγιοι Πατέρες: Τίς έφη; Εγώ καθώς υμείς λέγετε ληστής ήμην εν τώ κόσμω καί διά τούτο κρατήσαντές με οι Ιουδαίοι εσταύρωσαν ομού μέ τόν Κύριον ημών Ιησού Χριστόν. Εγώ όμως ιδών τά γενόμενα επίστευσα εις Αυτόν καί παρακαλέσας είπον Αυτώ: Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τή Βασιλεία Σου. Όστις ευθύς είπέ μοι: Αμήν αμήν λέγω σοι: σήμερον μετ' εμού έση εν τώ Παραδείσω καί ούτω βαστάζων τόν σταυρόν ήλθον εις τόν Παράδεισον καί ελθών εύρον τόν Αρχάγγελον Μιχαήλ, καί είπον αυτώ: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο εσταυρωμένος μέ απέστειλεν ώδε, καί ούτω μέ εισήγαγεν εν τή πύλη τής Εδέμ. Ιδούσα δέ η φλογίνη Ρομφαία τό σημείον τού Σταυρού, ήνοιξέ μοι καί εισήλθον. Είτα είπέ μοι ο Αρχάγγελος περίμεινον ολίγον ότι έρχεται ο προπάτωρ τού γένους υμών Αδάμ μετά τών Δικαίων, όπως καί εκείνοι εισέλθωσιν ένδον, καί ιδού νύν απέρχομαι εις προϋπάντησιν αυτών. Ταύτα δέ ακούσαντες οι Αγιοι εβόησαν άπαντες μεγάλη τή φωνή: Μέγας Κύριος ο Θεός ημών, καί μεγάλη η ισχύς Αυτού! Τίς Θεός μέγας ο Θεός ημών! καί άλλους ύμνους καί δοξολογίας έψαλλον μέ μεγάλην φωνήν.


Ταύτα πάντα είδαμεν καί ηκούσαμεν ημείς οι δύο αυτάδελφοι, καί απεστάλησαν παρά τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ, καί διετάχθημεν κηρύξαι τήν τού Κυρίου Ανάστασιν απήλθομεν δέ πρώτον καί εβαπτίσθημεν κατά τήν εκείνου διαταγήν εις τόν Ιορδάνην ποταμόν μετά τών άλλων αναστάντων νεκρών είτα καί εις Ιεροσόλυμα ήλθομεν τελέσαντες τό Πάσχα τής Αναστάσεως νύν δέ μή δυνάμενοι ενταύθα διάγειν, απερχόμεθα καί η αγάπη τού Πατρός, καί η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί τού Π. Πνεύματος είη μετά πάντων ημών Αμήν''.


Ταύτα μέν εκείνοι γράψαντες, καί ασφαλίσαντες τά βιβλία, έδωκαν τά ημίση τοίς Αρχιερεύσι, καί τά έτερα ημίση τώ Ιωσήφ καί Νικοδήμω καί πάραυτα εγένοντο άφαντοι απ' αυτών.


Ο δέ Πιλάτος αφού ταύτα πάντα εγένοντο ήγουν τά τού πάθους καί ταφής τής Αναστάσεως τού Κυρίου, έγραψεν επιστολήν πρός τόν Τιβέριον Καίσαρα εις Ρώμην, λέγουσαν ούτως:


''Πόντιος Πιλάτος ο τήν Ανατολικήν διέπων επαρχίαν σύν τώ κραταιώ καί σοβαροτάτω καί μεγίστω άνακτι Τιβέριω Καίσαρι, ιδίω μοι δεσπότη καί βασιλεί, χαίρειν: Διά τού μελαμβαφούς καλάμου βούλομαι απαγγείλαί σοι τό τολμηρόν άμα καί απάνθρωπον συμβεβηκός, τό τελεσθέν εν τώδε τώ τόπω καί τά περί τής υποθέσεως τούτου άπαντα καταλεπτώς μηνύσει τώ σώ κράτει, τά οποία ως φοβερά καί εξαίσια, ουκ ήκουσται εξ αιώνος, ούτε διεπράχθησαν εις κανέν μέρος τού κόσμου, άτινα ιδίους οφθαλμοίς εωράκαμεν, ών ο φόβος καί ο τρόμος επί τή ψυχή καί τώ σώματι περιέχει με, κράτιστε βασιλεύ!


Κατά τόν ενεστώτα καιρόν καθ' ήν ημέραν έδει γενέσθαι η τών Ιουδαίων εορτή η λεγομένη τών Αζύμων εν ταύτη τή πόλει τών Ιεροσολύμων άπαν τό πλήθος τών Ιουδαίων παρέδωκάν μοι άνθρωπόν τινα Ιησούν λεγόμενον, πολλά εγκλήματα κατ' Αυτού, επιφέροντες, ουκ αληθώς ταύτα λέγοντες αλλά πάντα ψευδώς ως φθονεροί καί αχάριστοι καί τοι δέ πολλά κατ' Αυτού λέγοντες, ουκ ηδυνήθησαν όμως ευρείν τι βέβαιον έγκλημα κατ' Αυτού, μία γάρ αίρεσις ήν Αυτώ έλεγον ότι τό Σάββατον ου τηρεί αλλά καί αύτη ουκ ήν Αυτώ, ως εκείνοι φθονούντες έλεγον διότι εν εκείνη τή ημέρα δηλ. τού Σαββάτουπολλάς αγαθοεργίας, ιάσεις καί θαύματα φρικτά εποίει, τών οποίων καγώ ειμί μάρτυς τυφλούς, χωλούς, λεπρούς, παραλύτους καί δαιμονιζομένους εθεράπευε μόνω τώ λόγω, νεκρούς ανίστα ως εξ ύπνου, καί εν μιά τετραήμερόν τινα ονόματι Λάζαρον ανέστησε, λόγω μόνω καλέσας αυτόν κατ' όνομα, ός καί διεφθαρμένος ήν υπό τών σκωλήκων καί σεσηπώς, καί ωδοδώς τόν οποίον ευρών κείμενον εν τώ τάφω καί αναστήσας αυτόν εκέλευσεν υπάγειν, μήτε κάν σημείον νεκρού έχοντα, αλλ' εξήλθεν εκ τού τάφου ώς περ ο νυμφίος εκ παστού πλήρης ευωδίας αντί τής πρό ολίγου δυσωδίας καί δαιμονιζομένους δέ τινας τούς οίκησιν εν ερημίαις έχοντας, καί τάς ιδίας σάρκας τρώγοντας κατέστησεν οικήτορας πόλεων καί σώφρωνας εποίησεν καί άλλον ξηράν έχοντα τήν χείραν ιάτρευσεν αλλά καί άλλον ούτινος τό ήμισυ τού σώματος απελιθώθη, μόνω λόγω ιάσατο καί γυναίκα τινα έτη δώδεκα ούσαν εν ρύσει αίματος τοσούτον ώστε εκ τούτου οι αρμονίαι τών οστών αυτής εφαίνοντο έξωθεν καί αι φλέβες εξηντλήθησαν καί τό ανθρώπινον ομοίωμα φέρουσα, άφωνος καθ' εκάστην έκειτο ότι καί οι ιατροί ουκ ίσχυσαν θεραπεύσαι αυτήν, διερχομένου τούτου ποτέ τόν τόπον εκείνον, μυστικώς αύτη εκ τού όπισθεν αψαμένου τού κρασπέδου Αυτού, αυτή τή ώρα εκπληρώθησαν δυνάμεως τά κενώματα αυτής, ως μηδέποτε παρούση τι, καί ήρξατο δρομαία τρέχειν εις τής εορτής πόλιν Καπερναούμ, απέχουσα ημέρας έξ. Ταύτα καί έτερα αναρίθμητα εισί τά έργα τά οποία ο Ιησούς εν τοίς Σάββασιν εποίει πρός τούτοις καί σημεία φοβερά καί εξαίσια εποίησεν, ο οποίος ως εγώ κατενόησα μείζων εστίν καί από τούς θεούς τούς οποίους ημείς σεβόμεθα.


Τούτον ούν τόν Ιησούν ο Ηρώδης, Αρχέλαος, Φίλιππος, Άννας καί Καϊάφας, σύν παντί τώ λαώ παρέδωκάν μοι ίνα σταυρώσω πολλήν δέ στάσιν ποιήσαντες κατ' εμού, εκέλευσα Αυτόν σταυρωθήναι υπείκων τώ θελήματι αυτών, ότι εγώ ουδεμίαν αιτίαν θανάτου εύρον εν Αυτώ, ουδέ πράξιν ή έγκλημά τι κακόν φραγγελώσας σύν Αυτό πρώτον, είτα καί εσταύρωσα αφού δέ εσταυρώση εγένετο σκότος εφ' όλην τήν οικουμένην, καί ο ήλιος μέσον τής ημέρας εσκοτίσθη, καί τά άστρα επεφάνησαν. Η δέ σελήνη ώσπερ αίμα εφαίνετο, κόσμος δέ τών καταχθονίων κατεπόθη.


Ωσαύτως όπερ είχον αγίασμα τού Ναού, λεγόμενον αυτοίς τοίς Ιουδαίους μή οφθήναι τή αυτού πτώσει χάσμα δέ τής γής επανειλημμένως βροντώδη ήχον ανέπεμψεν, ώφθησαν δέ καί νεκροί αναστάντες, ως αυτοί οι Ιουδαίοι μαρτυρήσαντες είπον, ότι εωράκασιν Αβραάμ, Ισαάκ, καί Ιακώβ τούς δώδεκα Πατριάρχας, καί Μωϋσήν καί Ιωάννην τούς προτελευτήσαντας ως φησιν εκείνοι, πρό τρισχιλίων πεντακοσίων ετών καί άλλους πλείστους ούς καί είδον εν σώματι φανέντας θρήνους δέ ποιήσαντας διά τήν παράνομον πράξιν τήν παρ' αυτών γενομένην, καί τής απωλείας αυτών τών Ιουδαίων, καί τού νόμου αυτών ήν δέ τό σκότος από ώρας έκτης τής Παρασκευής, έως ώρας ενάτης οψίας δέ γενομένης τής μιάς τών Σαββάτων, ήχος εγένετο εκ τού ουρανού, ώστε τόν ουρανόν γενέσθαι φωταγωγόν επταπλασίονα υπέρ πάσας τάς ημέρας ώφθη δέ ώρα τρίτη τής νυκτός ήλιος φωταγωγός ως ουδέποτε φανήναι τόν τοιούτον ήλιον έλαμπε γάρ φαιδρότερον τής αστραπής καί ούτως εφάνησαν άνδρες εφ' υψηλοίς, ένδοξοι, πλήθος αναρίθμητον, κράζοντες αι δέ φωναί αυτών ηκούοντο ώσπερ τής παμεγέθους βροντής, καί έλεγον: Ο σταυρωθείς ανέστη Χριστός, Θεός ών, ανέρχεσθε εξ άδου οι δεδουλωμένοι εν τοίς καταχθονίοις: καί ήν τό χάσμα τής γής, ως μή όντων εδρασμάτων, αλλ' ούτως ήν, ως αυτά τά ύδατα τά υπεράνω τής θαλάσσης τής αβύσου φανήναι μετά τών βοώντων εν τοίς ουρανοίς καί περιπατούντες εν σώματι εν μέσω τού πλήθους τών αναστάντων νεκρών ο δέ αναστήσας τούς νεκρούς καί κυριεύσας τόν άδην έλεγεν: είπατε τοίς Μαθηταίς μου ότι προάγω αυτούς εις τήν Γαλιλαίαν κακεί μέ όψοντα. Καθ' όλην τήν νύκτα εκείνην ουκ επαύσατο τό φώς φαίνον. Ιουδαίοι δέ πολλοί έθανον εν τώ χάσματι καταποντισθέντες, ώστε ουχ' ευρέθησαν τό πρωί, ειμή μόνον, μία συναγωγή ήτις έμεινεν εντός πόλεως Ιερουσαλήμ, αι δέ λοιπαί ηφανίσθησαν άπασαι εν τή πτώσει εκείνη. Καγώ δέ γράψας ταύτα, καθιστορήσας τά κατά τού Ιησού προαχθέντα υπό τών Ιουδαίων, αποστέλλω τή Σή κραταιότητι Δέσποτα''


Ταύτην τήν επιστολήν έστειλεν ο Πιλάτος εις Ρώμην καί ανεγνώσθη έμπροσθεν τών πολλών εν τή πόλει καί τού βασιλέως, πάντες δέ εγένοντο έκθαμβοι ότι διά τήν τού Πιλάτου παρανομίαν τό σκότος καί ο σεισμός εγένετο εφ' όλης τήν οικουμένην καί θυμού πλησθείς ο Καίσαρ πέμψας στρατιώτας εκέλευσε δέσμιον πρός αυτόν αγαγείν τόν Πιλάτον.


Απάντησις Τιβερίου Καίσαρος πρός Πόντιον Πιλάτον τόν ηγεμόνα, ήτις επέμφθη μετά τού πρωτοκούρσορος αυτού Ραχαάβ, ώτινι παρέδωσε καί δισχιλίους στρατιώτας ώστε αγαγείν δέσμιον τόν Πιλάτον εις Ρώμην, καί πάντας τούς πρώτους τών Ιουδαίων, τόν τε Άνναν καί Καϊάφαν τούς δύο Αρχιερείς, τούς δέ λοιπούς τών Ιουδαίων, ξίφει αναιρεθήναι ως η τού Καίσαρος απόφασις η έχουσα ούτως διελάμβανε.



ΤΙΒΕΡΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ


Δεσπότης ανίκητος φοβερός


Ποντίω Πιλάτω Ηγεμόνι τής Ιουδαίας





''Επειδή άδικον εψήφισας θάνατον κατά τού Ιησού, συμφωνήσας μετά τών φθονερών καί κακίστων Ιουδαίων, λαβών παρ' αυτών δώρα υπέρ τού τοιούτου θανάτου, διά ταύτα καγώ, ούτω κατά σού διατάσσω. Ίνα έλθης πρός με δέσιμος, τού δούναι απολογίαν περί τής ψυχής ήν αναιτίως παρέδωκας εις θάνατον. Αλλ' ώ τής σής ανοησίας καί πωρώσεως ότι τασαύτα καί τοιαύτα φοβερά σημεία καί θαύματα παρ' αυτού γενόμενα θεωρήσαντες, ετολμήσατε τοιούτον άνθρωπον αθώον παραδούναι εις θάνατον! Τίς δέ σοι πεπωρωμένε καί βέβηλε καί πάσης φιλανθρωπίας ανάξιε δέδωκα τοιαύτην τόλμην, καί εξουσίαν εις τοιούτο μέγα καί μισόθεον κίνημα, ίνα συμφωνήσης μετά τού πονηρού συνεδρίου, καί διεφθαρμένου λαού καί δώσης αυτοίς εξουσίαν τού τοιούτου θανάτου; Διά γάρ ταύτα κρίσιν επενεγκείν με δεί ταχέως διότι ούτε κάν έγραψας πρώτον εις εμέ περί τής υποθέσεως ταύτης, διά νά λάβης καί τό εμόν θέλημα, αλλ' ότε ετέλεσας όσα καί ηθέλησας, τότε μοί έγραψας τά κακώς τελεσθέντα αλλ' ιδού γράφεις μοι καί τήν ανοησίαν σου αυτοθελήτως, λέγων μοι ότι καί από τούς θεούς ούς ημείς λατρεύομεν μείζονα τούτων έργα καί θαύματα παρ' Αυτού τελούμενα είδες ώ τού φθόνου καί τής κακίας σας! Ει καί ως Θεόν τούτον ουκ εδέξασθε, κάν ως ιατρόν ουκ είχετε Αυτόν! Εγώ γάρ εξ ακοής μόνον Τούτον μαθών, καί τοιαύτα φοβερά καί εξαίσια σημεία καί θαύματα παρ' Αυτού γενόμενα ακούσας, κέκρικα τώ νοϊ μου μή είναι Αυτόν άνθρωπον μόνον, αλλά καί Θεόν.


Τόν γάρ αναστήσαι νεκρούς καί οφθαλμούς τυφλών ανοίξαι, καί δαίμονας εξ ανθρώπων διώξαι, καί παραλύτους ανορθώσαι, ταύτα Θεός μόνον δύναται ποιήσαι καί ουχί άνθρωπος. Τίς γάρ άνθρωπος, ήκουσταί ποτε, νεκρόν τετραήμερον εγείραι, καί οφθαλμούς τυφλού γεγενημένου ανοίξαι! Ταύτα γάρ ου μόνον εκ τής ιδίας επιστολής σου έμαθον, αλλά πολλώ μάλλον καί εκ τής μιάς γυναικός, ήτις πρό τινων ημερών ενταύθα ελθούσα, είπε μοι ταύτα πάντα μετ' ακριβείας, εκατήγετο δέ αύτη εκ τών ορίων Μαγδαλά, Μαρία καλουμένη, μαθήτρια καί αύτη λέγουσα είναι τού Ιησού, η οποία μεμαρτύρηκε διηγησαμένη ενώπιον τού πλήθους τά υπ' Αυτού γεγονότα, καί τά περί σού, καί άλλα πολλά, καί ότι εξέβαλε καί εξ αυτής επτά δαιμόνια λόγω μόνω διά ταύτα λοιπόν ου δύναμαι παραβλέψαι ταύτην τήν αδικίαν''


Ελθόντος δέ τού πρωτοκούρσορος Ραχαάβ από Ρώμης εις Ιεροσόλυμα μετά δύο χιλιάδων στρατιωτών, καί δήσαντος τόν Πιλάτον αλύσσεσι σιδεραίς, ωσαύτως Άνναν καί Καϊαφαν τούς Αρχιερείς σύν τούτοις καί τόν Αρχέλαον καί Φίλιππον καί Αλέξανδρον, καί όλους τούς πρώτους τών Ιουδαίων, τούς μέν άνδρας ξίφει απέκτειναν, τάς δέ βεβήλους καί ασέμνους γυναίκας αυτών τά έθνη επόρνευσαν παραλαβόντες δέ τόν Πιλάτον καί τούς σύν αυτώ σιδηροδεσμίους επορεύοντο εις Ρώμην, φθάσαντες δέ εις τήν νήσον Κρήτην απέθανεν ο Καϊάφας οι δέ, εξελθόντες έθαψαν αυτόν έν τινι τόπω αλλά τό παμμίαρον αυτού σώμα εξεπήδησεν έξω τού τάφου μή δεχομένης τούτο τής γής. Ιδόντες δέ οι εγχώριοι τούτο, άραντες λίθους κατέχωσαν αυτό, τούς δέ λοιπούς φθάσαντας εις Ρώμην τελείως ο Καίσαρ ουκ ηθέλησεν εξετάσαι αυτούς, αλλά εντός νεαρού δέρματος βοός καί έρριψαν εις τόν Ήλιον εν καιρώ θέρους, ξηρανθέν δέ τό δέρμα από τήν υπερβολικήν καύσιν τού ηλίου, καί σφίγξαν αυτόν βιαίως, εξήλθον τά εντόσθια αυτού, καί ούτω πικρώς ετελεύτηκεν ομοίως καί τόν Αρχέλαον καί όλους τούς πρώτους τών Ιουδαίων κεφαλική τιμωρία εθανάτωσε τόν δέ Πιλάτον εκέλευσε βαλείν αυτόν έν τινι πύργω, έξω τής πόλεως περιβεβλημένον σιδηραίς αλύσσεσι, τόν οποίον ηβούλετο αποκτείναι αυτός ο Καίσαρ ιδίαις χερσίν. Εν μιά ούν τών ημερών εξελθών ο Καίσαρ εις τήν εξοχήν επί τώ θηρεύσαί τι έθος δέ ήν τοίς αρχαίοις βασιλεύσιν εάν τις κατάδικος ών, καί δυνάμενος ιδείν τό πρόσωπον τού βασιλέως λαλήση αυτώ, ερρύετο τού θανάτου. Ταύτα ειδώς ο Πιλάτος, καί μαθών ότι ο βασιλεύς μέλλει διελθείν πλησίον τού πύργου, έθηκε τήν κεφαλήν αυτού έν τινι οπή τού πύργου , ούση εν τώ υπογείω, ίνα ιδή τόν Καίσαρα διαβαίνοντα δραμούσα δέ μία δορκάς επορεύθη υποκάτω τού πύργου εν τής οπής εις ήν ο Πιλάτος ίστατο ιδών δέ ο βασιλεύς τήν δορκάδα φεύγουσαν μέ ταχύτητα καί φοβούμενος μή χάση τό θήραμα, τείνας ταχέως τό τόξον έρριψε κατ' αυτής τό δέ τόξον εισελθών διά τής οπής εν ή ο Πιλάτος ευρίσκετο, διεπέρασε διά τού οφθαλμού του καί απέκτεινεν αυτόν.


Ταύτα δέ πάντα επράχθησαν παρά τού Τιβερίου Καίσαρος εν Ρώμη ολίγα έτη μετά τήν Ανάστασην τού Κυρίου καί ούτως οι σταυρωταί τού Χριστού έλαβον πάντες εν τή παρούση ζωή τόν αρραβώνα τής αιωνίου κολάσεως. Εις δόξαν τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ών η δόξα εις τούς αιώνας τών αιώνων, Αμήν.






















ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'

Στίχ. 1-15. Τό μεγαλείον Ιωάννου τού Βαπτιστού.

1 Καί εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς διατάσων τοίς δώδεκα μαθηταίς αυτού μετέβη εκείθεν τού διδάσκειν καί κηρύσσειν εν ταίς πόλεσιν αυτών.
2 Ο δέ Ιωάννης ακούσας εν τώ δεσμωτηρίω τά έργα τού Χριστού, πένψας δύο τών μαθητών αυτού
3 είπεν αυτώ σύ εί ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;
4 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη ά ακούετε καί βλέπετε
5 τυφλοί αναβλέπουσι καί χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται καί πτωχοί ευαγγελίζονται
6 καί μακάριός εστι ός εάν μή σκανδαλισθή εν εμοί.
7 Τούτων δέ πορευομένων ήρξατο ο Ιησούς λέγειν τοίς όχλοις περί Ιωάννου τί εξήλθετε εις τήν έρημον θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον;
8 αλλά τί εξήλθετε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι τά μαλακά φορούντες εν τοίς οίκοις τών βασιλέων εισίν.
9 αλλά τί εξήλθετε ιδείν; προφήτην; ναί λέγω υμίν, καί περισσότερον προφήτου.
10 ούτος γάρ εστι περί ού γέγραπται ιδού εγώ αποστέλλω τόν άγγελόν μου πρό προσώπου σου, ός κατασκευάσει τήν οδόν σου έμπροσθέν σου.
11 αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου τού βαπτιστού ο δέ μικρότερος εν τή βασιλεία τών ουρανών μείζων αυτού εστιν.
12 από δέ τών ημερών Ιωάννου τού βαπτιστού έως άρτι η βασιλεία τών ουρανών βιάζεται, καί βιασταί αρπάζουσιν αυτήν.
13 πάντες γάρ οι προφήται καί ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν
14 καί ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν Ηλίας ο μέλλων έρχεσθαι.
15 ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Στίχ. 32-42. Νά ομολογώμεν τήν πίστιν μας εις τόν Χριστόν.

32 Πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν τού πατρός μου τού εν ουρανοίς
33 όστις δ' άν αρνήσηταί με έμπροσθεν τών ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν τού πατρός μου τού εν ουρανοίς.
34 Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί τήν γήν ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν.
35 ήλθον γάρ διχάσαι άνθρωπον κατά τού πατρός αυτού καί θυγατέρα κατά τής μητρός αυτής καί νύμφην κατά τής πενθεράς αυτής
36 καί εχθροί τού ανθρώπου οι οικιακοί αυτού.
37 Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος καί ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος
38 καί ός ου λαμβάνει τόν σταυρόν αυτού καί ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος.
39 ο ευρών τήν ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, καί ο απολέσας τήν ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν.
40 Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, καί ο εμέ δεχόμενος δέχεται τόν αποστείλαντά με.
41 ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου μισθόν προφήτου λήψεται, καί ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου μισθόν δικαίου λήψεται.
42 καί ός εάν ποτίση ένα τών μικρών τούτων ποτήριον ψυχρού μόνον εις όνομα μαθητού, αμήν λέγω υμίν, ου μή απολέση τόν μισθόν αυτού.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'

Στίχ. 1-31. Οι δώδεκα μαθηταί, τό έργον καί η εξουσία των.

1 Καί προσκαλεσάμενος τούς δώδεκα μαθητάς αυτού έδωκεν αυτοίς εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων θεραπεύειν πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν.
2 Τών δέ δώδεκα αποστόλων τά ονόματά εισι ταύτα πρώτος Σίμων ο λεγόμενος Πέτρος καί Ανδρέας ο αδελφός αυτού, Ιάκωβος ο τού Ζεβεδαίου καί Ιωάννης ο αδελφός αυτού,
3 Φίλιππος καί Βαρθολομαίος, Θωμάς καί Ματθαίος ο τελώνης, Ιάκωβος ο τού Αλφαίου καί Λεββαίος ο επικληθείς Θαδσαίος,
4 Σίμων ο Κανανίτης καί Ιούδας ο Ισκαριώτης ο καί παραδούς αυτόν.
5 Τούτους τούς δώδεκα απέστειλεν ο Ιησούς παραγγείλας αυτοίς λέγων εις οδόν εθνών μή απέλθητε καί εις πόλιν Σαμαρειτών μή εισέλθητε
6 πορεύεσθε δέ μάλλον πρός τά πρόβατα τά απολωλότα οίκου Ισραήλ.
7 πορευόμενοι δέ κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία τών ουρανών.
8 ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε.
9 μή κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τάς ζώνας υμών,
10 μή πήραν εις οδόν μηδέ δύο χιτώνας μηδέ υποδήματα μηδέ ράβδον άξιος γάρ εστιν ο εργάτης τής τροφής αυτού.
11 εις ήν δ' άν πόλιν ή κώμην εισέλθητε, εξετάσατε τίς εν αυτή άξιός εστι, κακεί μείνατε έως άν εξέλθητε.
12 εισερχόμενοι δέ εις τήν οικίαν ασπάσασθε αυτήν λέγοντες ειρήνη τώ οίκω τούτω.
13 καί εάν μέν ή η οικία αξία, ελθέτω η ειρήνη υμών επ' αυτήν εάν δέ μή ή αξία, η ειρήνη υμών πρός υμάς επιστραφήτω.
14 καί ός εάν μή δέξηται υμάς μηδέ ακούση τούς λόγους υμών, εξερχόμενοι έξω τής οικίας ή τής πόλεως εκείνης εκτινάξατε τόν κονιορτόν τών ποδών υμών.
15 αμήν λέγω υμίν, ανεκτότερον έσται γή Σοδόμων καί Γομόρρας εν ημέρα κρίσεως ή τή πόλει εκείνη.
16 Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων γίνεσθε ούν φρόνιμοι ως οι όφεις καί ανέραιοι ως αι περιστεραί.
17 Προσέχετε δέ από τών ανθρώπων παραδώσουσι γάρ υμάς εις συνέδρια καί εν ταίς συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς
18 καί επί ηγεμόνας δέ καί βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς καί τοίς έθνεσιν.
19 όταν δέ παραδώσουσιν υμάς, μή μεριμνήσητε πώς ή τί λαλήσετε δοθήσεται γάρ υμίν εν εκείνη τή ώρα τί λαλήσετε.
20 ου γάρ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά τό Πνεύμα τού πατρός υμών τό λαλούν εν υμίν.
21 Παραδώσει δέ αδελφός αδελφόν εις θάνατον καί πατήρ τέκνον, καί επαναστήσονται τέκνα επί γονείς καί θανατώσουσιν αυτούς
22 καί έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά τό όνομά μου ο δέ υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται.
23 όταν δέ διώκωσιν υμάς εν τή πόλει ταύτη, φεύγετε εις τήν άλλην αμήν γάρ λέγω υμίν, ου μή τελέσητε τάς πόλεις τού Ισραήλ έως άν έλθη ο υιός τού ανθρώπου.
24 Ουκ έστι μαθητής υπέρ τόν διδάσκαλον ουδέ δούλος υπέρ τόν κύριον αυτού.
25 αρκετόν τώ μαθητή ίνα γένηται ως ο διδάσκαλος αυτού, καί τώ δούλω ως ο κύριος αυτού ει τόν οικοδεσπότην Βεελζεβούλ εκάλεσαν, πόσω μάλλον τούς οικιακούς αυτού;
26 μή ούν φοβηθήτε αυτούς ουδέν γάρ εστι κεκαλυμμένον ό ουκ αποκαλυφθήσεται, καί κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται.
27 ό λέγω υμίν εν τή σκοτία, είπατε εν τώ φωτί, καί ό εις τό ούς ακούετε, κηρύξατε επί τών δωμάτων.
28 καί μή φοβηθήτε από τών αποκτεννόντων τό σώμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων αποκτείναι φοβήθητε δέ μάλλον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σώμα απολέσαι εν γεέννη.
29 ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; καί έν εξ αυτών ου πεσείται επί τήν γήν άνευ τού πατρός υμών.
30 υμών δέ καί αι τρίχες τής κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί.
31 μή ούν φοβηθήτε πολλών στρουθίων διαφέρετε υμείς.
Στίχ. 18-38. Η ανάστασις τής θυγατρός τού Ιαείρου, θεραπεία τής αιμορροούσης, τών δύο τυφλών, τού κωφού καί άλλαι θεραπείαι.

18 Ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων είς προσελθών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν αλλά ελθών επίθες τήν χείρα σου επ' αυτήν καί ζήσεται.
19 καί εγερθείς ο Ιησούς ηκολούθησεν αυτώ καί οι μαθηταί αυτού.
20 Καί ιδού γυνή, αιμορροούσα δώδεκα έτη, προσελθούσα όπισθεν ήψατο τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού
21 έλεγε γάρ εν εαυτή, εάν μόνον άψωμαι τού ιματίου αυτού, σωθήσομαι.
22 ο δέ Ιησούς επιστραφείς καί ιδών αυτήν είπε θάρσει, θύγατερ η πίστις σου σέσωκέ σε, καί εσώθη η γυνή τής ώρας εκείνης.
23 Καί ελθών ο Ιησούς εις τήν οικίαν τού άρχοντος καί ιδών τούς αυλητάς καί τόν όχλον θορυβούμενον, λέγει αυτοίς
24 αναχωρείτε ου γάρ απέθανε τό κοράσιον, αλλά καθεύδει. καί κατεγέλων αυτού.
25 ότε δέ εξεβλήθη ο όχλος, εισελθών εκράτησε τής χειρός αυτής, καί ηγέρθη τό κοράσιον.
26 καί εξήλθεν η φήμη αύτη εις όλην τήν γήν εκείνην.
27 Καί παράγοντι εκείθεν τώ Ιησού ηκολούθησαν αυτώ δύο τυφλοί κράζοντες καί λέγοντες ελέησον ημάς υιέ Δαυϊδ.
28 ελθόντι δέ εις τήν οικίαν προσήλθον αυτώ οι τυφλοί, καί λέγει αυτοίς ο Ιησούς πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι; λέγουσιν αυτώ ναί Κύριε.
29 τότε ήψατο τών οφθαλμών αυτών λέγων κατά τήν πίστιν υμών γενηθήτω υμίν.
30 καί ανεώχθησαν αυτών οι οφθαλμοί καί ενεβριμήσατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων οράτε μηδείς γινωσκέτω.
31 οι δέ εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τή γή εκείνη.
32 Αυτών δέ εξερχομένων ιδού προσήνεγκαν αυτώ άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον
33 καί εκβληθέντος τού δαιμονίου ελέλησεν ο κωφός, καί εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ότι ουδέποτε εφάνη ούτως εν τώ Ισραήλ.
34 οι δέ Φαρισαίοι έλεγον εν τώ άρχοντι τών δαιμονίων εκβάλλει τά δαιμόνια.
35 Καί περιήγεν ο Ιησούς τάς πόλεις πάσας καί τάς κώμας διδάσκων εν ταίς συναγωγαίς αυτών καί κηρύσσων τό ευαγγέλιον τής βασιλείας καί θεραπεύων πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν εν τώ λαώ.
36 Ιδών δέ τούς όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι καί ερριμμένοι ως πρόβατα μή έχοντα ποιμένα.
37 τότε λέγει τοίς μαθηταίς αυτού ο μέν θερισμός πολύς, οι δέ εργάται ολίγοι
38 δεήθητε ούν τού κυρίου τού θερισμού όπως εκβάλη εργάτας εις τόν θερισμόν αυτού.