Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΉΧΟΣ Β'

Αγίου Ιωάννου Προδρόμου
Ήχος β'
Μνήμη δικαίου μετ' εγκωμίων, σοί δέ αρκέσει η μαρτυρία
τού Κυρίου, Πρόδρομε ανεδείχθης γάρ όντως καί Προφητών
σεβασμιώτερος, ότι καί εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης
τόν κηρυττόμενον. Όθεν τής αληθείας υπεραθλήσας
χαίρων, ευηγγελίσω καί τοίς εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα
εν σαρκί, τόν αίροντα τήν αμαρτίαν τού Κόσμου,
καί παρέχοντα ημίν τό μέγα έλεος.
Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου
Ήχος β'
Ύμνοις Αθανάσιε τήν σήν, Κρήνην τήν ζωήρυτον όντως
καί ανεξάντλητον, τήν αναβλυστάνουσαν ρείθρα
ιάσεων, καί προχέουσαν χάριτας πάσι τοίς αιτούσι,
συμφώνως αινέσωμεν κατασπαζόμενοι, πόθω
τήν σεπτήν σου Εικόνα, πιστώς παραμύθιον
ούσαν, καί τών νόσων φάρμακον αποίκιλον.
Της Ινδίκτου
Ήχος β΄
Ο πάσης Δημιουργός της κτίσεως, ο καιρούς και
χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος, ευλόγησον
τον στέφανον, του ενιαυτού της χρηστότητός σου,
Κύριε, φυλάττων εν ειρήνη τους βασιλείς και την
πόλιν σου, πρεσβείαις της Θεοτόκου,
μόνε Φιλάνθρωπε. 
Στίχ. 16-20. Εμφάνισις τού Κυρίου εις τούς μαθητάς
εις τό όρος τής Γαλιλαίας.

16 Οι δέ ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις τήν Γαλιλαίαν, εις τό όρος ού ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς.
17 καί ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ, οι δέ εδίστασαν.
18 καί προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ καί επί γής.
19 πορευθέντες μηθηρεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος,
20 διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν καί ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας τού αιώνος. αμήν.
Στίχ. 11-15. Οι φύλακες τού τάφου δωροδοκούνται.

11 Πορευομένων δέ αυτών ιδού τινες τής κουστωδίας ελθόντες εις τήν πόλιν απήγγειλαν τοίς αρχιερεύσιν άπαντα τά γενόμενα.
12 καί συναχθέντες μετά τών πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες αργύρια ικανά έδωκαν τοίς στρατιώταις λέγοντες
13 είπατε ότι οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων.
14 καί εάν ακουσθή τούτο επί τού ηγεμόνος, ημείς πείσομεν αυτόν καί υμάς αμερίμνους ποιήσομεν.
15 οι δέ λαβόντες τά αργύρια εποίησαν ως εδιδάχθησαν. καί διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρά Ιουδαίοις μέχρι τής σήμερον.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Στίχ. 1-10. Η Ανάστασις τού Κυρίου
καί η εμφάνισις Αυτού εις τάς Μυροφόρους.

1 Οψέ δέ σαββάτων, τή επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή καί η άλλη Μαρία θεωρήσαι τόν τάφον.
2 καί ιδού σεισμός εγένετο μέγας άγγελος γάρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τόν λίθον από τής θύρας καί εκάθητο επάνω αυτού.
3 ήν δέ η ιδέα αυτού ως αστραπή καί τό ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών.
4 από δέ τού φόβου αυτού εσείσθησαν οι τηρούντες καί εγένοντο ωσεί νεκροί.
5 αποκριθείς δέ ο άγγελος είπε ταίς γυναιξί μή φοβείσθε υμείς οίδα γάρ ότι Ιησούν τόν εσταυρωμένον ζητείτε
6 ουκ έστιν ώδε ηγέρθη γάρ καθώς είπε. δεύτε ίδετε τόν τόπον όπου έκειτο ο Κύριος.
7 καί ταχύ πορευθείσαι είπατε τοίς μαθηταίς αυτού ότι ηγέρθη από τών νεκρών, καί ιδού προάγει υμάς εις τήν Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όψεσθε ιδού είπον υμίν.
8 καί εξελθούσαι ταχύ από τού μνημείου μετά φόβου καί χαράς μεγάλης έδραμον απαγγείλαι τοίς μαθηταίς αυτού.
9 ως δέ επορεύοντο απαγγείλαι τοίς μαθηταίς αυτού, καί ιδού Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε. αι δέ προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τούς πόδας καί προσεκύνησαν αυτώ.
10 τότε λέγει αυταίς ο Ιησούς μή φοβείσθε υπάγετε απαγγείλατε τοίς αδελφοίς μου ίνα απέλθωσιν εις τήν Γαλιλαίαν, κακεί με όψονται.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Στίχ. 57-66. Αποκαθήλωσις καί ταφή τού θείου Σώματος.
Σφράγισις τού τάφου.

57 Οψίας δέ γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ός καί αυτός εμαθήτευσε τώ Ιησού
58 ούτος προσελθών τώ Πιλάτω ητήσατο τό σώμα τού Ιησού. τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι τό σώμα.
59 καί λαβών τό σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά,
60 καί έθηκεν αυτό εν τώ καινώ αυτού μνημείω ό ελατόμησεν εν τή πέτρα, καί προσκυλίσας λίθον μέγαν τή θύρα τού μνημείου απήλθεν.
61 Ήν δέ εκεί Μαρία η Μαγδαληνή καί η άλλη Μαρία, καθήμεναι απέναντι τού τάφου.
62 Τή δέ επαύριον, ήτις εστί μετά Παρασκευήν, συνήχθησαν οι αρχιερείς καί οι Φαρισαίοι πρός Πιλάτον
63 λέγοντες κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζών, μετά τρείς ημέρας εγείρομαι.
64 κέλευσον ούν ασφαλισθήναι τόν τάφον έως τής τρίτης ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν καί είπωσι τώ λαώ, ηγέρθη από τών νεκρών καί έσται η εσχάτη πλάνη χείρων τής πρώτης.
65 έφη αυτοίς ο Πιλάτος έχετε κουστωδίαν υπάγετε ασφαλίσασθε ως οίδατε.
66 οι δέ πορευθέντες ησφαλίσαντο τόν τάφον σφραγίσαντες τόν λίθον μετά τής κουστωδίας.
Στίχ. 45-56. Ο θάνατος τού Ιησού.

45 Από δέ έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν τήν γήν έως ώρας ενάτης.
46 περί δέ τήν ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων ηλί ηλί, λιμά σαβαχθανί; τούτ' έστι, Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;
47 τινές δέ τών εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον ότι Ηλίαν φωνεί ούτος.
48 καί ευθέως δραμών είς εξ αυτών καί λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους καί περιθείς καλάμω επότιζεν αυτόν.
49 οι δέ λοιποί έλεγον άφες ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας σώσων αυτόν.
50 ο δέ Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε τό πνεύμα.
51 Καί ιδού τό καταπέτασμα τού ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, καί η γή εσείσθη καί αι πέτραι εσχίσθησαν,
52 καί τά μνημεία ανεώχθησαν καί πολλά σώματα τών κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη,
53 καί εξελθόντες εκ τών μνημείων μετά τήν έγερσιν αυτού εισήλθον εις τήν αγίαν πόλιν καί ενεφανίσθησαν πολλοίς.
54 Ο δέ εκατόνταρχος καί οι μετ' αυτού τηρούντες τόν Ιησούν, ιδόντες τόν σεισμόν καί τά γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες αληθώς Θεού υιός ήν ούτος.
55 Ήσαν δέ εκεί καί γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τώ Ιησού από τής Γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ
56 εν αίς ήν Μαρία η Μαγδαληνή, καί Μαρία η τού Ιακώβου καί Ιωσή μήτηρ, καί η μήτηρ τών υιών Ζεβεδαίου.
Στίχ. 32-44. Η σταύρωσις τού Κυρίου.

32 Εξερχόμενοι δέ εύρον άνθρωπον Κυρηναίον ονόματι Σίμωνα τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τόν σταυρόν αυτού.
33 Καί ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ό εστι λεγόμενος κρανίου τόπος,
34 έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον καί γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν.
35 σταυρώσαντες δέ αυτόν διεμερίσαντο τά ιμάτια αυτού βαλόντες κλήρον,
36 καί καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί.
27 καί επέθηκαν επάνω τής κεφαλής αυτού τήν αιτίαν αυτού γεγραμμένην ούτός εστιν Ιησούς ο βασιλεύς τών Ιουδαίων.
38 Τότε σταυρούνται σύν αυτώ δύο λησταί, είς εκ δεξιών καί είς εξ ευωνύμων.
39 Οι δέ παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τάς κεφαλάς αυτών
40 καί λέγοντες ο καταλύων τόν ναόν καί εν τρισίν ημέραις οικοδομών! σώσον σεαυτόν ει υιός εί τού Θεού, κατάβηθι από τού σταυρού
41 ομοίως δέ καί οι αρχιερείς εμπαίζοντες μετά τών γραμματέων καί πρεσβυτέρων καί Φαρισαίων έλεγον
42 άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι ει βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νύν από τού σταυρού καί πιστεύσωμεν επ' αυτώ
43 πέποιθεν επί τόν Θεόν, ρυσάσθω νύν αυτόν, ει θέλει αυτόν είπε γάρ ότι Θεού ειμι υιός.
44 τό δ' αυτό καί οι λησταί οι συσταυρωθέντες αυτώ ωνείδιζον αυτόν.

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Στίχ. 27-31. Ο Ιησούς εμπαίζεται από τούς στρατιώτας.

27 Τότε οι στρατιώται τού ηγεμόνος παραλαβόντες τόν Ιησούν εις τό πραιτώριον συνήγαγον επ' αυτόν όλην τήν σπείραν
28 καί εκδύσαντες αυτόν περιέθηκαν αυτώ χλαμύδα κοκκίνην,
29 καί πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν επί τήν κεφαλήν αυτού καί κάλαμον επί τήν δεξιάν αυτού, καί γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού ενέπαιζον αυτώ λέγοντες χαίρε ο βασιλεύς τών Ιουδαίων
30 καί εμπτύσαντες εις αυτόν έλαβον τόν κάλαμον καί έτυπτον εις τήν κεφαλήν αυτού.
31 καί ότε ενέπαιζαν αυτώ, εξέδυσαν αυτόν τήν χλαμύδα καί ενέδυσαν αυτόν τά ιμάτια αυτού, καί απήγαγον αυτόν εις τό σταυρώσαι.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ'.

Στιχ. 1-26. Ο Ιησούς ενώπιον τού Πιλάτου. Τό φοβερόν τέλος τού Ιούδα.
Η δίκη τού Ιησού ενώπιον τού Πιλάτου.


1 Πρωϊας δέ γενομένης συμβούλιον έλαβον πάντες οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι τού λαού κατά τού Ιησού ώστε θανατώσαι αυτόν
2 καί δήσαντες αυτόν απήγαγον καί παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τώ ηγεμόνι.
3 Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τά τριάκοντα αργύρια τοίς αρχιερεύσι καί τοίς πρεσβυτέροις
4 λέγων ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. οι δέ είπον τί πρός ημάς; σύ όψει.
5 καί ρίψας τά αργύρια εν τώ ναώ ανεχώρησε, καί απελθών απήγξατο.
6 οι δέ αρχιερείς λαβόντες τά αργύρια είπον ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τόν κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστι.
7 συμβούλιον δέ λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τόν αγρόν τού κεραμέως εις ταφήν τοίς ξένοις
8 διό εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως τής σήμερον.
9 τότε επληρώθη τό ρηθέν διά Ιερεμίου τού προφήτου λέγοντος καί έλαβον τά τριάκοντα αργύρια, τήν τιμήν τού τετιμημένου όν ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ,
10 καί έδωκαν αυτά εις τόν αγρόν τού κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος.
11 Ο δέ Ιησούς έστη έμπροσθεν τού ηγεμόνος καί επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων σύ εί ο βασιλεύς τών Ιουδαίων, ο δέ Ιησούς έφη αυτώ σύ λέγεις.
12 καί εν τώ κατηγορείσθαι αυτόν υπό τών αρχιερέων καί τών πρεσβυτέρων ουδέν απεκρίνατο.
13 τότε λέγει αυτώ ο Πιλάτος ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι;
14 καί ουκ απεκρίθη αυτώ πρός ουδέ έν ρήμα, ώστε θαυμάζειν τόν ηγεμόνα λίαν.
15 Κατά δέ εορτήν ειώθει ο ηγεμών απολύειν ένα τώ όχλω δέσμιον, όν ήθελον.
16 είχον δέ τότε δέσμιον επίσημον λεγόμενον Βαραββάν.
17 συνηγμένων ούν αυτών είπεν αυτοίς ο Πιλάτος τίνα θέλετε απολύσω υμίν; Βαραββάν ή Ιησούν τόν λεγόμενον Χριστόν;
18 ήδει γάρ ότι διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν.
19 Καθημένου δέ αυτού επί τού βήματος απέστειλε πρός αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα μηδέν σοι καί τώ δικαίω εκείνω πολλά γάρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν.
20 Οι δέ αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι έπεισαν τούς όχλους ίνα αιτήσωνται τόν Βαραββάν, τόν δέ Ιησούν απολέσωσιν.
21 αποκριθείς δέ ο ηγεμών είπεν αυτοίς τίνα θέλετε από τών δύο απολύσω υμίν; οι δέ είπον Βαραββάν.
22 λέγει αυτοίς ο Πιλάτος τί ούν ποιήσω Ιησούν τόν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αυτώ πάντες σταυρωθήτω.
23 ο δέ ηγεμών έφη τί γάρ κακόν εποίησεν; οι δέ περισσώς έκραζον λέγοντες σταυρωθήτω.
24 ιδών δέ ο Πιλάτος ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ απενίψατο τάς χείρας απέναντι τού όχλου λέγων αθώός ειμι από τού αίματος τού δικαίου τούτου υμείς όψεσθε.
25 καί αποκριθείς πάς ο λαός είπε τό αίμα αυτού εφ' ημάς καί επί τά τέκνα ημών.
26 τότε απέλυσεν αυτοίς τόν Βαραββάν, τόν δέ Ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

ΉΧΟΣ Δ'

Αγίου Νικολάου Μύρων Λυκίας
Ήχος δ'.
Κανόνα πίστεως, καί εικόνα πραότητος, εγκρατείας
διδάσκαλον, ανέδειξέ σε τή ποίμνη σου, η τών
πραγμάτων αλήθεια διά τούτο εκτήσω τή ταπεινώσει
τά υψηλά, τή πτωχεία τά πλούσια. Πάτερ Ιεράρχα
Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ, σωθήναι τάς
ψυχάς ημών.
Αγίου Αντωνίου
Ήχος δ'.
Τόν ζηλωτήν Ηλίαν τοίς τρόποις μιμούμενος,
τώ Βαπτιστή ευθείαις ταίς τρίβοις επόμενος,
Πάτερ Αντώνιε, τής ερήμου γέγονας οικιστής,
καί τήν οικουμένην εστήριξας ευχαίς σου.
Διό πρέσβευε, Χριστώ τώ Θεώ,
σωθήναι τάς ψυχάς ημών.
Αγίου Γεωργίου
Ήχος δ'.
Ως τών αιχμαλώτων ελευθερωτής, καί τών
πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός,
βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς
Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ,
σωθήναι τάς ψυχάς ημών.
Προφήτη Ηλία
Ήχος δ'.
Ό ένσαρκος Άγγελος, τών προφητών η κρηπίς,
ο δεύτερος Πρόδρομος τής παρουσίας Χριστού,
Ηλίας ο ένδοξος, άνωθεν καταπέμψας, Ελισσαίω
τήν χάριν, νόσους αποδιώκει καί λεπρούς καθαρίζει
διό καί τοίς τιμώσιν αυτόν βρύει ιάματα.
Αρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ
Ήχος δ'
Τών ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγοι, δυσωπούμεν
υμάς, ημείς οι ανάξιοι, ίνα ταίς υμών δεήσεσι τειχίσητε
ημάς, σκέπη τών πτερύγων τής αύλου υμών δόξης,
φρουρούντες ημάς προσπίπτοντας, εκτενώς
καί βοώντας. Εκ τών κινδύνων λυτρώσασθε ημάς,
ως Ταξιάρχαι τών άνω Δυνάμεων.
Αγίου Ιωάννου Ρώσσου
Ήχος δ'
Εκ γής ο καλέσας σε, πρός ουρανίους μονάς,
τηρεί καί μετά θάνατον αδιαλώβητον, τό σκήνός σου
Όσιε. Σύ γάρ εν τή Ασία, ως αιχμάλωτος ήχθης,
ένθα καί ωκειώθης, τώ Χριστώ Ιωάννη. Αυτόν
ούν ικέτευε σωθήναι τάς ψυχάς ημών.
Αγίου Φανουρίου
Ήχος δ'
Ουράνιον εφύμνιον εν γή τελείται λαμπρώς,
επίγειον πανήγυριν νύν εορτάζει φαιδρώς,
Αγγέλων πολίτευμα, άνωθεν υμνωδίαις,
ευφημούσι τούς άθλους, κάτωθεν Εκκλησία,
τήν ουράνιον δόξαν, ήν εύρες πόνοις καί
άθλοις τοίς σοίς, Φανούριε, ένδοξε.
Του Οσίου Συμεών
Ήχος δ΄
Ως στήλην θεόγραφον, των ιερών αρετών, 
του βίου σου έλιπες, τας αναβάσεις ημίν, 
Συμεών παμμακάριστε 
συ γαρ επί του στύλου, ως πυρσός διαλάμπων, 
έλκεις ημάς χαμόθεν, προς ζωήν ουρανίαν, 
τον τρόπον της ευδρομίας, φαίνων τοις έργοις σου.
Στίχ. 57-75. Ο Ιησούς ενώπιον τού Καϊάφα.
Η άρνησις καί η μετάνοια τού Πέτρου.

57 Οι δέ κρατήσαντες τόν Ιησούν απήγαγον πρός Καϊάφαν τόν αρχιερέα, όπου οι γραμματείς καί οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν.
58 ο δέ Πέτρος ηκολούθει αυτώ από μακρόθεν έως τής αυλής τού αρχιερέως, καί εισελθών έσω εκάθητο μετά τών υπηρετών ιδείν τό τέλος.
59 Οι δέ αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι καί τό συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά τού Ιησού όπως θανατώσωσιν αυτόν,
60 καί ουχ εύρον καί πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, ουχ εύρον, ύστερον δέ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες
61 είπον ούτος έφη, δύναμαι καταλύσαι τόν ναόν τού Θεού καί διά τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν.
62 καί αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ ουδέν αποκρίνη; τί ούτοί σου καταμαρτυρούσιν;
63 ο δέ Ιησούς εσιώπα. καί αποκριθείς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ εξορκίζω σε κατά τού Θεού τού ζώντος ίνα ημίν είπης ει σύ εί ο Χριστός ο υιός τού Θεού.
64 λέγει αυτώ ο Ιησούς σύ είπας πλήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τόν υιόν τού ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών τής δυνάμεως καί ερχόμενον επί τών νεφελών τού ουρανού.
65 τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τά ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ίδε νύν ηκούσατε τήν βλασφημίαν αυτού
66 τί υμίν δοκεί; οι δέ αποκριθέντες είπον ένοχος θανάτου εστί.
67 τότε ενέπτυσαν εις τό πρόσωπον αυτού καί εκολάφισαν αυτόν, οι δέ ερράπισαν
68 λέγοντες προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τίς εστιν ο παίσας σε;
69 Ο δέ Πέτρος έξω εκάθητο εν τή αυλή καί προσήλθεν αυτώ μία παιδίσκη λέγουσα καί σύ ήσθα μετά Ιησού τού Γαλιλαίου.
70 ο δέ ηρνήσατο έμπροσθεν αυτών πάντων λέγων ουκ οίδα τί λέγεις.
71 εξελθόντα δέ αυτόν εις τόν πυλώνα είδεν αυτόν άλλη καί λέγει αυτοίς εκεί καί ούτος ήν μετά Ιησού τού Ναζωραίου.
72 καί πάλιν ηρνήσατο μεθ'όρκου ότι ουκ οίδα τόν άνθρωπον.
73 μετά μικρόν δέ προσελθόντες οι εστώτες είπον τώ Πέτρω αληθώς καί σύ εξ αυτών εί καί γάρ η λαλιά σου δήλόν σε ποιεί.
74 τότε ήρξατο καταθεματίζειν καί ομνύειν ότι ουκ οίδα τόν άνθρωπον καί ευθέως αλέκτωρ εφώνησε.
75 καί εμνήσθη ο Πέτρος τού ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτώ ότι πρίν αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με καί εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.
Στίχ. 47-56. Σύλληψις τού Ιησού.

47 Καί έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας είς τών δώδεκα ήλθε, καί μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών καί ξύλων από τών αρχιερέων καί πρεσβυτέρων τού λαού.
48 ο δέ παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων όν άν φιλήσω, αυτός εστι κρατήσατε αυτόν.
49 καί ευθέως προσελθών τώ Ιησού είπε χαίρε, ραββί, καί κατεφίλησεν αυτόν.
50 ο δέ Ιησούς είπεν αυτώ εταίρε, εφ' ώ πάρει. τότε προσελθόντες επέβαλον τάς χείρας επί τόν Ιησούν καί εκράτησαν αυτόν.
51 καί ιδού είς τών μετά Ιησού εκτείνας τήν χείρα απέσπασε τήν μάχαιραν αυτού, καί πατάξας τόν δούλον τού αρχιερέως αφείλεν αυτού τό ωτίον.
52 τότε λέγει αυτώ ο Ιησούς απόστρεψόν σου τήν μάχαιραν εις τόν τόπον αυτής πάντες γάρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται.
53 ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τόν πατέρα μου, καί παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;
54 πώς ούν πληρωθώσιν αι γραφαί ότι ούτω δεί γενέσθαι;
55 Εν εκείνη τή ώρα είπεν ο Ιησούς τοίς όχλοις ως επί ληστής εξήλθετε μετά μαχαιρών καί ξύλων συλλαβείν με καθ' ημέραν πρός υμάς εκαθεζόμην διδάσκων εν τώ ιερώ, καί ουκ εκρατήσατέ με.
56 τούτο δέ όλον γέγονεν ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί τών προφητών. Τότε οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Στίχ. 30-46. Εις τό όρος τών Ελαιών, Η αγωνία τής Γεθσημανή.


30 Καί υμνήσαντες εξήλθον εις τό όρος τών ελαιών. τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς
31 πάντες υμείς σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τή νυκτί ταύτη γέγραπται γάρ, πατάξω τόν ποιμένα, καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα τής ποίμνης
32 μετά δέ τό εγερθήναί με προάξω υμάς εις τήν Γαλιλαίαν.
33 αποκριθείς δέ ο Πέτρος είπεν αυτώ ει πάντες σκανδαλισθήσονται εν σοί, εγώ δέ ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι.
34 έφη αυτώ ο Ιησούς αμήν λέγω σοι ότι εν ταύτη τή νυκτί πρίν αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με.
35 λέγει αυτώ ο Πέτρος κάν δέη με σύν σοί αποθανείν, ου μή σε απαρνήσομαι. ομοίως δέ καί πάντες οι μαθηταί είπον.
36 Τότε έρχεται μετ' αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή, καί λέγει τοίς μαθηταίς καθίσατε αυτού έως ού απελθών προσεύξωμαι εκεί.
37 καί παραλαβών τόν Πέτρον καί τούς δύο υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι καί αδημονείν.
38 τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου μείνατε ώδε καί γρηγορείτε μετ' εμού.
39 καί προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος καί λέγων πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ' εμού τό ποτήριον τούτο πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως σύ.
40 καί έρχεται πρός τούς μαθητάς καί ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, καί λέγει τώ Πέτρω ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ' εμού!
41 γρηγορείτε καί προσεύχεσθε, ίνα μή εισέλθητε εις πειρασμόν τό μέν πνεύμα πρόθυμον, η δέ σάρξ ασθενής.
42 πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο τό ποτήριον παρελθείν απ' εμού εάν μή αυτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου.
43 καί ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας ήσαν γάρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι.
44 καί αφείς αυτούς απελθών πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τόν λόγον ειπών.
45 τότε έρχεται πρός τούς μαθητάς αυτού καί λέγει αυτοίς καθεύδετε τό λοιπόν καί αναπαύεσθε! ιδού ήγγικεν η ώρα καί ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών.
46 εγείρεσθε άγωμεν ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με.
Στίχ. 17-29. Ετοιμασία διά τό Πάσχα. Τό δείπνον.
Η παράδοσις τού Μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας.

17 Τή δέ πρώτη τών αζύμων προσήλθον οι μαθηταί τώ Ιησού λέγοντες αυτώ πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν τό πάσχα;
18 ο δέ είπεν υπάγετε εις τήν πόλιν πρός τόν δείνα καί είπατε αυτώ ο διδάσκαλος λέγει, ο καιρός μου εγγύς εστι πρός σέ ποιώ τό πάσχα μετά τών μαθητών μου.
19 καί εποίησαν οι μαθηταί ως συνέταξεν αυτοίς ο Ιησούς, καί ητοίμασαν τό πάσχα.
20 Οψίας δέ γενομένης ανέκειτο μετά τών δώδεκα.
21 καί εσθιόντων αυτών είπεν αμήν λέγω υμίν ότι είς εξ υμών παραδώσει με.
22 καί λυπούμενοι σφόδρα ήρξαντο λέγειν αυτώ έκαστος αυτών μήτι εγώ ειμι, Κύριε;
23 ο δέ αποκριθείς είπεν ο εμβάψας μετ' εμού εν τώ τρυβλίω τήν χείρα, ούτός με παραδώσει.
24 ο μέν υιός τού ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού ουαί δέ τώ ανθρώπω εκείνω δι' ού ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος.
25 αποκριθείς δέ Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν είπε μήτι εγώ ειμι, ραββί; λέγει αυτώ σύ είπας.
26 Εσθιόντων δέ αυτών λαβών ο Ιησούς τόν άρτον καί ευχαριστήσα έκλασε καί εδίδου τοίς μαθηταίς καί είπε λάβετε φάγετε τούτό εστι τό σώμά μου
27 καί λαβών τό ποτήριον καί ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων πίετε εξ αυτού πάντες
28 τούτο γάρ εστι τό αίμά μου τό τής καινής διαθήκης τό περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.
29 λέγω δέ υμίν ότι ου μή πίω απ' άρτι εκ τούτου τού γενήματος τής αμπέλου έως τής ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω μεθ' υμών καινόν εν τή βασιλεία τού πατρός μου.
Στίχ. 6-16. Τό μύρον τής Βηθανίας καί η προδοσία τού Ιούδα.

6 Τού δέ Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος τού λεπρού,
7 προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, καί κατέχεεν επί τήν κεφαλήν αυτού ανακειμένου.
8 ιδόντες δέ οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν λέγοντες εις τί η απώλεια αύτη;
9 ηδύνατο γάρ τούτο τό μύρον πραθήναι πολλού καί δοθήναι τοίς πτωχοίς.
10 γνούς δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς τί κόπους παρέχετε τή γυναικί; έργον γάρ καλόν ειργάσατο εις εμέ.
11 τούς πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δέ ου πάντοτε έχετε.
12 βαλούσα γάρ αύτη τό μύρον τούτο επί τού σώματός μου, πρός τό ενταφιάσαι με εποίησεν.
13 αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή τό ευαγγέλιον τούτο εν όλω τώ κόσμω, λαληθήσεται καί ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής.
14 Τότε πορευθείς είς τών δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, πρός τούς αρχιερείς είπε
15 τί θέλετέ μοι δούναι, καί εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δέ έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια.
16 καί από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ.

ΚΑΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ'.

Στίχ. 1-5. Απόφασις θανατώσεως τού Ιησού.

1 Καί εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς πάντας τούς λόγους τούτους είπε τοίς μαθηταίς αυτού
2 οίδατε ότι μετά δύο ημέρας τό πάσχα γίνεται, καί ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται εις τό σταυρωθήναι.
3 τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς καί οι γραμματείς καί οι πρεσβύτεροι τού λαού εις τήν αυλήν τού αρχιερέως τού λεγομένου Καϊάφα,
4 καί συνεβουλεύσαντο ίνα τόν Ιησούν δόλω κρατήσωσι καί αποκτείνωσιν.
5 έλεγον δέ μή εν τή εορτή, ίνα μή θόρυβος γένηται εν τώ λαώ.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Στίχ. 31-46. Η δευτέρα παρουσία τού Κυρίου καί η τελική κρίσις
καί ανταπόδοσις.

31 Όταν δέ έλθη ο υιός τού ανθρώπου εν τή δόξη αυτού καί πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού,
32 καί συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τά έθνη, καί αφοριεί αυτούς απ' αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τά πρόβατα από τών ερίφων,
33 καί στήσει τά μέν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τά δέ ερίφια εξ ευωνύμων.
34 τότε ερεί ο βασιλεύς τοίς εκ δεξιών αυτού δεύτε οι ευλογημένοι τού πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.
35 επείνασα γάρ, καί εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, καί εποτίσατέ με, ξένος ήμην, καί συνηγάγετέ με,
36 γυμνός, καί περιεβάλετέ με, ησθένησα, καί επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, καί ήλθετε πρός με.
37 τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα καί εθρέψαμεν, ή διψώντα καί εποτίσαμεν;
38 πότε δέ σε είδομεν ξένον καί συνηγάγομεν, ή γυμνόν καί περιεβάλομεν;
39 πότε δέ σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, καί ήλθομεν πρός σε;
40 καί αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.
41 τότε ερεί καί τοίς εξ ευωνύμων πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις τό πύρ τό αιώνιον τό ητοιμασμένον τώ διαβόλω καί τοίς αγγέλοις αυτού.
42 επείνασα γάρ, καί ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, καί ουκ εποτίσατέ με,
43 ξένος ήμην, καί ου συνηγάγετέ με, γυμνός, καί ου περιεβάλετέ με, ασθενής καί εν φυλακή, καί ουκ επεσκέψασθέ με.
44 τότε αποκριθήσονται αυτώ καί αυτοί λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, καί ου διηκονήσαμέν σοι;
45 τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων τών ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε.
46 καί απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
Στίχ. 14-30. Η παραβολή τών ταλάντων.

14 Ώσπερ γάρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους καί παρέδωκεν αυτοίς τά υπάρχοντα αυτού,
15 καί ώ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά τήν ιδίαν δύναμιν, καί απεδήμησεν ευθέως.
16 πορευθείς δέ ο τά πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς καί εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα.
17 ωσαύτως καί ο τά δύο εκέρδησε καί αυτός άλλα δύο.
18 ο δέ τό έν λαβών απελθών ώρυξεν εν τή γή καί απέκρυψε τό αργύριον τού κυρίου αυτού.
19 μετά δέ χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων καί συναίρει μετ' αυτών λόγον.
20 καί προσελθών ο τά πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς.
21 έφη αυτώ ο κύριος αυτού εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου.
22 προσελθών δέ καί ο τά δύο τάλαντα λαβών είπε κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς.
23 έφη αυτώ ο κύριος αυτού εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου.
24 προσελθών δέ καί ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε κύριε, έγνων σε ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας καί συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας
25 καί φοβηθείς απελθών έκρυψα τό ταλαντόν σου εν τή γή ίδε έχεις τό σόν.
26 αποκριθείς δέ ο κύριος αυτού είπεν αυτώ πονηρέ δούλε καί οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα καί συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα!
27 έδει ούν σε βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, καί ελθών εγώ εκομισάμην άν τό εμόν σύν τόκω.
28 άρατε ούν απ' αυτού τό τάλαντον καί δότε τώ έχοντι τά δέκα τάλαντα.
29 τώ γάρ έχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται, από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται απ' αυτού
30 καί τόν αχρείον δούλον εκβάλετε εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ'.

Στίχ. 1-13. Η παραβολή τών δέκα παρθένων.

1 Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία τών ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τάς λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν τού νυμφίου.
2 πέντε δέ ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι καί αι πέντε μωραί.
3 αίτινες μωραί λαβούσαι τάς λαμπάδας εαυτών ουκ έλαβον μεθ' εαυτών έλαιον
4 αι δέ φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοίς αγγείοις αυτών μετά τών λαμπάδων αυτών.
5 χρονίζοντος δέ τού νυμφίου ενύσταξαν πάσαι καί εκάθευδον.
6 μέσης δέ νυκτός κραυγή γέγονεν ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού.
7 τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι καί εκόσμησαν τάς λαμπάδας αυτών.
8 αι δέ μωραί ταίς φρονίμοις είπον δότε ημίν εκ τού ελείου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται.
9 απεκρίθησαν δέ αι φρόνιμοι λέγουσαι μήποτε ουκ αρκέσει ημίν καί υμίν πορεύεσθε δέ μάλλον πρός τούς πωλούντας καί αγοράσατε εαυταίς.
10 απερχομένων δέ αυτών αγοράσαι ήλθεν ο νυμφίος καί αι έτοιμοι εισήλθον μετ' αυτού εις τούς γάμους, καί εκλείσθη η θύρα.
11 ύστερον δέ έρχονται καί αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι κύριε κύριε, άνοιξον ημίν.
12 ο δέ αποκριθείς είπεν αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς.
13 γρηγορείτε ούν, ότι ουκ οίδατε τήν ημέραν ουδέ τήν ώραν εν ή ο υιός τού ανθρώπου έρχεται.
Στίχ. 36-51. Άγνωστος η ώρα τής δευτέρας παρουσίας τού Κυρίου.

36 Περί δέ τής ημέρας εκείνης καί ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι τών ουρανών, ει μή ο πατήρ μου μόνος.
37 ώσπερ δέ αι ημέραι τού Νώε, ούτως έσται καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου.
38 ώσπερ γάρ ήσαν εν ταίς ημέραις ταίς πρό τού κατακλυσμού τρώγοντες καί πίνοντες, γαμούντες καί εκγαμίζοντες, άχρι ής ημέρας εισήλθε Νώε εις τήν κιβωτόν,
39 καί ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός καί ήρεν άπαντας, ούτως έσται καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου.
40 τότε δύο έσονται εν τώ αγρώ, ο είς παραλαμβάνεται καί ο είς αφίεται
41 δύο αλήθουσαι εν τώ μυλώνι, μία παραλαμβάνεται καί μία αφίεται.
42 γρηγορείτε ούν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται.
43 Εκείνο δέ γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν άν καί ουκ άν είασε διορυγήναι τήν οικίαν αυτού.
44 διά τούτο καί υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός τού ανθρώπου έρχεται.
45 Τίς άρα εστίν ο πιστός δούλος καί φρόνιμος, όν κατέστησεν ο κύριος αυτού επί τής θεραπείας αυτού τού διδόναι αυτοίς τήν τροφήν εν καιρώ;
46 μακάριος ο δούλος εκείνος ό ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως.
47 αμήν λέγω υμίν ότι επί πάσι τοίς υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν.
48 εάν δέ είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τή καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριός μου ελθείν,
49 καί άρξηται τύπτειν τούς συνδούλους αυτού, εσθίη δέ καί πίνη μετά τών μεθυόντων,
50 ήξει ο κύριος τού δούλου εκείνου εν ημέρα ή ου προσδοκά καί εν ώρα ή ου γινώσκει,
51 καί διχοτομήσει αυτόν, καί τό μέρος αυτού μετά τών υποκριτών θήσει εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'.

Στίχ. 1-35. Η καταστροφή τού Ναού καί τής Ιουδαίας
καί τό τέλος τού κόσμου.

1 Καί εξελθών ο Ιησούς επορεύετο από τού ιερού καί προσήλθον οι μαθηταί αυτού επιδείξαι αυτώ τάς οικοδομάς τού ιερού.
2 ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς ου βλέπετε ταύτα πάντα; αμήν λέγω υμίν, ου μή αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ός ου καταλυθήσεται.
3 καθημένου δέ αυτού επί τού όρους τών ελαιών προσήλθον αυτώ οι μαθηταί κατ' ιδίαν λέγοντες ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται, καί τί τό σημείον τής σής παρουσίας καί τής συντελείας τού αιώνος;
4 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς βλέπετε μή τις υμάς πλανήση.
5 πολλοί γάρ ελεύσονται επί τώ ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμι ο Χριστός, καί πολλούς πλανήσουσι.
6 μελλήσετε δέ ακούειν πολέμους καί ακοάς πολέμων οράτε μή θροείσθε δεί γάρ πάντα γενέσθαι, αλλ' ούπω εστί τό τέλος.
7 εγερθήσεται γάρ έθνος επί έθνος καί βασιλεία επί βασιλείαν, καί έσονται λιμοί καί λοιμοί καί σεισμοί κατά τόπους
8 πάντα δέ ταύτα αρχή ωδίνων.
9 τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν καί αποκτενούσιν υμάς, καί έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων τών εθνών διά τό όνομά μου.
10 καί τότε σκανδαλισθήσονται πολλοί καί αλλήλους παραδώσουσι καί μισήσουσιν αλλήλους.
11 καί πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται καί πλανήσουσι πολλούς,
12 καί διά τό πληθυνθήναι τήν ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη τών πολλών.
13 ο δέ υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται.
14 καί κηρυχθήσεται τούτο τό ευαγγέλιον τής βασιλείας εν όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοίς έθνεσι, καί τότε ήξει τό τέλος.
15 Όταν ούν ίδητε τό βδέλυγμα τής ερημώσεως τό ρηθέν διά Δανιήλ τού προφήτου εστώς εν τόπω αγίω -ο αναγινώσκων νοείτω-
16 τότε οι εν τή Ιουδαία φευγέτωσαν επί τά όρη,
17 ο επί τού δώματος μή καταβαινέτω άραι τά εκ τής οικίας αυτού,
18 καί ο ε τώ αγρώ μή επιστρεψάτω οπίσω άραι τά ιμάτια αυτού.
19 ουαί δέ ταίς εν γαστρί εχούσαις καί ταίς θηλαζούσαις εν εκείναις ταίς ημέραις.
20 προσεύχεσθε δέ ίνα μή γένηται η φυγή υμών χειμώνος μηδέ σαββάτω.
21 έσται γάρ τότε θλίψις μεγάλη, οία ου γέγονεν απ' αρχής κόσμου έως τού νύν ουδ' ου μή γένηται.
22 καί ει μή εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ άν εσώθη πάσα σάρξ διά δέ τούςεκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι
23 τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μή πιστεύσητε
24 εγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφήται καί δώσουσι σημεία μεγάλα καί τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, καί τούς εκλεκτούς.
25 ιδού προείρηκα υμίν.
26 εάν ούν είπωσιν υμίν, ιδού εν τή ερήμω εστί, μή εξέλθητε, ιδού εν τοίς ταμείοις, μή πιστεύσητε
27 ώσπερ γάρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών καί φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου
28 όπου γάρ εάν ή τό πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί.
29 Ευθέως δέ μετά τήν θλίψιν τών ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται καί η σελήνη ου δώσει τό φέγγος αυτής, καί οι αστέρες πεσούνται από τού ουρανού, καί αι δυνάμεις τών ουρανών σαλευθήσονται.
30 καί τότε φανήσεται τό σημείον τού υιού τού ανθρώπου εν τώ ουρανώ, καί τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί τής γής καί όψονται τόν υιόν τού ανθρώπου ερχόμενον επί τών νεφελών τού ουρανού μετά δυνάμεως καί δόξης πολλής.
31 καί αποστελεί τούς αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης, καί επισυνάξουσι τούς εκλεκτούς αυτού εκ τών τεσσάρων ανέμων απ' άκρων ουρανών έως άκρων αυτών.
32 Από δέ τής συκής μάθετε τήν παραβολήν, όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός καί τά φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς τό θέρος
33 ούτω καί υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν επί θύραις.
34 αμήν λέγω υμίν, ου μή παρέλθη η γενεά αύτη έως άν πάντα ταύτα γένηται.
35 ο ουρανός καί η γή παρελεύσονται, οι δέ λόγοι μου ου μή παρέλθωσι.

ΉΧΟΣ Α'.

Αγίου Παρθενίου
Ήχος α'
Ελλησπόντου τό κλέος καί Λαμψάκου τό καύχημα,
Παρθένιον τόν μέγαν Ιεράρχην τιμήσωμεν
θαυμάτων γάρ πηγάζει δωρεάς
καί παύει ασθενείας χαλεπάς
καί καρκίνου απαλλάττει τής συνοχής,
τούς ευλαβώς κραυγάζοντας
δόξα τώ σέ δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τώ σέ στεφανώσαντι,
δόξα τώ ενεργούντι διά σού, πάσιν ιάματα.
Αγίου Κωνσταντίνου τού Υδραίου
Ήχος α'
Κωνσταντίνον τής Ύδρας τόν υπέρτιμον όρπηκα,
τών Νεομαρτύρων τό κλέος, τόν εν Ρόδω αθλήσαντα
εν ύμνοις καί ωδαίς πνευματικαίς, τιμήσωμεν προφρόνως, αδελφοί,
ως υπέρ Χριστού παθόντα καί τόν αγχόνης θάνατον δεξάμενον
Όθεν συμβουλεύει τώ Χριστώ καί υπέρ ψάμμον ιάματα,
πάσιν τοίς προστρέχουσιν αυτώ, χύδην χαρίζεται.
Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου
Ήχος α'
Τής Ζακύνθου τόν γόνον καί Αιγίνης τόν Πρόεδρον,
τόν φρουρόν Μονής τών Στροφάδων,
Διονύσιον άπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως
οι πιστοί, βοώντες πρός αυτόν ειλικρινώς,
σαίς λιταίς τούς τήν σήν μνήμην επιτελούντας,
σώζε καί βοώντάς σοι Δόξα τώ σέ δοξασαντι
Χριστώ δόξα τώ σέ στεφανώσαντι δόξα τώ
δωρησωμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.
Αγίου Νεκταρίου
Ήχος α'.
Σηλυβρίας τόν γόνον καί Αιγίνης τόν έφορον,
τόν εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον,
Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ώς ένθεον θεράποντα Χριστού
αναβλύζει γάρ ιάσεις παντοδαπάς,
τοίς ευλαβώς κραυγάζουσι Δόξα τώ σέ
δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τώ σέ θαυμαστώσαντι,
δόξα τώ ενεργούντι διά σού, πάσιν ιάματα. 
Του Οσίου Μελετίου 
Ήχος α΄
Εξ Εώας εκλάμψας ως πολύφωτος ήλιος, και εν Μυουπόλει 
ασκήσας θεοφόρε Μελέτιε, λαμπρύνεις την Ελλάδα τω φωτί, 
των θείων αρετών σου αληθώς, Διά τούτο ως προστάτην 
ημών θερμόν, τιμώμέν σε κραυγάζοντες δόξα τω 
δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω 
ενεργούντι διά σου, πάσιν ιάματα. 

ΉΧΟΣ ΠΛ. Δ'.

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Ήχος πλ. δ'
Ορθοδοξίας ο φωστήρ Εκκλησίας τό στήριγμα καί Διδάσκαλε,
τών μοναστών η καλλονή, τών Θεολόγων υπέρμαχος
απροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης
τό καύχημα κήρυξ τής χάριτος, ικέτευε διά παντός,
σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

ΉΧΟΣ ΠΛ. Α'.

Αγίας Μαρίας τής Αιγυπτίας
Ήχος πλ. α'
Φωτισθείσα ενθέως Σταυρού τή χάριτι, τής μετανοίας εδείχθης,
φωτοφανής λαμπηδών, τών παθών τόν σκοτισμόν,
λιπούσα πάνσεμνε όθεν ως Άγγελος Θεού, Ζωσιμά τώ ιερώ,
ωράθης εν τή ερήμω, Μαρία Οσία Μήτερ
μεθ' ού δυσώπει υπέρ πάντων ημών.
Αγίας Αικατερίνης
Ήχος πλ. α'.
Τήν Πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν,
Αικατερίναν τήν θείαν καί πολιούχον Σινά, τήν
βοήθειαν ημών καί αντίληψιν, ότι εφίμωσε λαμπρώς,
τούς κομψούς τών ασεβών τού Πνεύματος τή
δυνάμει καί νύν ως μάρτυς Κυρίου στεφθείσα,
αιτείται πάσι τό μέγα έλεος.

ΉΧΟΣ Γ'.

Αγίου Παντελεήμονα
Ήχος γ'
Αθλοφόρε άγιε, καί ιαματικέ Παντελεήμον,
πρέσβευε τώ ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν,
παράσχη ταίς ψυχαίς ημών.
Αγίους Κυπριανόν καί Ιουστίναν
Ήχος γ'
Θείου Πνεύματος, τή χορηγία, φώς προσέλαβες,
θεογνωσίας, Κυπριανέ καταισχύνας τόν δράκοντα καί
μαρτυρίου τόν δρόμον διήνυσας, σύν Ιουστίνη ομού τή
θεόφρονι μεθ' ής πρέσβευε, Τριάδι τή πανοικτίρμονι,
δωρήσασθαι ημίν τό μέγα έλεος.
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου

ΔΗΜΟΣΙΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΙ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Πολιτική Διοίκησις......................23290
Πολιτική Διοίκησις Γραμματεία....23230, 23314
Αστυνομικό τμήμα Καρυών Διοικητής.......23260
Αστυνομικό τμήμα Καρυών Γραμματεία.....23212
Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος Καρυών..23598, F23874
ΕΛ.ΤΑ. Καρυών...........................23214
Ιατρείον................................23217
Ο.Τ.Ε. Προϊστάμενος..............23209, 23399
Ο.Τ.Ε. Προϊστάμενος Τεχν. Υπηρεσία......23799
Πυροσβεστικόν Κλιμάκιον Καρυών..........23199

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'.

Στίχ. 1-39. Ο Κύριος ελέγχει τούς γραμματείς καί Φαρισαίους.

1 Τότε ο Ιησούς ελάλησε τοίς όχλοις καί τοίς μαθηταίς αυτού
2 λέγων επί τής Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι.
3 πάντα ούν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε καί ποιείτε, κατά δέ τά έργα αυτών μή ποιείτε λέγουσι γάρ, καί ου ποιούσι.
4 δεσμεύουσι γάρ φορτία βαρέα καί δυσβάστακτα καί επιτιθέασιν επί τούς ώμους τών ανθρώπων, τώ δέ δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά.
5 πάντα δέ τά έργα αυτών ποιούσι πρός τό θεαθήναι τοίς ανθρώποις. πλατύνουσι γάρ τά φυλακτήρια αυτών καί μεγαλύνουσι τά κράσπεδα τών ιματίων αυτών,
6 φιλούσι δέ τήν πρωτοκλισίαν εν τοίς δείπνοις καί τάς πρωτοκαθεδρίας εν ταίς συναγωγαίς
7 καί τούς ασπασμούς εν ταίς αγοραίς καί καλείσθαι υπό τών ανθρώπων ραββί ραββί.
8 υμείς δέ μή κληθήτε ραββί είς γάρ υμών εστιν ο διδάσκαλος, ο Χριστός πάντες δέ υμείς αδελφοί εστε.
9 καί πατέρα μή καλέσητε υμών επί τής γής είς γάρ εστιν ο πατήρ υμών, ο εν τοίς ουρανοίς.
10 μηδέ κληθήτε καθηγηταί είς γάρ υμών εστιν ο καθηγητής, ο Χριστός.
11 ο δέ μείζων υμών έσται υμών διάκονος.
12 όστις δέ υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται, καί όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται.
13 Ουαί δέ υμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τάς οικίας τών χηρών καί προφάσει μακρά προσευχόμενοι διά τούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα.
14 Ουαί υμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε τήν βασιλείαν τών ουρανών έμπροσθεν τών ανθρώπων υμείς γάρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τούς εισερχομένους αφίετε εισελθείν.
15 Ουαί υμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι περιάγετε τήν θάλασσαν καί τήν ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον, καί όταν γένηται, ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών.
16 Ουαί υμίν, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες ός άν ομόση εν τώ ναώ, ουδέν εστιν, ός δ' άν ομόση εν τώ χρυσώ τού ναού, οφείλει.
17 μωροί καί τυφλοί! τίς γάρ μείζων εστίν, ο χρυσός ή ο ναός ο αγιάζων τόν χρυσόν;
18 καί ός άν ομόση εν τώ θυσιαστηρίω, ουδέν εστιν, ός δ' άν ομόση εν τώ δώρω τώ επάνω αυτού, οφείλει.
19 μωροί καί τυφλοί! τί γάρ μείζον, τό δώρον ή τό θυσιαστήριον τό αγιάζον τό δώρον;
20 ο ούν ομόσας εν τώ θυσιαστηρίω ομνύει εν αυτώ καί εν πάσι τοίς επάνω αυτού
21 καί ο ομόσας εν τώ ναώ ομνύει εν αυτώ καί εν τώ κατοικήσαντι αυτόν
22 καί ο ομόσας εν τώ ουρανώ ομνύει εν τώ θρόνω τού Θεού καί εν τώ καθημένω επάνω αυτού.
23 Ουαί υμίν, γραμμαρείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον καί τό άνηθον καί τό κύμινον, καί αφήκατε τά βαρύτερα τού νόμου, τήν κρίσιν καί τό έλεον καί τήν πίστιν ταύτα δέ έδει ποιήσαι κακείνα μή αφιέναι.
24 οδηγοί τυφλοί, οι διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες!
25 Ουαί υμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι καθαρίζετε τό έξωθεν τού ποτηρίου καί τής παροψίδος, έσωθεν δέ γέμουσιν εξ αρπαγής καί αδικίας.
26 Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον τό εντός τού ποτηρίου καί τής παροψίδος, ίνα γένηται καί τό εκτός αυτών καθαρόν.
27 Ουαί υμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μέν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δέ γέμουσιν οστέων νεκρών καί πάσης ακαθαρσίας.
28 ούτω καί υμείς έξωθεν μέν φαίνεσθε τοίς ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δέ μεστοί εστε υποκρίσεως καί ανομίας.
29 Ουαί υμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, ότι οικοδομείτε τούς τάφους τών προφητών καί κοσμείτε τά μνημεία τών δικαίων,
30 καί λέγετε ει ήμεν εν ταίς ημέραις τών πατέρων ημών, ουκ άν ήμεν κοινωνοί αυτών εν τώ αίματι τών προφητών.
31 ώστε μαρτυρείτε εαυτοίς ότι υιοί εστε τών φονευσάντων τούς προφήτας.
32 καί υμείς πληρώσατε τό μέτρον τών πατέρων υμών.
33 όφεις, γεννήματα εχιδνών! πώς φύγητε από τής κρίσεως τής γεέννης;
34 διά τούτο ιδού εγώ αποστέλλω πρός υμάς προφήτας καί σοφούς καί γραμματείς, καί εξ αυτών αποκτενείτε καί σταυρώσετε, καί εξ αυτών μαστιγώσετε εν ταίς συναγωγαίς υμών καί διώξετε από πόλεως εις πόλιν,
35 όπως έλθη εφ' υμάς πάν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί τής γής από τού αίματος Άβελ τού δικαίου έως τού αίματος Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, όν εφονεύσατε μεταξύ τού ναού καί τού θυσιαστηρίου.
36 αμήν λέγω υμίν ότι ήξει ταύτα πάντα επί τήν γενεάν ταύτην.
37 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήν, η αποκτέννουσα τούς προφήτας καί λιθοβολούσα τούς απεσταλμένους πρός αυτήν! ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τά τέκα σου όν τρόπον επισυνάγει όρνις τά νοσσία εαυτής υπό τάς πτέρυγας, καί ουκ ηθελήσατε.
38 ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος
39 λέγω γάρ υμίν, ου μή με ίδετε απ' άρτι έως άν είπητε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Στίχ. 15-46. Αι πονηραί ερωτήσεις τών Φαρισαίων καί αι θαυμασταί
αποκρίσεις τού Κυρίου.


15 Τότε πορευθέντες οι Φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον όπως αυτόν παγιδεύσωσιν εν λόγω.
16 καί αποστέλλουσιν αυτώ τούς μαθητάς αυτών μετά τών Ηρωδιανών λέγοντες διδάσκαλε, οίδαμεν ότι αληθής εί καί τήν οδόν τού Θεού εν αληθεία διδάσκεις, καί ου μέλει σοι περί ουδενός ου γάρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων
17 ειπέ ούν ημίν, τί σοι δοκεί; έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ού;
18 γνούς δέ ο Ιησούς τήν πονηρίαν αυτών είπε τί με πειράζετε, υποκριταί;
19 επιδείξατέ μοι τό νόμισμα τού κήνσου. οι δέ προσήνεγκαν αυτώ δηνάριον.
20 καί λέγει αυτοίς τίνος η εικών αύτη καί η επιγραφή;
21 λέγουσιν αυτώ Καίσαρος τότε λέγει αυτοίς απόδοτε ούν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τού Θεού τώ Θεώ.
22 καί ακούσαντες εθαύμασαν, καί αφέντες αυτόν απήλθον.
23 Εν εκείνη τή ημέρα προσήλθον αυτώ Σαδδουκαίοι, οι λέγοντες μή είναι ανάστασιν, καί επηρώτησαν αυτόν
24 λέγοντες διδάσκαλε, Μωσής είπεν, εάν τις αποθάνη μή έχων τέκνα, επιγαμβρεύσει ο αδελφός αυτού τήν γυναίκα αυτού καί αναστήσει σπέρμα τώ αδελφώ αυτού.
25 ήσαν δέ παρ' ημίν επτά αδελφοί καί ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε, καί μή έχων σπέρμα αφήκε τήν γυναίκα αυτού τώ αδελφώ αυτού
26 ομοίως καί ο δεύτερος καί ο τρίτος, έως τών επτά.
27 ύστερον δέ πάντων απέθανε καί η γυνή.
28 εν τή ούν αναστάσει τίνος τών επτά έσται η γυνή; πάντες γάρ έσχον αυτήν.
29 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς πλανάσθε μή ειδότες τάς γραφάς μηδέ τήν δύναμιν τού Θεού.
30 εν γάρ τή αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ' ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισι.
31 περί δέ τής αναστάσεως τών νεκρών ουκ ανέγνωτε τό ρηθέν υμίν υπό τού Θεού λέγοντος
32 εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ καί Θεός Ισαάκ καί ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων.
33 καί ακούσαντες οι όχλοι εξεπλήσσοντο επί τή διδαχή αυτού.
34 Οι δέ Φαρισαίοι ακούσαντες ότι εφίμωσε τούς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν επί τό αυτό,
35 καί επηρώτησεν είς εξ αυτών, νομικός, πειράζων αυτόν καί λέγων
36 διδάσκαλε, ποία εντολή μεγάλη εν τώ νόμω;
37 ο δέ Ιησούς έφη αυτώ αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου εν όλη τή καρδία σου καί εν όλη τή ψυχή σου καί εν όλη τή διανοία σου.
38 αύτη εστί πρώτη καί μεγάλη εντολή.
39 δευτέρα δέ ομοία αυτή αγαπήσεις τόν πλησίον σου ως σεαυτόν.
40 εν ταύταις ταίς δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος καί οι προφήται κρέμανται.
41 Συνηγμένων δέ τών Φαρισαίων επηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς
42 λέγων τί υμίν δοκεί περί τού Χριστού; τίνος υιός εστι; λέγουσιν αυτώ τού Δαυϊδ.
43 λέγει αυτοίς πώς ούν Δαυϊδ εν Πνεύματι Κύριον αυτόν καλεί λέγων,
44 είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου έως άν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον τών ποδών σου;
45 ει ούν Δαυϊδ καλεί αυτόν Κύριον, πώς υιός αυτού εστι;
46 καί ουδείς εδύνατο αυτώ αποκριθήναι λόγον, ουδέ ετόλμησέ τις απ' εκείνης τής ημέρας επερωτήσαι αυτόν ουκέτι.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

ΚΑΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'.

Στίχ. 1-14. Η παραβολή τών βασιλικών γάμων.

1 Καί αποκριθείς ο Ιησούς πάλιν είπεν αυτοίς εν παραβολαίς λέγων
2 ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τώ υιώ αυτού.
3 καί απέστειλε τούς δούλους αυτού καλέσαι τούς κεκλημένους εις τούς γάμους, καί ουκ ήθελον ελθείν.
4 πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους λέγων είπατε τοίς κακλημένοις ιδού τό άριστόν μου ητοίμασα, οι ταύροί μου καί τά σιτιστά τεθυμένα, καί πάντα έτοιμα δεύτε εις τούς γάμους.
5 οι δέ αμελήσαντες απήλθον, ο μέν εις τόν ίδιον αγρόν, ο δέ εις τήν εμπορίαν αυτού
6 οι δέ λοιποί κρατήσαντες τούς δούλους αυτού ύβρισαν καί απέκτειναν.
7 ακούσας δέ ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη, καί πέμψας τά στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους καί τήν πόλιν αυτών ενέπρησε.
8 τότε λέγει τοίς δούλοις αυτού ο μέν γάμος έτοιμός εστιν, οι δέ κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι
9 πορεύεσθε ούν επί τάς διεξόδους τών οδών, καί όσους εάν εύρητε καλέσατε εις τούς γάμους.
10 καί εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τάς οδούς συνήγαγον πάντας όσους εύρον, πονηρούς τε καί αγαθούς καί επλήσθη ο γάμος ανακειμένων.
11 εισελθών δέ ο βασιλεύς θεάσασθαι τούς ανακειμένους είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου,
12 καί λέγει αυτώ εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μή έχων ένδυμα γάμου; ο δέ εφιμώθη.
13 τότε είπεν ο βασιλεύς τοίς διακόνοις δήσαντες αυτού πόδας καί χείρας άρατε αυτόν καί εκβάλετε εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
14 πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Στίχ. 23-46. Αποστομωτικαί απαντήσεις πρός τούς Φαρισαίους.
Αι παραβολαί τών δύο υιών καί τών κακών γεωργών.



23 Καί ελθόντι αυτώ εις τό ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι τού λαού λέγοντες εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, καί τίς σοι έδωκε τήν εξουσίαν ταύτην;
24 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, όν εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.
25 τό βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ήν, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δέ διελογίζοντο παρ' εαυτοίς λέγοντες εάν είπωμεν, εξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ούν ουκ επιστεύσατε αυτώ
26 εάν δέ είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τόν όχλον πάντες γάρ έχουσι τόν Ιωάννην ως προφήτην.
27 καί αποκριθέντες τώ Ιησού είπον ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς καί αυτός ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ.
28 Τί δέ υμίν δοκεί; άνθρωπός τις είχε τέκνα δύο, καί προσελθών τώ πρώτω είπε τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τώ αμπελώνί μου.
29 ο δέ αποκριθείς είπεν ου θέλω ύστερον δέ μεταμεληθείς απήλθε.
30 καί προσελθών τώ δευτέρω είπεν ωσαύτως. ο δέ αποκριθείς είπεν εγώ, κύριε καί ουκ απήλθε.
31 τίς εκ τών δύο εποίησε τό θέλημα τού πατρός; λέγουσιν αυτώ ο πρώτος. λέγει αυτοίς ο Ιησούς αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι καί αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις τήν βασιλείαν τού Θεού.
32 ήλθε γάρ πρός υμάς Ιωάννης εν οδώ δικαιοσύνης, καί ουκ επιστεύσατε αυτώ οι δέ τελώναι καί αι πόρναι επίστευσαν αυτώ υμείς δέ ιδόντες ου μετεμελήθητε ύστερον τού πιστεύσαι αυτώ.
33 Άλλην παραβολήν ακούσατε. άνθρωπός τις ήν οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα καί φραγμόν αυτώ περιέθηκε καί ώρυξεν εν αυτώ ληνόν καί ωκοδόμησε πύργον, καί εξέδοτο αυτόν γεωργοίς καί απεδήμησεν.
34 ότε δέ ήγγισεν ο καιρός τών καρπών, απέστειλε τούς δούλους αυτού πρός τούς γεωργούς λαβείν τούς καρπούς αυτού.
35 καί λαβόντες οι γεωργοί τούς δούλους αυτού όν μέν έδειραν, όν δέ απέκτειναν, όν δέ ελιθοβόλησαν.
36 πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους πλείονας τών πρώτων, καί εποίησαν αυτοίς ωσαύτως.
37 ύστερον δέ απέστειλε πρός αυτούς τόν υιόν αυτού λέγων εντραπήσονται τόν υιόν μου.
38 οι δέ γεωργοί ιδόντες τόν υιόν είπον εν εαυτοίς ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν καί κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αυτού.
39 καί λαβόντες αυτόν εξέβαλον έξω τού αμπελώνος καί απέκτειναν.
40 όταν ούν έλθη ο κύριος τού αμπελώνος, τί ποιήσει τοίς γεωργοίς εκείνοις;
41 λέγουσιν αυτώ κακούς κακώς απολέσει αυτούς, καί τόν αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τούς καρπούς εν τοίς καιροίς αυτών.
42 λέγει αυτοίς ο Ιησούς ουδέποτε ανέγνωτε εν ταίς γραφαίς, λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας παρά Κυρίου εγένετο αύτη, καί έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών;
43 διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία τού Θεού καί διθήσεται έθνει ποιούντι τούς καρπούς αυτής
44 καί ο πεσών επί τόν λίθον τούτον συνθλασθήσεται εφ' όν δ' άν πέση, λικμήσει αυτόν.
45 καί ακούσαντες οι αρχιερείς καί οι Φαρισαίοι τάς παραβολάς αυτού έγνωσαν ότι περί αυτών λέγει
46 καί ζητούντες αυτόν κρατήσαι εφοβήθησαν τούς όχλους, επειδή ως προφήτην αυτόν είχον.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Στίχ. 18-22. Η αποξηρανθείσα συκή.

18 Πρωϊας δέ επανάγων εις τήν πόλιν επείνασε
19 καί ιδών συκήν μίαν επί τής οδού ήλθεν επ' αυτήν, καί ουδέν εύρεν εν αυτή ει μή φύλλα μόνον, καί λέγει αυτή μηκέτι εκ σού καρπός γένηται εις τόν αιώνα. καί εξηράνθη παραχρήμα η συκή.
20 καί ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες πώς παραχρήμα εξηράνθη η συκή;
21 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν καί μή διακριθήτε, ου μόνον τό τής συκής ποιήσετε, αλλά κάν τώ όρει τούτω είπητε, άρθητι καί βλήθητι εις τήν θάλασσαν, γενήσεται
22 καί πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τή προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ΄.

Στίχ. 1-17. Η θριαμβευτική είσοδος τού Κυρίου εις Ιεροσόλυμα.

1 Καί ότε ήγγισαν εις Ιεροσόλυμα καί ήλθον εις Βηθσφαγή πρός τό όρος τών ελαιών, τότε ο Ιησούς απέστειλε δύο μαθητάς
2 λέγων αυτοίς πορεύθητε εις τήν κώμην τήν απέναντι υμών, καί ευθέως ευρήσετε όνον δεδεμένην καί πώλον μετ' αυτής λύσαντες αγάγετέ μοι.
3 καί εάν τις υμίν είπη τι, ερείτε ότι ο Κύριος αυτών χρείαν έχει ευθέως δέ αποστέλλει αυτούς.
4 τούτο δέ όλον γέγονεν ίνα πληρωθή τό ρηθέν διά τού προφήτου λέγοντος
5 είπατε τή θυγατρί ιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραϋς καί επιβεβηκώς επί όνον καί πώλον υιόν υποζυγίου.
6 πορευθέντες δέ οι μαθηταί καί ποιήσαντες καθώς προσέταξεν αυτοίς ο Ιησούς,
7 ήγαγον τήν όνον καί τόν πώλον, καί επέθηκαν επάνω αυτών τά ιμάτια αυτών, καί επεκάθισεν επάνω αυτών.
8 ο δέ πλείστος όχλος έστρωσαν εαυτών τά ιμάτια εν τή οδώ, άλλοι δέ έκοπτον κλάδους από τών δένδρων καί εστρώννυον εν τή οδώ.
9 οι δέ όχλοι οι προάγοντες καί οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες ωσαννά τώ υιώ Δαυϊδ ευλογημένοσ ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου ωσαννά εν τοίς υψίστοις.
10 καί εισελθόντος αυτού εις Ιεροσόλυμα εσείσθη πάσα η πόλις λέγουσα τίς εστιν ούτος;
11 οι δέ όχλοι έλεγον ούτός εστιν Ιησούς ο προφήτης ο από Ναζαρέτ τής Γαλιλαίας.
12 Καί εισήλθεν ο Ιησούς εις τό ιερόν τού Θεού, καί εξέβαλε πάντας τούς πωλούντας καί αγοράζοντας εν τώ ιερώ, καί τάς τραπέζας τών κολλυβιστών κατέστρεψε καί τάς καθέδρας τών πωλούντων τάς περιστεράς,
13 καί λέγει αυτοίς γέγραπται, ο οίκός μου οίκος προσευχής κληθήσεται υμείς δέ αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών.
14 Καί προσήλθον αυτώ χωλοί καί τυφλοί εν τώ ιερώ καί εθεράπευσεν αυτούς.
15 ιδόντες δέ οι αρχιερείς καί οι γραμματείς τά θαυμάσια ά εποίησε καί τούς παίδας κράζοντας εν τώ ιερώ καί λέγοντας, ωσαννά τώ υιώ Δαυϊδ, ηγανάκτησαν
16 καί είπον αυτώ ακούεις τί ούτοι λέγουσιν; ο δέ Ιησούς λέγει αυτοίς ναί ουδέποτε ανέγνωτε ότι εκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;
17 καί καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω τής πόλεως εις Βηθανίαν καί ηυλίσθη εκεί.
Άν τόν υβρίσω, μέ ευλογεί καί άν τόν κτυπήσω, υποκλίνεται ενώπιόν μου έως τό χώμα. Άνθρωπος τοιαύτης ταπεινώσεως είναι ανίκητος από τί νά φοβηθή, εφ' όσον προτιμά νά κολασθή αυτός καί όχι εγώ; Αυτός μέ τήν ταπείνωσίν του θά διώξη από τήν κόλασιν όλους τούς δαίμονας καί θά τούς κάμη νά επιστρέψουν εις τόν Θεόν. Θά τόν βασανίζουν καί αυτός θά παρακαλή : βασανίσατέ με σκληρότερα, διότι τό αξίζω! Ο ίδιος ο διάβολος δέν θά δυνηθή νά ανθέξη εις τόσην ταπείνωσιν. Θά κουρασθή νά τόν δέρνη, καί εις τό τέλος, θά αναγνωρίση τήν αδυναμίαν του ενώπιον τού Θεού, ο Οποίος εδημιούργησε μίαν τοιαύτην αγάπην καί ταπείνωσιν. Καί θά κοκκινίση από εντροπήν ενώπιόν Του.
Στόν πραγματικό χριστιανό όλα πρέπει νά είναι διαφορετικά. Διαφορετικοί οι λογισμοί, άγιοι. Διαφορετικές οι επιθυμίες, ουράνιες καί άφθαρτες. Διαφορετικές οι χαρές, υψηλές καί θείες. Διαφορετικός ο πλούτος, ψυχικός καί άφθαρτος. Διαφορετικά τά λόγια, ουράνια. Διαφορετικοί οι φίλοι, πνευματικοί καί όχι σασκικοί.

Άγιος Ιωάννης Κρονστάνδης
Στίχ. 29-34. Η θεραπεία δύο τυφλών.

29 Καί εκπορευομένων αυτών από Ιεριχώ ηκολούθησεν αυτώ όχλος πολύς.
30 καί ιδού δύο τυφλοί καθήμενοι παρά τήν οδόν, ακούσαντες ότι Ιησούς παράγει, έκραξαν λέγοντες ελέησον ημάς, Κύριε, υιός Δαυϊδ.
31 ο δέ όχλος επετίμησεν αυτοίς ίνα σιωπήσωσιν οι δέ μείζον έκραζον λέγοντες ελέησον ημάς, Κύριε, υιός Δαυϊδ.
32 καί στάς ο Ιησούς εφώνησεν αυτούς καί είπε τί θέλετε ποιήσω υμίν;
33 λέγουσιν αυτώ Κύριε, ίνα ανοιχθώσιν ημών οι οφθαλμοί.
34 σπλαγχνισθείς δέ ο Ιησούς ήψατο τών οφθαλμών αυτών, καί ευθέως ανέβλεψαν αυτών οι οφθαλμοί, καί ηκολούθησαν αυτώ.

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Στίχ. 17-28. Ο ι δύο αδελφοί ζητούν πρωτοκαθεδρίας.

17 Καί αναβαίνων ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα παρέλαβε τούς δώδεκα μαθητάς κατ' ιδίαν εν τή οδώ καί είπεν αυτοίς
18 ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, καί ο υιός τού ανθρώπου παραδοθήσεται τοίς αρχιερεύσι καί γραμματεύσι καί κατακρινούσιν αυτόν θανάτω,
19 καί παραδώσουσιν αυτόν τοίς έθνεσιν εις τό εμπαίξαι καί μαστιγώσαι καί σταυρώσαι, καί τή τρίτη ημέρα αναστήσεται.
20 Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ τών υιών Ζεβεδαίου μετά τών υιών αυτής προσκυνούσα καί αιτούσά τι παρ' αυτού.
21 ο δέ είπεν αυτή τί θέλεις; λέγει αυτώ ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου είς εκ δεξιών σου καί είς εξ ευωνύμων σου εν τή βασιλεία σου.
22 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν ουκ οίδατε τί αιτείσθε. δύνασθε πιείν τό ποτήριον ό εγώ μέλλω πίνειν, ή τό βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; λέγουσιν αυτώ δυνάμεθα.
23 καί λέγει αυτοίς τό μέν ποτήριόν μου πίεσθε, καί τό βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπρισθήσεσθε τό δέ καθίσαι εκ δεξιών μου καί εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ' οίς ητοίμασται υπό τού πατρός μου.
24 καί ακούσαντες οι δέκα ηγανάκτησαν περί τών δύο αδελφών.
25 ο δέ Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν οίδατε ότι οι άρχοντες τών εθνών κατακυριεύουσιν αυτών καί οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών.
26 ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ' ός εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος,
27 καί ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος
28 ώσπερ ο υιός τού ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι καί δούναι τήν ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄.

Στίχ. 1-16. Η παραβολή τών εργατών τού αμπελώνος.

1 Ομοία γάρ εστιν η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωϊ μισθώσθαι εργάτας εις τόν αμπελώνα αυτού.
2 καί συμφωνήσας μετά τών εργατών εκ δηναρίου τήν ημέραν απέστειλεν αυτούς εις τόν αμπελώνα αυτού.
3 καί εξελθών περί τρίτην ώραν είδεν άλλους εστώτας εν τή αγορά αργούς,
4 καί εκείνοις είπεν υπάγετε καί υμείς εις τόν αμπελώνα, καί ό εάν ή δίκαιον δώσω υμίν. οι δέ απήλθον.
5 πάλιν εξελθών περί έκτην καί ενάτην ώραν εποίησεν ωσαύτως.
6 περί δέ τήν ενδεκάτην ώραν εξελθών εύρεν άλλους εστώτας αργούς, καί λέγει αυτοίς τί ώδε εστήκατε όλην τήν ημέραν αργοί;
7 λέγουσιν αυτώ ότι ουδείς ημάς εμισθώσατο. λέγει αυτοίς υπάγετε καί υμείς εις τόν αμπελώνα, καί ό εάν ή δίκαιον λήψεσθε.
8 οψίας δέ γενομένης λέγει ο κύριος τού αμπελώνος τώ επιτρόπω αυτού κάλεσον τούς εργάτας καί απόδος αυτοίς τόν μισθόν, αρξάμενος από τών εσχάτων έως τών πρώτων.
9 καί ελθόντες οι περί τήν ενδεκάτην ώραν έλαβον ανά δηνάριον.
10 ελθόντες δέ οι πρώτοι ενόμισαν ότι πλείονα λήψονται, καί έλαβον καί αυτοί ανά δηνάριον.
11 λαβόντες δέ εγόγγυζον κατά τού οικοδεσπότου
12 λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν, καί ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοίς βαστάσασι τό βάρος τής ημέρας καί τόν καύσωνα.
13 ο δέ αποκριθείς είπεν ενί αυτών εταίρε, ουκ αδικώ σε ουχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι;
14 άρον τό σόν καί ύπαγε θέλω δέ τούτω τώ εσχάτω δούναι ως καί σοί
15 ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ό θέλω εν τοίς εμοίς; ή ο οφθαλμός σου πονηρός εστιν ότι εγώ αγαθός ειμί;
16 Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι καί οι πρώτοι έσχατοι πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.
Στίχ. 27-30. Αι αμοιβαί εις όσους αφήκαν τά πάντα διά τόν Χριστόν.

27 Τότε αποκριθείς ο Πέτρος είπεν αυτώ ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα καί ηκολουθήσαμέν σοι τί άρα έσται ημίν;
28 ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τή παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός τού ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε καί υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τού Ισραήλ.
29 καί πάς ός αφήκεν οικίασ ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν τού ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονομήσει.
30 Πολλοί δέ έσονται πρώτοι έσχατοι καί έσχατοι πρώτοι.
Στίχ. 16-26. Ο πλούσιος νέος.

16 Καί ιδού είς προσελθών είπεν αυτώ διδάσκαλε αγάθε, τί αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;
17 ο δέ είπεν αυτώ τί με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μή είς ο Θεός. ει δέ θέλεις εισελθείν εις τήν ζωήν, τήρησον τάς εντολάς.
18 λέγει αυτώ ποίας; ο δέ Ιησούς είπε ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδοματρυρήσεις,
19 τίμα τόν πατέρα καί τήν μητέρα, καί αγαπήσεις τόν πλησίον σου ως σεαυτόν.
20 λέγει αυτώ ο νεανίσκος πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου τί έτι υστερώ;
21 έφη αυτώ ο Ιησούς ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τά υπάρχοντα καί δός πτωχοίς, καί έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, καί δεύρο ακολούθει μοι.
22 ακούσας δέ ο νεανίσκος τόν λόγον απήλθε λυπούμενος ήν γάρ έχων κτήματα πολλά.
23 ο δέ Ιησούς είπε τοίς μαθηταίς αυτού αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις τήν βασιλείαν τών ουρανών.
24 πάλιν δέ λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν τού Θεού εισελθείν.
25 ακούσαντες δέ οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες τίς άρα δύναται σωθήναι;
26 εεμβλέψας δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστι, παρά δέ Θεώ πάντα δυνατά εστι.
Στίχ. 13-15. Ο Ιησούς ευλογεί τά παιδιά.

13 Τότε προσηνέχθη αυτώ παιδία, ίνα επιθή αυτοίς τάς χείρας καί προσεύξηται οι δέ μαθηταί επετίμησαν αυτοίς.
14 ο δέ Ιησούς είπεν άφετε τά παιδία καί μή κωλύετε αυτά ελθείν πρός με τών γάρ τοιούτων εστίν η βασιλεία τών ουρανών.
15 καί επιθείς τάς χείρας αυτοίς επορεύθη εκείθεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄.

Στίχ. 1-12. Τό διαζύγιον.

1 Καί εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς τούς λόγους τούτους μετήρεν από τής Γαλιλαίας καί ήλθεν εις τά όρια τής Ιουδαίας πέραν τού Ιορδάνου.
2 καί ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί, καί εθεράπευσεν αυτούς εκεί.
3 Καί προσήλθον αυτώ οι Φαρισαίοι πειράζοντες αυτόν καί λέγοντες αυτώ ει έξεστιν ανθρώπω απολύσαι τήν γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν;
4 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ' αρχής άρσεν καί θήλυ εποίησεν αυτούς
5 καί είπεν, ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τόν πατέρα αυτού καί τήν μητέρα καί κολληθήσεται τή γυναικί αυτού, καί έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν;
6 ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σάρξ μία. ό ούν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μή χωριζέτω.
7 λέγουσιν αυτώ τί ούν Μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου καί απολύσαι αυτήν;
8 λέγει αυτοίς ότι Μωσής πρός τήν σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τάς γυναίκας υμών απ'αρχής δέ ου γέγονεν ούτω.
9 λέγω δέ υμίν ότι ός άν απολυση τήν γυναίκα αυτού μή επί πορνεία καί γαμήση άλλην, μοιχάται καί ο απολελυμένην γαμήσας μοιχάται.
10 λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού ει ούτως εστίν η αιτία τού ανθρώπου μετά τής γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι.
11 ο δέ είπεν αυτοίς ου πάντες χωρούσι τόν λόγον τούτον, αλλ' οίς δέδοται
12 εισί γάρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. καί εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό τών ανθρώπων, καί εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά τήν βασιλείαν τών ουρανών. ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω.
Στίχ. 18-35. Η εξουσία τής αφέσεως εις τούς Αποστόλους.
Η παραβολή τών μυρίων ταλάντων.

18 Αμήν λέγω υνίν, όσα εάν δήσητε επί τής γής, έσται δεδεμένα εν τώ ουρανώ, καί όσα εάν λύσητε επί τής γής, έσται λελυμένα εν τώ ουρανώ.
19 Παλίν αμήν λέγω υμίν ότι εάν δύο υμών συνφωνήσωσιν επί τής γής περί παντός πράγματος ού εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά τού πατρός μου τού εν ουρανοίς.
20 ού γάρ εισι δύο ή τρείς συνηγμένοι εις τό εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών.
21 Τότε προσελθών αυτώ ο Πέτρος είπε Κύριε, ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου καί αφήσω αυτώ; έως επτάκις;
22 λέγει αυτώ ο Ιησούς ου λέγω σοι έως επτάκις, αλλ' έως εβδομηκοντάκις επτά.
23 Διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ός ηθέλησε συνάραι λόγον μετά τών δούλων αυτού.
24 αρξαμένου δέ αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ είς οφειλέτης μυρίων ταλάντων.
25 μή έχοντος δέ αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι καί τήν γυναίκα αυτού καί τά τέκνα καί πάντα όσα είχε, καί αποδοθήναι.
26 πεσών ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων κύριε, μακροθύμησον επ' εμοί καί πάντα σοι αποδώσω.
27 σπλαγχνισθείς δέ ο κύριος τού δούλου εκείνου απέλυσεν αυτόν καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ.
28 εξελθών δέ ο δούλος εκείνος εύρεν ένα τών συνδούλων αυτού, ός ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, καί κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων απόδος μοι εί τι οφείλεις.
29 πεσών ούν ο σύνδουλος αυτού εις τούς πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγω μακροθύμησον επ' εμοί καί αποδώσω σοι.
30 ο δέ ουκ ήθελεν, αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν έως ού αποδώ τό οφειλόμενον.
31 ιδόντες δέ οι σύνδουλοι αυτού τά γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, καί ελθόντες διεσάφησαν τώ κυρίω εαυτών πάντα τά γενόμενα.
32 τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτώ δούλε πονηρέ, πάσαν τήν οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με
33 ουκ έδει καί σέ ελεήσαι τόν σύνδουλόν σου, ως καί εγώ σε ηλέησα;
34 καί οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ού αποδώ πάν τό οφειλόμενον αυτώ.
35 Ούτω καί ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μή αφήτε έκαστος τώ αδελφώ αυτού από τών καρδιών υμών τά παραπτώματα αυτών.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.

Στίχ. 1-17. Συνδιαλέξεις καί λόγοι τού Κυρίου εν Καπερναούμ.

1 Εν εκείνη τή ώρα προσήλθον οι μαθηταί τώ Ιησού λέγοντες τίς άρα μείζων εστίν εν τή βασιλεία τών ουρανών;
2 καί προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών καί είπεν
3 αμήν λέγω υμίν, εάν μή στραφήτε καί γένησθε ως τά παιδία, ου μή εισέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ουρανών.
4 όστις ούν ταπεινώσει εαυτόν ως τό παιδίον τούτο, ούτός εστιν ο μείζων εν τή βασιλεία τών ουρανών.
5 καί ός εάν δέξηται παιδίον τοιούτον έν επί τώ ονόματί μου, εμέ δέχεται
6 ός δ' άν σκανδαλίση ένα τών μικρών τούτων τών πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τόν τράχηλον αυτού καί καταποντισθή εν τώ πελάγει τής θαλάσσης.
7 Ουαί τώ κόσμω από τών σκανδάλων ανάγκη γάρ εστιν ελθείν τά σκάνδαλα πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι' ού τό σκάνδαλον έρχεται.
8 ει δέ η χείρ σου ή ο πούς σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά καί βάλε από σού καλόν σοί εστιν εισελθείν εις τήν ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις τό πύρ τό αιώνιον.
9 καί ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν καί βάλε από σού καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εις τήν ζωήν εισελθείν, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις τήν γέενναν τού πυρός.
10 Οράτε μή καταφρονήσητε ενός τών μικρών τούτων λέγω γάρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς διά παντός βλέπουσι τό πρόσωπον τού πατρός μου τού εν ουρανοίς.
11 ήλθε γάρ ο υιός τού ανθρώπου σώσαι τό απολωλός.
12 Τί υμίν δοκεί; εάν γένηταί τινι ανθρώπω εκατόν πρόβατα καί πλανηθή έν εξ αυτών, ουχί αφείς τά ενενήκοντα εννέα επί τά όρη, πορευθείς ζητεί τό πλανώμενον;
13 καί εάν γένηται ευρείν αυτό, αμήν λέγω υμίν ότι χαίρει επ' αυτώ μάλλον ή επί τοίς ενενήκοντα εννέα τοίς μή πεπλανημένοις.
14 ούτως ουκ έστι θέλημα έμπροσθεν τού πατρός υμών τού εν ουρανοίς ίνα απόληται είς τών μικρών τούτων.
15 Εάν δέ αμαρτήση εις σέ ο αδελφός σου, ύπαγε καί έλεγξον αυτόν μεταξύ σού καί αυτού μόνου εάν σου ακούση, εκέρδησας τόν αδελφόν σου
16 εάν δέ μή ακούση, παράλαβε μετά σού έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή πάν ρήμα
17 εάν δέ παρακούση αυτών, ειπέ τή εκκλησία εάν δέ καί τής εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός καί ο τελώνης.