Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ 16-07-2012
(29-07-2012)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ( ζ' Οικ. Συνόδου )

Προκείμενον. Ήχος πλ. α'.

Ευλογητός εί, Κύριε, ο Θεός τών Πατέρων ημών.

Στίχ. Ότι δίκαιος εί επί πάσιν, οίς εποίησας ημίν.

Πρός Τίτον επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.
( γ' 8-15 )

Τέκνον Τίτε, πιστός ο λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι, ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τώ Θεώ. Ταύτα εστι τά καλά καί ωφέλιμα τοίς ανθρώποις μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί έρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο εισί γάρ ανωφελείς καί μάταιοι. Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος καί αμαρτάνει ών αυτοκατάκριτος. Όταν πέμψω Αρτεμών πρός σέ ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν πρός με εις Νικόπολιν εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνάν τόν νομικόν καί Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. Μανθανέτωσαν δέ καί οι ημέτεροι καλώς έργων προΐστασθαι εις τάς αναγκαίας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι. Ασπάζονταί σε οι μετ' εμού πάντες. Άσπασαι τούς φιλούντας ημάς εν πίστει. Η χάρις μετά πάντων υμών. Αμήν. 


Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.
( ε' 14-19 ) 

Είπεν ο Κύριος τοίς εαυτού μαθηταίς Υμείς εστε τό φώς τού κόσμου. ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη ουδέ καίουσι λύχνον καί τιθέασιν αυτόν υπό τόν μόδιον, αλλ' επί τήν λυχνίαν, καί λάμπει πάσι τοίς εν τή οικία. Ούτω λαμψάτω τό φώς υμών έμπροσθεν τών ανθρώπων , όπως ίδωσιν υμών τά καλά έργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα υμών τόν εν τοίς ουρανοίς. Μή νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τόν νόμον ή τούς προφήτας ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. Αμήν γάρ λέγω υμίν, έως άν παρέλθη ο ουρανός καί η γή, ιώτα έν ή μία κεραία ου μή παρέλθη από τού νόμου, έως άν πάντα γένηται. Ός εάν ούν λύση μίαν τών εντολών τούτων τών ελαχίστων καί διδάξη ούτω τούς ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τή βασιλεία τών ουρανών ός δ' άν ποιήση καί διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τή βασιλεία τών ουρανών.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Τήν Κόρινθον επεσκέφθη ο Παύλος κατά τήν δευτέραν αποστολικήν οδοιπορίαν του, περί τό 51 μ. Χ. Ευρεθείς δέ εις τήν Κόρινθον εν μέσω τής κυριαρχούσης εν αυτή διαφθοράς, εσχημάτισε πολύ δυσμενείς προβλέψεις περί τής επιτυχίας τού έργου του καί δι' αυτό εσκέφθη πρός στιγμήν νά επιστρέψη εις Μακεδονίαν. Δι' ειδικής όμως αποκαλύψεως ( Πράξ. ιη' 9-10 ) επληροφορήθη, ότι πολύς λαός τού Κυρίου ευρίσκετο εν Κορίνθω καί εδίδετο εις αυτόν η εντολή νά λαλήση τόν λόγον μετά παρρησίας. Πρώτοι, μετά τών οποίων εσχετίσθη εν Κορίνθω ο Απόστολος, ήσαν ο ομότεχνος αυτού Ακύλας καί η σύζυγός του Πρίσκιλλα, αμφότεροι Ιουδαίοι, οίτινες είχον έλθει εκ Ρώμης συνεπεία τού κατά τών Ιουδαίων διωγμού τού αυτοκράτορος Κλαυδίου. Συγκατοικήσας ο Παύλος μετ' αυτών προσείλκυσεν αυτούς εις τήν πίστιν καί είχεν έπειτα τούτους σπουδαίους συνεργούς εν τώ αποστολικώ του έργω. Ακολούθως ο Απόστολος απηυθύνθη πρός τούς εν Κορίνθω Ιουδαίους καί εκήρυττε  κατ' αρχάς εν τή συναγωγή αυτών. Όταν δέ εξεδιώχθη εκείθεν υπό τούτων, κατέστησε κέντρον τής διδασκαλίας του τήν οικίαν τού Ιούστου, η οποία ευρίσκετο πλησίον τής συναγωγής. Κρίσπος ο αρχισυνάγωγος μεθ' όλου τού οίκου αυτού υπήρξεν ο σπουδαιότερος εκ τών Ιουδαίων, τούς ο Απόστολος προσείλκυσεν εις τήν πίστιν. Εκ τών πρώτων δέ Χριστιανών τής Αχαΐας υπήρξε καί ο Στεφανάς, τόν οποίον μεθ' ολοκλήρου τού οίκου αυτού εβάπτισεν αυτός ούτος ο Απόστολος ( Α' Κορινθ. α' 16 ). Επί έν δέ καί ήμισυ έτος παρατείνας ο Παύλος τήν διαμονήν του ταύτην εν Κορίνθω εχρημάτισεν ο θεμελιωτής τής περιφήμου ταύτης Εκκλησίας, περί τής οποίας γράφει ( Α' Κορινθ. γ' 6 ) δι' εαυτόν μέν, ότι εφύτευσεν αυτήν, διά δέ τόν Απολλώ, ότι επότισεν αυτήν. Αναχωρήσας εκ Κορίνθου ο Παύλος περί τό τέλος τού 52 μ. Χ. μετά τού Ακύλα καί τής Πρισκίλλης, κατέλιπεν αυτούς εις τήν Έφεσον καί αυτός ανέβη εις Ιεροσόλυμα καί εκείθεν ήλθεν εις Αντιόχειαν τής Συρίας, οπόθεν ήρχισε τήν τρίτην αποστολικήν αυτού οδοιπορίαν. Εν τώ μεταξύ ο Ακύλας καί η Πρίσκιλλα προσείλκυσαν εις τήν πίστιν τόν Ιουδαίον Απολλώ, όστις εταξίδευσεν εις Αχαΐαν καί εγκατασταθείς εις Κόρινθον κατέθελγε τούς εκεί Χριστιανούς διά τής ρητορικής του δεινότητος καί συνεπλήρωνε τό έργον τού Παύλου. Αλλ' εξ αφορμής ίσως καί τού θαυμασμού, τόν οποίον διήγειρε παρά πολλοίς ο Απολλώς, διηρέθη η Εκκλησία τής Κορίνθου εις διάφορα κόμματα, διότι άλλοι μέν εθεώρουν ως αρχηγόν των τόν Απολλώ, άλλοι τόν Παύλον καί άλλοι τόν Κηφάν. Επί πλέον δέ εσημειώθησαν καί άλλαι αταξίαι, αλλά καί προέκυψαν διάφορα ζητήματα, διά τήν λύσιν τών οποίων έγραψαν οι Κορίνθιοι επιστολήν εις τόν Παύλον , όστις εν τώ μεταξύ είχεν έλθει εις τήν Έφεσον. Εξ Εφέσου λοιπόν γράφει ο θείος Απόστολος τήν επιστολήν του ταύτην μεταξύ τών ετών 54 καί 55 μ. Χ. καί επιτιμά μέν τούς Κορινθίους διά τάς αταξίας καί τά σκάνδαλα, άτινα είχον συμβή μεταξύ αυτών, λύει δέ συγχρόνως καί τάς επί τών προβληθέντων ζητημάτων απορίας των.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.


Στίχ. 1-16. Συστάσεις καί χαιρετισμοί.

Συνίστημι δέ υμίν Φοίβην τήν αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον τής εκκλησίας τής εν Κεγχρεαίς, 
2 ίνα αυτήν προσδέξησθε εν Κυρίω αξίως τών αγίων καί παραστήτε αυτή εν ώ άν υμών χρήζη πράγματι καί γάρ αύτη προστάτις πολλών εγενήθη καί αυτού εμού. 
3 Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν καί Ακύλαν τούς συνεργούς μου εν Χριστώ Ιησού, 
4 οίτινες υπέρ τής ψυχής μου τόν εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οίς ουκ εγώ μόνος ευχαριστώ, αλλά καί πάσαι αι εκκλησίαι τών εθνών, καί τήν κατ' οίκον αυτών εκκλησίαν. 
5 ασπάσασθε Επαίνετον τόν αγαπητόν μου, ός εστιν απαρχή τής Αχαΐας εις Χριστόν. 
6 ασπάσασθε Μαριάμ, ήτις πολλά εκοπίασεν εις ημάς. 
7 ασπάσασθε Ανδρόνικον καί Ιουνίαν τούς συγγενείς μου καί συναιχμαλώτους μου, οίτινές εισιν επίσημοι εν τοίς αποστόλοις, οί καί πρό εμού γεγόνασιν εν Χριστώ. 
8 ασπάσασθε Αμπλίαν τόν αγαπητόν μου εν Κυρίω. 
9 ασπάσασθε Ουρβανόν τόν συνεργόν ημών εν Χριστώ καί Στάχυν τόν αγαπητόν μου. 
10 ασπάσασθε Απελλήν τόν δόκιμον εν Χριστώ. ασπάσασθε τούς εκ τών Αριστοβούλου. 
11 ασπάσασθε Ηρωδίωνα τόν συγγενή μου. ασπάσασθε τούς εκ τών Ναρκίσσου τούς όντας εν Κυρίω. 
12 ασπάσασθε Τρύφαιναν καί Τρυφώσαν τάς κοπιώσας εν Κυρίω. ασπάσασθε Περσίδα τήν αγαπητήν, ήτις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω. 
13 ασπάσασθε Ρούφον τόν εκλεκτόν εν Κυρίω καί τήν μητέρα αυτού καί εμού. 
14 ασπάσασθε Ασύγκριτον, Φλέγοντα, Ερμάν, Πατρόβαν, Ερμήν καί τούς σύν αυτοίς αδελφούς. 
15 ασπάσασθε Φιλόλογον καί Ιουλίαν, Νηρέα καί τήν αδελφήν αυτού, καί Ολυμπάν καί τούς σύν αυτοίς πάντας αγίους. 
16 ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω. ασπάζονται υμάς αι εκκλησίαι τού Χριστού.

Στίχ. 17-20. Προσοχή από τούς ψευδοδιδασκάλους.

17 Παρακαλώ δέ υμάς, αδελφοί, σκοπείν τούς τάς διχοστασίας καί τά σκάνδαλα παρά τήν διδαχήν ήν υμείς εμάθετε ποιούντας, καί εκκλίνατε απ' αυτών 
18 οι γάρ τοιούτοι τώ Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ ου δουλεύουσιν, αλλά τή εαυτών κοιλία, καί διά τής χρηστολογίας καί ευλογίας εξαπατώσι τάς καρδίας τών ακάκων 
19 η γάρ υμών υπακοή εις πάντας αφίκετο. χαίρω ούν τό εφ' υμίν θέλω δέ υμάς σοφούς μέν είναι εις τό αγαθόν, ακεραίους δέ εις τό κακόν. 
20 ο δέ Θεός τής ειρήνης συντρίψει τόν σατανάν υπό τούς πόδας υμών εν τάχει. Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μεθ' υμών. 

Στίχ. 21-24. Άλλοι χαιρετισμοί. 

21 Ασπάζονται υμάς Τιμόθεος ο συνεργός μου, καί Λούκιος καί Ιάσων καί Σωσίπατρος οι συγγενείς μου. 
22 ασπάζομαι υμάς εγώ Τέρτιος ο γράψας τήν επιστολήν εν Κυρίω. 
23 ασπάζεται υμάς Γάϊος ο ξένος μου καί τής εκκλησίας όλης. ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος τής πόλεως καί Κούαρτος ο αδελφός. 
24 Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών αμήν
ΚΥΡΙΑΚΗ 09-07-2012
(22-07-2012)

Προκείμενον. Ήχος πλ. β'.
Σώσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου.
( Ψ. 27, 9 )
Στιχ. Πρός σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου.
( Ψ. 27, 1 )
Πρός Ρωμαίους επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.
( ιε' 1-7 )

Αδελφοί, οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τά ασθενήματα τών αδυνάτων βαστάζειν, καί μή εαυτοίς αρέσκειν. Έκαστος ημών τώ πλησίον αρεσκέτω εις τό αγαθόν πρός οικοδομήν καί γάρ ο Χριστός ουχ εαυτώ ήρεσεν, αλλά καθώς γέγραπται, << Οι ονειδισμοί τών ονειδιζόντων σε επέπεσον επ' εμέ >>. Όσα γάρ προεγράφη, εις τήν ημετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ίνα διά τής υπομονής καί τής παρακλήσεως τών Γραφών τήν ελπίδα έχωμεν. Ο δέ Θεός τής υπομονής καί τής παρακλήσεως δώη υμίν τό αυτό φρονείν εν αλλήλοις κατά Χριστόν Ιησούν, ίνα ομοθυμαδόν εν ενί στόματι δοξάζητε τόν Θεόν καί πατέρα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Διό προσλαμβάνεσθε αλλήλους, καθώς καί ο Χριστός προσελάβετο υμάς εις δόξαν Θεού.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.
( θ' 27-35 )

Τώ καιρώ εκείνω, παράγοντι τώ Ιησού, ηκολούθησαν αυτώ δύο τυφλοί, κράζοντες καί λέγοντες Ελέησον ημάς, Υιέ Δαϋίδ. Ελθόντι δέ εις τήν οικίαν προσήλθον αυτώ οι τυφλοί, καί λέγει αυτοίς ο Ιησούς Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι; Λέγουσιν αυτώ Ναί, Κύριε. Τότε ήψατο τών οφθαλμών αυτών λέγων Κατά τήν πίστιν υμών γενηθήτω υμίν. Καί ανεώχθησαν αυτών οι οφθαλμοί καί ενεβριμήσατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων Οράτε μηδείς γινωσκέτω. Οι δέ εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τή γή εκείνη. Αυτών δέ εξερχομένων ιδού προσήνεγκαν αυτώ άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον. Καί εκβληθέντος τού δαιμονίου, ελάλησεν ο κωφός, καί εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ότι ουδέποτε εφάνη ούτως εν τώ Ισραήλ. Οι δέ Φαρισαίοι έλεγον Εν τώ άρχοντι τών δαιμονίων εκβάλλει τά δαιμόνια. Καί περιήγεν ο Ιησούς τάς πόλεις πάσας καί τάς κώμας, διδάσκων εν ταίς συναγωγαίς αυτών καί κηρύσσων τό Ευαγγέλιον τής βασιλείας καί θεραπεύων πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν εν τώ λαώ.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ

Δι' ευχών τών Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.

Κύριε, εισάκουσoν της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εiσάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου· Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· και ηκηδίασεν επ' εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, προς σε κατέφυγον· δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου., ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία· ένεκεν του ονόματος σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου· και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.

Θεός Κύριος καί επέφανεν ημίν· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου

Εξομολογείσθε Τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος Αυτού.

Θεός Κύριος...

Πάντα τά έθνη εκύκλωσάν με, καί Τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς.

Θεός Κύριος...

Παρά Κυρίου εγένετο αύτη καί έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.

Θεός Κύριος...


Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τώ Σταυρώ.

Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί και προσπέσωμεν εν μετανοία, κράζοντες εκ βάθους ψυχής, Δέσποινα, βοήθησον εφ' ημίν σπλαγχνισθείσα, σπεύσον, απολλύμεθα υπό πλήθους πταισμάτων, μή αποστρέψης σούς δούλους κενούς, σέ γάρ και μόνην ελπίδα κεκτήμεθα.

Δόξα.Καί νύν. Θεοτοκίον.

Ου σιωπήσομεν ποτέ Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι, ειμή γάρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ημάς ερρύσατο, εκ τοσούτων κινδύνων; τίς δέ διεφύλαξεν έως νύν ελευθέρους ούκ αποστώμεν Δέσποινα εκ σου, σούς γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών.

Ο Ν' ψαλμός καί ο κανών.

Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου. Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με.Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα˙ όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου.Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας· τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι· πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ' εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου· αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου. Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν· ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφορά και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Ωδή α' . Ήχος πλ. δ'. Ο ειρμός.

«Υγράν διοδεύσας ωσεί ξηράν και την αιγυπτίαν μοχθηρίαν διαφυγών, ο Ισραηλίτης ανεβόα, Τώ Λυτρωτή και Θεώ ημών άσωμεν».

Τροπάρια.

Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, πρός σέ καταφεύγω, σωτηρίαν επιζητων. Ώ Μήτερ του Λόγου και παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον.

Παθών με ταράττουσι προσβολαί, πολλής αθυμίας, εμπιπλώσαί μου την ψυχήν, ειρήνευσον, Κόρη, τή γαλήνη, τή του Υιού και Θεού σου, Πανάμωμε.

Σωτήρα τεκούσάν σε και Θεόν, δυσωπώ, Παρθένε, λυτρωθήναί με των δεινών, σοί γάρ νυν προσφεύγων ανατείνω και την ψυχήν και την διάνοιαν.

Νοσούντα τό σώμα και την ψυχήν, επισκοπής θείας και προνοίας τής παρά σού, αξίωσον, μόνη Θεομήτορ, ώς αγαθή αγαθού τε λοχεύτρια.


Ωδή γ'. Ο ειρμός.

«Ουρανίας αψίδος, οροφουργέ Κύριε και τής εκκλησίας δομήτορ, σύ με στερέωσον, εν τή αγάπη τή σή, των εφετων η ακρότης, των πιστων τό στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε».

Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι, σε θεογεννήτορ παρθένε, σύ με κυβέρνησον, πρός τόν λιμένα σου, των αγαθών η αιτία, των πιστων τό στήριγμα, μόνη πανύμνητε.

Ικετεύω, παρθένε, τόν ψυχικόν τάραχον και τής αθυμίας την ζάλην, διασκεδάσαι μου, σύ γάρ, Θεόνυμφε, τόν αρχηγόν τής γαλήνης, τόν Χριστόν εκύησας, μόνη πανάχραντε.

Ευεργέτην τεκούσα, τόν των καλών αίτιον, τής ευεργεσίας τόν πλούτον, πάσιν ανάβλυσον, πάντα γάρ δύνασαι, ώς δυνατόν εν ισχύϊ, τόν Χριστόν κυήσασα, θεομακάριστε.

Χαλεπαίς αρρωστίαις και νοσεροίς πάθεσιν, εξεταζομένω, παρθένε, σύ μοι βοήθησον, των ιαμάτων γάρ ανελλιπή σε γινώσκω, θησαυρόν, πανάμωμε, τόν αδαπάνητον.

Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σέ καταφεύγομεν, ώς άρρηκτον τείχος και προστασίαν.

Eπίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν και ίασαι τής ψυχής μου τό άλγος.

Κάθισμα Ήχος β'
Τά άνω ζητων

Πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον, εκτενώς βοώμέν σοι, Θεοτόκε δέσποινα, πρόφθασον και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, η μόνη ταχέως προστατεύουσα.


Ωδή δ'. Ο ειρμός.

«Εισακήκοα, Κύριε, τής οικονομίας σου τό μυστήριον, κατενόησα τά έργα σου και εδόξασά σου την θεότητα».
Τροπάρια.

Tών παθών μου τόν τάραχον, η τόν κυβερνήτην τεκούσα Κύριον και τόν κλύδωνα κατεύνασον των εμών πταισμάτων, θεονύμφευτε.

Ευσπλαγχνίας την άβυσσον επικαλουμένω τής σής παράσχου μοι, η τόν εύσπλαγχνον κυήσασα και σωτήρα πάντων των υμνούντων σε.

Απολαύοντες, πάναγνε, των σών δωρημάτων ευχαριστήριον, αναμέλπομεν εφύμνιον, οι γινώσκοντές σε θεομήτορα.

Οι ελπίδα και στήριγμα και τής σωτηρίας τείχος ακράδαντον, κεκτημένοι σε, πανύμνητε, δυσχερείας πάσης, εκλυτρούμεθα.


Ωδή ε'. Ο ειρμός.

«Φώτισον ημάς τοίς προστάγμασί σου, Κύριε και τώ βραχίονί σου τώ υψηλώ, την σήν ειρήνην παράσχου ημίν, φιλάνθρωπε».

Τροπάρια.

Έμπλησον, Aγνή, ευφροσύνης την καρδίαν μου, την σήν ακήρατον διδούσα χαράν, τής ευφροσύνης η γεννήσασα τόν αίτιον.

Λύτρωσαι ημάς, εκ κινδύνων, Θεοτόκε αγνή, η αιωνίαν τεκούσα λύτρωσιν και την ειρήνην την πάντα νούν υπερέχουσαν.

Λύσον την αχλύν των πταισμάτων μου, θεόνυμφε, τώ φωτισμώ τής σής λαμπρότητος, η φώς τεκούσα, τό θείον και προαιώνιον.

Ίασαι, αγνή, των παθών μου την ασθένειαν, επισκοπής σου αξιώσασα και την υγείαν τή πρεσβεία σου παράσχου μοι.


Ωδή ς'. Ο ειρμός.

«Την δέησιν εκχεώ πρός Κύριον και αυτώ απαγγελώ μου τάς θλίψεις, ότι κακών η ψυχή μου επλήσθη και η ζωή μου τώ Άδη προσήγγισε και δέομαι ώς Iωνάς, Εκ φθοράς, ο Θεός με ανάγαγε».

Τροπάρια.

Θανάτου και τής φθοράς ώς έσωσεν, εαυτόν εκδεδωκώς τώ θανάτω, την τή φθορά και θανάτω μου φύσιν κατασχεθείσαν, παρθένε, δυσώπησον, τόν Κύριόν σου και Υιόν, τής εχθρών κακουργίας με ρύσασθαι.

Προστάτιν σε τής ζωής επίσταμαι και φρουράν ασφαλεστάτην, παρθένε, των πειρασμών διαλύουσαν όχλον και επηρείας δαιμόνων ελαύνουσαν και δέομαι διαπαντός, Εκ φθοράς των παθών μου ρυσθήναί με.

Ως τείχος καταφυγής κεκτήμεθα και ψυχών σε παντελή σωτηρίαν και πλατυσμόν εν ταίς θλίψεσι, κόρη και τώ φωτί σου αεί αγαλλόμεθα. Ώ δέσποινα και νυν ημάς, των παθών και κινδύνων διάσωσον.

Εν κλίνη νυν ασθενών κατάκειμαι και ουκ έστιν ίασις τή σαρκί μου, αλλ' η Θεόν και σωτήρα του κόσμου και τόν λυτήρα των νόσων κυήσασα, σού δέομαι τής αγαθής, εκ φθοράς νοσημάτων ανάστησον.

Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σέ καταφεύγομεν, ώς άρρηκτον τείχος και προστασίαν.

Άχραντε, η διά λόγου τόν Λόγον ανερμηνεύτως, επ' εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ώς έχουσα μητρικήν παρρησίαν.


Κοντάκιον. Ήχος β'

Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε, μεσιτεία πρός τόν ποιητήν αμετάθετε, μή παρίδης αμαρτωλών δεήσεων φωνάς, αλλά πρόφθασον ώς αγαθή, εις την βοήθειαν ημών των πιστώς κραυγαζόντων σοι, Τάχυνον εις πρεσβείαν και σπεύσον εις ικεσίαν, η προστατεύουσα αεί, Θεοτόκε, των τιμώντων σε.

Και ευθύς το προκείμενον.
Μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά. (Δίς)

Στίχ. Άκουσον, θύγατερ και ίδε και κλίνον τό ούς σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου και επιθυμήσει ο Βασιλεύς του κάλλους σου.

Του ονόματός Σου μνησθήσομαι, εν πάση γενεά καί γενεά.

Ευαγγέλιον

Εκ του κατά Λουκάν 

Εν ταίς ημέραις εκείναις, αναστάσα Μαριάμ επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν Ιούδα και εισήλθεν εις τόν οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ. Και εγένετο, ως ήκουσεν η Ελισάβετ τόν ασπασμόν τής Μαρίας, εσκίρτησε τό βρέφος εν τή κοιλία αυτής και επλήσθη Πνεύματος αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν, Ευλογημένη σύ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου. Και πόθεν μοι τουτο, ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με; Ιδού γαρ, ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τά ώτά μου, εσκίρτησε τό βρέφος εν αγαλλιάσει εν τή κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοίς λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Και είπε Μαριάμ, Μεγαλύνει η ψυχή μου τόν Κύριον και ηγαλλίασε το πvεύμα μου επί τώ Θεώ τώ σωτήρι μου, ότι επέβλεψεν επί τήv ταπείvωσιν τής δούλης αυτου. Ιδού γάρ από του νύv μακαριούσί με πάσαι αι γεvεαί. Ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυvατός και άγιοv τό όvομα αυτου. Έμεινε δέ Μαριάμ σύv αυτή ωσεί μήvας τρείς και υπέστρεψεν εις τόν οίκοv αυτής.

Δόξα. Ήχος β'.
Πάτερ, Λόγε, Πνεύμα, Τριάς η εν Μονάδι, εξάλειψον τά πλήθη των εμών εγκλημάτων.
Καί νύν.
Ταίς τής Θεοτόκου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τά πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Στίχ. Ελέησόν με, ο Θεός, κατά τό μέγα έλεός σου και κατά τό πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον τό ανόμημά μου.

Ήχος πλ. β'. Όλην αποθέμενοι.

Μή καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία, Παναγία δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου, θλίψις γάρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι των δαιμόνων τά τοξεύματα, σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ πού προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος και παραμυθίαν ουκ έχων, πλήν σου. Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστων, μή μου παρίδης την δέησιν, τό συμφέρον ποίησον.

Ουδείς προστρέχων επί σοί κατησχυμμένος από σού εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ' αιτείται την χάριν και λαμβάνει τό δώρημα, πρός τό συμφέρον τής αιτήσεως.

Μεταβολή των θλιβομένων, απαλλαγή των ασθενούντων υπάρχουσα, Θεοτόκε Παρθένε, σώζε πόλιν και λαόν, των πολεμουμένων η ειρήνη, των χειμαζομένων η γαλήνη, η μόνη προστασία των πιστων.


Ωδή ζ'. Ο ειρμός.

«Οι εκ τής Ιουδαίας καταντήσαντες Παίδες εν Βαβυλώνι ποτέ, τή πίστει τής Τριάδος, την φλόγα τής καμίνου κατεπάτησαν ψάλλοντες, Ο των πατέρων ημών Θεός ευλογητός εί».

Τροπάρια.

Την ημών σωτηρίαν ώς ηθέλησας, Σώτερ, οικονομήσασθαι, εν μήτρα τής Παρθένου κατώκησας τώ κόσμω, ήν προστάτιν ανέδειξας, Ο των πατέρων ημών Θεός, ευλογητός εί.

Θελητήν του ελέους όν εγέννησας, μήτερ αγνή, δυσώπησον, ρυσθήναι των πταισμάτων, ψυχής τε μολυσμάτων, τους εν πίστει κραυγάζοντας, Ο των πατέρων ημών Θεός ευλογητός εί.

Θησαυρόν σωτηρίας και πηγήν αφθαρσίας την σέ κυήσασαν και πύργον ασφαλείας και θύραν μετανοίας, τοίς κραυγάζουσιν έδειξας, Ο των πατέρων ημών Θεός, ευλογητός εί.

Σωμάτων μαλακίας και ψυχών αρρωστίας, θεογεννήτρια, των πόθω προσιόντων τή σκέπη σου τή θεία, θεραπεύειν αξίωσον, η τόν σωτήρα Χριστόν ημίν αποτεκούσα.


Ωδή η'. Ο ειρμός.

«Τόν Βασιλέα των ουρανών, όν υμνούσι, στρατιαί των Αγγέλων υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

Τροπάρια.

Τους βοηθείας τής παρά σού δεομένους μή παρίδης, παρθένε, υμνούντας και υπερυψούντάς σε, κόρη, εις αιώνας.

Των ιαμάτων τό δαψιλές επιχέεις, τοίς πιστώς υμνούσί σε, παρθένε και υπερυψούσι τόν άφραστόν σου τόκον.


Ευλογούμεν Πατέρα, Υιόν, καί Άγιον Πνεύμα. 

Τάς ασθενείας μου τής ψυχής ιατρεύεις και σαρκός τάς οδύνας, παρθένε, ίνα σέ δοξάζω την κεχαριτωμένην.

Καί νύν.

Των πειρασμών σύ τάς προσβολάς εκδιώκεις και παθών τάς εφόδους, παρθένε, όθεν σε υμνούμεν εις πάντας τους αιώνας.

Αινούμεν, ευλογούμεν καί προσκυνούμεν τόν Κύριον. 

Τόν Βασιλέα των ουρανών, όν υμνούσι, στρατιαί των Αγγέλων υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Κυρίως Θεοτόκον σέ ομολογούμεν οι διά σού σεσωσμένοι, παρθένε αγνή, σύν ασωμάτων χορείαις σέ μεγαλύνοντες.


Τροπάρια.

Ροήν μου των δακρύων μή αποποιήσης, η τόν παντός εκ προσώπου πάν δάκρυον αφηρηκότα, παρθένε, Χριστόν κυήσασα.

Χαράς μου την καρδίαν πλήρωσον, παρθένε, η τής χαράς δεξαμένη τό πλήρωμα, τής αμαρτίας την λύπην εξαφανίσασα.

Λιμήν και προστασία των σοί προσφευγόντων, γενού Παρθένε και τείχος ακράδαντον, καταφυγή τε και σκέπη και αγαλλίαμα.

Φωτός σου ταίς ακτίσι λάμπρυνον, παρθένε, τό ζοφερόν τής αγνοίας διώκουσα, τους ευσεβώς Θεοτόκον σέ καταγγέλλοντας.

Κακώσεως εν τόπω τώ τής ασθενείας, ταπεινωθέντα, παρθένε, θεράπευσον, εξ αρρωστίας εις ρώσιν μετασκευάζουσα.


Μεγαλυνάρια.

Άξιόν εστιν ώς αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.

Την υψηλοτέραν των ουρανών και καθαρωτέραν λαμπηδόνων ηλιακών, την λυτρωσαμένην ημάς εκ τής κατάρας, την δέσποιναν του κόσμου ύμνοις τιμήσωμεν.

Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί τό σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή, πρός σέ καταφεύγω, την κεχαριτωμένην, ελπίς απηλπισμένων, σύ μοι βοήθησον.

Δέσποινα και μήτηρ του λυτρωτου, δέξαι παρακλήσεις αναξίων σών ικετων, ίνα μεσιτεύσης πρός τόν εκ σού τεχθέντα, Ώ δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια.

Ψάλλομεν προθύμως σοι την ωδήν νυν τή πανυμνήτω Θεοτόκω χαρμονικώς, μετά του Προδρόμου και πάντων των Αγίων, δυσώπει Θεοτόκε, του οικτειρήσαι ημάς.

Άλαλα τά χείλη των ασεβών, των μή προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν, την ιστορηθείσαν υπό του αποστόλου Λουκά ιερωτάτου, την Οδηγήτριαν.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, αποστόλων η δωδεκάς, οι άγιοι πάντες, μετά τής Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις τό σωθήναι ημάς.



Τρισάγιον. Παναγία Τριάς. Πάτερ ημών. Ότι σου εστίν. 


Τροπάρια. Ήχος πλ. β'.

Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς, πάσης γάρ απολογίας απορούντες, ταύτην σοι την ικεσίαν ώς Δεσπότη οι αμαρτωλοί προσφέρομεν, ελεήσον ημάς.

Δόξα.

Κύριε, ελέησον ημάς, επί σοί γάρ πεποίθαμεν, μή οργισθής ημίν σφόδρα, μηδέ μνησθής των ανομιών ημών, αλλ' επίβλεψον και νυν ώς εύσπλαγχνος και λύτρωσαι ημάς εκ των εχθρών ημών, σύ γάρ εί Θεός ημών και ημείς λαός σου, πάντες έργα χειρών σου και τό όνομά σου επικεκλήμεθα.

Και νυν.

Τής ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον ημίν, ευλογημένη Θεοτόκε. Ελπίζοντες εις σέ, μή αστοχήσωμεν, ρυσθείημεν διά σού των περιστάσεων, σύ γάρ εί η σωτηρία του γένους των χριστιανών.

Ήχος β'. Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.

Πάντων προστατεύεις, αγαθή, των καταφευγόντων εν πίστει τή κραταιά σου χειρί, άλλην γάρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί πρός Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών, μήτερ του Θεού του υψίστου, όθεν σοι προσπίπτομεν, ρύσαι πάσης περιστάσεως τους δούλους σου.

Πάντων θλιβομένων η χαρά και αδικουμένων προστάτις και πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη και αντίληψις και ορφανών βοηθός, μήτερ του Θεού του υψίστου, σύ υπάρχεις, άχραντε, σπεύσον, δυσωπούμεν, ρύσασθαι τους δούλους σου.


Ήχος πλ. δ'.

Δέσποινα, πρόσδεξαι τάς δεήσεις των δούλων σου και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Ήχος β'.

Την πάσαν ελπίδα μου εις σέ ανατίθημι, μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.



Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ 25-06-2012
(8-7-2012)
Προκείμενον. Ήχος δ'.
Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε
πάντα εν σοφία εποίησας.
( Ψ. 103, 24 ).
Στίχ. Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.
( Ψ. 103, 1 ).

Πρός Ρωμαίους επιστολής
Παύλου τό Ανάγνωσμα.
( ι' 1-10 )

Αδελφοί, η μέν ευδοκία τής εμής καρδίας καί η δέησις η πρός τόν Θεόν υπέρ τού Ισραήλ εστιν εις σωτηρίαν μαρτυρώ γάρ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ' ου κατ' επίγνωσιν. Αγνοούντες γάρ τήν τού Θεού δικαιοσύνην, καί τήν ιδίαν δικαιοσύνην ζητούντες στήσαι, τή δικαιοσύνη τού Θεού ουχ υπετάγησαν. Τέλος γάρ νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τώ πιστεύοντι. Μωϋσής γάρ γράφει τήν δικαιοσύνην τήν εκ τού νόμου, ότι << ο ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς >> η δέ εκ πίστεως δικαιοσύνη ούτω λέγει << Μή είπης εν τή καρδία σου, τίς αναβήσεται εις τόν ουρανόν; >> Τούτ' έστι Χριστόν καταγαγείν ή << τίς καταβήσεται εις τήν άβυσσον; >> Τούτ' έστι Χριστόν εκ νεκρών αναγαγείν. Αλλά τί λέγει; << Εγγύς σου τό ρήμα εστιν, εν τώ στόματί σου καί εν τή καρδία σου>> τούτ' έστι τό ρήμα τής πίστεως ό κηρύσσομεν. Ότι εάν ομολογήσης εν τώ στόματί σου Κύριον Ιησούν, καί πιστεύσης εν τή καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση καρδία γάρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δέ ομολογείται εις σωτηρία.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.
( η' 28- θ' 1 )


Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ Ιησού εις τήν χώραν τών Γεργεσηνών υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι, εκ τών μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μή ισχύειν τινά παρελθείν διά τής οδού εκείνης. Καί ιδού έκραξαν λέγοντες Τί ημίν καί σοί, Ιησού Υιέ τού Θεού; ήλθες ώδε πρό καιρού βασανίσαι ημάς; Ήν δέ μακράν απ' αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη. Οι δέ δαίμονες παρεκάλουν αυτόν λέγοντες Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις τή αγέλην τών χοίρων. Καί είπεν αυτοίς Υπάγετε. Οι δέ εξελθόντες απήλθον εις τήν αγέλην τών χοίρων. Καί ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη τών χοίρων κατά τού κρημνού εις τήν θάλασσαν, καί απέθανον εν τοίς ύσασιν. Οι δέ βόσκοντες έφυγον, καί απελθόντες εις τήν πόλιν απήγγειλαν πάντα, καί τά τών δαιμονιζομένων. Καί ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, καί ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από τών ορίων αυτών. Καί εμβάς εις τό πλοίον διεπέρασε καί ήλθεν εις τήν ιδίαν πόλιν.