Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Η ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

Στίχ. 1-10. Το Ευαγγέλιον και η διακονία του Παύλου
ενεκρίθησαν υπό των άλλων αποστόλων.

Έπειτα διά δεκατεσσάρων ετών πάλιν ανέβην εις Ιεροσόλυμα μετά Βαρνάβα, συμπαραλαβών και Τίτον
2 ανέβην δε κατά αποκάλυψιν και ανεθέμην αυτοίς το ευαγγέλιον ο κηρύσσω εν τοις έθνεσι, κατ’ ιδίαν δε τοις δοκούσι, μήπως εις κενόν τρέχω ή έδραμον.
3 αλλ’ ουδέ Τίτος ο συν εμοί, Έλλην ων, ηναγκάσθη περιτμηθήναι,
4 διά δε τους παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οίτινες παρεισήλθον κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών ην έχομεν εν Χριστώ Ιησού, ίνα ημάς καταδουλώσωνται
5 οις ουδέ προς ώραν είξαμεν τη υποταγή, ίνα η αλήθεια του ευαγγελίου διαμείνη προς υμάς.
6 από δε των δοκούντων είναί τι, οποίοι ποτε ήσαν ουδέν μοι διαφέρει πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει εμοί γαρ οι δοκούντες ουδέν προσανέθεντο,
7 αλλά τουναντίον ιδόντες ότι πεπίστευμαι το ευαγγέλιον της ακροβυστίας καθώς Πέτρος της περιτομής
8 ο γαρ ενεργήσας Πέτρω εις αποστολήν της περιτομής ενήργησε και εμοί εις τα έθνη
9 και γνόντες την χάριν την δοθείσάν μοι, Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι, δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας, ίνα ημείς εις τα έθνη, αυτοί δε εις την περιτομήν
10 μόνον των πτωχων ίνα μνημονεύωμεν, ο και εσπούδασα αυτό τούτο ποιήσαι.

Στίχ. 11-21. Ο Παύλος αντιλέγει εις τον Πέτρον
και δεικνύει την ανεξαρτησίαν του αποστολικού του κύρους.

11 Ότε δε ήλθεν Πέτρος εις Αντιόχειαν, κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην, ότι κατεγνωσμένος ην.
12 προ του γαρ ελθείν τινας από Ιακώβου μετά των εθνών συνήσθιεν ότε δε ήλθον, υπέστελλε και αφώριζεν εαυτόν, φοβούμενος τους εκ περιτομής.
13 και συνυπεκρίθησαν αυτώ και οι λοιποί Ιουδαίοι, ώστε και Βαρνάβας συναπήχθη αυτών τη υποκρίσει.
14 αλλ’ ότε είδον ότι ουκ ορθοποδούσι προς την αλήθειαν του ευαγγελίου, είπον τω Πέτρω έμπροσθεν πάντων ει συ Ιουδαίος υπαρχων εθνικώς ζης και ουκ Ιουδαϊκώς, τι τα έθνη αναγκάζεις ιουδαΐζειν;
15 Ημείς φύσει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,
16 ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ.
17 ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο.
18 ει γαρ α κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι.
19 εγώ γαρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω.
20 Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.
21 Ουκ αθετώ την χάριν του Θεού ει γαρ διά νόμου δικαιοσύνη, άρα Χριστός δωρεάν απέθανεν. 

Η ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Στίχ. 1-10. Προσφώνησις, ευλογία, προτροπαί.

Παύλος, απόστολος ουκ απ’ ανθρώπων, ουδέ δι’ ανθρώπου, αλλά διά Ιησού Χριστού και Θεού πατρός του εγείραντος αυτόν εκ νεκρών,
2 και οι συν εμοί πάντες αδελφοί, ταις εκκλησίαις της Γαλατίας
3 χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,
4 του δόντος εαυτόν υπέρ των αμαρτιών ημών, όπως εξέληται ημάς εκ του ενεστώτος αιώνος πονηρού κατά το θέλημα του Θεού και πατρός ημών,
5 ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
6 Θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον,
7 ο ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού.
8 αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω.
9 ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω.
10 άρτι γαρ ανθρώπους πείθω ή τον Θεόν; Ή ζητώ ανθρώποις αρέσκειν; ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην.

Στίχ. 11-24. Η διδασκαλία και το αποστολικόν έργον του Παύλου
Προέρχεται από τον Θεόν. 

11 Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον
12 ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε αδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.
13 Ηκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν,
14 και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων.
15 Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας διά της χάριτος αυτού
16 αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσιν, ευθέως ου προσανεθέμην σαρκί και αίματι,
17 ουδέ ανήλθον εις Ιεροσόλυμα προς τους προ εμού αποστόλους, αλλά απήλθον εις Αραβίαν, και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν.
18 Έπειτα μετά έτη τρία ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον, και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δεκαπέντε
19 έτερον δε των αποστόλων ουκ είδον ει μη Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου.
20 α δε γράφω υμίν, ιδού ενώπιον του Θεού ότι ου ψεύδομαι.
21 έπειτα ήλθον εις τα κλίματα της Συρίας και της Κιλικίας.
22 ήμην δε αγνοούμενος τω προσώπω ταις εκκλησίαις της Ιουδαίας ταις εν Χριστώ
23 μόνον δε ακούοντες ήσαν ότι ο διώκων ημάς ποτε νυν ευαγγελίζεται την πίστιν ην ποτε επόρθει,
24 και εδόξαζον εν εμοί τον Θεόν. 

Η ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


Γαλατία ελέγετο η εν τη Μ. Ασία χώρα, της οποίας κυριώταται πόλεις υπήσξαν η Άγκυρα, η Πεσσινούς και το Τάβιον, και η οποία διεκρίνετο της Φρυγίας, της Πισιδίας και της Λυκαονίας, αίτινες βραδύτερον συναπετέλεσαν μετ’ άλλων τινών  Μικρασιατικών τμημάτων την Ρωμαϊκήν επαρχίαν της Γαλατίας. Την χώραν ταύτην επεσκέφθη ο Απόστολος διά πρώτην φοράν κατά την δευτέραν αποστολικήν οδοιπορίαν του, ότε <<διήλθε την Φρυγίαν και την Γαλατικήν χώραν>> ( Πράξ. ιστ΄6) και εγένετο δεκτός υπό των Γαλατών μετ’ ενθουσιασμού και μετ’ εξαιρετικών εκδηλώσεων στοργής και σεβασμού  ( Γαλάτ. δ΄13 και εξής). Αλλά μετά την εις Γαλατίαν επίσκεψιν ταύτην του Παύλου εισεχώρησαν εις τας νεοσυστάτους εκεί Εκκλησίας Ιουδαΐζοντες ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες εκήρυττον ως απαραίτητον προς σωτηρίαν την τήρησιν των τελετουργικών διατάξεων του νόμου και πρόπαντός  της περιτομής. Όπως δε επιτύχουν την διάδοσιν των πλανών των τούτων, επεχείρησαν με συκοφαντίας και διαβολάς να κλονίσουν το αποστολικόν κύρος του Παύλου, βεβαιούντες ότι ούτος δεν ήτο αληθινός Απόστολος όπως ήσαν οι μεγάλοι Απόστολοι Πέτρος, Ιωάννης και Ιάκωβος, οίτινες εθεωρούντο στύλοι της Εκκλησίας. Τας συκοφαντίας και πλάνας ταύτας ανεσκεύασε προφορικώς ο Απόστολος πιθανώτατα κατά την δευτέραν επίσκεψίν του εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας, η οποία εγένετο κατά την τρίτην αποστολικήν οδοιπορίαν, ολίγον προτού να καταλήξη εις την Έφεσον, όπου παρέμεινεν επί τριετίαν ( Πράξ. ιη΄ 23 και ιθ΄1-20 ). Αλλά και μετά την προφορικήν ταύτην αναίρεσιν, από την οποίαν εφάνησαν προς στιγμήν οι Γαλάται ότι επείσθησαν, εισεχώρησαν εκ νέου οι ψευδάδελφοι και προεκάλεσαν μεγάλην μεταξύ των Χριστιανών αναταραχήν. Κατόπιν τούτου απευθύνει ο θείος Παύλος την επιστολήν ταύτην ολίγον χρόνον μετά την άφιξίν του εις Έφεσον, ήτοι περί το τέλος του 52 μ. Χ. 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄

Στίχ. 1-13. Συστάσεις και χαιρετισμοί.

Τρίτον τούτο έρχομαι προς υμάς επί στόματος δύο μαρτύρων και τριών σταθήσεται παν ρήμα.
2 προείρηκα και προλέγω, ως παρών το δεύτερον, και απών ωυν γράφω τοις προημαρτηκόσι και τοις λοιποίς πάσιν, ότι εάν έλθω εις το πάλιν ου φείσομαι,
3 επεί δοκιμήν ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού, ος εις υμάς ουκ ασθενεί, αλλά δυνατεί εν υμίν.
4 και γαρ ει εσταυρώθη εξ ασθενείας, αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού και γαρ ημείς ασθενούμεν εν αυτώ, αλλά ζησόμεθα συν αυτώ εκ δυνάμεως Θεού εις υμάς.
5 Εαυτούς πειράζετε ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε. ή ουκ επιγινώσκετε εαυτούς ότι Ιησούς Χριστός εν υμίν εστιν;  ει μη τι αδόκιμοί εστε.
6 ελπίζω δε ότι γνώσεσθε ότι ημείς ουκ εσμέν αδόκιμοι.
7 εύχομαι δε προς τον Θεόν μη ποιήσαι υμάς κακόν μηδέν, ουχ ίνα υμείς δόκιμοι φανώμεν, αλλ’ ίνα υμείς το καλόν ποιήτε, ημείς δε ως αδόκιμοι ώμεν.
8 ου γαρ δυνάμεθά τι κατά της αληθείας, αλλ’ υπέρ της αληθείας.
9 χαίρομεν γαρ όταν ημείς ασθενώμεν, υμείς δε δυνατοί ήτε τούτο δε και ευχόμεθα, την υμών κατάρτισιν. 
10 Διά τούτο ταύτα απών γράφω, ίνα παρών μη αποτόμως χρήσωμαι κατά την εξουσίαν ην έδωκέ μοι ο Κύριος εις οικοδομήν και ουκ εις καθαίρεσιν. 
11 Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, το αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε, και ο Θεός της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ' υμών. 
12 Ασπάσασθε αλλήλους εν αγίω φιλήματι. ασπάζονται υμάς οι άγιοι πάντες. 
13 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών αμήν. 

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄

Στίχ. 1-10. Ο Παύλος έλαβεν ιδιαίτερα χαρίσματα και αποκαλύψεις παρά του Θεού.

Καυχάσθαι δη ου συμφέρει μοι ελεύσομαι γαρ εις οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου.
2 οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού.
3 και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν
4 ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι.
5 υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι, υπέρ δε εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταις ασθενείαις μου.
6 εάν γαρ θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων αλήθειαν γαρ ερώ φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ο βλέπει με ή ακούει τι εξ εμού.
7 Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι.
8 υπέρ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα αποστή απ’ εμού
9 και είρηκέ μοι αρκεί σοι η χάρις μου η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού.
10 διό ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις, υπέρ Χριστού όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμι.

Στίχ. 11-21. Σοβαραί προειδοποιήσεις προς τους Κορινθίους.

11 Γέγονα άφρων καυχώμενος! υμείς με ηναγκάσατε. εγώ γαρ ώφειλον υφ’ υμών συνίστασθαι ουδέν γαρ υστέρησα των υπέρ λίαν αποστόλων, ει και ουδέν ειμι.
12 τα μεν σημεία του αποστόλου κατειργάσθη εν υμίν εν πάση υπομονή, εν σημείοις και τέρασι και δυνάμεσι.
13 τι γαρ εστιν ο ηττήθητε υπέρ τας λοιπάς εκκλησίας, ει μη ότι αυτός εγώ ου κατενάρκησα υμών; χαρίσασθέ μοι την αδικίαν ταύτην
14 Ιδού τρίτον ετοίμως έχω ελθείν προς υμάς, και ου καταναρκήσω υμών ου γαρ ζητώ τα υμών, αλλά υμάς. ου γαρ οφείλει τα τέκνα τοις γονεύσι θησαυρίζειν, αλλ’ οι γονείς τοις τέκνοις.
15 εγώ δε ήδιστα δαπανήσω και εκδαπανηθήσομαι υπέρ των ψυχών υμών, ει και περισσοτέρως υμάς αγαπών ήττον αγαπώμαι.
16 Έστω δε, εγώ ου κατεβάρησα υμάς, αλλ’ υπάρχων πανούργος δόλω υμάς έλαβον.
17 μη τινα ων απέσταλκα προς υμάς, δι’ αυτού επλεονέκτησα υμάς;
18 παρεκάλεσα Τίτον και συναπέστειλα τον αδελφόν μήτι επλεονέκτησεν υμάς Τίτος; ου τω αυτώ πνεύματι περιεπατήσαμεν; Ου τοις αυτοίς ίχνεσι;
19 Πάλιν δοκείτε ότι υμίν απολογούμεθα; κατενώπιον  του Θεού εν Χριστώ λαλούμεν τα δε πάντα, αγαπητοί, υπέρ της υμών οικοδομής.
20 φοβούμαι γαρ μήπως ελθών ουχ οίους θέλω εύρω υμάς, καγώ ευρεθώ υμίν οίον ου θέλετε, μήπως έρεις, ζήλοι, θυμοί, εριθείαι, καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις, ακαταστασίαι,
21 μη πάλιν ελθόντα με ταπεινώση ο Θεός μου προς υμάς και πενθήσω πολλούς των προημαρτηκότων και μη μετανοησάντων επί τη ακαθαρσία και πορνεία και ασελγεία ή έπραξαν. 

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’

Στίχ. 1-15. Ο Παύλος υπήρξεν ανιδιοτελής κατά την άσκησιν του έργου του.

Όφελον ανείχεσθέ μου μικρόν τη αφροσύνη αλλά και ανέχεσθέ μου.
2 ζηλώ γαρ υμάς Θεού ζήλω ηρμοσάμην γαρ υμάς ενί ανδρί, παρθένον αγνήν παραστήσαι τω Χριστώ
3 φοβούμαι δε μήπως, ως ο όφις Εύαν εξηπάτησεν εν τη οανουργία αυτού, ούτω φθαρή τα νοήματα υμών από της απλότητος της εις τον Χριστόν.
4 ει μεν γαρ ο ερχόμενος άλλον Ιησούν κηρύσσει ον ουκ εκηρύξαμεν, ή πνεύμα έτερον λαμβάνετε ο ουκ ελάβετε, ή ευαγγέλιον έτερον ο ουκ εδέξασθε, καλώς ανείχεσθε.
5 λογίζομαι γαρ μηδέν υστερηκέναι των υπέρ λίαν αποστόλων.
6 ει δε και ιδιώτης τω λόγω, αλλ’ ου τη γνώσει, αλλ’ εν παντί φανερωθέντες εν πάσιν εις υμάς.
7 Η αμαρτίαν εποίησα εμαυτόν  ταπεινών ίνα υμείς υψωθήτε, ότι δωρεάν το του Θεού ευαγγέλιον ευηγγελισάμην υμίν;
8 άλλας εκκλησίας εσύλησα λαβών οψώνιον προς την υμών διακονίαν, και παρών προς υμάς και υστερηθείς ου κατενάρκησα ουδενός
9 το γαρ υστέρημά μου προσανεπλήρωσαν οι αδελφοί ελθόντες από Μακεδονίας και εν παντί αβαρή υμίν εμαυτόν ετήρησα και τηρήσω.
10 έστιν αλήθεια Χριστού εν εμοί ότι καύχησις αύτη ου φραγήσεται εις εμέ εν τοις κλίμασι της Αχαΐας.
11 διατί; ότι ουκ αγαπώ υμάς; ο Θεός οίδεν
12 ο δε ποιώ, και ποιήσω, ίνα εκκόψω την αφορμήν των θελόντων αφορμήν, ίνα εν ω καυχώνται ευρεθώσι καθώς και ημείς.
13 οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δίλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού.
14 και ου θαυμαστόν αυτός γαρ ο σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός.
15 ου μέγα ουν ει και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, ων το τέλος έσται κατά τα έργα αυτών.

Στίχ. 16-33. Τα αποστολικά έργα και παθήματά του.

16 Πάλιν λέγω, μη τις με δόξη άφρονα δέξασθέ με, ίνα καγώ μικρόν τι καυχήσωμαι.
17 ο λαλώ, ου λαλώ κατά Κύριον, αλλ’ ως εν αφροσύνη, εν ταύτη τη υπόστάσει της καυχήσεως.
18 επεί πολλοί καυχώνται κατά την σάρκα, καγώ καυχήσομαι.
19 ηδέως γαρ ανέχεσθε των αφρόνων φρόνιμοι όντες
20 ανέχασθε γαρ ει τις υμάς καταδουλοί, ει τις κατεσθίει, ει τις λαμβάνει, ει τις επαίρεται, ει τις υμάς εις πρόσωπον δέρει.
21 κατά  ατιμίαν λέγω, ως ότι ημείς ησθενήσαμεν. εν ω δ’ αν τις τολμά, εν αροσύνη λέγω, τολμώ καγώ.
22 Εβραίοι εισί; καγώ Ισραηλίται εισι; καγώ σπέρμα Αβραάμ εισι;  καγώ
23 διάκονοι Χριστού εισι; παραφρονών λαλώ, υπέρ εγώ εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλλόντως, εν φυλακαίς περισσοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις
24 υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβον,
25 τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγησα, νυχθήμερον εν τω βυθώ πεποίηκα
26 οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις
27 εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι
28 χωρίς των παρεκτός η επισύστασίς μου η καθ’ ημέραν, η μέριμνα πασών των εκκλησιών.
29 τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι;
30 ει καυχάσθαι δει, τα της ασθενείας μου καυχήσομαι.
31 ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας, ότι ου ψεύδομαι.
32 εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων,
33 και διά θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην διά του τείχους και εξέφυγον τας χείρας αυτού.