Μαρτυρία τής Μοναχής Τατιανής (1912)
Ματά τήν πρωϊνή Ακολουθία, στίς 5π.μ., μόλις είχα ξαπλώσει γιά νά αναπαυθώ, όταν μία ασυνήθιστη οπτασία άρχισε.
Είδα τόν εαυτό μου στήν Πετρούπολι, στό νησί Βασίλιεφ. Επρόκειτο νά πάω στήν Θ. Λειτουργία τού Καθεδρικού Ναού τού Αγίου Νικολάου φόρεσα τό Μοναχικό μου Σχήμα καί κάθισα σέ μία μικρή άμαξα.
Ξαφνικά, βρέθηκα σέ μία σκοτεινή πλατεία. Φοβισμένη καί τρομοκρατημένη έτρεξα σέ διαφορετικές κατευθύνσεις, ψάχνοντας γιά μία διέξοδο από εκείνη τήν άσχημη κατάστασι.
Ξαφνικά, βλέπω εκατοντάδες ανθρώπους νά έρχωνται. Ήσαν όλοι τους λαϊκοί. Τά πρόσωπά τους ήσαν σκοτεινά, πληγμένα από μία αιώνια θλίψι, όπως ακριβώς καί τό ιδικό μου πρόσωπο.
<<Ποιοί είσθε;>>... τούς ερώτησα.
Η απάντησίς τους: <<Εμείς περάσαμε αιφνίδια στήν αιωνιότητα, όπως καί σύ>>...
Αυτό πού αισθάνθηκα εκείνη τήν στιγμή δέν είναι δυνατόν νά περιγραφή!...
Φόβος καί τρόμος διεπέρασε ολόκληρη τήν ύπαρξί μου.
Εκείνη τήν στιγμή ένας ακτινοβόλος άνθρωπος, τού οποίου τό πρόσωπο ήταν κρυμμένο από τό φώς πού εξέπεμπε, ήλθε σέ μένα καί μού είπε:
<<Ακολούθησέ με>>... καί μέ πήρε στίς κρίσεις τών ψυχών τών ανθρώπων πού έχουν πεθάνει. Μέ πέρασε από δάση, στέππες καί κτίρια. Οι στέππες ήσαν ατέλειωτες καί ένοιωθα ότι είχα αφήσει τήν ζωή μου στήν γή καί ότι είχα εισέλθει στήν ζωή πέραν τού τάφου, αλλά απροετοίμαστα καί απρόσμενα... Τότε, μέ πήρε μέσα σ' έναν θάλαμο, όπου ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος λαϊκών, ανδρών καί γυναικών, ενηλίκων καί παιδιών. Όλοι διακατείχοντο από μίαν αιώνια λύπη. Στό μέσον τού θαλάμου, σ' ένα πελώριο τραπέζι, καθόταν μία κυρία καί μού είπε:
<<Αυτό τό μέρος είναι προετοιμασμένο γιά σένα, μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου>>...
Κοίταξα όλους τούς ανθρώπους εκεί καί ερώτησα:
<<Τί κάνετε εδώ; Προσεύχεσθε εδώ στόν Θεό;>>... Μού απάντησαν μέ λύπη:
<<Στήν αιωνιότητα ο Κύριος δέν θά μάς ακούη, εξ αιτίας τής απρόσεκτης συμπεριφοράς μας κατά τήν διάρκεια τής ζωής μας στήν γή. Ποτέ δέν θά έχουμε τήν τόλμη νά επικαλεσθούμε τό Όνομα τού Κυρίου. Όταν ζούσαμε στήν γή, μάς εδόθη τό έργον τού νά υποφέρουμε γιά τούς εαυτούς μας καί νά προσευχώμεθα γιά τίς ψυχές μας. Η εντολή τού Χριστού "αδιαλείπτως προσεύχεσθε" ήταν τό καθήκον μας. Άν καί σέ ολόκληρη τήν ζωή μας έπρεπε νά λέμε τήν Ευχή τού Ιησού, σέ κάθε μας αναπνοή, δέν προσέχαμε τήν κατάστασι τής καρδιάς μας. Αλλά, όπως δέν μπορούμε νά ζήσουμε χωρίς αέρα, έτσι καί η ψυχή αποθνήσκει δίχως τήν συνεχή προσευχή. Ήμασταν άνθρωποι μέ καλή συμπεριφορά εκπληρώναμε όλα μας τά καθήκοντα αλλά όχι τό σπουδαιότερο, τής προσευχής>>...
Όταν τό άκουσα αυτό, άρχισα νά προσεύχωμαι καί νά κάνω τό σημείον τού σταυρού. Καί τί συνέβη;... Πρός φρίκην μου, αισθάνθηκα ότι ακόμη καί ο ήχος τής φωνής μου, επέστρεφε πίσω σέ μένα!... Κοίταξα γύρω μου καί είδα μία μεταλλική οροφή, τοίχους καί ένα βαμμένο ξύλινο πάτωμα. Τότε άρχισα νά τρέμω από τόν φόβο καί από τήν αίσθησι ότι δέν μπορούσα νά αποδράσω από τήν δυσάρεστη εκείνη κατάστασι. Οι άνθρωποι γύρω μου έλεγαν:
<<Στήν αιωνιότητα ο Κύριος δέν θά μάς ακούη. Μόνον εκείνοι πού ζούν στήν γή, μπορούν νά μάς μνημονεύουν ενώπιόν Του>>...
Καί τότε η κυρία άρχισε νά μού λέη:
<<Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν καλοί Χριστιανοί. Αγαπούσαν τόν Κύριο καί επιτελούσαν καλές πράξεις γιά τόν πλησίον τους, αλλά δέν απέκτησαν τόν Κύριο στίς ψυχές τους. Καί αυτοί, όπως καί σύ, κατέληξαν εδώ εξ αιτίας τής απρόσεκτης ζωής τους, διότι νόμιζαν ότι όλοι ζούν κατά τόν ίδιο τρόπο>>.
<<Ώ>>!... είπα. << Ώ, πόσο βασανίζομαι καί υποφέρω! Είναι σάν νά μέ καίη φωτιά>>!...
Έπεσα κάτω καί αισθάνθηκα, ότι τό σώμα μου χωριζόταν από τά οστά μου.
<<Τι τρόπο ζωής ήθελες;>>... μέ ρώτησε η κυρία.
Απάντησα τρέμοντας:
<<Θά ήθελα μία τέτοια ζωή, ώστε όταν πέθαινα, νά έβλεπα τά επίγεια καί τά επουράνια, τόν Κύριο καί τήν Μητέρα τού Θεού>>...
Στό σημείο αυτό η κυρία χαμογέλασε καί είπε:
<<Μόνον οι Άγιοι εισέρχονται στήν αιωνιότητα κατ' αυτό τόν τρόπο. Εκείνοι, οι οποίοι κατά τήν διάρκεια τής ζωής τους απέκτησαν τόν Κύριο στήν καρδιά τους μέ τήν Προσευχή τού Ιησού. Αλλά εσύ είσαι Μοναχή, καί δέν τό δίδαξες αυτό στόν εαυτό σου! Διά μέσου αυτής τής προσευχής, η Χάρις τού Θεού έρχεται νά κατοικήση, καί η ψυχή όταν χωρίζεται από τό σώμα είναι μέ τόν Χριστό καί δέν αισθάνεται τόν τρόμο αυτό, πού εσύ δοκιμάζεις τώρα. Ο Παράδεισος είναι στήν ψυχή τού ανθρώπου όπου είναι παρών ο Κύριος, εκεί είναι καί ο Παράδεισος. Πρέπει νά πής γιά τό όραμά σου σέ όλους τούς Μοναχούς καί τούς Χριστιανούς, πού ζούν στόν κόσμο καί πού χάνονται εξ αιτίας τής απροσεξίας τους. Μόνον, νά μή τό πής στούς απίστους καί σ' εκείνους πού έχουν αδύνατη πίστι. Ο Παντοδύναμος μπορεί νά αναστήση άνθρωπο πεθαμένο από εκατό χρόνια, γιά νά αποδείξη τήν μετά θάνατον ζωή, αλλά ο αναστημένος δέν θά γινόταν πιστευτός καί θά τόν σκότωναν>>.
Καθώς η κυρία πρόφερε αυτά τά λόγια, ένοιωσα ξαφνικά κάποια ελπίδα, ότι θά γυρνούσα στήν γή! Όλοι εκείνοι στόν μεταλλικό θάλαμο μέ διεπέρασαν μέ τό βλέμμα τους λέγοντας:
<<Εννοείς δηλαδή, ότι αυτή θά βγή από τόν φοβερό αυτό βασανιστικό θάλαμο;>>...
Η κυρία συνέχισε:
Άν κάποιος πεθάνη λέγοντας τήν Προσευχή τού Ιησού, η ψυχή του παρίσταται ενώπιον τού Κυρίου καί θά είναι αδιαχώριστη από Αυτόν στήν αιωνιότητα. Ομοίως, άν ένας άνθρωπος πεθάνη προφέροντας τήν προσευχή ''Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με τόν αμαρτωλόν", τότε θά είναι αχώριστος από τήν Μητέρα τού Θεού. Άν κάποιος δέν είναι ικανός νά προφέρη ούτε μία λέξι, τότε η ψυχή του, άν αγωνίσθηκε γιά τήν προσευχή αυτή κατά τήν διάρκεια τής ζωής του στήν γή, θά τήν πή στήν επιθανάτια κλίνη. Η κατάστασις, στήν οποία η ψυχή αφήνει τό σώμα, είναι η κατάστασις πού παραμένει γιά πάντα. Δέν θά υπάρχη αλλαγή πρός τό καλύτερο. Μόνον άν μνημονεύεται (στήν γή) μπορεί νά αλλάξη τήν κατάστασι τής ψυχής του>>.
Τότε μού είπε:
<<Ώ Μοναχοί, Μοναχοί! Ονομάζετε τούς εαυτούς σας Μοναχούς, λέγοντας ότι έχετε εγκαταλείψει τά εγκόσμια. Αλλά πώς ακριβώς ζείτε; Δέν εναποθέτετε όλα τά προβλήματά σας στόν Θεό καί στήν Μητέρα τού Θεού, αλλά σκέπτεσθε: Χρειάζομαι νά έχω αυτό κι' εκείνο δέν μπορώ νά ζήσω χωρίς τούτο καί τό άλλο. Η Μητέρα τού Θεού δέν φροντίζει γιά τέτοιους Μοναχούς ούτε σ' αυτή τήν ζωή, ούτε στήν μέλλουσα. Φροντίζει μόνον γιά εκείνους, πού εναποθέτουν όλα τά προβλήματά τους σ' Αυτήν, πού υπομένουν στίς θλίψεις, τήν πτωχεία καί τίς ασθένειες στό Όνομα τής Μητέρας τού Θεού καί λέγουν: Αυτά πρέπει νά ευαρεστούν τήν Βασίλισσα τών Ουρανών όλα αυτά μού ήλθαν σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Υψίστου>>.
<<Θέλεις νά σου δείξω τίς απρόσεκτες Μοναχές;>>... συνέχισε η κυρία.
<<Κοίταξε>>...
Καί είδα νά έρχωνται Μοναχές εκείνες πού υπηρετούσαν στό Ιερό καί έκλεβαν χρήματα, κρατούσαν στά χέρια τους γιά πάντα μαζί τους χαρτιά, τά οποία έγραφαν σέ ποιόν ανήκαν τά χρήματα. Ήλθαν καί άλλες, εκείνες πού δέν διατηρούσαν τήν αγνότητά τους. Υπήρχαν ψάλτριες μεταξύ τους τά πρόσωπά τους ήταν λυπημένα, όπως τό ιδικό μου, πληγμένα από μία αιώνια λύπη.
<<Ψάλτε έναν ύμνο στήν Μητέρα τού Θεού θέλω νά ακούσω!>>... είπα. Καί αυτές απάντησαν:
<<Δέν έχουμε τέτοια τόλμη πλέον, διότι όταν ζούσαμε στό Μοναστήρι δέν Τήν υπηρετούσαμε μέ καθαρή καρδιά>>.
Έκλαυσα πικρά, διότι εξ αιτίας τής απροσεξίας μας στερούμεθα αυτής τής ευλογίας,νά ψέλνουμε ύμνους στόν Κύριο καί στήν Παναγία Μητέρα Του.
Μετά απ' όλα αυτά πού είδα καί άκουσα, ο άνθρωπος πού μέ πήρε μέσα στά κριτήρια ήλθε καί μού είπε:
<<Τώρα θά πάμε στό μέρος, όπου η ψυχή σου χωρίσθηκε από τό σώμα σου>>...
Αμέσως ξύπνησα στό κρεβάτι μου. Φοβόμουν νά κινηθώ κοιτούσα τό κάθετί στό κελλί μου, τακτοποιήθηκα, έκανα τό σημείο τού στυρού καί πρόφερα τήν προσευχή: Δόξα τώ Θεώ, ήταν μόνον ένα όνειρο!...
Δέν πρόλαβα νά πώ αυτές τίς λέξεις, όταν ξαφνικά ξαναβρέθηκα στήν άλλη ζωή καί ο άνδρας πού μέ ωδήγησε, μού είπε:
<<Μή νομίζης ότι ήταν ένα όνειρο. Ήσουν ακριβώς στήν πέραν τού τάφου ζωή!>>...
Έπεσα στά γόνατα μπροστά του:
<<Αλλοίμονό μου! Πόσο άθλια είμαι! Είμαι πάλι πίσω, εδώ. Γιατί κοίταζα μόνον τά πράγματα στό κελλί μου καί δέν έτρεξα νά φύγω;>>...
<<Ακολούθησέ με>>... μού είπε.
<<Θά επισκεφθούμε πολλά μέρη γιά είκοσι ημέρες καί μετά θά επιστρέψουμε στό μέρος, πού είναι ετοιμασμένο γιά σένα, γιά νά παραμείνης μέχρι τήν Δευτέρα Έλευσι τού Κυρίου>>.
Έκλαιγα καί δέν μπορούσα νά περπατήσω.
Γύρισε τό πρόσωπό του καί μέ κοίταξε μέ ευσπλαγχνία.
Τόν ερώτησα: <<Είσαι ο φύλακας Άγγελός μου;>>.
<<Ναί>>... μού απάντησε.
Άρχισα νά τόν ικετεύω:
<<Προσευχήσου στόν Ύψιστο καί γύρισε τήν ψυχή μου, ώστε νά μετανοήσω>>.
Τότε ο φύλακας Άγγελός μου είπε:
<<Θά σέ πάω πίσω, αλλά υπό έναν όρο: θά πής όλα όσα είδες καί άκουσες εδώ>>...
Έπεσα στά γόνατα καί υποσχέθηκα, ότι θά τά έκανα όλα αυτά. Καί ξαφνικά, εκείνη τήν στιγμή ένοιωσα χαρά στήν ψυχή μου.
Ο Άγγελος μού είπε:
<<Ο Κύριος δέν είναι στήν καρδιά σου, αλλά υποσχέθηκες νά Τόν αποκτήσης. Άν νικηθής από ανόητη εντροπή καί δέν εκπληρώσης τήν υπόσχεσί σου, τότε θά γυρίσης εδώ στό προηγούμενο μέρος σου. Θά είμαι μαζί σου καί θά παρακολουθώ πώς θά τά κάνης όλα αυτά>>...
Αμέσως ξαναβρέθηκα στό κρεβάτι μου.
Πετάχθηκα, καί είδα τόν άνδρα νά στέκεται δίπλα στό κρεβάτι μου.
Έτρεξα στήν υπεύθυνη τού κελλιού μου, λέγοντας:
<<Ήμουν στήν μετά θάνατον ζωή!>>.
Μετά έτρεξα από εκεί στίς πόρτες, γιά νά τό πώ σέ όλες τίς Αδελφές.
Ο άνδρας στεκόταν ακόμη στό ίδιο σημείο.
Φοβόμουν, ότι επρόκειτο κάτι νά μού συμβή...
Άνοιξα τήν πόρτα γιά νά τά πώ όλα χωρίς εντροπή καί χωρίς νά αποκρύψω τίποτε, καί είδα ότι ο άνδρας εξαφανίσθηκε μέσα στόν τοίχο.
Βγήκα καί πάλι στόν διάδρομο σέ έξαλλη κατάστασι κάλεσα τίς Αδελφές.
Αυτές έτρεξαν περικυκλώνοντάς μας καί εξεπλάγησαν από τήν εξαιρετική αλλαγή πού έβλεπαν σέ μένα, καί η οποία είχε επέλθει σέ τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Μέ είχαν ιδή εντελώς ήρεμη είκοσι λεπτά νωρίτερα στήν συνηθισμένη μας ακολουθία.
Έπεσα στά γόνατα μπροστά τους καί είπα σ' αυτές, ότι από τήν στιγμή αυτή αλλάζω εντελώς...
Κανένας τρόμος στήν γή δέν μπορεί νά συγκριθή μέ τήν φρίκη, τήν οποίαν δοκίμασα στήν μετά θάνατον ζωή. Καί μέχρι σήμερα συνεχώς λεώ σέ όλους γιά όσα είδα, χωρίς κανέναν δισταγμό. Αμήν!
<<Ορθόδοξα θαύματα στόν 20ό αιώνα>>, έκδ. <>, Μόσχα 1993, σελ. 305-311