Στίχ. 1-11. 0 Παύλος ενώπιον τού Ιουδαϊκού συνεδρίου.
Ατενίσας δέ ο Παύλος τώ συνεδρίω είπεν άνδρες αδελφοί, εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τώ Θεώ άχρι ταύτης τής ημέρας.
2 ο δέ αρχιερεύς Ανανίας επέταξε τοίς παρεστώσιν αυτώ τύπτειν αυτού τό στόμα.
3 τότε ο Παύλος πρός αυτόν είπε τύπτειν σε μέλλει ο Θεός, τοίχε κεκονιαμένε καί σύ κάθη κρίνων με κατά νόμον, καί παρανομών κελεύεις με τύπτεσθαι!
4 οι δέ παρεστώτες είπον τόν αρχιερέα τού Θεού λοιδορείς;
5 έφη τε ο Παύλος ουκ ήδειν, αδελφοί, ότι εστίν αρχιερεύς γέγραπται γάρ άρχοντα τού λαού σου ουκ ερείς κακώς.
6 γνούς δέ ο Παύλος ότι τό έν μέρος εστί Σαδδουκαίων, τό δέ έτερον Φαρισαίων, έκραξεν εν τώ συνεδρίω άνδρες αδελφοί, εγώ Φαρισαίός ειμι, υιός Φαρισαίου περί ελπίδος καί αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι.
7 τούτο δέ αυτού λαλήσαντος εγένετο στάσις τών Φαρισαίων καί τών Σαδδουκαίων, καί εσχίσθη τό πλήθος.
8 Σαδδουκαίοι μέν γάρ λέγουσι μή είναι ανάστασιν μήτε άγγελον μήτε πνεύμα, Φαρισαίοι δέ ομολογούσι τά αμφότερα.
9 εγένετο δέ κραυγή μεγάλη, καί αναστάντες οι γραμματείς τού μέρους τών Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες ουδέν κακόν ευρίσκομεν εν τώ ανθρώπω τούτω ει δέ πνεύμα ελάλησεν αυτώ ή άγγελος, μή θεομαχώμεν.
10 πολλής δέ γενομένης στάσεως ευλαβηθείς ο χιλίαρχος μή διασπασθή ο Παύλος υπ' αυτών, εκέλευσε τό στράτευμα καταβήναι καί αρπάσαι αυτόν εκ μέσου αυτών άγειν τε εις τήν παρεμβολήν.
11 Τή δέ επιούση νυκτί επιστάς αυτώ ο Κύριος είπε θάρσει, Παύλε ως γάρ διεμαρτύρω τά περί εμού εις Ιερουσαλήμ, ούτω σε δεί καί εις Ρώμην μαρτυρήσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.