Στίχ. 1-21. Η Αποστολική Σύνοδος τών Ιεροσολύμων.
Λόγοι τού Πέτρου καί τού Ιακώβου.
Καί τινες κατελθόντες από τής Ιουδαίας εδίδασκον τούς αδελφούς ότι εάν μή περιτέμνησθε τώ έθει Μωϋσέως, ου δύνασθε σωθήναι.
2 γενομένης ούν στάσεως καί ζητήσεως ουκ ολίγης τώ Παύλω καί τώ Βαρνάβα πρός αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον καί Βαρνάβαν καί τινας άλλους εξ αυτών πρός τούς αποστόλους καί πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί τού ζητήματος τούτου.
3 Οι μέν ούν προπεμφθέντες υπό τής εκκλησία διήρχοντο τήν Φοινίκην καί Σαμάρειαν εκδιηγούμενοι τήν επιστροφήν τών εθνών, καί εποίουν χαράν μεγάλην πάσι τοίς αδελφοίς.
4 παραγενόμενοι δέ εις Ιερουσαλήμ απεδέχθησαν υπό τής εκκλησίας καί τών αποστόλων καί τών πρεσβυτέρων, ανήγγειλάν τε όσα ο Θεός εποίησε μετ' αυτών, καί ότι ήνοιξε τοίς έθνεσι θύραν πίστεως.
5 Εξανέστησαν δέ τινες τών από τής αιρέσεως τών Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ότι δεί περιτέμνειν αυτούς παραγγέλλειν τε τηρείν τόν νόμον Μωϋσέως.
6 Συνήχθησαν δέ οι απόστολοι καί οι πρεσβύτεροι ιδείν περί τού λόγου τούτου.
7 Πολλής δέ συζητήσεως γενομένης αναστάς Πέτρος είπε πρός αυτούς άνδρες αδελφοί, υμείς επίστασθε ότι αφ' ημερών αρχαίων ο Θεός εν ημίν εξελέξατο διά τού στόματός μου ακούσαι τά έθνη τόν λόγον τού ευαγγελίου καί πιστεύσαι.
8 καί ο καρδιογνώστης Θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δούς αυτοίς τό Πνεύμα Άγιον καθώς καί ημίν,
9 καί ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε καί αυτών τή πίστει καθαρίσας τάς καρδίας αυτών.
10 νύν ούν τί πειράζετε τόν Θεόν, επιθείναι ζυγόν επί τόν τράχηλον τών μαθητών, όν ούτε οι πατέρες ημών ούτε ημείς ισχύσαμεν βαστάσαι;
11 αλλά διά τής χάριτος τού Κυρίου Ιησού πιστεύομεν σωθήναι καθ' όν τρόπον κακείνοι.
12 Εσίγησε δέ πάν τό πλήθος καί ήκουον Βαρνάβα καί Παύλου εξηγουμένων όσα εποίησεν ο Θεός σημεία καί τέρατα εν τοίς έθνεσι δι' αυτών.
13 Μετά δέ τό σιγήσαι αυτούς απεκρίθη Ιάκωβος λέγων άνδρες αδελφοί, ακούσατέ μου.
14 Συμεών εξηγήσατο καθώς πρώτον ο Θεός επεσκέψατο λαβείν εξ εθνών λαόν επί τώ ονόματι αυτού.
15 καί τούτω συμφωνούσιν οι λόγοι τών προφητών, καθώς γέγραπται
16 μετά ταύτα αναστρέψω καί ανοικοδομήσω τήν σκηνήν Δαυΐδ τήν πεπτωκυίαν, καί τά κατεσκαμμένα αυτής ανοικοδομήσω καί ανορθώσω αυτήν,
17 όπως άν εκζητήσωσιν οι κατάλοιποι τών ανθρώπων τόν Κύριον, καί πάντα τά έθνη εφ' ούς επικέκληται τό όνομά μου επ' αυτούς, λέγει Κύριος ο ποιών ταύτα πάντα.
18 γνωστά απ' αιώνός εστι τώ Θεώ πάντα τά έργα αυτού.
19 διό εγώ κρίνω μή παρενοχλείν τοίς από τών εθνών επιστρέφουσιν επί τόν Θεόν,
20 αλλά επιστείλαι αυτοίς τού απέχεσθαι από τών αλισγημάτων τών ειδώλων καί τής πορνείας καί τού πνικτού καί τού αίματος.
21 Μωϋσής γάρ εκ γενεών αρχαίων κατά πόλιν τούς κηρύσσοντας αυτόν έχει εν ταίς συναγωγαίς κατά πάν σάββατον αναγινωσκόμενος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.