ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’
Στίχ. 1-4. Θερμή παράκλησις διά την ενότητα των Χριστιανών.
Ει τις ουν παράκλησις εν Χριστώ, ει τι παραμύθιον αγάπης, ει
τις κοινωνία Πνεύματος, ει τις σπλάγχνα και οικτιρμοί,
2 πληρώσατέ μου την χαράν, ίνα το αυτό φρονήτε, την αυτήν
αγάπην έχοντες, σύμψυχοι, το εν φρονούντες,
3 μηδέν κατά εριθείαν ή κενοδοξίαν, αλλά τη ταπεινοφροσύνη
αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών.
4 μη τα εαυτών έκαστος σκοπείτε, αλλά και τα ετέρων έκαστος.
Στίχ. 5-11. Ο Χριστός πρότυπον αυταπαρνήσεως και ταπεινώσεως.
5 τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού,
6 ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα
Θεώ,
7 αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι
ανθρώπου γενόμενος,
8 και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν
γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου δε σταυρού.
9 διό και ο Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το
υπέρ παν όνομα,
10 ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και
επιγείων και καταχθονίων,
11 και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός
εις δόξαν Θεού πατρός.
Στίχ. 12-18. Πιστοί και θαρραλέοι.
12 Ώστε, αγαπητοί μου, καθώς πάντοτε υπηκούσατε, μη ως εν τη
παρουσία μου μόνον, αλλά νυν πολλώ μάλλον εν τη απουσία μου, μετά φόβου και
τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε
13 ο Θεός γαρ εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το
ενεργείν υπέρ της ευδοκίας.
14 πάντα ποιείτε χωρίς γογγυσμών και διαλογισμών,
15 ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι εν μέσω γενεάς σκολιάς
και διεστραμμένης, εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες εν κόσμω,
16 λόγον ζωής επέχοντες, εις καύχημα εμοί εις ημέραν
Χριστού, ότι ουκ εις κενόν έδραμον ουδέ εις κενόν εκοπίασα.
17 Αλλ’ ει και σπένδομαι επί τη θυσία και λειτουργία της
πίστεως υμών, χαίρω και συγχαίρω πάσιν υμίν
18 το δ’ αυτό και υμείς χαίρετε και συγχαίρετέ μοι.
Στίχ. 19-30. Εγκώμιον των συνεργών του Τιμοθέου και
Επαφροδίτου.
19 Ελπίζω δε εν Κυρίω Ιησού Τιμόθεον ταχέως πέμψαι υμίν, ίνα καγώ ευψυχώ γνους τα περί υμών
20 ουδένα γαρ έχω ισόψυχον, όστις γνησίως τα περί υμών μεριμνήσει
21 οι πάντες γαρ τα εαυτών ζητούσιν, ου τα Χριστού Ιησού.
22 την δε δοκιμήν αυτού γινώσκετε, ότι ως πατρί τέκνον συν εμοί εδούλευσεν εις το ευαγγέλιον.
23 τούτον μεν ουν ελπίζω πέμψαι ως αν απίδω τα περί εμέ εξαυτής
24 πέποιθα δε εν Κυρίω ότι και αυτός ταχέως ελεύσομαι.
25 Αναγκαίον δε ηγησάμην Επαφρόδιτον τον αδελφόν και συνεργόν και συστρατιώτην μου, υμών δε απόστολον και λειτουργόν της χρείας μου, πέμψαι προς υμάς,
26 επειδή επιποθών ην πάντας υμάς, και αδημονών διότι ηκούσατε ότι ησθένησε.
27 και γαρ ησθένησε παραπλήσιον θανάτου αλλ' ο Θεός αυτόν ηλέησεν, ουκ αυτόν δε μόνον, αλλά και εμέ, ίνα μη λύπην επί λύπην σχώ.
28 σπουδαιοτέρως ουν έπεμψα αυτόν, ίνα ιδόντες αυτόν πάλιν χαρήτε, καγώ αλυπότερος ω.
29 προσδέχεσθε ουν αυτόν εν Κυρίω μετά πάσης χαράς, και τους τοιούτους εντίμους έχετε,
30 ότι διά το έργον του Χριστού μέχρι θανάτου ήγγισε, παραβουλευσάμενος τη ψυχή ίνα αναπληρώση το υμών υστέρημα της προς με λειτουργίας.