Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ

Προκείμενον. Ήχος βαρύς.

Κύριος ισχύν τώ λαώ αυτού δώσει.

( Ψ. 28, 11 )

Στίχ. Ενέγκατε τώ Κυρίω υιοί Θεού,

ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν καί τιμήν.

( Ψ. 28, 1 )

Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( στ' 1 - 10 )

Αδελφοί, συνεργούντες παρακαλούμεν μή εις κενόν τήν χάριν τού Θεού δέξασθαι υμάς, λέγει γάρ << Καιρώ δεκτώ επήκουσά σου καί εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι >> ιδού νύν << καιρός ευπρόσδεκτος >>, ιδού νύν << ημέρα σωτηρίας >> μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μή μωμηθή η διακονία, αλλ' εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις, εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά τών όπλων τής δικαιοσύνης τών δεξιών καί αριστερών, διά δόξης καί ατιμίας, διά δυσφημίας καί ευφημίας, ως πλάνοι καί αληθείς, ως αγνοούμενοι καί επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες καί ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι καί μή θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δέ χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες καί πάντα κατέχοντες.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κε'14 - 30 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Άνθρωπός τις αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους καί παρέδωκεν αυτοίς τά υπάρχοντα αυτού καί ώ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά τήν ιδίαν δύναμιν, καί απεδήμησεν ευθέως. Πορευθείς δέ ο τά πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς καί εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαύτως καί ο τά δύο εκέρδησε καί αυτός άλλα δύο. Ο δέ τό έν λαβών απελθών ώρυξεν εν τή γή καί απέκρυψε τό αργύριον τού κυρίου αυτού. Μετά δέ χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων καί συναίρει μετ' αυτών λόγον. Καί προσελθών ο τά πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα, λέγων Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. Έφη αυτώ ο Κύριος αυτού Εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ο τά δύο τάλαντα λαβών, είπε Κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού Εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε Κύριε, έγνων σε ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας καί συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας καί φοβηθείς, απελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου εν τή γή ίδε έχεις τό σόν. Αποκριθείς δέ ο Κύριος αυτού είπεν αυτώ Πονηρέ δούλε καί οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα καί συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! έδει ούν σε βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, καί ελθών εγώ εκομισάμην άν τό εμόν σύν τόκω. Άρατε ούν απ' αυτού τό τάλαντον καί δότε τώ έχοντι τά δέκα τάλαντα. Τώ γάρ έχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται απ' αυτού. Καί τόν αχρείον δούλον εκβάλετε εις τό σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Ταύτα λέγων, εφώνει Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.