Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΣΤ'.

Ήχος α'.

Πρός Εβραιους επιστολής Παύλου.

( β' 2 - 10 )

Αδελφοί, ει γάρ ο δι' αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, καί πάσα παράβασις καί παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πάς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι διά τού Κυρίου, υπο τών ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη, συνεπιμαρτυρούντος τού Θεού σημείοις τε καί τέρασι καί ποικίλαις δυνάμεσι καί Πνεύματος Αγίου μερισμοίς κατά τήν αυτού θέλησιν. Ου γάρ αγγέλοις υπέταξε τήν οικουμένην τήν μέλλουσαν, περί ής λαλούμεν, διεμαρτύρατο δέ πού τις λέγων τί εστιν άνθρωπος ότι μιμνήσκη αυτού, ή υιός ανθρώπου ότι επισκέπτη αυτόν; ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ' αγγέλους, δόξη καί τιμή εστεφάνωσας αυτόν, πάντα υπέταξας υποκάτω τών ποδών αυτού εν γάρ τώ υποτάξαι αυτώ τά πάντα ουδέν αφήκεν αυτώ ανυπότακτον. νύν δέ ούπω ορώμεν αυτώ τά πάντα υποτεταγμένα τόν δέ βραχύ τι παρ' αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν διά τό πάθημα τού θανάτου δόξη καί τιμή εστεφανωμένον, όπως χάριτι Θεού υπέρ παντός γεύσηται θανάτου. έπρεπε γάρ αυτώ, δι' όν τά πάντα καί δι' ού τά πάντα, πολλούς υιούς εις δόξαν αγαγόντα, τόν αρχηγόν τής σωτηρίας αυτών διά παθημάτων τελειώσαι.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( η' 41 - 56 )

Τώ καιρώ εκείνω, άνθρωπός τις προσήλθεν τώ Ιησού, ώ όνομα Ιάειρος, καί αυτός άρχων τής Συναγωγής υπήρχε καί πεσών παρά τούς πόδας τού Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τόν οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα, καί αύτη απέθνησκεν. Εν δέ τώ υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. Καί γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τόν βίον ουκ ίσχυσεν υπ' ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού, καί παραχρήμα έστη η ρύσις τού αίματος αυτής. Καί είπεν ο Ιησούς Τίς ο αψάμενός μου; Αρνουμένων δέ πάντων, είπεν ο Πέτρος καί οι σύν αυτώ Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε καί αποθλίβουσι, καί λέγεις Τίς ο αψάμενός μου; Ο δέ Ιησούς είπεν ήψατό μού τις εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ' εμού. Ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθεν καί προσπεσούσα αυτώ, δι' ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός τού λαού, καί ως ιάθη παραχρήμα. Ο δέ είπεν αυτή Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε πορεύου εις ειρήνην. Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά τού αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου μή σκύλλε τόν Διδάσκαλον. Ο δέ Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων Μή φοβού μόνον πίστευε, καί σωθήσεται. Εισελθών δέ εις τήν οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μή Πέτρον καί Ιάκωβον καί Ιωάννην καί τόν πατέρα τής παιδός καί τήν μητέρα. Έκλαιον δέ πάντες καί εκόπτοντο αυτήν. Ο δέ είπε Μή κλαίετε ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. Καί κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δέ εκβαλών έξω πάντας καί κρατήσας τής χειρός αυτής εφώνησε λέγων Η παίς, εγείρου. Καί επέστρεψε τό πνεύμα αυτής, καί ανέστη παραχρήμα, καί διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Καί εξέστησαν οι γονείς αυτής. Ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν τό γεγονός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.