Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Καί είδον επί τήν δεξιάν τού καθημένου επί τού θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν καί έξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά.
2 καί είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα εν φωνή μεγάλη τίς άξιός εστιν ανοίξαι τό βιβλίον καί λύσαι τάς σφραγίδας αυτού;
3 καί ουδείς εδύνατο εν τώ ουρανώ ούτε επί τής γής ούτε υποκάτω τής γής ανοίξαι τό βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
4 καί εγώ έκλαιον πολύ, ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι τό βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
5 καί είς εκ τών πρεσβυτέρων λέγει μοι μή κλαίε ιδού ενίκησεν ο λέων ο εκ τής φυλής Ιούδα, η ρίζα Δαυΐδ, ανοίξαι τό βιβλίον καί τάς επτά σφραγίδας αυτού.
6 Καί είδον εν μέσω τού θρόνου καί τών τεσσάρων ζώων καί εν μέσω τών πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά καί οφθαλμούς επτά, ά εισι τά επτά πνεύματα τού Θεού αποστελλόμενα εις πάσαν τήν γήν.
7 καί ήλθε καί είληφεν εκ τής δεξιάς τού καθημένου επί τού θρόνου.
8 καί ότε έλαβε τό βιβλίον, τά τέσσαρα ζώα καί οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον τού αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάραν καί φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αί εισιν αι προσευχαί τών αγίων
9 καί άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες άξιος εί λαβείν τό βιβλίον καί ανοίξαι τάς σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης καί ηγόρασας τώ Θεώ ημάς εν τώ αίματί σου εκ πάσης φυλής καί γλώσσης καί λαού καί έθνους,
10 καί εποίησας αυτούς τώ Θεώ ημών βασιλείς καί ιερείς, καί βασιλεύσουσιν επί τής γής.
11 καί είδον καί ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω τού θρόνου καί τών ζώων καί τών πρεσβυτέρων, καί ήν ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων καί χιλιάδες χιλιάδων,
12 λέγοντες φωνή μεγάλη άξιόν εστι τό αρνίον τό εσφαγμένον λαβείν τήν δύναμιν καί τόν πλούτον καί σοφίαν καί ισχύν καί τιμήν καί δόξαν καί ευλογίαν.
13 καί πάν κτίσμα ό εν τώ ουρανώ καί επί τής γής καί υποκάτω τής γής καί επί τής θαλάσσης εστί, καί τά εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας τώ καθημένω επί τού θρόνου καί τώ αρνίω η ευλογία καί η τιμή καί η δόξα καί τό κράτος εις τούς αιώνας τών αιώνων.
14 καί τά τέσσαρα ζώα έλεγον, αμήν καί οι πρεσβύτεροι έπεσαν καί προσεκύνησαν.
Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Μετά ταύτα είδον, καί ιδού θύρα ανεωγμένη εν τώ ουρανώ, καί η φωνή η πρώτη ήν ήκουσα ως σάλπιγγος λαλούσης μετ' εμού, λέγων ανάβα ώδε καί δείξω σοι ά δεί γενέσθαι μετά ταύτα.
2 καί ευθέως εγενόμην εν πνεύματι καί ιδού θρόνος έκειτο εν τώ ουρανώ, καί επί τόν θρόνον καθήμενος,
3 όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι καί σαρδίω καί ίρις κυκλόθεν τού θρόνου, ομοίως όρασις σμαραγδίνων.
4 καί κυκλόθεν τού θρόνου θρόνοι είκοσι τέσσαρες, καί επί τούς θρόνους τούς είκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς, καί επί τάς κεφαλάς αυτών στεφάνους χρυσούς.
5 καί εκ τού θρόνου εκπορεύονται αστραπαί καί φωναί καί βρονταί καί επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον τού θρόνου, αί εισι τά επτά πνεύματα τού Θεού
6 καί ενώπιον τού θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω καί εν μέσω τού θρόνου καί κύκλω τού θρόνου τέσσαρα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν καί όπισθεν
7 καί τό ζώον τό πρώτον όμοιον λέοντι, καί τό δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω, καί τό τρίτον ζώον έχον τό πρόσωπον ως ανθρώπου, καί τό τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετομένω.
8 καί τά τέσσαρα ζώα, έν καθ' έν αυτών έχον ανά πτέρυγας έξ, κυκλόθεν καί έσωθεν γέμουσιν οφθαλμών, καί ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας καί νυκτός λέγοντες άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ήν καί ο ών καί ο ερχόμενος.
9 Καί όταν δώσι τά ζώα δόξαν καί τιμήν καί ευχαριστίαν τώ καθημένω επί τού θρόνου, τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων,
10 πεσούνται οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ενώπιον τού καθημένου επί τού θρόνου, καί προσκυνήσουσι τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, καί βαλούσι τούς στεφάνους αυτών ενώπιον τού θρόνου λέγοντες
11 άξιος εί, ο Κύριος καί Θεός ημών, λαβείν τήν δόξαν καί τήν τιμήν καί τήν δύναμιν, ότι σύ έκτισας τά πάντα, καί διά τό θέλημά σου ήσαν καί εκτίσθησαν.
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
2 γίνου γρηγορών, καί στήρισον τά λοιπά ά έμελλον αποθνήσκειν ου γάρ εύρηκά σου τά έργα πεπληρωμένα ενώπιον τού Θεού μου.
3 μνημόνευε ούν πώς είληφας καί ήκουσας, καί τήρει καί μετανόησον. εάν ούν μή γρηγορήσης, ήξω επί σέ ως κλέπτης, καί ου μή γνώση ποίαν ώραν ήξω επί σέ.
4 αλλά έχεις ολίγα ονόματα εν Σάρδεσιν, ά ουκ εμόλυναν τά ιμάτια αυτών, καί περιπατήσουσι μετ' εμού εν λευκοίς, ότι άξιοί εισιν.
5 Ο νικών ούτως περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, καί ου μή εξαλείψω τό όνομα αυτού εκ τής βίβλου τής ζωής, καί ομολογήσω τό όνομα αυτού ενώπιον τού πατρός μου καί ενώπιον τών αγγέλων αυτού.
6 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
7 Καί τώ αγγέλω τής εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων τήν κλείν τού Δαυΐδ, ο ανοίγων καί ουδείς κλείσει, καί κλείων καί ουδείς ανοίξει
8 οίδά σου τά έργα. - ιδού δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ήν ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν. - ότι μικράν έχεις δύναμιν, καί ετήρησάς μου τόν λόγον καί ουκ ηρνήσω τό όνομά μου.
9 ιδού δίδωμι εκ τής συναγωγής τού σατανά τών λεγόντων εαυτούς Ιουδαίους είναι, καί ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται ιδού ποιήσω αυτούς ίνα ήξουσι καί προσκυνήσουσιν ενώπιον τών ποδών σου, καί γνώσιν ότι εγώ ηγάπησά σε.
10 ότι ετήρησας τόν λόγον τής υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ τής ώρας τού πειρασμού τής μελλούσης έρχεσθαι επί τής οικουμένης όλης, πειράσαι τούς κατοικούντας επί τής γής.
11 έρχομαι ταχύ κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τόν στέφανόν σου.
12 Ο νικών, ποιήσω αυτόν στύλον εν τώ ναώ τού Θεού μου, καί έξω ου μή εξέλθη έτι, καί γράψω επ' αυτόν τό όνομα τού Θεού μου καί τό όνομα τής πόλεως τού Θεού μου, τής καινής Ιερουσαλήμ, ή καταβαίνει εκ τού ουρανού από τού Θεού μου, καί τό όνομά μου τό καινόν.
13 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
14 Καί τώ αγγέλω τής εν Λαοδικεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός καί αληθινός, η αρχή τής κτίσεως τού Θεού
15 οίδά σου τά έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός όφελον ψυχρός ής ή ζεστός.
16 ούτως ότι χλιαρός εί, καί ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ τού στόματός μου.
17 ότι λέγεις ότι πλούσιός ειμι καί πεπλούτηκα καί ουδενός χρείαν έχω, - καί ουκ οίδας ότι σύ εί ο ταλαίπωρος καί ο ελεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός, -
18 συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ' εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, καί ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη καί μή φανερωθή η αισχύνη τής γυμνότητός σου, καί κολλύριον ίνα εγχρίση τούς οφθαλμούς σου ίνα βλέπης.
19 εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω καί παιδεύω ζήλευε ούν καί μετανόησον.
20 ιδού έστηκα επί τήν θύραν καί κρούω εάν τις ακούση τής φωνής μου καί ανοίξη τήν θύραν, καί εισελεύσομαι πρός αυτόν καί δειπνήσω μετ' αυτού καί αυτός μετ' εμού.
21 Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ' εμού εν τώ θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα καί εκάθισα μετά τού πατρός μου εν τώ θρόνω αυτού.
22 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Τώ αγγέλω τής εν Εφέσω εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο κρατών τούς επτά αστέρας εν τή δεξιά αυτού, ο περιπατών εν μέσω τών επτά λυχνιών τών χρυσών
2 οίδα τά έργα σου καί τόν κόπον σου καί τήν υπομονήν σου, καί ότι ου δύνη βαστάσαι κακούς, καί επείρασας τούς λέγοντας εαυτούς αποστόλους είναι, καί ουκ εισί, καί εύρες αυτούς ψευδείς
3 καί υπομονήν έχεις, καί εβάστασας διά τό όνομά μου, καί ου κεκοπίακας.
4 αλλά έχω κατά σού, ότι τήν αγάπην σου τήν πρώτην αφήκας.
5 μνημόνευε ούν πόθεν πέπτωκας, καί μετανόησον καί τά πρώτα έργα ποίησον ει δέ μή, έρχομαί σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνίαν σου εκ τού τόπου αυτής, εάν μή μετανοήσης.
6 αλλά τούτο έχεις, ότι μισείς τά έργα τών Νικολαϊτών, ά καγώ μισώ.
7 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις. Τώ νικώντι δώσω αυτώ γαγείν εκ τού ξύλου τής ζωής, ό εστιν εν τώ παραδείσω τού Θεού μου.
8 Καί τώ αγγέλω τής εν Σμύρνη εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο πρώτος καί ο έσχατος, ός εγένετο νεκρός καί έζησεν
9 οίδά σου τά έργα καί τήν θλίψιν καί τήν πτωχείαν αλλά πλούσιος εί καί τήν βλασφημίαν εκ τών λεγόντων Ιουδαίους είναι εαυτούς, καί ουκ εισίν, αλλά συναγωγή τού σατανά.
10 μηδέν φοβού ά μέλλεις παθείν. ιδού δή μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, καί έξετε θλίψιν ημέρας δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, καί δώσω σοι τόν στέφανον τής ζωής.
11 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις. Ο νικών ου μή αδικηθή εκ τού θανάτου τού δευτέρου.
12 Καί τώ αγγέλω τής εν Περγάμω εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο έχων τήν ρομφαίαν τήν δίστομον τήν οξείαν
13 οίδα τά έργα σου καί πού κατοικείς όπου ο θρόνος τού σατανά καί κρατείς τό όνομά μου, καί ουκ ηρνήσω τήν πίστιν μου καί εν ταίς ημέραις αίς Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ός απεκτάνθη παρ' υμίν, όπου ο σατανάς κατοικεί.
14 αλλά έχω κατά σού ολίγα, ότι έχεις εκεί κρατούντας τήν διδαχήν Βαλαάμ, ός εδίδαξε τόν Βαλάκ βαλείν σκάνδαλον ενώπιον τών υιών Ισραήλ καί φαγείν ειδωλόθυτα καί πορνεύσαι.
15 ούτως έχεις καί σύ κρατούντας τήν διδαχήν τών Νικολαϊτών ομοίως
16 μετανόησον ούν ει δέ μή, έρχομαί σοι ταχύ καί πολεμήσω μετ' αυτών εν τή ρομφαία τού στόματός μου.
17 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις. Τώ νικώντι δώσω αυτώ τού μάννα τού κεκρυμμένου, καί δώσω αυτώ ψήφον λευκήν, καί επί τήν ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ό ουδείς οίδεν ει μή ο λαμβάνων.
18 Καί τώ αγγέλω τής εν Θυατείροις εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο υιός τού Θεού, ο έχων τού οφθαλμούς αυτού ως φλόγα πυρός, καί οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω
19 οίδά σου τά έργα καί τήν αγάπην καί τήν πίστιν καί τήν διακονίαν καί τήν υπομονήν σου, καί τά έργα σου τά έσχατα πλείονα τών πρώτων.
20 αλλά έχω κατά σού ολίγα, ότι αφείς τήν γυναίκά σου Ιεζάβελ, ή λέγει εαυτήν προφήτιν, καί διδάσκει καί πλανά τούς εμούς δούλους πορνεύσαι καί φαγείν ειδωλόθυτα.
21 καί έδωκα αυτή χρόνον ίνα μετανοήση, καί ου θέλει μετανοήση, καί ου θέλει μετανοήσαι εκ τής πορνείας αυτής.
22 ιδού βάλλω αυτήν εις κλίνην καί τούς μοιχεύοντας μετ' αυτής εις θλίψιν μεγάλην, εάν μή μετανοήσωσιν εκ τών έργων αυτής,
23 καί τά τέκνα αυτής αποκτενώ εν θανάτω, καί γνώσονται πάσαι αι εκκλησίαι ότι εγώ ειμι ο ερευνών νεφρούς καί καρδίας, καί δώσω υμίν εκάστω κατά τά έργα υμών.
24 υμίν δέ λέγω τοίς λοιποίς τοίς εν Θυατείροις, όσοι ουκ έχουσι τήν διδαχήν ταύτην, οίτινες ουκ έγνωσαν τά βαθέα τού σατανά, ως λέγουσιν ου βάλλω εφ' υμάς άλλο βάρος
25 πλήν ό έχετε κρατήσατε άχρις ού άν ήξω.
26 Καί ο νικών καί ο τηρών άχρι τέλους τά έργα μου, δώσω αυτώ εξουσίαν επί τών εθνών,
27 καί ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως τά σκεύη τά κεραμικά συντριβήσεται, ως καγώ είληφα παρά τού πατρός μου,
28 καί δώσω αυτώ τόν αστέρα τόν πρωϊνόν.
29 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.