Κατέβηκε μιά μέρα στήν πόλι νά πουλήση τά πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από τήν οδοιπορία πήγε καί κάθησε στό σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού πού βρέθηκε στό δρόμο του. Τή στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης τού σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος γιά ότι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά νά έρχωνται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλλάρηδες, άγριοι στήν όψι. Στήν εξώθυρα κατέβηκαν από τά κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι' ώρμησαν στό σπίτι. Ο γέροντας κατάλαβε καί τούς ακολούθησε ώς επάνω στό δωμάτιο τού ετοιμοθανάτου. Σάν τούς αντίκρυσε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικές κραυγές:
- Θεέ μου, σώσε με.
Εκείνοι τόν ειρωνεύτηκαν σκληρά:
- Τώρα στή δύσι τής ζωής σου θυμάσαι τάχα τό Θεό;
Πολύ αργά τό σκέφτηκες. Γιατί δέν τόν φώναζες από τήν αυγή; Τώρα μάς ανήκεις.
Καθώς έλεγαν αυτά εκείνοι οι απάνθρωποι απόσπασαν μέ βία τήν ψυχή του καί μέ θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν.
Ο Αββάς έμεινε σάν πεθαμένος από τή θλίψι καί τήν τρομάρα του. Όταν ύστερα από πολλή ώρα συνήλθε, διηγήθηκε γιά ωφέλεια τών άλλων, τί τού είχε φανερώσει ο Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.