Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ’

Εν τω κεφαλαίω τούτω περιγράφεται η εν τη ανακαινισθείση γη εγκατάστασις της καινής Ιερουσαλήμ, της εξ ουρανού καταβαινούσης ως νύμφης ητοιμασμένης εις γάμον και αποτελούσης την σκηνήν, εν η ο Θεός συγκατοικεί αιωνίως μετά των ανθρώπων, ζώντων εν μακαριότητι. Η νύμφη αύτη του Αρνίου περιγράφεται ως επουράνιος και αχειροποίητος πόλις αείφωτος, κατησφαλισμένη εις τον αιώνα, τεθεμελιωμένη αδιασείστως, άνετος διαμονή των εν αυτή οικούντων, οίτινες συγχρόνως είναι και οι ζώντες λίθοι, δι’ ων αύτη έχει οικοδομηθή. Εντεύθεν και οι δώδεκα θεμέλιοι αυτής, οι δώδεκα Απόστολοι, είναι <<παντί λίθω κεκοσμημένοι>> και η όλη οικοδομή του τε τείχους αυτής, αλλά και  αυτής της πόλεως μέχρι του ενδοτέρου βάθους αυτών έχει γίνει εξ ιάσπιδος και χρυσίου καθαρού. Ύδωρ ζων και καρπός του ξύλου της ζωής τρέφουσι τους πολίτας αυτής, οίτινες εν αμέσω επικοινωνία μετά του Θεού και του Αρνίου διατελούντες, βλέπουν το πρόσωπον αυτού και λατρεύουν αυτώ, αυτοί όντες ο έμψυχος ναός του Θεού. Διά τούτο δε χαρακτηριστικώτατα παρουσιάζεται η νέα Ιερουσαλήμ ως στερουμένη ναού, αυτή αύτη αποτελούσα ολόκληρος το άγιον του Θεού κατοικητήριον. Η όλη περιγραφή είναι καθαρώς βιβλική συγκεντρούσα τα εν τοις βιβλίοις των προφητών της Π. Διαθήκης εγκατεσπαρμένα χαρακτηριστικά της αχειροποιήτου πόλεως.

Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι.
2 και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής.
3 και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός μετ’ αυτών έσται,
4 και εξαλείψει απ’ αυτών ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι ότι τα πρώτα απήλθον.
5 Και είπεν ο καθήμενος επί τω θρόνω ιδού καινά ποιώ πάντα. και λέγει μοι γράψον, ότι ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί εισι.
6 και είπέ μοι γέγονεν. Εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν.
7 ο νικών, έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός.
8 τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστιν ο θάνατος ο δεύτερος.
9 Και ήλθεν εις των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας τας γεμούσας των επτά πληγών των εσχάτων, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων δεύρο δείξω σοι την νύμφην την γυναίκα του αρνίου.
10 και απήνεγκέ με εν πνεύματι επ’ όρος μέγα και υψηλόν, και έδειξέ μοι την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού,
11 έχουσαν την δόξαν του Θεού ο φωστήρ αυτής όμοιος λίθω τιμιωτάτω, ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλίζοντι
12 έχουσα τείχος μέγα και υψηλόν, έχουσα πυλώνας δώδεκα, και επί τοις πυλώσιν αγγέλους δώδεκα, και ονόματα επιγεγραμμένα, α εστιν ονόματα των δώδεκα φυλών των υιών Ισραήλ.
13 απ’ ανατολών πυλώνες τρείς, και από βορρά πυλώνες τρείς, και από νότου πυλώνες τρείς, και από δυσμών πυλώνες τρείς.
14 και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου.
15 Και ο λαλών μετ’ εμού είχε μέτρον κάλαμον χρυσούν, ίνα μετρήση την πόλιν και τους πυλώνας αυτής και το τείχος αυτής.
16 και η πόλις τετράγωνος κείται, και το μήκος αυτής όσον και το πλάτος. Και εμέτρησε την πόλιν εν τω καλάμω επί σταδίους δώδεκα χιλιάδων το μήκος και το πλάτος και το ύψος αυτής ίσα εστί.
17 και εμέτρησε το τείχος αυτής εκατόν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχών, μέτρον ανθρώπου, ο εστιν αγγέλου.
18 και ην η ενδόμησις του τείχους αυτής ίασπις, και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρώ.
19 οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι ο θεμέλιος ο πρώτος ίασπις, ο δεύτερος σάπφειρος, ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμάραγδος,
20 ο πέμπτος σαρδόνυξ, ο έκτος σάρδιον, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος.
21 και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται ανά εις έκαστος των πυλώνων ην εξ ενός μαργαρίτου. και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής.
22 Και ναόν ουκ είδον εν αυτή ο γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι, και το αρνίον.
23 και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον.
24 και περιπατήσουσι τα έθνη διά του φωτός αυτής, και οι βασιλείς της γης φέρουσι την δόξαν και την τιμήν αυτών εις αυτήν,
25 και οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας νυξ γαρ ουκ έσται εκεί
26 και οίσουσι την δόξαν και την τιμήν τα των εθνών εις αυτήν.
27 και ου μη εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ο ποιών βδέλυγμα και ψεύδος, ει μη οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.