ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄.
Στίχ. 1-7. Ο Χριστός μας ηλευθέρωσε από την δουλείαν του
νόμου.
Λέγω δε, εφ’ όσον χρόνον ο κληρονόμος νήπιός εστιν, ουδέν
διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ων,
2 αλλά υπό επιτρόπους εστί και οικονόμους άχρι της
προθεσμίας του πατρός.
3 ούτω και ημείς, ότε ήμεν νήπιοι, υπό τα στοιχεία του
κόσμου ήμεν δεδουλωμένοι
4 ότε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός
τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον,
5 ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν
απολάβωμεν.
6 Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού
αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον αββά ο πατήρ.
7 ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός, και κληρονόμος Θεού διά
Χριστού.
Στίχ. 8-20. Ο Παύλος επιτιμά με αγάπην τους Γαλάτας.
8 Αλλά τότε μεν ουκ ειδότες Θεόν εδουλεύσατε τοις μη φύσει
ούσι θεοίς
9 νυν δε γνότες Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού, πως
επιστρέφετε πάλιν επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία, οις πάλιν άνωθεν δουλεύειν
θέλετε;
10 ημέρας παρατηρείσθε και μήνας και καιρούς και ενιαυτούς!
11 φοβούμαι υμάς μήπως εική κεκοπίακα εις υμάς.
12 Γίνεσθε ως εγώ, ότι καγώ ως υμείς, αδελφοί, δέομαι υμών.
ουδέν με ηδικήσατε.
13 οίδατε δε ότι δι’ ασθένειαν της σαρκός ευηγγελισάμην υμίν
το πρότερον,
14 και τον πειρασμόν μου τον εν τη σαρκί μου ουκ εξουθενήσατε
ουδέ εξεπτύσατε, αλλ’ ως άγγελον Θεού εδέξασθέ με, ως Χριστόν Ιησούν.
15 τις ουν ην ο μακαρισμός υμών; μαρτυρώ γαρ υμίν ότι ει
δυνατόν τους οφθαλμού υμών εξορύξαντες αν εδώκατέ μοι.
16 ώστε εχθρός υμών γέγονα αληθεύων υμίν;
17 ζηλούσιν υμάς ου καλώς, αλλά εκκλείσαι υμάς θέλουσιν, ίνα
αυτούς ζηλούτε.
18 καλόν δε το ζηλούσθαι εν καλώ πάντοτε και μη μόνον εν τω
παρείναί με προς υμάς.
19 τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν
υμίν!
20 ήθελον δε παρείναι προς υμάς άρτι και αλλάξαι την φωνήν
μου, ότι απορούναι εν υμίν.
Στίχ. 21-31. Η ιστορία του Ισμαήλ και του Ισαάκ αλληγορικώς
αποδεικνύει το ανωφελές της τηρήσεως του Μωσαϊκού νόμου.
21 Λέγετέ μοι οι υπό
νόμον θέλοντες είναι τον νόμον ουκ ακούετε;
22 γέγραπται γαρ ότι Αβραάμ δύο υιούς έσχεν, ένα εκ της
παιδίσκης και ένα εκ της ελευθέρας.
23 αλλ’ ο μεν εκ της παιδίσκης κατά σάρκα γεγέννηται, ο δε
εκ της ελευθέρας διά της επαγγελίας.
24 άτινά εστιν αλληγορούμενα. αύται γαρ εισι δύο διαθήκαι,
μία μεν από όρους Σινά, εις δουλείαν γενώσα, ήτις εστίν Άγαρ
25 το γαρ Άγαρ Σινά όρος εστίν εν τη Αραβία, συστοιχεί δε τη
νυν Ιερουσαλήμ, δουλεύει δε μετά των τέκνων αυτής
26 η δε άνω Ιερουσαλήμ ελευθέρα εστίν, ήτις εστί μήτηρ
πάντων ημών.
27 γέγραπται γαρ ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα, ρήξον και
βόησον η ουκ ωδίνουσα ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της εχούσης τον
άνδρα.
28 ημείς δε, αδελφοί, κατά Ισαάκ επαγγελίας τέκνα εσμέν.
29 αλλ’ ώσπερ τότε ο κατά σάρκα γεννηθείς εδίωκε τον κατά
πνεύμα, ούτω και νυν.
30 αλλά τι λέγει η γραφή; Έκβαλε την παιδίσκην και τον υιόν
αυτής ου μη γαρ κληρονομήσει ο υιός της παιδίσκης μετά του υιού της ελευθέρας.
31 Άρα, αδελφοί,ουκ εσμέν παιδίσκης τέκνα, αλλά της
ελευθέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.