Μουσικός όρος. Είναι αργά, μουσικά μαθήματα που προστίθενται στο τέλος ορισμένων ύμνων και ψάλλονται κυρίως σε πανηγύρεις και ολονυκτίες. Στα Κρατήματα χρησιμοποιούνται οι συλλαβές << Τεριρέμ >>, << Τενενά >>, << Νενενά >> κ. ά. Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί στις συλλαβές αυτές είναι: 1) Με τις συλλαβές αυτές η Θεοτόκος νανούριζε τον μικρό Χριστό, 2) Τις συλλαβές αυτές είπαν οι Ιεροψάλτες όταν εισήλθον οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούποκη ( 1453 ) και 3) Οι ιεροψάλτες επιδεικνύουν τις ιεροψαλτικές και φωνητικές τους ικανότητες.
Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014
ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Στίχ. 1-4. Αι θλίψεις μας ωφελούν πνευματικώς.
Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος, ταις δώδεκα φυλαίς ταις εν τη διασπορά χαίρειν.
2 Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις,
3 γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν
4 η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι.
Στίχ. 5-8. Αίτησις σοφίας παρά Θεού.
5 Ει δε τις υμών λείπεται σοφίας, αιτείνω παρά του διδόντος Θεού πάσιν απλώς και ουκ ονειδίζοντος, και δοθήσεται αυτώ
6 αιτείνω δε εν πίστει, μηδέν διακρινόμενος ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω και ριπιζομένω.
7 μη γαρ οιέσθω ο άνθρωπος εκείνος ότι λήψεταί τι παρά του Κυρίου.
8 ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού.
Στίχ. 9-11. Η πτωχεία δεν είναι κακόν και ο πλούτος δεν είναι πλεονέκτημα.
9 καυχάσθω δε ο αδελφός ο ταπεινός εν τω ύψει αυτού,
10 ο δε πλούσιος εν τη ταπεινώσει αυτού, ότι ως άνθος χόρτου παρελεύσεται.
11 ανέτειλε γαρ ο ήλιος συν τω καύσωνι και εξήρανε τον χόρτον, και το άνθος αυτού εξέπεσε, και η ευπρέπεια του προσώπου αυτού απώλετο. ούτω και ο πλούσιος εν ταις πορείαις αυτού μαρανθήσεται.
Στίχ. 12. Η υπομονή θα ανταμειφθή.
12 Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν.
Στίχ. 13-18. Ο Θεός είναι η πηγή των τελείων δωρημάτων.
13 Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα.
14 έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος
15 είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία απολεσθείσα αποκύει θάνατον.
16 Μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί
17 πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον ένωθέν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ' ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα.
18 βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν τινα των αυτού κτισμάτων.
Στίχ. 19-27. Πρέπει να εφαρμόζωμεν τον θείον λόγον.
19 Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, έστω πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι, βραδύς εις το λαλήσαι, βραδύς εις οργήν
20 οργή γαρ ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται.
21 διό αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών.
22 Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροαταί, παραλογιζόμενοι εαυτούς.
23 ότι ει τις ακροατής λόγου εστί και ου ποιητής, ούτος έοικεν ανδρί κατανοούντι το πρόσωπον της γενέσεως αυτού εν εσόπτρω
24 κατενόησε γαρ εαυτόν και απελήλυθε, και ευθέως επελάθετο οποίος ην.
25 ο δε παρακύψας εις νόμον τέλειον τον της ελευθερίας και παραμείνας, ούτος ουκ ακροατής επιλησμονής γενόμενος, αλλά ποιητής έργου, ούτος μακάριος εν τη ποιήσει αυτού έσται.
26 Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ' απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία.
27 θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου.
Στίχ. 1-4. Αι θλίψεις μας ωφελούν πνευματικώς.
Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος, ταις δώδεκα φυλαίς ταις εν τη διασπορά χαίρειν.
2 Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις,
3 γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν
4 η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι.
Στίχ. 5-8. Αίτησις σοφίας παρά Θεού.
5 Ει δε τις υμών λείπεται σοφίας, αιτείνω παρά του διδόντος Θεού πάσιν απλώς και ουκ ονειδίζοντος, και δοθήσεται αυτώ
6 αιτείνω δε εν πίστει, μηδέν διακρινόμενος ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω και ριπιζομένω.
7 μη γαρ οιέσθω ο άνθρωπος εκείνος ότι λήψεταί τι παρά του Κυρίου.
8 ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού.
Στίχ. 9-11. Η πτωχεία δεν είναι κακόν και ο πλούτος δεν είναι πλεονέκτημα.
9 καυχάσθω δε ο αδελφός ο ταπεινός εν τω ύψει αυτού,
10 ο δε πλούσιος εν τη ταπεινώσει αυτού, ότι ως άνθος χόρτου παρελεύσεται.
11 ανέτειλε γαρ ο ήλιος συν τω καύσωνι και εξήρανε τον χόρτον, και το άνθος αυτού εξέπεσε, και η ευπρέπεια του προσώπου αυτού απώλετο. ούτω και ο πλούσιος εν ταις πορείαις αυτού μαρανθήσεται.
Στίχ. 12. Η υπομονή θα ανταμειφθή.
12 Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν.
Στίχ. 13-18. Ο Θεός είναι η πηγή των τελείων δωρημάτων.
13 Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα.
14 έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος
15 είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία απολεσθείσα αποκύει θάνατον.
16 Μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί
17 πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον ένωθέν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ' ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα.
18 βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν τινα των αυτού κτισμάτων.
Στίχ. 19-27. Πρέπει να εφαρμόζωμεν τον θείον λόγον.
19 Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, έστω πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι, βραδύς εις το λαλήσαι, βραδύς εις οργήν
20 οργή γαρ ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται.
21 διό αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών.
22 Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροαταί, παραλογιζόμενοι εαυτούς.
23 ότι ει τις ακροατής λόγου εστί και ου ποιητής, ούτος έοικεν ανδρί κατανοούντι το πρόσωπον της γενέσεως αυτού εν εσόπτρω
24 κατενόησε γαρ εαυτόν και απελήλυθε, και ευθέως επελάθετο οποίος ην.
25 ο δε παρακύψας εις νόμον τέλειον τον της ελευθερίας και παραμείνας, ούτος ουκ ακροατής επιλησμονής γενόμενος, αλλά ποιητής έργου, ούτος μακάριος εν τη ποιήσει αυτού έσται.
26 Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ' απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία.
27 θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου.
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014
Ευχολόγιον
Εκκλησιαστικό, λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει διάφορες ακολουθίες και ευχές της Εκκλησίας μας. Υπάρχει το << Μικρόν >> και το << Μέγα >> Ευχολόγιο. Και τα δύο χρησιμοποιούνται από τους ιερείς και τους επισκόπους της Εκκλησίας μας. Το Μικρό Ευχολόγιο, που λέγεται και Αγιασματάριον περιέχει τις ιερές ακολουθίες των μυστηρίων που τελούνται συχνότερα στους ιερούς ναούς, ενώ το << Μέγα >> περιέχει όλες τις ακολουθίες των ιερών Μυστηρίων, που τελούνται εντός ή εκτός του ιερού ναού κ.α΄.
Κεκραγάρια
Ονομάζονται έτσι οι δύο πρώτοι στίχοι του 140ου ψαλμού, επειδή αρχίζουν με τη φράση << Κύριε εκέκραξα προ σε... >>. Έχουν μελοποιηθεί και στους οκτώ ήχους σε αργό και σε σύντομο μέλος και ψάλλονται κάθε μέρα στον Εσπερινό. Τα Κεκραγάρια ακολουθούν τροπάρια, που λέγονται Στιχηρά.
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014
ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο συγγράψας την επιστολήν ταύτην, διακρίνεται τόσον του Ιακώβου, του υιού του Ζεβεδαίου και αδελφού του ευαγγελιστού Ιωάννου, όσον και του Ιακώβου του μικρού, του υιού του Αλφαίου. Αμφότεροι οι δύο ούτοι Ιάκωβοι υπήρξαν απόστολοι εκ των δώδεκα. Ενώ ο Αδελφόθεος προστεθείς εις τον κύκλον των μαθητών μετά την Ανάστασιν του Κυρίου, εχρημάτισε πρώτος των Ιεροσολύμων επίσκοπος, διακριθείς δε και μεταξύ των αποστόλων εθεωρείτο μετά του Πέτρου και του ευαγγελιστού Ιωάννου ως εις των στύλων της πρώτης Εκκλησίας. Καλείται δε Αδελφόθεος, διότι, κατά την επικρατεστέραν γνώμην, μετά των άλλων νομιζομένων αδελφών του Χριστού ήτο υιός του μνήστορος Ιωσήφ εκ γυναικός, μετά της οποίας είχε συζευχθή ούτος πριν ή μνηστευθή την αειπάρθενον Θεοτόκον. Ασκητικός την δίαισκληρυμμένα << τα γόνατα αυτού δίκην καμήλου >>, διότι συνεχώς προσηύχετο γονυπετής << προσκυνών τω Θεώ και αιτούμενος άφεσιν τω λαώ >>. << Διά δε την υπερβολήν της δικαιοσύνης εκαλείτο ο Δίκαιος >>. Ολίγον προ της πολιορκίας των Ιεροσολύμων οι απιστήσαντες Ιουδαίοι ελιθοβόλησαν αυτόν, ημιθανή δ' όντα απετελείωσε τούτον γναφεύς τις διά πλήγματος ισχυρού, όπερ κατέφερε κατά της κεφαλής του δια ξύλου. Την επιστολήν του ο θείος Ιάκωβος απηύθυνεν εξ Ιεροσολύμων προς τας δώδεκα φυλάς τας εν τη διασπορά, ήτοι προς τους ανά τα έθνη εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, πιθανώτατα προ της Αποστολικής Συνόδου ( 50 μ. Χ. ).
Μεσώδιον Κάθισμα
Είναι το Κάθισμα ή Καθίσματα που ψάλλονται μετά την Γ΄ Ωδή. Επειδή δε ψάλλονται στο μέσον των Ωδών του Κανόνος ονομάζονται Μεσώδια Καθίσματα.
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΑΦΑΛΑΙΟΝ 18
ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 2 ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· 4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· 5 καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας. 6 καὶ ἔσπευσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάρραν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας. 7 καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 8 ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον. 9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ. 10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου. Σάρρα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ. 11 ῾Αβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. 12 ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. 13 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Αβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα. 14 μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ρῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 15 ἠρνήσατο δὲ Σάρρα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας. 16 ᾿Εξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας. ῾Αβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. 17 ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ ῾Αβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ. 18 ῾Αβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. 19 ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ῾Αβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν. 20 εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 2 ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· 4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· 5 καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας. 6 καὶ ἔσπευσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάρραν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας. 7 καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 8 ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον. 9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ. 10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου. Σάρρα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ. 11 ῾Αβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. 12 ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. 13 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Αβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα. 14 μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ρῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 15 ἠρνήσατο δὲ Σάρρα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας. 16 ᾿Εξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας. ῾Αβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. 17 ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ ῾Αβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ. 18 ῾Αβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. 19 ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ῾Αβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν. 20 εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΑΙ
ΙΑΚΩΒΟΥ
ΠΕΤΡΟΥ Α΄
ΠΕΤΡΟΥ Β΄
ΙΩΑΝΝΟΥ Α΄
ΙΩΑΝΝΟΥ Β΄
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ΄
ΙΟΥΔΑ
Ούτω τιτλοφορούνται επτά επιστολαί της Κ. Διαθήκης, εκ των οποίων τέσσαρες μεν μαρτυρούνται υπ' αυτών των προοιμίων ως γραφείσαι αι δύο υπό του Πέτρου, μία υπό του Ιακώβου και η άλλη υπό του Ιούδα τρεις δε αποδίδονται εις τον Ιωάννην. Πολύ ενωρίς αι επιστολαί αυταί απετέλεσαν ίδιον όμιλον, ήδη δε από της εποχής του Ωριγένους ήρχισε να κρατή δι' αυτάς και η ονομασία << Καθολικαί >>. Περί της εννοίας δε της ονομασίας ταύτης διάφοροι κατά καιρούς εξηνέχθησαν γνώμαι, και πιθανωτέρα τούτων φαίνεται η του Οικουμενίου κατά την οποίαν, λέγονται << Καθολικαί >>, διότι δεν αποστέλλονται εις ωρισμένας Εκκλησίας ή εις κατονομαζόμενα πρόσωπα, ως αι επιστολαί του Παύλου ( προς Ρωμαίους, προς Κορινθίους, προς Τιμόθεον κτλ. ), αλλ' είναι ούτως ειπείν εγκύκλιοι απευθυνόμεναι εις τους εν τη διασπορά εξ Ιουδαίων Χριστιανούς. Και είναι μεν αληθές, ότι αι δύο τελευταίαι επιστολαί του Ιωάννου φέρουσιν ιδιωτικόν χαρακτήρα, αλλ' ως ορθώς παρετηρήθη, η ονομασία εδόθη από του ισχυροτέρου. Αποτελούσι δηλαδή αι δύο αύται βραχύταται επιστολαί αναπόσπαστον σύνολον μετά της πρώτης, ήτις αναντιλέκτως είναι Καθολική.
ΠΕΤΡΟΥ Α΄
ΠΕΤΡΟΥ Β΄
ΙΩΑΝΝΟΥ Α΄
ΙΩΑΝΝΟΥ Β΄
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ΄
ΙΟΥΔΑ
Ούτω τιτλοφορούνται επτά επιστολαί της Κ. Διαθήκης, εκ των οποίων τέσσαρες μεν μαρτυρούνται υπ' αυτών των προοιμίων ως γραφείσαι αι δύο υπό του Πέτρου, μία υπό του Ιακώβου και η άλλη υπό του Ιούδα τρεις δε αποδίδονται εις τον Ιωάννην. Πολύ ενωρίς αι επιστολαί αυταί απετέλεσαν ίδιον όμιλον, ήδη δε από της εποχής του Ωριγένους ήρχισε να κρατή δι' αυτάς και η ονομασία << Καθολικαί >>. Περί της εννοίας δε της ονομασίας ταύτης διάφοροι κατά καιρούς εξηνέχθησαν γνώμαι, και πιθανωτέρα τούτων φαίνεται η του Οικουμενίου κατά την οποίαν, λέγονται << Καθολικαί >>, διότι δεν αποστέλλονται εις ωρισμένας Εκκλησίας ή εις κατονομαζόμενα πρόσωπα, ως αι επιστολαί του Παύλου ( προς Ρωμαίους, προς Κορινθίους, προς Τιμόθεον κτλ. ), αλλ' είναι ούτως ειπείν εγκύκλιοι απευθυνόμεναι εις τους εν τη διασπορά εξ Ιουδαίων Χριστιανούς. Και είναι μεν αληθές, ότι αι δύο τελευταίαι επιστολαί του Ιωάννου φέρουσιν ιδιωτικόν χαρακτήρα, αλλ' ως ορθώς παρετηρήθη, η ονομασία εδόθη από του ισχυροτέρου. Αποτελούσι δηλαδή αι δύο αύται βραχύταται επιστολαί αναπόσπαστον σύνολον μετά της πρώτης, ήτις αναντιλέκτως είναι Καθολική.
Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014
Μεθέορτα
Ονομάζονται έτσι οι ημέρες που ακολουθούν μιά μεγάλη χριστιανική εορτή π.χ. Μεθέορτα των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κ.τ.λ. Μεθέορτα ονομάζονται και τα τροπάρια που ψάλλονται τις ημέρες αυτές και αναφέρονται στο γεγονός της εορτής. Τα Μεθέορτα μιάς εορτής τελειώνουν με την απόδοση της εν λόγω εορτής.
Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014
Ακίνητες εορτές
Ονομάζονται οι εορτές εκείνες που έχουν σταθερή ημερομηνία εορτασμού. Κέντρο τους είναι η εορτή των Χριστουγέννων. Οι περισσότερες εορτές του χρόνου είναι ακίνητες, π.χ. Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, αγ. Χαραλάμπους, Κοίμ. Θεοτόκου, αγ. Δημητρίου κ.ά.
Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17
ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ ῞Αβραμ ἐτῶν ἐνενηκονταεννέα, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ ῞Αβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεός σου· εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος, 2 καὶ θήσομαι τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ πληθυνῶ σε σφόδρα. 3 καὶ ἔπεσεν ῞Αβραμ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων· 4 καὶ ἐγὼ ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου μετὰ σοῦ, καὶ ἔσῃ πατὴρ πλήθους ἐθνῶν, 5 καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ῞Αβραμ, ἀλλ᾿ ἔσται τὸ ὄνομά σου ῾Αβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε. 6 καὶ αὐξανῶ σε σφόδρα σφόδρα καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται. 7 καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετά σέ, εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν, εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸς καὶ τοῦ σπέρματός σου μετὰ σέ. 8 καὶ δώσω σοι καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖς, πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν. 9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς ῾Αβραάμ· σὺ δὲ τὴν διαθήκην μου διατηρήσεις, σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν. 10 καὶ αὕτη ἡ διαθήκη, ἣν διατηρήσεις, ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν· περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν, 11 καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν. 12 καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ὁ οἰκογενὴς καὶ ὁ ἀργυρώνητος, ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου, ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σπέρματός σου. 13 περιτομῇ περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴς τῆς οἰκίας σου καὶ ὁ ἀργυρώνητος, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην αἰώνιον. 14 καὶ ἀπερίτμητος ἄρσην, ὃς οὐ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε. 15 Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ ῾Αβραάμ· Σάρα ἡ γυνή σου οὐ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτῆς Σάρα, ἀλλὰ Σάρρα ἔσται τὸ ὄνομα αὐτῆς. 16 εὐλογήσω δὲ αὐτήν, καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον· καὶ εὐλογήσω αὐτό, καὶ ἔσται εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς ἐθνῶν ἐξ αὐτοῦ ἔσονται. 17 καὶ ἔπεσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπεν ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ λέγων· εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ γενήσεται υἱός; καὶ εἰ ἡ Σάρρα ἐνενήκοντα ἐτῶν τέξεται; 18 εἶπε δὲ ῾Αβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν· ᾿Ισμαὴλ οὗτος ζήτω ἐναντίον σου. 19 εἶπε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς ῾Αβραὰμ· ναί· ἰδοὺ Σάρρα ἡ γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ισαάκ, καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς αὐτὸν εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναι αὐτῷ Θεὸς καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν. 20 περὶ δὲ ᾿Ισμαὴλ ἰδοὺ ἐπήκουσά σου· καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκα αὐτὸν καὶ αὐξανῶ αὐτόν καὶ πληθυνῶ αὐτὸν σφόδρα· δώδεκα ἔθνη γεννήσει καὶ δώσω αὐτὸν εἰς ἔθνος μέγα. 21 τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸς ᾿Ισαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάρρα εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑτέρῳ. 22 συνετέλεσε δὲ λαλῶν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνέβη ὁ Θεὸς ἀπό ῾Αβραάμ. 23 Καὶ ἔλαβεν ῾Αβραὰμ ᾿Ισμαὴλ τὸν υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ πάντας τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς ἀργυρωνήτους καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐν τῷ οἴκῳ ῾Αβραὰμ καὶ περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός. 24 ῾Αβραὰμ δὲ ἐνενηκονταεννέα ἦν ἐτῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ. 25 ᾿Ισμαὴλ δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἦν ἐτῶν δεκατριῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ. 26 ἐν δὲ τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης περιετμήθη ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισμαὴλ ὁ υἱὸς αὐτοῦ· 27 καὶ πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ οἱ οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ ἀργυρώνητοι ἐξ ἀλλογενῶν ἐθνῶν, περιέτεμεν αὐτούς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)