Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο συγγράψας την επιστολήν ταύτην, διακρίνεται τόσον του Ιακώβου, του υιού του Ζεβεδαίου και αδελφού του ευαγγελιστού Ιωάννου, όσον και του Ιακώβου του μικρού, του υιού του Αλφαίου. Αμφότεροι οι δύο ούτοι Ιάκωβοι υπήρξαν απόστολοι εκ των δώδεκα. Ενώ ο Αδελφόθεος προστεθείς εις τον κύκλον των μαθητών μετά την Ανάστασιν του Κυρίου, εχρημάτισε πρώτος των Ιεροσολύμων επίσκοπος, διακριθείς δε και μεταξύ των αποστόλων εθεωρείτο μετά του Πέτρου και του ευαγγελιστού Ιωάννου ως εις των στύλων της πρώτης Εκκλησίας. Καλείται δε Αδελφόθεος, διότι, κατά την επικρατεστέραν γνώμην, μετά των άλλων νομιζομένων αδελφών του Χριστού ήτο υιός του μνήστορος Ιωσήφ εκ γυναικός, μετά της οποίας είχε συζευχθή ούτος πριν ή μνηστευθή την αειπάρθενον Θεοτόκον. Ασκητικός την δίαισκληρυμμένα << τα γόνατα αυτού δίκην καμήλου >>, διότι συνεχώς προσηύχετο γονυπετής << προσκυνών τω Θεώ και αιτούμενος άφεσιν τω λαώ >>. << Διά δε την υπερβολήν της δικαιοσύνης εκαλείτο ο Δίκαιος >>. Ολίγον προ της πολιορκίας των Ιεροσολύμων οι απιστήσαντες Ιουδαίοι ελιθοβόλησαν αυτόν, ημιθανή δ' όντα απετελείωσε τούτον γναφεύς τις διά πλήγματος ισχυρού, όπερ κατέφερε κατά της κεφαλής του δια ξύλου. Την επιστολήν του ο θείος Ιάκωβος απηύθυνεν εξ Ιεροσολύμων προς τας δώδεκα φυλάς τας εν τη διασπορά, ήτοι προς τους ανά τα έθνη εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, πιθανώτατα προ της Αποστολικής Συνόδου ( 50 μ. Χ. ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.