Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΝΕΣΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 34 

ΕΞΗΛΘΕ δὲ Δείνα ἡ θυγάτηρ Λείας, ἣν ἔτεκε τῷ ᾿Ιακώβ, καταμαθεῖν τὰς θυγατέρας τῶν ἐγχωρίων. 2 καὶ εἶδεν αὐτὴν Συχὲμ ὁ υἱὸς ᾿Εμμὼρ ὁ Εὐαῖος, ὁ ἄρχων τῆς γῆς καὶ λαβὼν αὐτήν, ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς καὶ ἐταπείνωσεν αὐτήν. 3 καὶ προσέσχε τῇ ψυχῇ Δείνας τῆς θυγατρὸς ᾿Ιακὼβ καὶ ἠγάπησε τὴν παρθένον καὶ ἐλάλησε κατὰ τὴν διάνοιαν τῆς παρθένου αὐτῇ. 4 εἶπε Συχὲμ πρὸς ᾿Εμμὼρ τὸν πατέρα αὐτοῦ λέγων· λαβέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα. 5 ᾿Ιακὼβ δὲ ἤκουσεν, ὅτι ἐμίανεν ὁ υἱὸς ᾿Εμμὼρ Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ· οἱ δὲ υἱοὶ αὐτοῦ ἦσαν μετὰ τῶν κτηνῶν αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ. παρεσιώπησε δὲ ᾿Ιακὼβ ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτούς. 6 ἐξῆλθε δὲ ᾿Εμμὼρ ὁ πατὴρ Συχὲμ πρὸς ᾿Ιακὼβ λαλῆσαι αὐτῷ. 7 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ ἦλθον ἐκ τοῦ πεδίου· ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες, καὶ λυπηρὸν ἦν αὐτοῖς σφόδρα, ὅτι ἄσχημον ἐποίησεν ἐν ᾿Ισραὴλ κοιμηθεὶς μετὰ τῆς θυγατρός ᾿Ιακώβ, καὶ οὐχ οὕτως ἔσται. 8 καὶ ἐλάλησεν ᾿Εμμὼρ αὐτοῖς λέγων· Συχὲμ ὁ υἱός μου προείλετο τῇ ψυχῇ τὴν θυγατέρα ὑμῶν· δότε οὖν αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα 9 καὶ ἐπιγαμβρεύσασθε ἡμῖν· τὰς θυγατέρας ὑμῶν δότε ἡμῖν καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν λάβετε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν. 10 καὶ ἐν ἡμῖν κατοικεῖτε, καὶ ἡ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον ὑμῶν· κατοικεῖτε καὶ ἐμπορεύεσθε ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ἐγκτᾶσθε ἐν αὐτῇ. 11 εἶπε δὲ Συχὲμ πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς· εὕροιμι χάριν ἐναντίον ὑμῶν, καὶ ὃ ἐὰν εἴπητε, δώσομεν. 12 πληθύνατε τὴν φερνὴν σφόδρα, καὶ δώσω καθότι ἂν εἴπητέ μοι, καὶ δώσατέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα. 13 ἀπεκρίθησαν δὲ οἱ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ τῷ Συχὲμ καὶ ᾿Εμμὼρ τῷ πατρὶ αὐτοῦ μετὰ δόλου καὶ ἐλάλησαν αὐτοῖς, ὅτι ἐμίαναν Δείνα τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν, 14 καὶ εἶπαν αὐτοῖς Συμεὼν καὶ Λευὶ οἱ ἀδελφοὶ Δείνας· οὐ δυνησόμεθα ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο, δοῦναι τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν ἀνθρώπῳ, ὃς ἔχει ἀκροβυστίαν· ἔστι γὰρ ὄνειδος ἡμῖν. 15 μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθησόμεθα ὑμῖν κα’Ι κατοικήσομεν ἐν ὑμῖν, ἐὰν γένησθε ὡς ἡμεῖς καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ περιτμηθῆναι ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν. 16 καὶ δώσομεν τὰς θυγατέρας ἡμῶν ὑμῖν καὶ ἀπό τῶν θυγατέρων ὑμῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας καὶ οἰκήσομεν παρ᾿ ὑμῖν καὶ ἐσόμεθα ὡς γένος ἕν. 17 ἐὰν δὲ μὴ εἰσακούσητε ἡμῶν τοῦ περιτεμέσθαι, λαβόντες τὴν θυγατέρα ἡμῶν ἀπελευσόμεθα. 18 καὶ ἤρεσαν οἱ λόγοι ἐναντίον ᾿Εμμὼρ καὶ ἐναντίον Συχὲμ τοῦ υἱοῦ ᾿Εμμώρ. 19 καὶ οὐκ ἐχρόνισεν ὁ νεανίσκος τοῦ ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο· ἐνέκειτο γὰρ τῇ θυγατρὶ ᾿Ιακώβ· αὐτὸς δὲ ἦν ἐνδοξότατος πάντων τῶν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 20 ἦλθε δὲ ᾿Εμμὼρ καὶ Συχὲμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ πρὸς τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ ἐλάλησαν πρὸς τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως αὐτῶν λέγοντες· 21 οἱ ἄνθρωποι οὗτοι εἰρηνικοί εἰσι, μεθ᾿ ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν, ἡ δὲ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον αὐτῶν. τὰς θυγατέρας αὐτῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν δώσομεν αὐτοῖς. 22 ἐν τούτῳ μόνον ὁμοιωθήσονται ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κατοικεῖν μεθ᾿ ἡμῶν, ὥστε εἶναι λαὸν ἕνα, ἐν τῷ περιτεμέσθαι ἡμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καθὰ καὶ αὐτοὶ περιτέτμηνται. 23 καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ τὰ τετράποδα καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν οὐχ ἡμῶν ἔσται· μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθῶμεν αὐτοῖς, καὶ οἰκήσουσι μεθ᾿ ἡμῶν. 24 καὶ εἰσήκουσαν ᾿Εμμὼρ καὶ Συχὲμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πάντες οἱ ἐμπορευόμενοι τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ περιετέμοντο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτῶν πᾶς ἄρσην. 25 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτε ἦσαν ἐν τῷ πόνῳ, ἔλαβον οἱ δύο υἱοὶ ᾿Ιακὼβ Συμεὼν καὶ Λευὶ ἀδελφοὶ Δείνας ἕκαστος τὴν μάχαιραν αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀσφαλῶς καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἀρσενικόν· 26 τόν τε ᾿Εμμὼρ καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀπέκτειναν ἐν στόματι μαχαίρας. καὶ ἔλαβον τὴν Δείναν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ Συχὲμ καὶ ἐξῆλθον. 27 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ εἰσῆλθον ἐπὶ τοὺς τραυματίας καὶ διήρπασαν τὴν πόλιν, ἐν ᾗ ἐμίαναν Δείναν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν, 28 καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶν καὶ τοὺς βόας αὐτῶν καὶ τοὺς ὄνους αὐτῶν, ὅσα τε ἦν ἐν τῇ πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν τῷ πεδίῳ, ἔλαβον. 29 καὶ πάντα τὰ σώματα αὐτῶν καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν ᾐχμαλώτευσαν, καὶ διήρπασαν ὅσα τε ἦν ἐν τῇ πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν ταῖς οἰκίαις. 30 εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ πρὸς Συμεὼν καὶ Λευί· μισητόν με πεποιήκατε, ὥστε πονηρόν με εἶναι πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι τὴν γῆν, ἔν τε τοῖς Χαναναίοις καὶ ἐν τοῖς Φερεζαίοις· ἐγὼ δὲ ὀλιγοστός εἰμι ἐν ἀριθμῷ, καὶ συναχθέντες ἐπ᾿ ἐμὲ συγκόψουσί με, καὶ ἐκτριβήσομαι ἐγὼ καὶ ὁ οἶκός μου. 31 οἱ δὲ εἶπαν· ἀλλ᾿ ὡσεὶ πόρνῃ χρήσονται τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν;

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Οκτώηχος

Λειτουργικό βιβλίο που χρησιμοποιείται στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Ονομάστηκε έτσι γιατί περιέχει τροπάρια και των οκτώ ήχων, που ψάλλονται όλο το χρόνο στην Εκκλησία μας. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676 - 756) ο οποίος γεννήθηκε στη Δαμασκό της Συρίας. Η Οκτώηχος ή Οκτωήχι (το) ομοιάζει με την Παρακλητική. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα σκλαβωμένα ελληνόπουλα από το Οκτωήχι μάθαιναν τα ελληνικά γράμματα. Η Οκτώηχος διαφέρει από την Παρακλητική στο ότι αυτή περιέχει μόνο την ακολουθία του Σαββάτου και της Κυριακής και των οκτώ ήχων (Οκτώηχος) τα Εωθινά Εξαποστειλάρια και τα Δοξαστικά. Η Παρακλητική, όμως, περιέχει όλες τις <<καθ' ημέραν>> ακολουθίες της εβδομάδος και στους οκτώ ήχους.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Μαρτυρικά

Τροπάρια που είναι αφιερωμένα στους μάρτυρες της πίστεως μας, γι' αυτό και μαρτυρικά καλούνται. Τα Μαρτυρικά περιέχονται στο βιβλίο της Παρακλητικής και εγκωμιάζουν την πίστη, την ανδρεία και το μαρτύριο των μαρτύρων. Μαρτυρικά τροπάρια ευρίσκονται αυτόνομα αλλά και σε τροπάρια των Κανόνων. 

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Θεομητορικές εορτές

Ονομάζονται οι εορτές που είναι αφιερωμένες στο πάντιμο πρόσωπο της Θεοτόκου. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η <<αγία αγίων μείζων>>. Είναι η <<Κεχαριτωμένη>> και η <<ευλογημένη εν γυναιξί>>. Έτσι την προσφώνησε ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Είναι η Θεοτόκος γιατί γέννησε τον Υιόν του Θεού, τον Ιησού Χριστό, τον σωτήρα του κόσμου <<εκ πνεύματος Αγίου>>. Η Γ΄ Ο ικουμενική Σύνοδος εδογμάτισε για την Παρθένο Μαρία <<Ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενενρθωπήσαι>>. Δηλαδή ομολογούμε πως η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, γιατί πραγματικά ο θείος Λόγος σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος. Οι πιστοί με ευλάβεια καταφεύγουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη μητέρα του Χριστού, που είναι και μητέρα όλων μας και ζητούμε από αυτή τις ικεσίες της και μεσιτείες της προς τον Υιό της και Θεόν της. Θεομητορικές εορτές είναι η Σύλληψη της αγίας Άννης, μητέρα της Θεοτόκου, το Γενέθλιο της Θεοτόκου, τα Εισόδια, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση της Θεοτόκου κ.ά. 

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Προσευχή είναι, κατά μεν την ουσίαν της, μυστική ένωσις ανθρώπου και Θεού. Κατά δε την ενέργειάν της, στήριγμα του κόσμου. Είναι συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, τα οποία πάλιν γεννούν την προσευχήν. Η προσευχή συμφιλιώνει τον αμαρτωλόν με τον Θεόν, γίνεται γέφυρα να περάση κανείς τους πειρασμούς, είναι εμπόδιον των θλίψεων και σταματά τους πειρασμούς. Η προσευχή είναι το αδιάλειπτον έργον των Αγγέλων, η τροφή των Ασωμάτων δυνάμεων, είναι η μέλλουσα ευφροσύνη. Η προσευχή είναι εργασία χωρίς τέλος, πηγή θείων χαρισμάτων και αρετών, είναι αφανής ωφέλεια της ψυχής τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου. Η προσευχή αναιρεί την απόγνωσιν, φανερώνει ελπίδα, σταματά την λύπην, είναι πλούτος των Μοναχών, θυσαυρός των Ησυχαστών, ελαττώνει τον θυμόν. Η προσευχή είναι ο καθρέπτης της ψυχικής προόδου, φανέρωμα της αρετής, τεκμήριον της καταστάσεως της ψυχής. Η προσευχή αποκαλύπτει τα μέλλοντα και επισημαίνει την μέλλουσαν δόξαν. Προσευχή είναι, δι' εκείνον που πραγματικά προσεύχεται, δικαστήριον, όπου κρίνεται ενώπιον του Κυρίου. βήμα προ του μέλλοντος βήματος όπου θα κριθούν οι άνθρωποι. 
β΄. Ας ακούσωμεν την ιεράν αυτήν βασίλισσαν των αρετών, η οποία μας καλεί με δυνατήν φωνήν. <<Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών>> και ίασιν εις τας πληγάς σας. Διότι ο ζυγός μου είναι χρηστός και θεραπεύει μεγάλας αμαρτίας. 
γ΄. Όσοι πορευόμεθα να παρασταθώμεν και να συνομιλήσωμεν με τον βασιλέα Θεόν, πρέπει προηγουμένως να ετοιμασθώμεν, μήπως μας ίδη από μακρυά μα μη έχωμεν όπλα και ανάλογον στολήν, και διατάξη τους αγγέλους του να μας δέσουν, να μας απομακρύνουν από το πρόσωπόν του και να μας επιστρέψουν με αισχύνην τας δεήσεις μας. 
δ΄. Μεταβαίνων να προσευχηθής πρέπει ο χιτών της ψυχής σου να είναι όλος υφασμένος με το νήμα της αμνησικακίας, άλλως δεν πρόκειται να ωφεληθής καθόλου από την προσευχήν. Όλη  η δέησίς σου να έχη απλότητα λόγων. Διότι με ένα <<ελέησόν με>>, ο Τελώνης και ο Άσωτος εξιλέωσαν τον Θεόν. 
ε΄. Η μεν στάσις εις την προσευχήν είναι μια δι' όλους τους προσευχομένους, αλλά αι διαθέσεις είναι διάφοροι. Άλλοι προσεύχονται ως προς φίλον και Κύριον, χάριν άλλων και όχι διά τον εαυτόν των προσφέρουν ικεσίαν και δοξολογίαν. Άλλοι ζητούν περισσοτέρας αρετάς και οικειότητα με τον Θεόν και πλείονα δόξαν εν ουρανοίς προς δόξαν του Θεού. Άλλοι ζητούν να απαλλαγούν από τον πόλεμον του διαβόλου. Τινές παρακαλούν διά κάποιο χάρισμα πνευματικόν, άλλοι πάλιν ζητούν να απαλλαγούν τελείως από τας οφειλάς εκ των αμαρτιών των. Άλλοι παρακαλούν να ελευθερωθούν από την κόλασιν και άλλοι να συγχωρηθούν τα μεγάλα αμαρτήματά των. 
ς΄. Εις την σειράν των θεμάτων της σεήσεώς μας, πρέπει να προτάξωμεν την ειλικρινή ευχαριστίαν προς τον Θεόν διά τας ευεργεσίας του. Ύστερα να ομολογήσωμεν τας αμαρτίας και τας ατελείας μας με βαθείαν συναίσθησιν και συντριβήν ψυχής και εν συνεχεία να είπωμεν εις τον Παμβασιλέα Θεόν το συγκεκριμμένον αίτημά μας. Αυτή η τάξις της προσευχής είναι αρίστη, την οποίαν άλλωστε απεκάλυψεν Άγγελος Κυρίου εις ένα αδελφόν. 
ζ΄. Εάν παρέστης ποτέ ενώπιον δικαστού ως ένοχος, δεν θα χρειασθή άλλο υπόδειγμα ήθους εις την προσευχήν σου. Εάν δεν συνέβη αυτό σε σένα, ούτε άλλον ένοχον είδες ενώπιον δικαστού, τουλάχιστον να διδαχθής από τας παρακλήσεις των ασθενών, προς τους ιατρούς, όταν πρόκειται να υποστούν πολυώδυνον ακρωτηριασμόν. 
η΄. Μη αναζητής σπουδαίους λόγους στην προσευχήν σου, διότι πολλάκις παιδικά ψελλίσματα, απλά και χωρίς ποικιλίαν, ευηρέστησαν τον Πατέρα αυτών, τον εν ουρανοίς
θ΄. Μη επιχειρής να πολυλογής, διά μα μη σκορπισθή ο νους σου, κατά την προσευχήν σου, διά της αναζητήσεως λόγων. Ένας λόγος του Τελώνου εξιλέωσε τον Θεόν. Και ένας λόγος μετά πίστεως έσωσε τον ληστήν. Η πολυλογία εις την προσευχήν πολλάκις εφαντασίωσε και εσκόρπισε τον νουν, ενώ η μονολογία έχει την ιδιότητα να συνάγη τον νουν. 
ι΄. Όταν ηδύνεται η ψυχή ή κατανύσσεται από μίαν ωρισμένην έννοιαν στην προσευχήν, παράμενε εις αυτήν. Διότι τότε ο φύλαξ ημών Άγγελος συμπροσεύχεται μαζή μας. 
ια΄. Μη έχε πολλήν οικειότητα κατά την προσευχήν σου με τον Θεόν, έστω και αν έχης καθαρότητα και δεν σε ελέγχει η συνείδησις σε τίποτε. Να προσέρχεσαι στην προσευχήν μάλλον με ταπεινοφροσύνην πολλήν και έτσι θα αποκτήσης μεγαλυτέραν οικειότητα. 
ιβ΄. Να προσεύχεσαι υπέρ της αφέσεως των αμαρτιών σου, έστω και αν έχης ανέβει όλην την κλίμακα των αρετών, έχων ως υπόδειγμα τον Παύλον, όστις, ομιλών περί αμαρτωλών, έλεγεν, <<ων πρώτος είμι εγώ>>. 
ιγ΄. Το έλαιον και το άλας καρυκεύουν τα φαγητά. Η σωφροσύνη δε και τα δάκρυα πτερώνουν την προσευχήν. 
ιδ΄. Εάν ενδυθής εις τέλειον βαθμόν την αοργησίαν και την πραότητα, δεν θα κοπιάσης να ελευθερώσης τον νουν σου από την αιχμαλωσίαν, που προκαλεί η ενέργεια των παθών. 
ιε΄. Έως τότε που δεν κατέχομεν ακόμη αληθή προσευχήν, ομοιάζομεν με τους γυμνάζοντας τα νήπια να βαδίζουν τα πρώτα βήματα. Δηλαδή, όταν ο νους πέφτει από την αδυναμίαν του, τότε ημείς να τον υψώνωμεν έως ότου αποκτήσει σταθερότητα εις την προσευχήν. 
ις΄. Αγωνίζου να περιορίζης τον νουν σου, την νόησίν σου, μόνον εις τα λόγια της προσευχής. Και αν από την νηπιότητα της ψυχής δεν στέκεται ο νους στο ύψος της προσευχής, πάλιν φρόντισε να τον εισάγης εις τα λόγια της προσευχής. Διότι ιδίωμα του νου είναι η αστάθεια και μόνον ο Θεός δύναται να στερεώση και τον νουν, όπως όλον τον κόσμον. 
ιζ΄. Εάν αγωνίζεσαι αδιαλείπτως εις την προσευχήν, θα επισκεφθή και εσένα αυτός που περιορίζει την θάλασσαν του νου, ο Θεός, και θα ειπή προς αυτήν κατά την ώραν της προσευχής σου <<μέχρι τούτου ελεύση και ουχ υπερβήση>>. 
ιη΄. Είναι αδύνατον, βεβαίως, να δεσμεύση κανείς τον άνεμον, αλλ' όπου είναι ο Κτίστης του ανέμου, εκεί όλα υποτάσσονται. 
ιθ΄. Εάν μεν είδες ποτέ τον Ήλιον - Θεόν, καθώς πρέπει, θα ημπορέσης και να συνομιλήσης με αυτόν όπως πρέπει. Εάν δε δεν τον είδες, πως θα δυνηθής να παρασταθής εις προσευχήν, χωρίς να ψεύδεσαι; 
κ΄. Αρχή της προσευχής είναι, να αποδιώκη κανείς αμέσως, μόλις εμφανισθούν, τας προσβολάς των φαντασιών και των ασχέτων λογισμών με την επίκλησιν του Ιησού. Μεσότης προσευχής είναι, να μη μετεωρίζεται ο νους, αλλά να μένη στα λόγια της προσευχής και εις τα νοήματά της. Η δε τελειότης συνίσταται στην αρπαγήν του νου προς Τον Κύριον. 
κα΄. Άλλης ποιότητος αγαλλίασιν αισθάνονται όσοι συμπροσεύχονται μετά συνοδίας και μοναστικής αδελφότητος και άλλης αισθάνονται, οι εν ησυχία προσευχόμενοι. Η μεν πρώτη αγαλλίασις δεν είναι τελείως καθαρά από τον ρύπον της κενοδοξίας. Η δε άλλη είναι όλη γεμάτη από ταπεινοφροσύνην. 
κβ΄. Εάν μεν γυμνάζης πάντοτε τον νουν σου να μη λησμονή την προσευχήν, θα έλθη καιρός που θα προσεύχεσαι και κατά την ώραν του φαγητού σου. Εάν δε αφήνης τον νουν σου να πλανάται ανεμποδίστως ουδέποτε θα αποκτήσης προσευχήν. 
κγ΄. Ο μεν μέγας Παύλος, ο εργάτης της μεγάλης και τελείας προσευχής, λέγει <<Θέλω ειπείν πέντε λόγους τω νοΐμου>>, και τα εξής. Αλλά αυτό δεν δύναται να εφαρμοσθή από τους αδυνάτους εις την προσευχήν. Διά τούτο οι ατελείς χρειαζόμεθα μαζή με την καθαρότητα και την ποσότητα, δηλαδή την πυκνήν επανάληψιν της ευχής. Εκ της έξεως να προσεύχεται κανείς γεννάται και η καθαρά προσευχή. Διότι όπως λέγει η μήτηρ του Προφήτου Σαμουήλ, ο Θεός <<δίδει ευχήν>> καθαράν εις εκείνον που προσεύχεται αόκνως και με πόνον, έστω και μη καθαρώς. 
κδ΄. Άλλο είναι ρόπος προσευχής, άλλο αφανισμός, άλλο κλοπή και άλλο μώμος. Ρύπος είναι το να παρίσταται κανείς ενώπιον του Θεού διά της προσευχής και να φαντάζεται άτοπα, είτε εικόνας είτε λογισμούς. Αφανισμός είναι, όταν ο νους κατά την προσευχήν αιχμαλωτίζεται από ματαίας φροντίδας. Κλοπή είναι ο ανεπαίσθητος ρεμβασμός του νου, ο παροδικός σκορπισμός του κατά την ώραν της προσευχής. Και μώμος είναι, η οποιαδήποτε προσβολή ασχέτου προς την προσευχήν λογισμού, που μόλις εγγίζει τον νουν και φυσικά βλάπτει την καθαρότητα της προσευχής. 
κε΄. Εάν μεν δεν είμεθα μόνοι κατά την προσευχήν, τότε το σχήμα της ευλαβείας και του δέους, ενώπιον του Θεού, ας είναι μόνον εσωτερικόν. Εάν δε δεν ευρίσκεται κανείς πλησίον μας, έτοιμος να μας επαινέση, τότε ας πάρωμεν και εξωτερικώς σχήμα ταπεινώσεως και συντριβής, διότι εις τους ατελείς ο νους διατίθεται συνήθως αναλόγως του εξωτερικου σχήματος. 
κς΄. Όλοι, βεβαίως έχουν ανάγκην αμέτρου συντριβής. Περισσοτέραν όμως συντριβήν χρειάζονται, όσοι προσέρχονται εις τον Θεόν διά να λάβουν άφεσιν του χρέους των, εκ προηγουμένων αμαρτιών. 
κζ΄. Εάν ακόμη ευρισκώμεθα μέσα εις την φυλακήν των παθών, ας ακούσωμεν τον άγγελον, που λέγει εις τον Απόστολον Πέτρον: Φόρεσε την υπακοήν ωσάν δουλικήν ποδιάν, απαρνήσου τα θελήματά σου και, ελεύθερος πλέον από αυτά,  πρόσπεσε στον Κύριον με προσευχήν, ζητών μόνον το θέλημά Του. Τότε θα κατέλθη μέσα σου ο Θεός και θα πάρη το πηδάλιον της ψυχής σου, διά να σε κυβερνήση με ασφάλειαν χωρίς κινδύνους. 

Αγίου Ιωάννου της κλίμακος.

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Β΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ 

Στίχ. 1-11. Οι Χριστιανοί πρέπει να προοδεύουν εις την αρετήν. 

Συμεών Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού, τοις ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν εν δικαιοσύνη του Θεού ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού 
2 χάριν υμίν και ειρήνη πληθυνθείη εν επιγνώσει του Θεού και Ιησού του Κυρίου ημών. 
3 Ως πάντα ημίν της θείας δυνάμεως αυτού τα προς ζωήν και ευσέβειαν δεδωρημένης διά της επιγνώσεως του καλέσαντος ημάς διά δόξης και αρετής, 
4 δι' ων τα τίμια ημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται, ίνα διά τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως αποφυγόντες της εν κόσμω εν επιθυμία φθοράς. 
5 και αυτό τούτο δε σπουδήν πάσαν παρεισενέγκαντες επιχορηγήσατε εν τη πίστει υμών την αρετήν, εν δε τη αρετή την γνώσιν, 
6 εν δε τη γνώσει την εγκράτειαν, εν δε τη εγκρατεία την υπομονήν, εν δε τη υπομονή την ευσέβειαν, 
7 εν δε τη ευσεβεία την φιλαδελφίαν, εν δε τη φιλαδελφία την αγάπην. 
8 ταύτα γαρ υμίν υπάρχοντα και πλεονάζοντα ουκ αργούς ουδέ ακάρπους καθίστησιν εις την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επίγνωσιν 
9 ω γαρ μη πάρεστι ταύτα, τυφλός εστι, μυωπάζων, λήθην λαβών του καθαρισμού των πάλαι αυτού αμαρτιών. 
10 διό μάλλον, αδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν υμών την κλήσιν και εκλογήν ποιείσθαι ταύτα γαρ ποιούντες ου μη πταίσητέ ποτε. 
11 ούτω γαρ πλουσίως επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού. 

Στίχ. 12-15. Καθήκον του Πέτρου να υπενθυμίζη τας θείας αληθείας. 

12 Διό ουκ αμελήσω αεί υμάς υπομιμνήσκειν περί τούτων, καίπερ ειδότας και εστηριγμένους εν τη παρούση αληθεία. 
13 δίκαιο δε ηγούμαι, εφ' όσον ειμί εν τούτω τω σκηνώματι, διεγείρειν υμάς εν υπομνήσει, 
14 ειδώς ότι ταχινή εστιν η απόθεσις του σκηνώματός μου, καθώς και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εδήλωσέ μοι. 
15 σπουδάσω δε και εκάστοτε έχειν υμάς ματά την εμήν έξοδον την τούτων μνήμην ποιείσθαι. 

Στίχ. 16-21. Οι Απόστολοι είδον την Μεταμόρφωσιν του Χριστού. 

16 ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ' επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος. 
17 λαβών γαρ παρά Θεού πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εις ον εγώ ευδόκησα, 
18 και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω. 
19 και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω, έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών, 
20 τούτο πρώτον γινώσκοντες, ότι πάσα προφητεία γραφής ιδίας επιλύσεως ου γίνεται. 
21 ου γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλ' υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι. 

Αυτόμελον

Είδος τροπαρίου το οποίο έχει δικό του ρυθμό και μέλος. Με βάση το ρυθμό και το μέλος του Αυτομέλου έχουν γραφεί και άλλα τροπάρια που ονομάζονται κι αυτά Αυτόμελα, δηλ. έχουν το αυτό μέλος. Είναι τα γνωστά Προσόμοια, τα οποία συμφωνούν ως προς το μέλος, το ρυθμό και τον αριθμό των στίχων των συλλαβών των Αυτομέλων. Ο πρώτος στίχος του Αυτομέλου προτάσσεται του Προσομοίου και ονομάζεται <<Πρόλογος>> ή <<Προσόμοιον>>.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Δύναμις

Παράγγελμα του λειτουργούντος ιερέως ή διακόνου προς τον προσευχόμενο λαό για να δοξάσει τον Θεόν με όλες του τις πνευματικές δυνάμεις. Το <<Δύναμις>> ψάλλεται από τον ιεροψάλτη σε αργό μέλος με τον Τρισάγιο ύμνο <<Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος...>> κατά τη διάρκεια του οποίου ετοιμάζεται η εμμελής ανάγνωση του Αποστολικού αναγνώσματος. 

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΝΕΣΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 33


ΑΝΑΒΛΕΨΑΣ δὲ ᾿Ιακὼβ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε καὶ ἰδοὺ ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐρχόμενος καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ διεῖλεν ᾿Ιακὼβ τὰ παιδία ἐπὶ Λείαν καὶ ἐπί Ραχὴλ καὶ τὰς δύος παιδίσκας. 2 καὶ ἔθετο τὰς δύο παιδίσκας καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν πρώτοις καὶ Λείαν καὶ τὰ παιδία αὐτῆς ὀπίσω καὶ Ραχὴλ καὶ ᾿Ιωσὴφ ἐσχάτους. 3 αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 4 καὶ προσέδραμεν ῾Ησαῦ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν προσέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔκλαυσαν ἀμφότεροι. 5 καὶ ἀναβλέψας ῾Ησαῦ εἶδε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία καὶ εἶπε· τί ταῦτά σοι ἐστίν; ὁ δὲ εἶπε· τὰ παιδία, οἷς ἠλέησεν ὁ Θεὸς τὸν παῖδά σου. 6 καὶ προσήγγισαν αἱ παιδίσκαι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν, 7 καὶ προσήγγισε Λεία καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ προσεκύνησαν. καὶ μετὰ ταῦτα προσήγγισε Ραχὴλ καὶ ᾿Ιωσὴφ καὶ προσεκύνησαν. 8 καὶ εἶπε· τί ταῦτά σοι ἐστί, πᾶσαι αἱ παρεμβολαί αὗται, αἷς ἀπήντηκα; ὁ δὲ εἶπεν· ἵνα εὕρῃ ὁ παῖς σου χάριν ἐναντίον σου, κύριε. 9 εἶπε δὲ ῾Ησαῦ· ἔστι μοι πολλά, ἀδελφέ· ἔστω σοι τὰ σά. 10 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δέξαι τὰ δῶρα διὰ τῶν ἐμῶν χειρῶν· ἕνεκεν τούτου εἶδον τὸ πρόσωπόν σου, ὡς ἄν τις ἴδοι πρόσωπον Θεοῦ, καὶ εὐδοκήσεις με. 11 λαβὲ τὰς εὐλογίας μου, ἃς ἤνεγκά σοι, ὅτι ἠλέησέ με ὁ Θεὸς καὶ ἔστι μοι πάντα. καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν καὶ ἔλαβε· 12 καὶ εἶπεν· ἀπάραντες πορευσώμεθα ἐπ᾿ εὐθεῖαν. 13 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὁ κύριός μου γινώσκει, ὅτι τὰ παιδία ἁπαλώτερα καὶ τὰ πρόβατα καὶ αἱ βόες λοχεύονται ἐπ᾿ ἐμέ· ἐὰν οὖν καταδιώξω αὐτὰ ἡμέραν μίαν, ἀποθανοῦνται πάντα τὰ κτήνη. 14 προελθέτω ὁ κύριός μου ἔμπροσθεν τοῦ παιδὸς αὐτοῦ, ἐγὼ δὲ ἐνισχύσω ἐν τῇ ὁδῷ κατὰ σχολὴν τῆς πορεύσεως τῆς ἐναντίον μου καὶ κατὰ πόδα τῶν παιδαρίων, ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρὸς τὸν κύριόν μου εἰς Σηείρ. 15 εἶπε δὲ ῾Ησαῦ· καταλείψω μετὰ σοῦ ἀπὸ τοῦ λαοῦ τοῦ μετ᾿ ἐμοῦ. ὁ δὲ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο; ἱκανόν, ὅτι εὗρον χάριν ἐναντίον σου, κύριε. 16 ἀπέστρεψε δὲ ῾Ησαῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ εἰς Σηείρ. 17 Καὶ ᾿Ιακὼβ ἀπαίρει εἰς σκηνάς· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ οἰκίας καὶ τοῖς κτήνεσιν αὐτοῦ ἐποίησε σκηνάς· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Σκηναί. 18 καὶ ἦλθεν ᾿Ιακὼβ εἰς Σαλὴμ πόλιν Σικίμων, ἥ ἐστιν ἐν γῇ Χαναάν, ὅτε ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς Μεσοποταμίας Συρίας, καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον τῆς πόλεως. 19 καὶ ἐκτήσατο τὴν μερίδα τοῦ ἀγροῦ, οὗ ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, παρὰ ᾿Εμὼρ πατρὸς Συχὲμ ἑκατὸν ἀμνῶν. 20 καὶ ἔστησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Θεὸν ᾿Ισραήλ.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Α΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ 

Στίχ. 1-9. Καθήκοντα των ποιμένων και των πιστών. 

Πρεσβυτέρους τους εν υμίν παρακαλώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των του Χριστού παθημάτων, ο και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός, 
2 ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του Θεού, επισκοπούντες μη αναγκαστώς, αλλ' εκουσίως, μηδέ αισχροκερδώς, αλλά προθύμως, 
3 μηδ' ως κατακυριεύοντες των κλήρων, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου 
4 και φανερωθέντος του αρχιποίμενος κομιείσθε τον αμαράντινον της δόξης στέφανον 
5 Ομοίως νεώτεροι υποτάγητε πρεσβυτέροις, πάντες δε αλλήλοις υποτασσόμενοι την ταπεινοφροσύνην εγκομβώσασθε ότι ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν. 
6 Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ. 
7 πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ' αυτόν, ότι αυτώ μέλει περί υμών, 
8 νήψατε, γρηγορήσατε ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη. 
9 ω αντίστητε στερεοί τη πίστει, ειδότες τα αυτά των παθημάτων τη εν κόσμω υμών αδελφότητι επιτελείσθαι. 

Στίχ. 10-14. Ευχαί και χαιρετισμοί. 

10 Ο δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει 
11 αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. 
12 Διά Σιλουανού υμίν του πιστού αδελφού, ως λογίζομαι, δι' ολίγων έγραψα, παρακαλών, και επιμαρτυρών ταύτην είναι αληθή χάριν του Θεού. εις ην εστήκατε. 
13 Ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή και Μάρκος ο υιός μου.
14 ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγάπης. Ειρήνη υμίν πάσι τοις εν Χριστώ Ιησού αμήν. 

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Α΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ 

Στίχ. 1-6. Σωτήρια αποτελέσματα εκ των παθημάτων. 

Χριστού ουν παθόντος υπέρ ημών σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε, ότι ο παθών εν σαρκί πέπαυται αμαρτίας, 
2 εις το μηκέτι ανθρώπων επιθυμίαις, αλλά θελήματι Θεού τον επίλοιπον εν σαρκί βιώσαι χρόνον. 
3 αρκετός γαρ υμίν ο παρεληλυθώς χρόνος του βίου το θέλημα των εθνών κατεργάσασθαι, πεπορευμένους εν ασελγείαις, επιθυμίαις, οινοφλυγίαις, κώμοις, πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρίαις. 
4 εν ω ξενίζονται μη συντρεχόντων υμών εις την αυτήν της ασωτίας ανάχυσιν, βλασφημούντες 
5 οι αποδώσουσι λόγον τω ετοίμως έχοντι κρίναι ζώντας και νεκρούς. 
6 εις τούτο γαρ και νεκροίς ευηγγελίσθη, ίνα κριθώσι μεν κατά ανθρώπους σαρκί, ζώσι δε κατά Θεόν πνεύματι. 

Στίχ. 7-19. Χριστιανική συμπεριφορά προς πάντας. 

7 Πάντων δε το τέλος ήγγικε. σωφρονήσατε ουν και νήψατε εις τας προσευχάς 
8 προ πάντων δε την εις εαυτούς αγάπην εκτενή έχοντες, ότι η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών 
9 φιλόξενοι εις αλλήλους άνευ γογγυσμών 
10 έκαστος καθώς έλαβε χάρισμα, εις εαυτούς αυτό διακονούντες ως καλοί οικονόμοι ποικίλης χάριτος Θεού 
11 ει τις λαλεί, ως λόγια Θεού ει τις διακονεί, ως εξ ισχύος, ης χορηγεί ο Θεός ίνα εν πάσι δοξάζηται ο Θεός διά Ιησού Χριστού, ω εστιν η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. 
12 Αγαπητοί, μη ξενίζεσθε τη εν υμίν πυρώσει προς πειρασμόν υμίν γινομένη, ως ξένου υμίν συμβαίνοντος, 
13 αλλά καθό κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι, χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι. 
14 ει ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι, ότι το της δόξης και δυνάμεως και το του Θεού Πνεύμα εφ' υμάς αναπαύεται κατά μεν αυτούς βλασφημείται, κατά δε υμάς δοξάζεται. 
15 μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς ή κλέπτης ή κακοποιός ή ως αλλοτριοεπίσκοπος 
16 ει δε ως Χριστιανός, μη αισχυνέσθω, δοξαζέτω δε τον Θεόν εν τω μέρει τούτω. 
17 ότι ο καιρός του άρξασθαι το κρίμα από του οίκου του Θεού ει δε πρώτον αφ' ημών, τι το τέλος των απειθούντων τω του Θεού ευαγγελίω; 
18 και ει ο δίκαιος μόλις σώζεται, ο ασεβής και αμαρτωλός που φανείται; 
19 ώστε και οι πάσχοντες κατά το θέλημα του Θεού, ως πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τας ψυχάς αυτών εν αγαθοποιΐα. 

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Α΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ 

Στίχ. 1-7. Καθηκοντα των συζύγων. 
 
Ομοίως αι γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν, ίνα και ει τινες απειθούσι τω λόγω, διά της των γυναικών αναστροφής άνευ λόγου κερδηθήσονται, 
2 εποπτεύσαντες την εν φόβω αγνήν αναστροφήν υμών. 
3 ων έστω ουχ ο έξωθεν εμπλοκής τριχών και περιθέσεως χρυσίων ή ενδύσεως ιματίων κόσμος, 
4 αλλ' ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ο εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές. 
5 ούτω γαρ ποτε και αι άγιαι γυναίκες αι ελπίζουσαι επί τον Θεόν εκόσμουν εαυτάς, υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν, 
6 ως Σάρρα υπήκουσε τω Αβραάμ, κύριον αυτόν καλούσα ης εγενήθητε τέκνα αγαθοποιούσαι και μη φοβούμεναι μηδεμίαν πτόησιν. 
7 Οι άνδρες ομοίως συνοικούντες κατά γνώσιν, ως ασθενεστέρω σκεύει τω γυναικείω απονέμοντες τιμήν, ως και συγληρονόμοι χάριτος ζωής, εις το μη εγκόπτεσθαι τας προσευχάς υμών. 

Στίχ. 8-17. Προτροπαί διάφοποι προς τους πιστούς. 

8 Το δε τέλος πάντες ομόφρονες, συμπαθείς, φιλάδελφοι, εύσπλαγχνοι, φιλόφρονες, 
9 μη αποδιδόντες κακόν αντί κακού ή λοιδορίαν αντί λοιδορίας, τουναντίον δε ευλογούντες, ειδότες ότι εις τούτο εκλήθητε, ίνα ευλογίαν κληρονομήσητε. 
10 ο γαρ θέλων ζωήν αγαπάν και ιδείν ημέρας αγαθάς παυσάτω την γλώσσαν αυτού από κακού και χείλη αυτού του μη λαλήσαι δόλον, 
11 εκκλινάτω από κακού και ποιησάτω αγαθόν, ζητησάτω ειρήνην και διωξάτω αυτήν 
12 ότι οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους και ώτα αυτού εις σέησιν αυτών, πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά. 
13 Και τις ο κακώσων υμάς, εάν του αγαθού μιμηταί γένησθε; 
14 αλλ' ει και πάσχοιτε διά δικαιοσύνην, μακάριοι. τον δε φόβον αυτών μη φοβηθήτε μηδέ ταραχθήτε, 
15 Κύριον δε τον Θεόν αγιάσατε εν ταις καρδίαις υμών, έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραΰτητος και φόβου, 
16 συνείδησιν έχοντες αγαθήν, ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών, καταισχυνθώσιν οι επηρεάζοντες υμών την αγαθήν εν Χριστώ αναστροφήν. 
 17 κρείττον γαρ αγαθοποιούντας, ει θέλοι το θέλημα του Θεού, πάσχειν ή κακοποιούντας. 

Στίχ. 18-22. Ο Χριστός έπαθεν υπέρ ημών. 

18 ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι 
19 εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν, 
20 απειθήσασί ποτε, ότε απεξεδέχετο η του Θεού μακροθυμία εν ημέραις Νώε κατασκευαζομένης κιβωτού, εις ην ολίγαι, τούτ' έστιν οκτώ ψυχαί, διεσώθησαν δι' ύδατος. 
21 ο αντίτυπον νυν και ημάς σώζει βάπτισμα, ου σαρκός απόθεσις ρύπου, αλλά συνειδήσεως αγαθής επερώτημα εις Θεόν, δι' αναστάσεως Ιησού Χριστού, 
22 ος εστιν εν δεξιά του Θεού πορευθείς εις ουρανόν, υποταγέντων αυτώ αγγέλων και εξουσιών και δυνάμεων. 

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Α΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ 

Στίχ. 1-3. Οι Χριστιανοί πρέπει να αποβάλουν κάθε κακίαν. 

Αποθέμενοι ουν πάσαν κακίαν και πάντα δόλον και υποκρίσεις και φθόνους και πάσας καταλαλίας, 
2 ως αρτιγέννητα βρέφη το λογικόν άδολον γάλα επιποθήσατε, ίνα εν αυτώ αυξηθήτε εις σωτηρίαν, 
3 είπερ εγεύσασθε ότι χρηστός ο Κύριος. 

Στίχ. 4-8. Ο Χριστός λίθος ακρογωνιαίος της Εκκλησίας. 

4 Προς ον προσερχόμενοι, λίθον ζώντα, υπό ανθρώπων μεν αποδεδοκιμασμένον, παρά δε Θεώ εκλεκτόν, έντιμον, 
5 και αυτοί ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεώ διά Ιησού Χριστού 
6 διότι περιέχει εν τη γραφή ιδού τίθημι εν Σιών λίθον ακρογωνιαίον, εκλεκτόν, έντιμον, και ο πιστεύων επ' αυτώ ου μη καταισχυνθή. 
7 υμίν ουν η τιμή τοις πιστεύουσιν, απειθούσι δε λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας και λίθος προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου 
8 οι προσκόπτουσι τω λόγω απειθούντες, εις ο και ετέθησαν. 

Στίχ. 9-10. Βασίλειον ιεράτευμα. 

9 υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φώς 
10 οι ποτε ου λαός, νυν δε λαός Θεού, οι ουκ ηλεημένοι, νυν δε ελεηθέντες. 

Στίχ. 11-20. Καθήκοντα των Χριστιανών προς τους άρχοντας κ.λ.π. 

11 Αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθε των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής, 
12 την αναστροφήν υμών έχοντες καλήν εν τοις έθνεσιν, ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών, εκ  των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον Θεόν εν ημέρα επισκοπής. 
13 Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει διά τον Κύριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, 
14 είτε ηγεμόσιν, ως δι' αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών 
15 ότι ούτως εστί το θέλιμα του Θεού, αγαθοποιούντας φιμούν την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν 
16 ως ελεύθεροι, και μη ως επικάλυμμα έχοντες της κακίας την ελευθερίαν, αλλ' ως δούλοι Θεού. 
17 πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε. 
18 Οι οικέται υποτασσόμενοι εν παντί φόβω τοις δεσπόταις, ου μόνον τοις αγαθοίς και επιεικέσιν, αλλά και τοις σκολιοίς. 
19 τούτο γαρ χάρις, ει διά συνείδησιν Θεούυποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως. 
20 ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; αλλ' ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. 

Στίχ. 21-25. Ο Χριστός παράδειγμα υπομονής. 

21 εις τούτο γαρ εκλήθητε, ότι και Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού 
22 ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού 
23 ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως 
24 ος τας αμαρτίας ημών αυτός ανήνεγκεν εν τω σώματι αυτού επί το ξύλον, ίνα ταις αμαρτίαις απογενόμενοι τη δικαιοσύνη ζήσωμεν ου τω μώλωπι αυτού ιάθητε. 
25 ήτε γαρ ως πρόβατα πλανώμενα, αλλ' επεστράφητε νυν επί τον ποιμένα και επίσκοπον των ψυχών υμών.

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Α΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ 

Στίχ. 1-12. Η εκ της σωτηρίας ανεκλάλητος χαρά. 

Πέτρος, απόστολος Ιησού Χριστού, εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας και Βιθυνίας, 
2 κατά πρόγνωσιν Θεού πατρός, εν αγιασμώ Πνεύματος, εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού χάρις υμίν και ειρήνη πληθυνθείη. 
3 Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο κατά το πολύ αυτού έλεος αναγεννήσας ημάς εις ελπίδα ζώσαν δι' αναστάσεως Ιησού Χριστού εκ νεκρών, 
4 εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον, τετηρημένην εν ουρανοίς εις υμάς 
5 τους εν δυνάμει Θεού φρουρουμένους διά πίστεως εις σωτηρίαν ετοίμην αποκαλυφθήναι εν καιρώ εσχάτω 
6 εν ω αγαλλιάσθε, ολίγον άρτι, ει δέον εστί, λυπηθέντες εν ποικίλοις πειρασμοίς, 
7 ίνα το δοκίμιον υμών της πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου του απολλυμένου διά πυρός δε δοκιμαζομένου ευρεθή εις έπαινον και τιμήν και δόξαν εν αποκαλύψει  Ιησού Χριστού, 
8 ον ουκ ειδότες αγαπάτε, εις ον άρτι μη ορώντες, πιστεύοντες δε αγαλλιάσθε χαρά ανεκλαλήτω και δεδοξασμένη, 
9 κομιζόμενοι το τέλος της πίστεως υμών, σωτηρίαν ψυχών. 
10 περί ης σωτηρίας εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν προφήται οι περί της εις υμάς χάριτος προφητεύσαντες, 
11 ερευνώντες εις τίνα ή ποίον καιρόν εδήλου το εν αυτοίς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξαν 
12 οις απεκαλύφθη ότι ουχ εαυτοίς, υμίν δε διηκόνουν αυτά, α νυν ανηγγέλη υμίν διά των ευαγγελισαμένων υμάς εν Πνεύματι Αγίω αποσταλέντι απ΄ ουρανού, εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι. 

Στίχ. 13-25. Πρέπει να ζώμεν αξίως των ευεργεσιών του Θεού. 

13 Διό αναζωσάμενοι τας οσφύας της διανοίας υμών, νήφοντες, τελείως ελπίσατε επί την φερομένην υμίν χάριν εν αποκαλύψει Ιησού Χριστού, 
14 ως τέκνα υπακοής μη συσχηματιζόμενοι ταις πρότερον εν τη αγνοία υμών επιθυμίαις, 
15 αλλά κατά τον καλέσαντα υμάς άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε, 
16 διότι γέγραπται άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι. 
17 και ει πατέρα επικαλείσθε τον απροσωπολήπτως κρίνοντα κατά το εκάστου έργον, εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε, 
18 ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου, 
19 αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, 
20 προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου, φανερωθέντος δε επ΄ εσχάτων των ρόνων δι΄ υμάς 
21 τους δι΄ αυτού πιστεύοντας εις Θεόν τον εγείραντα αυτόν εκ νεκρών και δόξαν αυτώ δόντα, ώστε την πίστιν υμών και ελπίδα είναι εις Θεόν. 
22 Τας ψυχάς υμών ηγνικότες εν τη υπακοή της αληθείας διά Πνεύματος εις φιλαδελφίαν ανυπόκριτον, εκ καθαράς καρδίας αλλήλους αγαπήσατε εκτενώς, 
23 αναγεγεννημένοι ουκ εκ σποράς φθαρτής, αλλά αφθάρτου, διά λόγου ζώντος Θεού και μένοντος εις τον αιώνα 
24 διότι πάσα σαρξ ως χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος αυτού εξέπεσε 
25 το δε ρήμα Κυρίου μένει εις τον αιώνα. τούτο δε εστι το ρήμα το ευαγγελισθέν εις υμάς. 

ΓΕΝΕΣΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 32 


ΚΑΙ ᾿Ιακὼβ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ὁδὸν ἑαυτοῦ. καὶ ἀναβλέψας εἶδε παρεμβολὴν Θεοῦ παρεμβεβληκυῖαν, καὶ συνήντησαν αὐτῷ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. 2 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ, ἡνίκα εἶδεν αὐτούς· παρεμβολὴ Θεοῦ αὕτη· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Παρεμβολαί. 3 ᾿Απέστειλε δὲ ᾿Ιακὼβ ἀγγέλους ἔμπροσθεν αὐτοῦ πρὸς ῾Ησαῦ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἰς γῆν Σηείρ, εἰς χώραν ᾿Εδώμ. 4 καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· οὕτως ἐρεῖτε τῷ κυρίῳ μου ῾Ησαῦ· οὕτως λέγει ὁ παῖς σου ᾿Ιακώβ· μετὰ Λάβαν παρῴκησα, καὶ ἐχρόνισα ἕως τοῦ νῦν, 5 καὶ ἐγένοντό μοι βόες καὶ ὄνοι καὶ πρόβατα καὶ παῖδες καὶ παιδίσκαι, καὶ ἀπέστειλα ἀναγγεῖλαι τῷ κυρίῳ μου ῾Ησαῦ, ἵνα εὕρῃ ὁ παῖς σου χάριν ἐναντίον σου. 6 καὶ ἀνέστρεψαν οἱ ἄγγελοι πρὸς ᾿Ιακὼβ λέγοντες· ἤλθομεν πρὸς τὸν ἀδελφόν σου ῾Ησαῦ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἔρχεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ. 7 ἐφοβήθη δὲ ᾿Ιακὼβ σφόδρα, καὶ ἠπορεῖτο. καὶ διεῖλε τὸν λαὸν τὸν μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τοὺς βόας καὶ τὰς καμήλους καὶ τὰ πρόβατα εἰς δύο παρεμβολάς, 8 καὶ εἶπεν ᾿Ιακώβ· ἐὰν ἔλθῃ ῾Ησαῦ εἰς παρεμβολὴν μίαν καὶ κόψῃ αὐτήν, ἔσται ἡ παρεμβολὴ ἡ δευτέρα εἰς τὸ σώζεσθαι. 9 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ· ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου ῾Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου ᾿Ισαάκ, Κύριε σὺ ὁ εἰπών μοι, ἀπότρεχε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου καὶ εὖ σε ποιήσω, 10 ἱκανούσθω μοι ἀπὸ πάσης δικαιοσύνης καὶ ἀπὸ πάσης ἀληθείας, ἧς ἐποίησας τῷ παιδί σου· ἐν γὰρ τῇ ῥάβδῳ μου ταύτῃ διέβην τὸν ᾿Ιορδάνην τοῦτον, νυνὶ δὲ γέγονα εἰς δύο παρεμβολάς. 11 ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἐκ χειρὸς ῾Ησαῦ, ὅτι φοβοῦμαι ἐγὼ αὐτόν, μή ποτε ἐλθὼν πατάξῃ με καὶ μητέρα ἐπὶ τέκνοις. 12 σὺ δὲ εἶπας· εὖ σε ποιήσω καὶ θήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, ἣ οὐκ ἀριθμηθήσεται ἀπὸ τοῦ πλήθους. 13 καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ τὴν νύκτα ἐκείνην. καὶ ἔλαβεν ὧν ἔφερε δῶρα καὶ ἐξαπέστειλεν ῾Ησαῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, 14 αἶγας διακοσίας, τράγους εἴκοσι, πρόβατα διακόσια, κριοὺς εἴκοσι, 15 καμήλους θηλαζούσας, καὶ τὰ παιδία αὐτῶν τριάκοντα, βόας τεσσαράκοντα, ταύρους δέκα, ὄνους εἴκοσι καὶ πώλους δέκα. 16 καὶ ἔδωκεν αὐτὰ τοῖς παισὶν αὐτοῦ ποίμνιον κατὰ μόνας. εἶπε δὲ τοῖς παισὶν αὐτοῦ· προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ διάστημα ποιεῖτε ἀνὰ μέσον ποίμνης καὶ ποίμνης. 17 καὶ ἐνετείλατο τῷ πρώτῳ, λέγων· ἐάν σοι συναντήσῃ ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἐρωτᾷ σε, λέγων· τίνος εἶ καὶ ποῦ πορεύῃ, καὶ τίνος ταῦτα τὰ προπορευόμενά σου; 18 ἐρεῖς· τοῦ παιδός σου ᾿Ιακώβ· δῶρα ἀπέσταλκε τῷ κυρίῳ μου ῾Ησαῦ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ὀπίσω ἡμῶν. 19 καὶ ἐνετείλατο τῷ πρώτῳ καὶ τῷ δευτέρῳ καὶ τῷ τρίτῳ καὶ πᾶσι τοῖς προπορευομένοις ὀπίσω τῶν ποιμνίων τούτων, λέγων· κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο λαλήσατε ῾Ησαῦ ἐν τῷ εὑρεῖν ὑμᾶς αὐτὸν 20 καὶ ἐρεῖτε· ἰδοὺ ὁ παῖς σου ᾿Ιακὼβ παραγίνεται ὀπίσω ἡμῶν. εἶπε γάρ· ἐξιλάσομαι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τοῖς δώροις τοῖς προπορευομένοις αὐτοῦ, καὶ μετὰ τοῦτο ὄψομαι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἴσως γὰρ προσδέξεται τὸ πρόσωπόν μου. 21 καὶ προεπορεύετο τὰ δῶρα κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ ἐκοιμήθη τὴν νύκτα ἐκείνην ἐν τῇ παρεμβολῇ. 22 ᾿Αναστὰς δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκας καὶ τὰς δύο παιδίσκας καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ καὶ διέβη τὴν διάβασιν τοῦ ᾿Ιαβώκ· 23 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς καὶ διέβη τὸν χειμάρρουν καὶ διεβίβασε πάντα τὰ αὐτοῦ. 24 ὑπελείφθη δὲ ᾿Ιακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. 25 εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ. 26 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. 27 εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· ᾿Ιακώβ. 28 καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. 29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. 30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή. 31 ἀνέτειλε δὲ αὐτῷ ὁ ἥλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῦ· 32 ἕνεκεν τούτου οὐ μὴ φάγωσιν υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Προσευχή Αγιογράφου

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἀπερίγραπτος ὑπάρχων τῇ φύσει τῆς Θεότητος καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐκ τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἀφράστως σαρκωθεὶς καὶ ἀξιώσας περιγράφεσθαι, Θεὲ τῶν ὅλων, φώτισον, συνέτισον τὴν ψυχήν, τὴν καρδίαν, τὴν διάνοιαν τοῦ δούλου Σου (………….) καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὔθυνον πρὸς τὸ ἀμέμπτως καὶ ἀρίστως διαγραφεῖν τὸ εἶδος τῆς ἐμφερείας Σου καὶ τῆς παναχράντου Σου Μητρὸς καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων, εἰς δόξαν σὴν καὶ εἰς φαιδρότητα καὶ ὡραϊσμὸν τῆς ἁγίας Σου Ἐκκλησίας καὶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶν σχετικῶς αὐτὰς προσκυνούντων καὶ μετ’ εὐλαβείας ἀσπαζομένων καὶ τὴν τιμὴν ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἀναφερόντων. Λύτρωσε δὲ αὐτὸν ἐκ πάσης διαβολικῆς ἐπηρείας, προκόπτοντα ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς Σου, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Μητρός Σου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.»

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΝΕΣΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 31 


ΗΚΟΥΣΕ δὲ ᾿Ιακὼβ τὰ ρήματα τῶν υἱῶν Λάβαν λεγόντων· εἴληφεν ᾿Ιακὼβ πάντα τὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐκ τῶν τοῦ πατρὸς ἡμῶν πεποίηκε πᾶσαν τὴν δόξαν ταύτην. 2 καὶ εἶδεν ᾿Ιακὼβ τὸ πρόσωπον τοῦ Λάβαν, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν πρὸς αὐτὸν ὡσεὶ ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν. 3 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς ᾿Ιακώβ· ἀποστρέφου εἰς τὴν γῆν τοῦ πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ. 4 ἀποστείλας δὲ ᾿Ιακὼβ ἐκάλεσε Λείαν καὶ Ραχὴλ εἰς τὸ πεδίον, οὗ ἦν τὰ ποίμνια. 5 καὶ εἶπεν αὐταῖς· ὁρῶ ἐγὼ τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι πρὸς ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός μου ἦν μετ᾿ ἐμοῦ. 6 καὶ αὐταὶ δὲ οἴδατε, ὅτι ἐν πάσῃ τῇ ἰσχύϊ μου δεδούλευκα τῷ πατρὶ ὑμῶν. 7 ὁ δὲ πατὴρ ὑμῶν παρεκρούσατό με καὶ ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς κακοποιῆσαί με. 8 ἐὰν οὕτως εἴπῃ, τὰ ποικίλα ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα ποικίλα· ἐὰν δὲ εἴπῃ, τὰ λευκὰ ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα λευκά· 9 καὶ ἀφείλετο ὁ Θεὸς πάντα τὰ κτήνη τοῦ πατρὸς ὑμῶν καὶ ἔδωκέ μοι αὐτά. 10 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα, καὶ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ ὕπνῳ, καὶ ἰδοὺ οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διάλευκοι καὶ ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς ραντοί. 11 καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον· ᾿Ιακώβ· ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι; 12 καὶ εἶπεν· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, καὶ ἰδὲ τοὺς τράγους καὶ τοὺς κριοὺς ἀναβαίνοντας ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διαλεύκους καὶ ποικίλους καὶ σποδοειδεῖς ραντούς· ἑώρακα γάρ ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ· 13 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ, οὗ ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι ἐκεῖ εὐχήν· νῦν οὖν ἀνάστηθι καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς ταύτης καὶ ἄπελθε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ. 14 καὶ ἀποκριθεῖσαι Ραχὴλ καὶ Λεία εἶπαν αὐτῷ· μή ἐστιν ἡμῖν ἔτι μερὶς ἢ κληρονομία ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς ἡμῶν; 15 οὐχ ὡς αἱ ἀλλότριαι λελογίσμεθα αὐτῷ; πέπρακε γὰρ ἡμᾶς καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν. 16 πάντα τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἀφείλετο ὁ Θεὸς τοῦ πατρὸς ἡμῶν, ἡμῖν ἔσται καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν. νῦν οὖν ὅσα σοι εἴρηκεν ὁ Θεός, ποίει. 17 ᾿Αναστὰς δὲ ᾿Ιακὼβ ἔλαβε τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τὰ παιδία αὐτοῦ ἐπὶ τὰς καμήλους. 18 καὶ ἀπήγαγε πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ, καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ, ἣν περιεποιήσατο ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ ἀπελθεῖν πρὸς ᾿Ισαὰκ τὸν πατέρα αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναάν. 19 Λάβαν δὲ ᾤχετο κεῖραι τὰ πρόβατα αὐτοῦ· ἔκλεψε δὲ Ραχὴλ τὰ εἴδωλα τοῦ πατρὸς αὐτῆς. 20 ἔκρυψε δὲ ᾿Ιακὼβ Λάβαν τὸν Σύρον τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ, ὅτι ἀποδιδράσκει. 21 καὶ ἀπέδρα αὐτὸς καὶ τὰ αὐτοῦ πάντα καὶ διέβη τὸν ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ. 22 ἀνηγγέλη δὲ Λάβαν τῷ Σύρῳ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτι ἀπέδρα ᾿Ιακώβ, 23 καὶ παραλαβὼν τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ, ἐδίωξεν ὀπίσω αὐτοῦ ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ καὶ κατέλαβεν αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ. 24 ἦλθε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Λάβαν τὸν Σύρον καθ᾿ ὕπνον τὴν νύκτα καὶ εἶπεν αὐτῷ· φύλαξε σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς μετὰ ᾿Ιακὼβ πονηρά. 25 καὶ κατέλαβε Λάβαν τὸν ᾿Ιακώβ· ᾿Ιακὼβ δὲ ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει· Λάβαν δὲ ἔστησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ. 26 εἶπε δὲ Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· τί ἐποίησας; ἱνατί κρυφῇ ἀπέδρας καὶ ἐκλοποφόρησάς με καὶ ἀπήγαγες τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρᾳ; 27 καὶ εἰ ἀνήγγειλάς μοι, ἐξαπέστειλα ἄν σε μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ μετὰ μουσικῶν καὶ τυμπάνων καὶ κιθάρας, 28 καὶ οὐκ ἠξιώθην καταφιλῆσαι τὰ παιδία μου καὶ τὰς θυγατέρας μου. νῦν δὲ ἀφρόνως ἔπραξας. 29 καὶ νῦν ἰσχύει ἡ χείρ μου κακοποιῆσαί σε· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός σου ἐχθὲς εἶπε πρός με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μή ποτε λαλήσῃς μετὰ ᾿Ιακὼβ πονηρά. 30 νῦν οὖν πεπόρευσαι· ἐπιθυμίᾳ γὰρ ἐπεθύμησας ἀπελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου· ἱνατί ἔκλεψας τοὺς θεούς μου; 31 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιακὼβ εἶπε τῷ Λάβαν· ὅτι ἐφοβήθην· εἶπα γάρ· μή ποτε ἀφέλῃς τὰς θυγατέρας σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ πάντα τὰ ἐμά. 32 καὶ εἶπεν ᾿Ιακώβ· παρ᾿ ᾧ ἂν εὕρῃς τοὺς θεούς σου, οὐ ζήσεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν· ἐπίγνωθι τί ἐστι παρ᾿ ἐμοὶ τῶν σῶν καὶ λαβέ. καὶ οὐκ ἐπέγνω παρ᾿ αὐτῷ οὐδέν. οὐκ ᾔδει δὲ ᾿Ιακώβ, ὅτι Ραχὴλ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἔκλεψεν αὐτούς. 33 εἰσελθὼν δὲ Λάβαν ἠρεύνησεν εἰς τὸν οἶκον Λείας καὶ οὐχ εὗρεν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ οἴκου Λείας καὶ ἠρεύνησε τὸν οἶκον ᾿Ιακὼβ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τῶν δύο παιδισκῶν καὶ οὐχ εὗρεν. εἰσῆλθε δὲ καὶ εἰς τὸν οἶκον Ραχήλ. 34 Ραχὴλ δὲ ἔλαβε τὰ εἴδωλα καὶ ἐνέβαλεν αὐτὰ εἰς τὰ σάγματα τῆς καμήλου καὶ ἐπεκάθισεν αὐτοῖς. 35 καὶ εἶπε τῷ πατρὶ αὐτῆς· μὴ βαρέως φέρε, κύριε· οὐ δύναμαι ἀναστῆναι ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ κατ᾿ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ἠρεύνησε δὲ Λάβαν ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ καὶ οὐχ εὗρε τὰ εἴδωλα. 36 ὠργίσθη δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ ἐμαχέσατο τῷ Λάβαν· ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιακὼβ εἶπε τῷ Λάβαν· τί τὸ ἀδίκημά μου καὶ τί τὸ ἁμάρτημά μου, ὅτι κατεδίωξας ὀπίσω μου 37 καὶ ὅτι ἠρεύνησας πάντα τὰ σκεύη τοῦ οἴκου μου; τί εὗρες ἀπὸ πάντων τῶν σκευῶν τοῦ οἴκου σου; θές ὧδε ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ ἐλεγξάτωσαν ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἡμῶν. 38 ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ· τὰ πρόβατά σου καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ ἠτεκνώθησαν· κριοὺς τῶν προβάτων σου οὐ κατέφαγον· 39 θηριάλωτον οὐκ ἐνήνοχά σοι, ἐγὼ ἀπετίννυον παρ᾿ ἐμαυτοῦ κλέμματα ἡμέρας καὶ κλέμματα νυκτός· 40 ἐγενόμην τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου. 41 ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι ἐν τῇ οἰκιίᾳ σου· ἐδούλευσά σοι δεκατέσσαρα ἔτη ἀντὶ τῶν δύο θυγατέρων σου καὶ ἓξ ἔτη ἐν τοῖς προβάτοις σου, καὶ παρελογίσω τὸν μισθόν μου δέκα ἀμνάσιν. 42 εἰ μὴ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου ῾Αβραὰμ καὶ ὁ φόβος ᾿Ισαὰκ ἦν μοι, νῦν ἂν κενόν με ἐξαπέστειλας· τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον τῶν χειρῶν μου εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ ἤλεγξέ σε ἐχθές. 43 ἀποκριθεὶς δὲ Λάβαν εἶπε τῷ ᾿Ιακώβ· αἱ θυγατέρες θυγατέρες μου, καὶ οἱ υἱοὶ υἱοί μου, καὶ τὰ κτήνη κτήνη μου, καὶ πάντα, ὅσα σὺ ὁρᾷς, ἐμά ἐστι καὶ τῶν θυγατέρων μου· τί ποιήσω ταύταις σήμερον ἢ τοῖς τέκνοις αὐτῶν, οἷς ἔτεκον; 44 νῦν οὖν δεῦρο διαθώμεθα διαθήκην ἐγώ τε καὶ σύ, καὶ ἔσται εἰς μαρτύριον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν, ἰδέ, ὁ Θεὸς μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ. 45 λαβὼν δὲ ᾿Ιακὼβ λίθον ἔστησεν αὐτὸν στήλην. 46 εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ· συλλέγετε λίθους. καὶ συνέλεξαν λίθους καὶ ἐποίησαν βουνόν, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ βουνοῦ. 47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν· ὁ βουνὸς οὗτος μαρτυρεῖ ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ σήμερον. 48 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Λάβαν Βουνὸς τῆς μαρτυρίας. ᾿Ιακὼβ δὲ ἐκάλεσεν αὐτὸν Βουνὸς μάρτυς. εἶπε δὲ Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ ἡ στήλη, ἣν ἔστησα ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, μαρτυρεῖ ὁ βουνὸς οὗτος, καὶ μαρτυρεῖ ἡ στήλη αὕτη· διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Βουνὸς μαρτυρεῖ. 49 καὶ ἡ ῞Ορασις, ἣν εἶπεν· ἐπίδοι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅτι ἀποστησόμεθα ἕτερος ἀφ᾿ ἑτέρου. 50 εἰ ταπεινώσεις τὰς θυγατέρας μου, εἰ λήψῃ γυναῖκας πρὸς ταῖς θυγατράσι μου, ὅρα, οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν ὁρῶν· Θεὸς μάρτυς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ μεταξὺ σοῦ. 51 καὶ εἶπε Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ μάρτυς ἡ στήλη αὕτη. 52 ἐὰν τε γὰρ ἐγὼ μὴ διαβῶ πρὸς σὲ μηδὲ σὺ διαβῇς πρός με τὸν βουνὸν τοῦτον καὶ τὴν στήλην ταύτην ἐπὶ κακίᾳ, 53 ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ναχὼρ κρινεῖ ἀνὰ μέσον ἡμῶν. 54 καὶ ὤμοσεν ᾿Ιακὼβ κατὰ τοῦ φόβου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ᾿Ισαάκ, καὶ ἔθυσε θυσίαν ἐν τῷ ὄρει καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν τῷ ὄρει. 55 ἀναστὰς δὲ Λάβαν τὸ πρωΐ κατεφίλησε τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἀποστραφεὶς Λάβαν ἀπῆλθεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Εωθινά Ευαγγέλια

Τα Ευαγγέλια των Κυριακών που διαβάζονται στον Όρθρο ονομάζονται Εωθινά, γιατί διαβάζονται στην αρχή, στο ξημέρωμα, στην ανατολή της ημέρας (από το έως = αυγή, ανατολή, εωθινός = πρωϊνός), και αναφέρονται στις εμφανίσεις του Χριστού. Τα Εωθινά Ευαγγέλια είναι ένδεκα, όσες και οι εμφανίσεις του Ιησού Χριστού μετά την λαμπροφόρο ανάστασή Του. Το Εωθινό Ευαγγέλιο διαβάζεται μετά τις Καταβασίες. 

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Χαιρετισμοί

Κοντάκιο που ψάλλεται τμηματικά τις Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προς τιμή της Θεοτόκου. Την πέμπτη Παρασκευή ψάλλεται ολόκληρο. Είναι το μόνο Κοντάκιο που σώζεται ολόκληρο μέχρι τις μέρες μας και έχει αλφαβητική Ακροστιχίδα. Την ονομασία <<Χαιρετισμοί>> την προσέλαβε, γιατί οι στίχοι του θρησκευτικού αυτού αριστουργήματος αρχίζουν με τη λέξη <<Χαίρε>>. Το Κοντάκιο αυτό λέγεται και <<Ακάθιστος Ύμνος>>.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΝΕΣΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 30 

ΙΔΟΥΣΑ δὲ Ραχὴλ ὅτι οὐ τέτοκε τῷ ᾿Ιακώβ, καὶ ἐζήλωσε Ραχὴλ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιακώβ· δός μοι τέκνα· εἰ δὲ μή, τελευτήσω ἐγώ. 2 θυματωθεὶς δὲ ᾿Ιακὼβ τῇ Ραχὴλ εἶπεν αὐτῇ· μὴ ἀντὶ Θεοῦ ἐγώ εἰμι, ὃς ἐστέρησέ σε καρπὸν κοιλίας; 3 εἶπε δὲ Ραχὴλ τῷ ᾿Ιακώβ· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη μου Βαλλά· εἴσελθε πρὸς αὐτήν, καὶ τέξεται ἐπὶ τῶν γονάτων μου, καὶ τεκνοποιήσομαι κἀγὼ ἐξ αὐτῆς. 4 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Βαλλὰν τὴν παιδίσκην αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα· καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν ᾿Ιακώβ. 5 καὶ συνέλαβε Βαλλὰ ἡ παιδίσκη Ραχὴλ καὶ ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱόν. 6 καὶ εἶπε Ραχήλ· ἔκρινέ μοι ὁ Θεὸς καὶ ἐπήκουσε τῆς φωνῆς μου καὶ ἔδωκέ μοι υἱόν· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Δάν. 7 καὶ συνέλαβεν ἔτι Βαλλὰ ἡ παιδίσκη Ραχὴλ καὶ ἔτεκεν υἱὸν δεύτερον τῷ ᾿Ιακώβ. 8 καὶ εἶπε Ραχήλ· συναντελάβετό μου ὁ Θεός, καὶ συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νεφθαλείμ. 9 Εἶδε δὲ Λεία ὅτι ἔστη τοῦ τίκτειν, καὶ ἔλαβε Ζελφὰν τὴν παιδίσκην αὐτῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ ᾿Ιακὼβ γυναῖκα. καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν 10 καὶ συνέλαβε Ζελφὰ ἡ παιδίσκη Λείας καὶ ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱόν. 11 καὶ εἶπε Λεία. ἐν τύχῃ· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Γάδ. 12 καὶ συνέλαβεν ἔτι Ζελφὰ ἡ παιδίσκη Λείας καὶ ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱὸν δεύτερον. 13 καὶ εἶπε Λεία· μακαρία ἐγώ, ὅτι μακαριοῦσί με αἱ γυναῖκες· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ασήρ. 14 ᾿Επορεύθη δὲ Ρουβὴν ἐν ἡμέρᾳ θερισμοῦ πυρῶν καὶ εὗρε μῆλα μανδραγορῶν ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ πρὸς Λείαν τὴν μητέρα αὐτοῦ· εἶπε δὲ Ραχὴλ Λείᾳ τῇ ἀδελφῇ αὐτῆς· δός μοι τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ σου. 15 εἶπε δὲ Λεία· οὐχ ἱκανόν σοι ὅτι ἔλαβες τὸν ἄνδρα μου; μὴ καὶ τοὺς μανδραγόρας τοῦ υἱοῦ μου λήψῃ; εἶπε δὲ Ραχήλ· οὐχ οὕτως· κοιμηθήτω μετὰ σοῦ τὴν νύκτα ταύτην ἀντὶ τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ σου. 16 εἰσῆλθε δὲ ᾿Ιακὼβ ἐξ ἀγροῦ ἑσπέρας, καὶ ἐξῆλθε Λεία εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ εἶπε· πρὸς ἐμὲ εἰσελεύσῃ σήμερον· μεμίσθωμαι γάρ σε ἀντὶ τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ μου. καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς τὴν νύκτα ἐκείνην. 17 καὶ ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς Λείας, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱὸν πέμπτον. 18 καὶ εἶπε Λεία· δέδωκέ μοι ὁ Θεὸς τὸν μισθόν μου, ἀνθ᾿ οὗ ἔδωκα τὴν παιδίσκην μου τῷ ἀνδρί μου· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ισσάχαρ, ὅ ἐστι μισθός. 19 καὶ συνέλαβεν ἔτι Λεία καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἕκτον τῷ ᾿Ιακώβ. 20 καὶ εἶπε Λεία· δεδώρηται ὁ Θεός μοι δῶρον καλὸν ἐν τῷ νῦν καιρῷ· αἱρετιεῖ με ὁ ἀνήρ μου, τέτοκα γὰρ αὐτῷ υἱοὺς ἕξ· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ζαβουλών. 21 καὶ μετὰ τοῦτο ἔτεκε θυγατέρα καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτῆς Δείνα. 22 ᾿Εμνήσθη δὲ ὁ Θεὸς τῆς Ραχήλ, καὶ ἐπήκουσεν αὐτῆς ὁ Θεὸς καὶ ἀνέῳξεν αὐτῆς τὴν μήτραν, 23 καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱόν. εἶπε δὲ Ραχήλ· ἀφεῖλεν ὁ Θεός μου τὸ ὄνειδος· 24 καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωσὴφ λέγουσα· προσθέτω ὁ Θεός μοι υἱὸν ἕτερον. 25 ᾿Εγένετο δὲ ὡς ἔτεκε Ραχὴλ τὸν ᾿Ιωσήφ, εἶπεν ᾿Ιακὼβ τῷ Λάβαν· ἀπόστειλόν με, ἵνα ἀπέλθω εἰς τὸν τόπον μου καὶ εἰς τὴν γῆν μου. 26 ἀπόδος τὰς γυναῖκάς μου καὶ τὰ παιδία μου, περὶ ὧν δεδούλευκά σοι, ἵνα ἀπέλθω· σὺ γὰρ γινώσκεις τὴν δουλείαν, ἣν δεδούλευκά σοι. 27 εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, οἰωνισάμην ἄν· εὐλόγησε γάρ με ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ σῇ εἰσόδῳ. 28 διάστειλον τὸν μισθόν σου πρός με, καὶ δώσω. 29 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ· σὺ γινώσκεις ἃ δεδούλευκά σοι καὶ ὅσα ἦν κτήνη σου μετ᾿ ἐμοῦ· 30 μικρὰ γὰρ ἦν ὅσα σοι ἐναντίον ἐμοῦ, καὶ ηὐξήθη εἰς πλῆθος, καὶ εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐπὶ τῷ ποδί μου. νῦν οὖν πότε ποιήσω κἀγὼ ἐμαυτῷ οἶκον; 31 καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν· τί σοι δώσω; εἶπε δὲ αὐτῷ ᾿Ιακώβ· οὐ δώσεις μοι οὐδέν· ἐὰν ποιήσῃς μοι τὸ ρῆμα τοῦτο, πάλιν ποιμανῶ τὰ πρόβατά σου καὶ φυλάξω. 32 παρελθέτω πάντα τὰ πρόβατά σου σήμερον, καὶ διαχώρισον ἐκεῖθεν πᾶν πρόβατον φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι καὶ πᾶν διάλευκον καὶ ραντὸν ἐν ταῖς αἰξίν· ἔσται μοι μισθός. 33 καὶ ἐπακούσεταί μοι ἡ δικαιοσύνη μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπαύριον, ὅτι ἐστὶν ὁ μισθός μου ἐνώπιόν σου· πᾶν, ὃ ἐὰν μὴ ᾖ ραντὸν καὶ διάλευκον ἐν ταῖς αἰξὶ καὶ φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι, κεκλεμμένον ἔσται παρ᾿ ἐμοί. 34 εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν· ἔστω κατὰ τὸ ρῆμά σου. 35 καὶ διέστειλεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοὺς τράγους τοὺς ραντοὺς καὶ τοὺς διαλεύκους καὶ πάσας τὰς αἶγας τὰς ραντὰς καὶ τὰς διαλεύκους καὶ πᾶν, ὃ ἦν φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι, καὶ πᾶν ὃ ἦν λευκὸν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἔδωκε διὰ χειρὸς τῶν υἱῶν αὐτοῦ. 36 καὶ ἀπέστησεν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Ιακώβ. ᾿Ιακὼβ δὲ ἐποίμανε τὰ πρόβατα Λάβαν τὰ ὑπολειφθέντα. 37 ἔλαβε δὲ ἑαυτῷ ᾿Ιακὼβ ράβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην καὶ πλατάνου, καὶ ἐλέπισεν αὐτὰς ᾿Ιακὼβ λεπίσματα λευκὰ περισύρων τὸ χλωρόν· ἐφαίνετο δὲ ἐπὶ ταῖς ράβδοις τὸ λευκόν, ὃ ἐλέπισε, ποικίλον. 38 καὶ παρέθηκε τὰς ράβδους, ἃς ἐλέπισεν ἐν τοῖς ληνοῖς τῶν ποτιστηρίων τοῦ ὕδατος, ἵνα ὡς ἂν ἔλθωσι τὰ πρόβατα πιεῖν ἐνώπιον τῶν ράβδων, ἐλθόντων αὐτῶν πιεῖν, ἐγκισσήσωσι τὰ πρόβατα εἰς τὰς ράβδους· 39 καὶ ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα εἰς τὰς ράβδους καὶ ἔτικτον τὰ πρόβατα διάλευκα καὶ ποικίλα καὶ σποδοειδῆ ραντά. 40 τοὺς δὲ ἀμνοὺς διέστειλεν ᾿Ιακὼβ καὶ ἔστησεν ἐναντίον τῶν προβάτων κριὸν διάλευκον καὶ πᾶν ποικίλον ἐν τοῖς ἀμνοῖς· καὶ διεχώρισεν ἑαυτῷ ποίμνια καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐκ ἔμιξεν αὐτὰ εἰς τὰ πρόβατα Λάβαν. 41 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα, ἔθηκεν ᾿Ιακὼβ τὰς ράβδους ἐναντίον τῶν προβάτων ἐν τοῖς ληνοῖς τοῦ ἐγκισσῆσαι αὐτὰ κατὰ τὰς ράβδους· 42 ἡνίκα δ᾿ ἂν ἔτεκε τὰ πρόβατα, οὐκ ἐτίθει· ἐγένετο δὲ τὰ μὲν ἄσημα τοῦ Λάβαν, τά δὲ ἐπίσημα τοῦ ᾿Ιακώβ. 43 καὶ ἐπλούτισεν ὁ ἄνθρωπος σφόδρα σφόδρα, καὶ ἐγένετο αὐτῷ κτήνη πολλὰ καὶ βόες καὶ παῖδες, καὶ παιδίσκαι καὶ κάμηλοι καὶ ὄνοι.