ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Στίχ. 1-12. Τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου.
Ίδετε ποταπήν αγάπην δέδωκεν ημίν ο πατήρ ίνα τέκνα Θεού κληθώμεν. δια τούτο ο κόσμος ου γινώσκει υμάς, ότι ουκ έγνω αυτόν.
2 Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι.
3 και πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ' αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι.
4 Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρτία εστίν η ανομία.
5 και οίδατε ότι εκείνος εφανερώθη ίνα τας αμαρτίας ημών άρη, και αμαρτία εν αυτώ ουκ έστι.
6 πας ο εν αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει πας ο αμαρτάνων ουχ εώρακεν αυτόν ουδέ έγνωκεν αυτόν.
7 Τεκνία, μηδείς πλανάτω υμάς ο ποιών την δικαιοσύνην δίκαιός εστι, καθώς εκείνος δίκαιός εστιν
8 ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστίν, ότι απ' αρχής ο διάβολος αμαρτάνει. εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου.
9 Πας ο γεγεννημένος εκ του Θεού αμαρτίαν ου ποιεί, ότι σπέρμα αυτού εν αυτώ μένει και ου δύναται αμαρτάνειν, ότι εκ του Θεού γεγέννηται.
10 εν τούτω φανερά εστι τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. πας ο μη ποιών δικαιοσύνην ουκ έστιν εκ του Θεού, και ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού.
11 ότι αύτη εστίν η αγγελία ην ηκούσατε απ' αρχής, ίνα αγαπώμεν αλλήλους,
12 ου καθώς Κάϊν εκ του πονηρού ην και έσφαξε τον αδελφόν αυτού και χάριν τίνος έσφαξεν αυτόν; ότι τα έργα αυτού πονηρά ην, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.
Στίχ. 13-15. Το κατά των Χριστιανών μίσος.
13 Μη θαυμάζετε, αδελφοί μου, ει μισεί υμάς ο κόσμος.
14 ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω.
15 πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί, και οίδατε ότι πας ανθρωποκτόνος ουκ έχει ζωήν αιώνιον εν αυτώ μένουσαν.
Στίχ. 16-24. Η αγάπη προς τους αδελφούς είναι εντολή του Πατρός.
16 εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έθηκε και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι.
17 ος δ' αν έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού χρείαν έχοντα και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ' αυτού, πως η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;
18 Τεκνία μου, μη αγαπώμεν λόγω μηδέ τη γλώσση, αλλ' εν έργω και αληθεία.
19 και εν τούτω γινώσκομεν ότι εκ της αληθείας εσμέν, και έμπροσθεν αυτού πείσομεν τας καρδίας ημών,
20 ότι εάν καταγινώσκη ημών η καρδία, ότι μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών και γινώσκει πάντα.
21 αγαπητοί, εάν η καρδία ημών μη καταγινώσκη ημών, παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν,
22 και ο εάν αιτώμεν λαμβάνομεν παρ' αυτού, ότι τας εντολάς αυτού τηρούμεν και τα αρεστά ενώπιον αυτού ποιούμεν.
23 και αύτη εστίν η εντολή αυτού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του υιού αυτού Ιησού Χριστού και αγαπώμεν αλλήλους καθώς έδωκεν εντολήν.
24 και ο τηρών τας εντολάς αυτού εν αυτώ μένει και αυτόςεν αυτώ. και εν τούτω γινώσκομεν ότι μένει εν ημίν εκ του Πνεύματος ου ημίν έδωκεν.
Στίχ. 1-12. Τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου.
Ίδετε ποταπήν αγάπην δέδωκεν ημίν ο πατήρ ίνα τέκνα Θεού κληθώμεν. δια τούτο ο κόσμος ου γινώσκει υμάς, ότι ουκ έγνω αυτόν.
2 Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι.
3 και πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ' αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι.
4 Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρτία εστίν η ανομία.
5 και οίδατε ότι εκείνος εφανερώθη ίνα τας αμαρτίας ημών άρη, και αμαρτία εν αυτώ ουκ έστι.
6 πας ο εν αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει πας ο αμαρτάνων ουχ εώρακεν αυτόν ουδέ έγνωκεν αυτόν.
7 Τεκνία, μηδείς πλανάτω υμάς ο ποιών την δικαιοσύνην δίκαιός εστι, καθώς εκείνος δίκαιός εστιν
8 ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστίν, ότι απ' αρχής ο διάβολος αμαρτάνει. εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου.
9 Πας ο γεγεννημένος εκ του Θεού αμαρτίαν ου ποιεί, ότι σπέρμα αυτού εν αυτώ μένει και ου δύναται αμαρτάνειν, ότι εκ του Θεού γεγέννηται.
10 εν τούτω φανερά εστι τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. πας ο μη ποιών δικαιοσύνην ουκ έστιν εκ του Θεού, και ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού.
11 ότι αύτη εστίν η αγγελία ην ηκούσατε απ' αρχής, ίνα αγαπώμεν αλλήλους,
12 ου καθώς Κάϊν εκ του πονηρού ην και έσφαξε τον αδελφόν αυτού και χάριν τίνος έσφαξεν αυτόν; ότι τα έργα αυτού πονηρά ην, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.
Στίχ. 13-15. Το κατά των Χριστιανών μίσος.
13 Μη θαυμάζετε, αδελφοί μου, ει μισεί υμάς ο κόσμος.
14 ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω.
15 πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί, και οίδατε ότι πας ανθρωποκτόνος ουκ έχει ζωήν αιώνιον εν αυτώ μένουσαν.
Στίχ. 16-24. Η αγάπη προς τους αδελφούς είναι εντολή του Πατρός.
16 εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έθηκε και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι.
17 ος δ' αν έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού χρείαν έχοντα και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ' αυτού, πως η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;
18 Τεκνία μου, μη αγαπώμεν λόγω μηδέ τη γλώσση, αλλ' εν έργω και αληθεία.
19 και εν τούτω γινώσκομεν ότι εκ της αληθείας εσμέν, και έμπροσθεν αυτού πείσομεν τας καρδίας ημών,
20 ότι εάν καταγινώσκη ημών η καρδία, ότι μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών και γινώσκει πάντα.
21 αγαπητοί, εάν η καρδία ημών μη καταγινώσκη ημών, παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν,
22 και ο εάν αιτώμεν λαμβάνομεν παρ' αυτού, ότι τας εντολάς αυτού τηρούμεν και τα αρεστά ενώπιον αυτού ποιούμεν.
23 και αύτη εστίν η εντολή αυτού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του υιού αυτού Ιησού Χριστού και αγαπώμεν αλλήλους καθώς έδωκεν εντολήν.
24 και ο τηρών τας εντολάς αυτού εν αυτώ μένει και αυτόςεν αυτώ. και εν τούτω γινώσκομεν ότι μένει εν ημίν εκ του Πνεύματος ου ημίν έδωκεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.