ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
Προκείμενον. Ήχος β΄.
Ισχύς μου καί ύμνησίς μου ο Κύριος.
( Ψ. 117, 14 ).
Στίχ. Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος.
( Ψ. 117, 18 ).
Πρός Κορινθίους Α' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.
( θ' 2-12 )
Αδελφοί, η σφραγίς τής εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω. Η εμή απολογία τοίς εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί. Μή ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν καί πιείν; Μή ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως καί οι λοιποί απόστολοι καί οι αδελφοί τού Κυρίου καί Κηφάς; Ή μόνος εγώ καί Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν τού μή εργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει αμπελώνα καί εκ τού καρπού αυτού ουκ εσθίει; Ή τίς πιμαίνει ποίμνην καί εκ τού γάλακτος τής ποίμνης ουκ εσθίει; Μή κατά άνθρωπον ταύτα λαλώ; Ή ουχί καί ο νόμος ταύτα λέγει; Εν γάρ τώ Μωϋσέως νόμω γέγραπται << Ου φιμώσεις βούν αλοώντα >>. Μή τών βοών μέλει τώ Θεώ; Ή δι' ημάς πάντως λέγει; Δι' ημάς γάρ εγράφη, ότι επ' ελπίδι οφείλει ο αροτριών αροτριάν, καί ο αλοών τής ελπίδος αυτού μετέχειν επ' ελπίδι. Ει ημείς υμίν τά πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τά σαρκικά θερίσομεν; Ει άλλοι τής εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; Αλλ' ουκ εχρησάμεθα τή εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μή εγκοπήν τινα δώμεν τώ Ευαγγελίω τού Χριστού.
Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.
( ιη' 23-35 ).
Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ός ηθέλησε συνάραι λόγον μετά τών δούλων αυτού. Αρξαμένου δέ αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτώ είς οφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μή έχοντος δέ αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι καί τήν γυναίκα αυτού καί τά τέκνα καί πάντα όσα είχε, καί αποδοθήναι. Πεσών ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων Κύριε, μακροθύμησον επ' εμοί, καί πάντα σοι αποδώσω. Σπλαγχνισθείς δέ ο κύριος τού δούλου εκείνου, απέλυσεν αυτόν καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ. Εξελθών δέ ο δούλος εκείνος εύρεν ένα τών συνδούλων αυτού, ός ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια καί κρατήσας αυτόν έπνιγε, λέγων Απόδος μοι εί τι οφείλεις. Πεσών ούν ο σύνδουλος αυτού εις τούς πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν, λέγων Μακροθύμησον επ' εμοί, καί πάντα αποδώδω σοι. Ο δέ ουκ ήθελεν αλλ' απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, έως ού αποδώ τό οφειλόμενον. Ιδόντες δέ οι σύνδουλοι αυτού τά γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, καί ελθόντες διεσάφησαν τώ κυρίω αυτών πάντα τά γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο Κύριος αυτού λέγει αυτώ Δούλε πονηρέ, πάσαν τήν οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με ουκ έδει καί σέ ελεήσαι τόν σύνδουλόν σου, ως καί εγώ σε ηλέησα; Καί οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς, έως ού αποδώ πάν τό οφειλόμενον αυτώ. Ούτω καί ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μή αφήτε έκαστος τώ αδελφώ αυτού από τών καρδιών υμών, τά παραπτώματα αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.