ΩΔΗ ΤΡΙΤΗ
( Α' Βασιλειών κεφ. β' )
Θεόν γεραίρει στείρα τίκτουσα ξένως.
Άγιος εί, Κύριε, καί σέ υμνεί τό πνεύμα μου.
1 Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου επλατύνθη επ' εχθρούς μου τό στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρία σου.
2 ότι ουκ έστιν άγιος ως ο Κύριος, καί ουκ έστι δίκαιος ως ο Θεός ημών ουκ έστιν άγιος πλήν σου.
3 μή καυχάσθε καί μή λαλείτε υψηλά, μή εξελθέτω μεγαλορρημοσύμη εκ τού στόματος υμών, ότι Θεός γνώσεως Κύριος καί Θεός ετοιμάζων επιτηδεύματα αυτού.
4 τόξον δυνατών ησθένησε, καί οι ασθενούντες περιεζώσαντο δύναμιν
5 πλήρεις άρτων ηλαττώθησαν, καί οι πεινώντες παρήκαν γήν ότι στείρα έτεκεν επτά, καί η πολλή εν τέκνοις ησθένησε.
6 Κύριος θανατοί καί ζωογονεί, κατάγει εις άδου καί ανάγει
7 Κύριος πτωχίζει καί πλουτίζει ταπεινοί καί ανυψοί.
8 ανιστά από γής πένητα καί από κοπρίας εγείρει πτωχόν τού καθίσαι αυτόν μετά δυναστών λαού καί θρόνον δόξης κατακληρονομών αυτοίς.
9 διδούς ευχήν τώ ευχομένω καί ευλόγησεν έτη δικαίου ότι ουκ εν ισχύι δυνατός ανήρ,
10 Κύριος ασθενή ποιήσει αντίδικον αυτού, Κύριος άγιος μή καυχάσθω ο φρόνιμος εν τή φρονήσει αυτού, καί μή καυχάσθω ο δυνατός εν τή δυνάμει αυτού, καί μή καυχάσθω ο πλούσιος εν τώ πλούτω αυτού, αλλ' εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος, συνιείν καί γινώσκειν τόν Κύριον καί ποιείν κρίμα καί δικαιοσύνην εν μέσω τής γής. Κύριος ανέβη εις ουρανούς καί εβρόντησεν, αυτός κρινεί άκρα γής δίκαιος ών καί δίδωσιν ισχύν τοίς βασιλεύσιν ημών καί υψώσει κέρας χριστού αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.