ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Στίχ. 1-15. Ο Παύλος επαινεί τούς Χριστιανούς τής Ρώμης
καί εκφράζει τήν επιθυμίαν νά τούς επισκεφθή.
Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού
2 ό προεπηγγείλατο διά τών προφητών αυτού εν γραφαίς αγίαις
3 περί τού υιού αυτού, τού γενομένου εκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα,
4 τού ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού τού Κυρίου ημών,
5 δι' ού ελάβομεν χάριν καί αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι τοίς έθνεσιν υπέρ τού ονόματος αυτού,
6 εν οίς εστε καί υμείς κλητοί Ιησού Χριστού,
7 πάσι τοίς ούσιν εν Ρώμη αγαπητοίς Θεού, κλητοίς αγίοις χάρις υμίν καί ειρήνη από Θεού πατρός ημών καί Κυρίου Ιησού Χριστού.
8 Πρώτον μέν ευχαριστώ τώ Θεώ μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω.
9 μάρτυς γάρ μού εστιν ο Θεός, ώ λατρεύω εν τώ πνεύματί μου εν τώ ευαγγελίω τού υιού αυτού, ως αδιαλείπτως μνείαν υμών ποιούμαι,
10 πάντοτε επί τών προσευχών μου δεόμενος εί πως ήδη ποτέ ευοδωθήσομαι εν τώ θελήματι τού Θεού ελθείν πρός υμάς.
11 επιποθώ γάρ ιδείν υμάς, ίνα τι μεταδώ χάρισμα υμίν πνευματικόν εις τό στηριχθήναι υμάς,
12 τούτο δέ εστι συμπαρακληθήναι εν υμίν διά τής εν αλλήλοις πίστεως υμών τε καί εμού.
13 ου θέλω δέ υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι πολλάκις προεθέμην ελθείν πρός υμάς, καί εκωλύθην άχρι τού δεύρο, ίνα τινά καρπόν σχώ καί εν υμίν καθώς καί εν τοίς λοιποίς έθνεσιν.
14 Έλλησί τε καί βαρβάροις, σοφοίς τε καί ανοήτοις οφειλέτης ειμί
15 ούτω τό κατ' εμέ πρόθυμον καί υμίν τοίς εν Ρώμη ευαγγελίσασθαι.
Στίχ. 16-32. Η ενοχή καί η τιμωρία τών ειδωλολατρών.
16 ου γάρ επαισχύνομαι τό ευαγγέλιον τού Χριστού δύναμις γάρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τώ πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι.
17 δικαιοσύνη γάρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται ο δέ δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται.
18 Αποκαλύπτεται γάρ οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν καί αδικίαν ανθρώπων τών τήν αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων,
19 διότι τό γνωστόν τού Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς ο γάρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε.
20 τά γάρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοίς ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις καί θειότης, εις τό είναι αυτούς αναπολογήτους,
21 διότι γνόντες τόν Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ' εματαιώθησαν εν τοίς διαλογισμοίς αυτών, καί εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία
22 φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν,
23 καί ήλλαξαν τήν δόξαν τού αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου καί πετεινών καί τετραπόδων καί ερπετών.
24 Διό καί παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταίς επιθυμίαις τών καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν τού ατιμάζεσθαι τά σώματα αυτών εν αυτοίς,
25 οίτινες μετήλλαξαν τήν αλήθειαν τού Θεού εν τώ ψεύδει, καί εσεβάσθησαν καί ελάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα, ός εστιν ευλογητός εις τούς αιώνας αμήν.
26 Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αί τε γάρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρήσιν εις τήν παρά φύσιν,
27 ομοίως δέ καί οι άρσενες αφέντες τήν φυσικήν χρήσιν τής θηλείας εξεκαύθησαν εν τή ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι τήν ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι καί τήν αντιμισθίαν ήν έδει τής πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες.
28 Καί καθώς ουκ εδοκίμασαν τόν Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νούν, ποιείν τά μή καθήκοντα,
29 πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία, μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας,
30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς,
31 ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας
32 οίτινες τό δικαίωμα τού Θεού επιγνόντες, ότι οι τά τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν, αλλά καί συνευδοκούσι τοίς πράσσουσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.