Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η ζωή μας, έλεγε ο στάρετς, μπορεί να συγκριθή με μιά λαμπάδα καμωμένη από κερί με φυτίλι, που καίει με μιά φλόγα που εμείς ανάψαμε. Το κερί είναι η πίστη μας, το φυτίλι η ελπίδα μας και η φλόγα, η αγάπη που ενώνει την πίστη μαζί με την ελπίδα, όπως το κερί και το φυτίλι καίνε μαζί με αποτέλεσμα τη φωτιά. Ένα κερί κακής ποιότητος βγάζει, όταν το ανάβης και όταν το σβήνης, μιά άσχημη μυρωδιά. Όμοια είναι και η ζωή ενός αμαρτωλού. Κοιτώντας ένα αναμμένο κερί, κυρίως στην εκκλησία, σκεπτόμαστε πάντα την αρχή, το ξετύλιγμα και το τέλος της ζωής μας: όπως λοιώνει ένα αναμμένο κερί μπροστά στο πρόσωπο του Θεού, έτσι και κάθε στιγμή λιγοστεύει η ζωή μας πλησιάζοντας στο τέρμα της. Αυτή η σκέψη θα μας βοηθήση να μη διασπώμεθα στην εκκλησία, να προσευχώμαστε με περισσότερη θέρμη και να κάνουμε το παν γιά να μοιάζη η ζωή μας με λαμπάδα καμωμένη από αγνό κερί, που καίγεται και σβήνει χωρίς άσχημη μυρωδιά.

Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012


Μετέωρα -  Метеоры                                         




Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’ 

Στίχ. 1-13. Τιμωρίαι των Ισραηλιτών εις την έρημον. 


Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, και πάντες διά της θαλάσσης διήλθον, 
2 και πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, 
3 και πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, 
4 και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός. 
5 αλλ’ ουκ εν τοις πλείοσιν αυτών ευδόκησεν ο Θεός κατεστρώθησαν γαρ εν τη ερήμω. 
6 Ταύτα δε τύποι ημών εγενήθησαν, εις το μη είναι ημάς επιθυμητάς κακών, καθώς κακείνοι επεθύμησαν. 
7 μηδέ ειδωλολάτραι γίνεσθε, καθώς τινες αυτών, ως γέγραπται εκάθισεν ο λαός φαγείν και πιείν, και ανέστησαν παίζειν. 
8 μηδέ πορνεύωμεν, καθώς τινες αυτών επόρνευσαν και έπεσον εν μια ημέρα εικοσιτρείς χιλιάδες. 
9 μηδέ εκπειράζωμεν τον Χριστόν, καθώς και τινες αυτών επείρασαν και υπό των όφεων απώλοντο. 
10 μηδέ γογγύζετε, καθώς και τινες αυτών εγόγγυσαν και απώλοντο υπό του ολοθρευτού. 
11 ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις, εγράφη δε προς νουθεσίαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν. 
12 Ώστε ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. 
13 πειρασμός υμάς ουκ είληφεν ει μη ανθρώπινος πιστός δε ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν. 


Στίχ. 14-33. Ποτήριον Κυρίου και ποτήριον δαιμονίων. 


14 Διόπερ, αγαπητοί μου, φεύγετε από της ειδωλολατρίας. 
15 ως φρονίμοις λέγω κρίνατε υμείς ο φημι. 
16 το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστι; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστιν; 
17 ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. 
18 βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα ουχί οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισί; 
19 τι ουν φημί; ότι είδωλόν τι εστιν; ή ότι ειδωλόθυτόν τι εστιν;
20 αλλ' ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι. 
21 ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων. 
22 ή παραζηλούμεν τον Κύριον; μη ισχυρότεροι αυτού εσμεν; 
23 Πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα συμφέρει πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα οικοδομεί. 
24 μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος. 
25 Παν το εν μακέλλω πωλούμενον εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες διά την συνείδησιν 
26 του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. 
27 ει δε τις καλεί υμάς των απίστων και θέλετε πορεύεσθαι, παν το παρατιιθέμενον υμίν εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες διά την συνείδησιν. 
28 εάν δε τις υμίν είπη, τούτο ειδωλόθυτόν εστι, μη εσθίετε δι' εκείνον τον μηνύσαντα και την συνείδησιν του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. 
29 συνείδησιν δε λέγω ουχί την εαυτού, αλλά την του ετέρου. ινατί γαρ η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως; 
30 ει εγώ χάριτι μετέχω, τι βλασφημούμαι υπέρ ου εγώ ευχαριστώ; 
31 Είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε. 
32 απρόσκοποι γίνεσθε και Ιουδαίοις και Έλλησι και τη εκκλησία του Θεού, 
33 καθώς καγώ πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εμαυτού συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι.








Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ’ 


Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται ουρανόθεν η επικειμένη καταστροφή της νοητής Βαβυλώνος και τα κακά, άτινα θα επέλθουν κατ’ αυτής. 


Μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα εξουσίαν μεγαλήν, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού,
2 και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου
3 ότι εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν, και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν.
4 Και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν έξελθε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε
5 ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν ο Θεός τα αδικήματα αυτής.
6 απόδοτε αυτή ως και αυτή απέδωκε, και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα έργα αυτής εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτή διπλούν.
7 όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος. ότι εν τη καρδία αυτής λέγει, ότι κάθημαι καθώς βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου μη ίδω,
8 διά τούτο εν μια ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής, θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται ότι ισχυρός Κύριος ο Θεός ο κρίνας αυτήν.
9 και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής,
10 από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου.
11 και οι έμποροι της γης κλαύσουσι και πενθήσουσιν επ’ αυτή, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι,
12 γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου, και βυσσίνου και πορφύρας και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου,
13 και κινάμωμον και άμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρεδών και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων.
14 και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απώλετο από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απήλθεν από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσεις.
15 οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ’ αυτής, από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες,
16 λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν κι κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος.
17 και πας κυβερνήτης και πας ο επί τόπον πλέων, και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν,
18 και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη;
19 και έβαλον χουν επί τας κεφαλάς αυτών και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής ότι μια ώρα ηρημώθη.
20 Ευφραίνου επ’ αυτή, ουρανέ, και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο Θεός το κρίμα υμών εξ αυτής.
21 Και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ου μη ευρεθή έτι.
22 και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου μη ακουσθή εν σοι έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου μη ευρεθή εν σοι έτι, και φωνή μύλου ου μη ακουσθή εν σοι έτι,
23 και φως λύχνου ου μη φανή εν σοι έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ου μη ακουσθή εν σοι έτι ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη,
24 και εν αυτή αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ’. 
Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται η πτώσις της νοητής Βαβυλώνος, την οποίαν τότε εξεικόνιζεν η Ρώμη, η γυνή η καθημένη επί του κοκκίνου και αιμοσταγούς θηρίου, η πόλις η επί των επτά ορέων ή λόφων εκτισμένη. Και του θηρίου αι επτά κεφαλαί σημαίνουν κατά τον προφήτην τους επτά τούτους λόφους και επί πλέον επτά βασιλείς, εκ των οποίων οι πέντε έπεσαν, ο εις εξακολουθεί υπάρχων και ο έβδομος δεν ήλθεν ακόμη. Και κατά μεν τους παλαιούς ερμηνευτάς οι πέντε πεσόντες βασιλείς είναι αι πέντε προχριστιανικαί και ειδωλολατρικαί κοσμοκρατορίαι, η αιγυπτιακή, η ασσυριακή, η βαβυλωνιακή, η περσική και η ελληνική και η έτι υπάρχουσα τότε ρωμαϊκή κατά τινας δε των νεωτέρων (εν οις και ο Godet), της ασσυριακής και βαβυλωνιακής υπολογιζομένης κατά την παρά Δανιήλ κατάταξιν εις μίαν, Πέμπτη τάσσεται η ιουδαϊκή βασιλεία, η επί των Μακκαβαίων ανασυσταθείσα, προσχωρήσασα δ’ επί του Χριστού εις τα έθνη της γης και συναγωγή σατανά καταστάσα. Εβδόμην δε κοσμοκρατορίαν εκδέχονται την του Αντιχρίστου. Και ως δέκα βασιλείς, οίτινες προσωρινήν και βραχείαν θα έχουν την βασιλείαν που δεν έλαβαν ακόμη, εκδέχονται άλλοι μεν τους κυβερνήτας των κυριωτέρων ρωμαϊκών επαρχιών, άλλοι δε τους βασιλείς των εκ της διαλύσεως της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας σχηματισθησομένων βασιλείων. Πάντως διά μεν του αριθμού επτά, συμβολικού και σχηματικού, δέον να νοήσωμεν το σύνολον των προχριστιανικών και μεταχριστιανικών αντιθέων κρατών, των υπό του θηρίου εμπνεομένων και εις αυτό δουλευόντων, διά δε του συμβολικού πάλιν αριθμού δέκα το σύνολον των υποτελών εις το θηρίον ηγεμόνων της εκάστοτε κατά τους μετά Χριστόν χρόνους κρατούσης αντιθέου κοσμοκρατορίας. 


Και ήλθεν εις εκ των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων δεύρο δείξω σοι το κρίμα της πόρνης της μεγάλης της καθημένης επί υδάτων πολλών,
2 μεθ’ ης επόρνευσαν οι βασιλείς της γης, και εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην εκ του οίνου της πορνείας αυτής.
3 και απήνεγκέ με εις έρημον εν πνεύματι. και είδον γυναίκα καθημένην επί το θηρίον το κόκκινον, γέμον ονόματα βλασφημίας, έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα.
4 και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφυρούν και κόκκινον και κεχρυσωμένη χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, έχουσα ποτήριον χρυσούν εν τη χειρί αυτής, γέμον βδελυγμάτων, και τα ακάθαρτα της πορνείας της γης,
5 και επί το μέτωπον αυτής όνομα γεγραμμένον μυστήριον, Βαβυλών η μεγάλη, η μήτηρ των πορνών και των βδελυγμάτων της γης.
6 και είδον την γυναίκα μεθύουσαν εκ του αίματος των αγίων και εκ του αίματος των μαρτύρων Ιησού. και εθαύμασα ιδών αυτήν θαύμα μέγα.
7 Και είπέ μοι ο άγγελος διατί εθαύμασας; εγώ ερώ σοι το μυστήριον της γυναικός και του θηρίου του βαστάζοντος αυτήν, του έχοντος τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα.
8 Το θηρίον ο είδες, ην και ουκ έστι, και μέλλει αναβαίνειν εκ της αβύσσου και εις απώλειαν υπάγειν και θαυμάσονται οι κατοικούντες επί της γης, ων ου γέγραπται το όνομα επί το βιβλίον της ζωής από καταβολής κόσμου, βλεπόντων το θηρίον ότι ην, και ουκ έστι και παρέσται.
9 Ώδε ο νούς ο έχων σοφίαν. αι επτά κεφαλαί όρη επτά εισιν, όπου η γυνή κάθηται επ’ αυτών,
10 και βασιλείς επτά εισιν οι πέντε έπεσαν, ο εις εστιν, ο άλλος ούπω ήλθε, και όταν έλθη, ολίγον αυτόν δει μείναι.
11 και το θηρίον ο ην και ουκ έστι, και αυτός όγδοός εστι, και εκ των επτά εστι, και εις απώλειαν υπάγει.
12 και τα δέκα κέρατα α είδες δέκα βασιλείς εισιν, οίτινες βασιλείαν ούπω έλαβον, αλλ’ εξουσίαν ως βασιλείς μίαν ώραν λαμβάνουσι μετά του θηρίου.
13 ούτοι μίαν γνώμην έχουσι, και την δύναμιν και την εξουσίαν αυτών τω θηρίω διδόασιν.
14 ούτοι μετά του αρνίου πολεμήσουσι, και το αρνίον νικήσει αυτούς, ότι κύριος κυρίων εστί και βασιλεύς βασιλέων, και οι μετ’ αυτού κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί.
15 Και λέγει μοι τα ύδατα α είδες, ου η πόρνη κάθηται, λαοί και όχλοι εισί και έθνη και γλώσσαι.
16 και τα δέκα κέρατα α είδες και το θηρίον, ούτοι μισήσουσι την πόρνην και ηρημωμένην ποιήσουσιν αυτήν και γυμνήν, και τας σάρκας αυτής φάγονται, και αυτήν κατακαύσουσιν εν πυρί.
17 ο γαρ Θεός έδωκεν εις τας καρδίας αυτών ποιήσαι την γνώμην αυτού, και ποιήσαι μίαν γνώμην και δούναι την βασιλείαν αυτών τω θηρίω, άχρι τελεσθώσιν οι λόγοι του Θεού.
18 και η γυνή ην είδες έστιν η πόλις η μεγάλη η έχουσα βασιλείαν επί των βασιλέων της γης.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ’

Στίχ. 1-27. Ο Παύλος παράδειγμα αυταπαρνήσεως. 


Ουκ ειμί απόστολος; ουκ ειμί ελεύθερος; Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα; ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυρίω;
2 ει άλλοις ουκ ειμί απόστολος, αλλά γε υμίν ειμι η γαρ σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω.
3 η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί.
4 Μη ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν και πιείν;
5 μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς;
6 ή μόνος εγώ και Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι;
7 τις στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ; τις φυτεύει αμπελώνα και εκ του καρπού αυτού ουκ εσθίει; ή τις ποιμαίνει ποίμνην και εκ του γάλακτος της ποίμνης ουκ εσθίει;
8 Μη κατά άνθρωπον ταύτα λαλώ; ή ουχί και ο νόμος ταύτα λέγει;
9 εν γάρ τω Μωσέως νόμω γέγραπται ου φιμώσεις βουν αλοώντα.. μη των βοών μέλει τω Θεώ;
10 ή δι’ ημάς πάντως λέγει; δι’ ημάς γαρ εγράφη, ότι επ’ ελπίδι οφείλει ο αροτριών αροτριάν, και ο αλοών της ελπίδος αυτού μετέχειν επ’ ελπίδι.
11 Ει ημείς υμίν τα πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τα σαρκικά θερίσομεν;
12 ει άλλοι της εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; αλλ’ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού.
13 ουκ οίδατε ότι οι τα ιερά εργαζόμενοι εκ του ιερού εσθίουσιν, οι τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες τω θυσιαστηρίω συμμερίζονται;
14 ούτω και ο Κύριος διέταξε τοις το ευαγγέλιον καταγγέλλουσιν εκ του ευαγγελίου ζην.
15 εγώ δε ουδενί εχρησάμην τούτων. Ουκ έγραψα δε ταύτα ίνα ούτω γένηται εν εμοί καλόν γαρ μοι μάλλον αποθανείν ή το καύχημά μου ίνα τις κενώση.
16 εάν γαρ ευαγγελίζωμαι, ουκ έστι μοι καύχημα ανάγκη γαρ μοι επίκειται ουαί δε μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι
17 ει γαρ εκών τούτο πράσσω, μισθόν έχω ει δε άκων, οικονομίαν πεπίστευμαι.
18 τις ουν μοι εστιν ο μισθός; ίνα ευαγγελιζόμενος αδάπανον θήσω το ευαγγέλιον του Χριστού, εις το μη καταχρήσασθαι τη εξουσία μου εν τω ευαγγελίω.
19 Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω
20 και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον κερδήσω
21 τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ, ίνα κερδήσω ανόμους
22 εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής, ίνα τους ασθενείς κερδήσω τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω.
23 Τούτο δε ποιώ διά το ευαγγέλιον, ίνα συγκοινωνός αυτού γένωμαι.
24 ουκ οίδατε ότι οι εν σταδίω τρέχοντες πάντες μεν τρέχουσιν, εις δε λαμβάνει το βραβείον; Ούτω τρέχετε, ίνα καταλάβητε.
25 πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται, εκείνοι μεν ουν ίνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ημείς δε άφθαρτον.
26 εγώ τοίνυν ούτω τρέχω, ως ουκ αδήλως, ούτω πυκτεύω, ως ουκ αέρα δέρων,
27 αλλ’ υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’

Στίχ. 1-13. Το σκάνδαλον από τα ειδωλόθυτα. 


Περί δε των ειδωλοθύτων οίδαμεν ότι πάντες γνώσιν έχομεν.
2 η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. ει δε τις δοκεί ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι
3 ει δε τις αγαπά τον Θεόν, ούτος έγνωσται υπ’ αυτού.
4 Περί της βρώσεως ουν των ειδωλοθύτων οίδαμεν ότι ουδέν είδωλον εν κόσμω, και ότι ουδείς Θεός έτερος ει μη εις.
5 και γαρ είπερ εισί λεγόμενοι θεοί είτε εν ουρανώ είτε επί της γης, ώσπερ εισί θεοί πολλοί και κύριοι πολλοί,
6 αλλ’ ημίν εις Θεός ο πατήρ, εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν, και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα και ημείς δι’ αυτού.
7 Αλλ’ ουκ εν πάσιν η γνώσις τινές δε τη συνειδήσει του ειδώλου έως άρτι ως ειδωλόθυτον εσθίουσι, και η συνείδησις αυτών ασθενής ούσα μολύνεται.
8 βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω Θεώ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα.
9 βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν.
10 εάν γαρ τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσιν, εν ειδωλείω κατακείμενον, ουχί η συνείδησις αυτού ασθενούς όντος οικοδομηθήσεται εις το τα ειδωλόθυτα εσθίειν;
11 και απολείται ο ασθενών αδελφός επί τη ση γνώσει, δι’ ον Χριστός απέθανεν.
12 ούτω δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε.
13 διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου σκανδαλίσω.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’ 


Επακολουθούν αι επτά πληγαί, αι τελευταίαι τιμωρίαι του Θεού κατά της ανθρωπότητος της υποτεταγμένης εις το κράτος του θηρίου. Ο Αντίχριστος υπέθρεψεν εις τους ανθρώπους την ελπίδα χρυσού αιώνος άνευ Θεού και κατά του Θεού. Ο Χριστός πλήττει ήδη και διά της σιδηράς ράβδου αυτού κατερειπώνει το αντίχριστον κράτος. Αι επτά φιάλαι, υπενθυμίζουσαι και τας εν Αιγύπτω πληγάς, αντιστοιχούν προς τα επτά σαλπίσματα, είναι όμως δραστικώτεραι τούτων, διότι καταφέρονται ουχί κατά του ενός τρίτου, αλλά καθ’ ολοκλήρου του ασεβούς πληθυσμού της γής. Το αποτέλεσμα τούτων είναι και πάλιν η αμετανοησία και η σκλήρυνσις των πληττομένων. Κατά την έκτην φιάλην συνάγονται οι λαοί εις πόλεμον εν Αρμαγεδών, ήτοι εις το όρος Μαγεδών, το εν τη Γαλιλαία όρος Κάρμηλον, εις τους ανατολικούς πρόποδας του οποίου έκειτο η Μαγεδδώ, όπου ο Ηλίας είχε κατασφάξει τους ιερείς της αισχύνης και αποτελεί κλασσικόν πεδίον αοματηρών μαχών εν τη Βίβλω. Τόπος συμβολικός σημαίνων τα πεδία των εκάστοτε καταστρεπτικών πολέμων, οίτινες διά μέσου των αιώνων ερημούν την ανθρωπότητα και καταλήγουν εις την τελικήν σύρραξιν, εις την οποίαν θα επακολουθήση η πτώσις μεν της συνβολικής Βαβυλώνος, την οποίαν εξεικονίζει η Ρώμη, η επικράτησις δε της βασιλείας του Χριστού. 

Και ήκουσα μεγάλης φωνής εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις υπάγετε και εκχέατε τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού εις την γην.
2 Και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού εις την γην και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν επί τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού.
3 Και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν και εγένετο αίμα ως νεκρού, και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση.
4 Και ο τρίτος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και εις τας πηγάς των υδάτων και εγένετο αίμα.
5 Και ήκουσα του αγγέλου των υδάτων λέγοντος δίκαιος ει, ο ων και ο ην, ο όσιος, ότι ταύτα έκρινας
6 ότι αίμα αγίων και προφητών εξέχεαν, και αίμα αυτοίς έδωκας πιείν άξιοί εισι.
7 Και ήκουσα του θυσιαστηρίου λέγοντος ναι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις σου.
8 Και ο τέταρτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματίσαι εν πυρί τους ανθρώπους.
9 και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του Θεού του έχοντος εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν.
10 Και ο πέμπτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη, και εμασώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου,
11 και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών και εκ των ελκών αυτών, και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών.
12 Και ο έκτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγα τον Ευφράτην και εξηράνθη το ύδωρ αυτού, ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολής ηλίου.
13 Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι
14 εισί γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος.
15 Ιδού έρχομαι ως κλέπτης μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατή και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού.
16 και συνήγαγεν αυτούς εις τον τόπον τον καλούμενον Εβραϊστί Αρμαγεδών.
17 Και ο έβδομος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον αέρα και εξήλθε φωνή μεγάλη εκ του ναού του ουρανού από του θρόνου λέγουσα γέγονε.
18 και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός εγένετο μέγας, οίος ουκ εγένετο αφ’ ου οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης, τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας.
19 και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσα. και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του Θεού δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού.
20 και πάσα νήσος έφυγε, και όρη ουχ ευρέθησαν.
21 και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον Θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αύτη σφόδρα.

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’

Στίχ. 1-9. Ο χριστιανικός γάμος.


Περί δε ων εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι
2 διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω.
3 τη γυναικί ο ανήρ την οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δε και η γυνή τω ανδρί.
4 η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή.
5 μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών.
6 τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν.
7 θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως.
8 Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ.
9 ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι. 



Στίχ. 10-24. Ο γάμος αδιάλυτος. 

10 τοις δε γεγαμηκόσι παραγγέλλω, ουκ εγώ, αλλ’ ο Κύριος, γυναίκα από ανδρός μη χωρισθήναι
11 εάν δε και χωρισθή, μενέτω άγαμος ή τω ανδρί καταλλαγήτω και άνδρα γυναίκα μη αφιέναι.
12 τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν
13 και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν.
14 ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν.
15 ει δε ο άπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. ου δεδούλωται ο αδελφός ή η αδελφή εν τοις τοιούτοις. εν δε ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός.
16 τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;
17 ει μη εκάστω ως εμέρισεν ο Θεός, έκαστον ως κέκληκεν ο Κύριος, ούτω περιπατείτω. και ούτως εν ταις εκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.
18 περιτετμημένος τις εκλήθη; μη επισπάσθω. εν ακροβυστία τις εκλήθη; μη περιτεμνέσθω.
19 η περιτομή ουδέν εστι, και η ακροβυστία ουδέν εστιν, αλλά τήρησις εντολών Θεού.
20 έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω.
21 δούλος εκλήθης; Μη σοι μελέτω αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι.
22 ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δούλος απελεύθερος Κυρίου εστίν ομοίως και ο ελεύθερος κληθείς δούλος εστι Χριστού.
23 τιμής ηγοράσθητε μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.
24 έκαστος εν ω εκλήθη, αδελφοί, εν τούτω μενέτω παρά τω Θεώ. 



Στίχ. 25-40. Η υπεροχή της παρθενίας.

25 Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουκ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι.
26 νομίζω ουν τούτο καλόν υπάρχειν διά την ενεστώσαν ανάγκην, ότι καλόν ανθρώπω το ούτως είναι.
27 δέδεσαι γυναικί; μη ζήτει λύσιν λέλυσαι από γυναικός; μη ζήτει γυναίκα
28 εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν οι τοιούτοι εγώ δε υμών φείδομαι.
29 τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι,
30 και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες,
31 και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου.
32 θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι. ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω
33 ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί.
34 μεμέρισται και η γυνή και η παρθένος. η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ίνα η αγία και σώματι και πνεύματι η δε γαμήσασα μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τω ανδρί.
35 τούτο δε προς το υμών αυτών συμφέρον λέγω, ουχ ίνα βρόχον υμίν επιβάλω, αλλά προς το εύσχημον και ευπάρεδρον τω Κυρίω απερισπάστως.
36 Ει δε τις ασχημονείν επί την παρθένον αυτού νομίζει, εάν η υπέρακμος, και ούτως οφείλει γίνεσθαι, ο θέλει ποιείτω ουχ αμαρτάνει γαμείτωσαν.
37 ος δε έστηκεν εδραίος εν τη καρδία, μη έχων ανάγκην, εξουσίαν δε έχει περί του ιδίου θελήματος, και τούτο κέκρικεν εν τη καρδία αυτού, του τηρείν την εαυτού παρθένον, καλώς ποιεί.
38 ώστε και ο εκγαμίζων καλώς ποιεί, ο δε μη εκγαμίζων κρείσσον ποιεί.
39 Γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευθέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι, μόνον εν Κυρίω.
40 μακαριωτέρα δε εστιν εάν ούτω μείνη, κατά την εμήν γνώμην δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν.