ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ’
Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται ουρανόθεν η επικειμένη καταστροφή της νοητής Βαβυλώνος και τα κακά, άτινα θα επέλθουν κατ’ αυτής.
Μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα εξουσίαν μεγαλήν, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού,
2 και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου
3 ότι εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν, και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν.
4 Και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν έξελθε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε
5 ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν ο Θεός τα αδικήματα αυτής.
6 απόδοτε αυτή ως και αυτή απέδωκε, και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα έργα αυτής εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτή διπλούν.
7 όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος. ότι εν τη καρδία αυτής λέγει, ότι κάθημαι καθώς βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου μη ίδω,
8 διά τούτο εν μια ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής, θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται ότι ισχυρός Κύριος ο Θεός ο κρίνας αυτήν.
9 και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής,
10 από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου.
11 και οι έμποροι της γης κλαύσουσι και πενθήσουσιν επ’ αυτή, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι,
12 γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου, και βυσσίνου και πορφύρας και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου,
13 και κινάμωμον και άμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρεδών και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων.
14 και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απώλετο από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απήλθεν από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσεις.
15 οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ’ αυτής, από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες,
16 λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν κι κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος.
17 και πας κυβερνήτης και πας ο επί τόπον πλέων, και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν,
18 και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη;
19 και έβαλον χουν επί τας κεφαλάς αυτών και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής ότι μια ώρα ηρημώθη.
20 Ευφραίνου επ’ αυτή, ουρανέ, και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο Θεός το κρίμα υμών εξ αυτής.
21 Και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ου μη ευρεθή έτι.
22 και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου μη ακουσθή εν σοι έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου μη ευρεθή εν σοι έτι, και φωνή μύλου ου μη ακουσθή εν σοι έτι,
23 και φως λύχνου ου μη φανή εν σοι έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ου μη ακουσθή εν σοι έτι ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη,
24 και εν αυτή αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.
Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται ουρανόθεν η επικειμένη καταστροφή της νοητής Βαβυλώνος και τα κακά, άτινα θα επέλθουν κατ’ αυτής.
Μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα εξουσίαν μεγαλήν, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού,
2 και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου
3 ότι εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν, και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν.
4 Και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν έξελθε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε
5 ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν ο Θεός τα αδικήματα αυτής.
6 απόδοτε αυτή ως και αυτή απέδωκε, και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα έργα αυτής εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτή διπλούν.
7 όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος. ότι εν τη καρδία αυτής λέγει, ότι κάθημαι καθώς βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου μη ίδω,
8 διά τούτο εν μια ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής, θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται ότι ισχυρός Κύριος ο Θεός ο κρίνας αυτήν.
9 και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής,
10 από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου.
11 και οι έμποροι της γης κλαύσουσι και πενθήσουσιν επ’ αυτή, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι,
12 γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου, και βυσσίνου και πορφύρας και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου,
13 και κινάμωμον και άμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρεδών και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων.
14 και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απώλετο από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απήλθεν από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσεις.
15 οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ’ αυτής, από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες,
16 λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν κι κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος.
17 και πας κυβερνήτης και πας ο επί τόπον πλέων, και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν,
18 και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη;
19 και έβαλον χουν επί τας κεφαλάς αυτών και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής ότι μια ώρα ηρημώθη.
20 Ευφραίνου επ’ αυτή, ουρανέ, και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο Θεός το κρίμα υμών εξ αυτής.
21 Και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ου μη ευρεθή έτι.
22 και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου μη ακουσθή εν σοι έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου μη ευρεθή εν σοι έτι, και φωνή μύλου ου μη ακουσθή εν σοι έτι,
23 και φως λύχνου ου μη φανή εν σοι έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ου μη ακουσθή εν σοι έτι ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη,
24 και εν αυτή αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.