ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
Στίχ. 1-6. Οι Χριστιανοί δέν είναι υποχρεωμένοι νά δουλεύουν
εις τόν Μωσαϊκόν νόμον.
Η αγνοείτε, αδελφοί γινώσκουσι γάρ νόμον λαλώ ότι ο νόμος κυριεύει τού ανθρώπου εφ' όσον χρόνο ζή;
2 η γάρ ύπανδρος γυνή τώ ζώντι ανδρί δέδεται νόμω εάν δέ αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από τού νόμου τού ανδρός.
3 άρα ούν ζώντος τού ανδρός μοιχαλίς χρηματίσει εάν γένηται ανδρί ετέρω εάν δέ αποθάνη ο ανήρ, ελευθέρα εστίν από τού νόμου, τού μή είναι αυτήν μοιχαλίδα γενομένην ανδρί ετέρω.
4 ώστε, αδελφοί μου, καί υμείς εθανατώθητε τώ νόμω διά τού σώματος τού Χριστού εις τό γενέσθαι υμάς ετέρω, τώ εκ νεκρών εγερθέντι, ίνα καρποφορήσωμεν τώ Θεώ.
5 ότε γάρ ήμεν εν τή σαρκί, τά παθήματα τών αμαρτιών τά διά τού νόμου ενηργείτο εν τοίς μέλεσιν ημών εις τό καρποφορήσαι τώ θανάτω
6 νυνί δέ κατηργήθημεν από τού νόμου, αποθανόντες εν ώ κατειχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος καί ου παλαιότητι γράμματος.
Στίχ. 7-13. Η αμαρτία ανέζησε καί επληθύνθη εξ αφορνής τού νόμου.
7 Τί ούν ερούμεν; ο νόμος αμαρτία; μή γένοιτο αλλά τήν αμαρτίαν ουκ έγνων ει μή διά νόμου τήν τε γάρ επιθυμίαν ουκ ήδειν ει μή ο νόμος έλεγεν, ουκ επιθυμήσεις
8 αφορμήν δέ λαβούσα η αμαρτία διά τής εντολής κατειργάσατο εν εμοί πάσαν επιθυμίαν χωρίς γάρ νόμου αμαρτία νεκρά.
9 εγώ δέ έζων χωρίς νόμου ποτέ ελθούσης δέ τής εντολής η αμαρτία ανέζησεν,
10 εγώ δέ απέθανον, καί ευρέθη μοι η εντολή η εις ζωήν, αύτη εις θάνατον
11 η γάρ αμαρτία αφορμήν λαβούσα διά τής εντολής εξηπάτησέ με καί δι' αυτής απέκτεινεν.
12 ώστε ο μέν νόμος άγιος, καί η εντολή αγία καί δικαία καί αγαθή.
13 τό ούν αγαθόν ενοί γέγονε θάνατος; μή γένοιτο αλλά η αμαρτία, ίνα φανή αμαρτία, διά τού αγαθού μοι κατεργαζομένη θάνατον, ίνα γένηται καθ' υπερβολήν αμαρτωλός η αμαρτία διά τής εντολής.
Στίχ. 14-25. Ο αμαρτωλός καί η εσωτερική πάλη κατά τής αμαρτίας.
14 οίδαμεν γάρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν εγώ δέ σαρκικός ειμι, πεπραμένος υπό τήν αμαρτίαν.
15 ό γάρ κατεργάζομαι ου γινώσκω ου γάρ ό θέλω τούτο πράσσω, αλλ' ό μισώ τούτο ποιώ.
16 ει δέ ό ου θέλω τούτο ποιώ, σύμφημι τώ νόμω ότι καλός.
17 νυνί δέ ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ' η οικούσα εν εμοί αμαρτία.
18 οίδα γάρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τούτ' έστιν εν τή σαρκί μου, αγαθόν τό γάρ θέλειν παράκειταί μοι, τό δέ κατεργάζεσθαι τό καλόν ουχ ευρίσκω
19 ου γάρ ό θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ό ου θέλω κακόν τούτο πράσσω.
20 ει δέ ό ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ' η οικούσα εν εμοί αμαρτία.
21 ευρίσκω άρα τόν νόμον τώ θέλοντι εμοί ποιείν τό καλόν, ότι εμοί τό κακόν παράκειται
22 συνήδομαι γάρ τώ νόμω τού Θεού κατά τόν έσω άνθρωπον,
23 βλέπω δέ έτερον νόμον εν τοίς μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τώ νόμω τού νοός μου καί αιχμαλωτίζοντά με εν τώ νόμω τής αμαρτίας τώ όντι εν τοίς μέλεσί μου.
24 Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τίς με ρύσεται εκ τού σώματος τού θανάτου τούτου;
25 ευχαριστώ τώ Θεώ διά Ιησού Χριστού τού Κυρίου ημών. άρα ούν αυτός εγώ τώ μέν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τή δέ σαρκί νόμω αμαρτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.