Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Τό εν τώ καφαλαίω τούτο θηρίον, έμβλημα τής αντιχρίστου επιγείου δυνάμεως καί αντιθέου πολιτικής εξουσίας, τής χρησιμευούσης ως όργανον τού δράκοντος εν τώ κατά τής βασιλείας τού Θεού αγώνι, αναδύεται εκ τού βάθους τής θαλάσσης, τ. έ. εκ τής ανησύχου καί ταραχώδους μάζης τού εθνικού κόσμου. Λαμβάνων δέ τήν εικόνα ο προφήτης εκ τού συγχρόνου ρωμαϊκού κράτους, τού συγκεντρώσαντος εις εαυτό τήν δύναμιν καί τά χαρακτηριστικά καί τών άλλων υπό τού Δανιήλ περιγραφέντων θηρίων ή κρατών τών προγενεστέρων τού ρωμαϊκού, συνβολίζει δι' αυτής καί πάντα τά εκ τών ερειπίων τού κράτους τούτου ή καί απανταχού τής γής σχηματισθέντα ή σχηματισθησόμενα μέχρι τής πλήρους επικρατήσεως τής βασιλείας τού Θεού κράτη,  τών οποίων οι αρχηγοί καί η πλειονότης τών λαών συμμαχεί μετά τού δράκοντος καί βοηθεί αυτόν εις εξαφάνισιν τού ονόματος τού Αρνίου. Τό έτερον θηρίον τό φέρον κέρατα αρνίου συμβολίζει πνευματικήν δύναμιν συντρέχουσαν εις τήν εγκαθίδρυσιν τού ασεβούς κράτους τού αντιχρίστου. Είναι ο ψευδοπροφήτης αυτού, ούτινος κύριοι εκπρόσωποι ήσαν τότε τό ειδωλολατρικόν ιερατείον, όπερ διεδέχθησαν έκτοτε αι παντοίαι εκδηλώσεις επί τού πνευματικού πεδίου, εις άς δέον νά περιληφθώσι καί αι αιρέσεις καί πάσα υπό τών αναξίων εκκλησιαστικών λειτουργών παραποίησις τής χριστιανικής αληθείας καί τού χριστιανικού ιδανικού. Ο αριθμός τού ψευδοπροφήτου τούτου 666 ηρμηνεύθη διαφόρως, πάντοτε δέ αβεβαίως. Αξιόλογος η εκδοχή, καθ' ήν ο αριθμός ούτος, γραφόμενος εν τώ βατικανώ κώδικι διά τών τριών μεγάλων γραμμάτων ΧΞς υπενθυμίζει τό αρχικόν καί τά τελευταία γράμματα τής λέξεως Χριστός διαχωριζόμενα, παραποιούμενα, καί ούτως ειπείν διαλυόμενα διά τής παρεμβολής τού οφιοειδούς γράμματος Ξ, τού υπομιμνήσκοντος τούς συγχρόνους τότε Γνωστικούς οφίτας, τούς λατρεύοντας τόν όφιν. Ο χρόνος τής εξουσίας τού αντιχρίστου αναμφιβόλως συμβολικώς συμποσούται εις τό ήμισυ τού επτά, όπερ εκπροσωπεί σύνολον πλήρες καί απηρτισμένον. Τό τρία καί ήμισυ λοιπόν ίσως σημαίνει ότι όταν ο αντίχριστος φθάση εις τά μέσα τής αναπτύξεως αυτού, κατ' αυτήν τήν δύναμιν τής αυξήσεώς του θά συντριβή ως δένδρον υπό κεραυνού βληθέν.

Καί εστάθην επί τήν άμμον τής θαλάσσης καί είδον εκ τής θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα καί κεφαλάς επτά, καί επί τών κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας. 
2 καί τό θηρίον ό είδον ήν όμοιον παρδάλει, καί οι πόδες αυτού ως άρκου, καί τό στόμα αυτού ως στόμα λέοντος. καί έδωκεν αυτώ ο δράκων τήν δύναμιν αυτού καί τόν θρόνον αυτού καί εξουσίαν μεγάλην 
3 καί μίαν εκ τών κεφαλών αυτού ως εσφαγμένην εις θάνατον. καί η πληγή τού θανάτου αυτού εθεραπεύθη, καί εθαύμασεν όλη η γή οπίσω τού θηρίου, 
4 καί προσεκύνησαν τώ δράκοντι τώ δεδωκότι τήν εξουσίαν τώ θηρίω, καί προσεκύνησαν τώ θηρίω λέγοντες τίς όμοιος τώ θηρίω; τίς δύναται πολεμήσαι μετ' αυτού; 
5 καί εδόθη αυτώ στόμα λαλούν μεγάλα καί βλασφημίαν καί εδόθη αυτώ εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσαράκοντα δύο. 
6 καί ήνοιξε τό στόμα αυτού εις βλασφημίαν πρός τόν Θεόν, βλασφημήσαι τό όνομα αυτού καί τήν σκηνήν αυτού, τούς εν τώ ουρανώ σκηνούντας. 
7 καί εδόθη αυτώ πόλεμον ποιήσαι μετά τών αγίων καί νικήσαι αυτούς, καί εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν καί λαόν καί γλώσσαν καί έθνος. 
8 καί προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί τής γής, ών ου γέγραπται τό όνομα εν τώ βιβλίω τής ζωής τού αρνίου τού εσφαγμένου από καταβολής κόσμου. 
9 Εί τις έχει ούς, ακουσάτω. 
10 εί τις εις αιχμαλωσίαν απάγει, εις αιχμαλωσίαν υπάγει εί τις εν μαχαίρα αποκτέννει, δεί αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι. ώδέ εστιν η υπομονή καί η πίστις τών αγίων. 
11 Καί είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ τής γής, καί είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω, καί ελάλει ως δράκων. 
12 καί τήν εξουσίαν τού πρώτου θηρίου πάσαν ποιεί ενώπιον αυτού. καί ποιεί τήν γήν καί τούς εν αυτή κατοικούντας ίνα προσκυνήσωσι τό θηρίον τό πρώτον, ού εθεραπεύθη η πληγή τού θανάτου αυτού. 
13 καί ποιεί σημεία μεγάλα, καί πύρ ίνα εκ τού ουρανού καταβαίνη εις τήν γήν ενώπιον τών ανθρώπων. 
14 καί πλανά τούς κατοικούντας επί τής γής διά τά σημεία ά εδόθη αυτώ ποιήσαι ενώπιον τού θηρίου, λέγων τοίς κατοικούσιν επί τής γής ποιήσαι εικόνα τώ θηρίω, ός είχε τήν πληγήν τής μαχαίρας καί έζησε. 
15 καί εδόθη αυτώ πνεύμα δούναι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα καί λαλήση η εικών τού θηρίου καί ποιήση, όσοι εάν μή προσκυνήσωσι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα αποκτανθώσι. 
16 καί ποιεί πάντας, τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς πλουσίους καί τούς φτωχούς, καί τούς ελευθέρους καί τούς δούλους, ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί τής χειρός αυτών τής δεξιάς ή επί τών μετώπων αυτών, 
17 καί ίνα μή τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μή ο έχων τό χάραγμα, τό όνομα τού θηρίου ή τόν αριθμόν τού ονόματος αυτού. 
18 Ώδε η σοφία εστίν ο έχων νούν ψηφισάτω τόν αριθμόν τού θηρίου αριθμός γάρ ανθρώπου εστί καί ο αριθμός αυτού χξς'. 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. 

Στίχ. 1-25. Καί αυτός ο Αβραάμ εδικαιώθη διά τής πίστεως. 

Τί ούν ερούμεν Αβραάμ τόν πατέρα ημών ευρηκέναι κατά σάρκα; 
2 ει γάρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη, έχει καύχημα, αλλ' ου πρός τόν Θεόν. 
3 τί γάρ η Γραφή λέγει; επίστευσε δέ Αβραάμ τώ Θεώ, καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 
4 τώ δέ εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα 
5 τώ δέ μή εργαζομένω, πιστεύοντι δέ επί τόν δικαιούντα τόν ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην, 
6 καθάπερ καί Δαβίδ λέγει τόν μακαρισμόν τού ανθρώπου ώ ο Θεός λογίζεται δικαιοσύνην χωρίς έργων 
7 μακάριοι ών αφέθησαν αι ανομίαι καί ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι 
8 μακάριος ανήρ ώ ου μή λογίσηται Κύριος αμαρτίαν. 
9 ο μακαρισμός ούν ούτος επί τήν περιτομήν ή καί επί τήν ακροβυστίαν; λέγομεν γάρ ότι ελογίσθη τώ Αβραάμ η πίστις εις δικαιοσύνην. 
10 πώς ούν ελογίσθη; εν περιτομή όντι ή εν ακροβυστία; ουκ εν περιτομή, αλλ' εν ακροβυστία 
11 καί σημείον έλαβε περιτομής, σφραγίδα τής δικαιοσύνης τής πίστεως τής εν τή ακροβυστία, εις τό είναι αυτόν πατέρα πάντων τών πιστευόντων δι' ακροβυστίας, εις τό λογισθήναι καί αυτοίς τήν δικαιοσύνην, 
12 καί πατέρα περιτομής τοίς ουκ εκ περιτομής μόνον, αλλά καί τοίς στοιχούσι τοίς ίχνεσι τής εν τή ακροβυστία πίστεως τού πατρός ημών Αβραάμ. 
13 ου γάρ διά νόμου η επαγγελία τώ Αβραάμ ή τώ σπέρματι αυτού, τό κληρονόμον αυτόν είναι τού κόσμου, αλλά διά δικαιοσύνης πίστεως. 
14 ει γάρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις καί κατήργηται η επαγγελία 
15 ο γάρ νόμος οργήν κατεργάζεται ού γάρ ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις. 
16 Διά τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις τό είναι βεβαίαν τήν επαγγελίαν παντί τώ σπέρματι, ου τώ εκ τού νόμου μόνον, αλλά καί τώ εκ πίστεως Αβραάμ, ός εστι πατήρ πάντων ημών, 
17 καθώς γέγραπται ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε, κατέναντι ού επίστευσε Θεού τού ζωοποιούντος τούς νεκρούς καί καλούντος τά μή όντα ως όντα 
18 ός παρ' ελπίδα επ' ελπίδι επίστευσεν, εις τό γενέσθαι αυτόν πατέρα πολλών εθνών κατά τό ειρημένον ούτως έσται τό σπέρμα σου 
19 καί μή ασθενήσας τή πίστει ου κατενόησε τό εαυτού σώμα ήδη νενεκρωμένον, εκατονταέτης που υπάρχων, καί τήν νέκρωσιν μήτρας Σάρρας 
20 εις δέ τήν επαγγελίαν τού Θεού ου διεκρίθη τή απιστία, αλλ' ενεδυναμώθη τή πίστει, δούς δόξαν τώ Θεώ 
21 καί πληροφορηθείς ότι ό επήγγελται δυνατός εστι καί ποιήσαι. 
22 διό καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 
23 Ουκ εγράφη δέ δι' αυτόν μόνον ότι ελογίσθη αυτώ, 
24 αλλά καί δι' ημάς οίς μέλλει λογίζεσθαι, τοίς πιστεύουσιν επί τόν εγείραντα Ιησούν τόν Κύριον ημών εκ νεκρών, 
25 ός παρεδόθη διά τά παραπτώματα ημών καί ηγέρθη διά τήν δικαίωσιν ημών.   

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. 

Στίχ. 1-20. Οι Ιουδαίοι καί ειδωλολάτραι έχουν ανάγκην δικαιώσεως. 

Τί ούν τό περισσόν τού Ιουδαίου, ή τίς η ωφέλεια τής περιτομής; 
2 πολύ κατά πάντα τρόπον. πρώτον μέν γάρ ότι επιστεύθησαν τά λόγια τού Θεού. 
3 τί γάρ ει ηπίστησάν τινες; μή η απιστία αυτών τήν πίστιν τού Θεού καταργήσει; 
4 μή γένοιτο γινέσθω δέ ο Θεός αληθής, πάς δέ άνθρωπος ψεύστης, καθώς γέγραπται όπως άν δικαιωθής εν τοίς λόγοις σου καί νικήσης εν τώ κρίνεσθαί σε. 
5 ει δέ η αδικία ημών Θεού δικαιοσύνην συνίστησι, τί ερούμεν; μή άδικος ο Θεός ο επιφέρων τήν οργήν; κατά άνθρωπον λέγω. 
6 μή γένοιτο επεί πώς κρινεί ο Θεός τόν κόσμον; 
7 ει γάρ η αλήθεια τού Θεού εν τώ εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις τήν δόξαν αυτού, τί έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι; 
8 καί μή καθώς βλασφημούμεθα καί καθώς φασί τινες ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τά κακά ίνα έλθη τά αγαθά; ών τό κρίμα ένδικόν εστι. 
9 Τί ούν; προεχόμεθα; ου πάντως προητιασάμεθα γάρ Ιουδαίους τε καί Έλληνας πάντας υφ' αμαρτίαν είναι, 
10 καθώς γέγραπται ότι ουκ έστι δίκαιος ουδέ είς, 
11 ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν ο εκζητών τόν Θεόν 
12 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. 
13 τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν, ιός ασπίδων υπό τά χείλη αυτών 
14 ών τό στόμα αράς καί πικρίας γέμει 
15 οξείς οι πόδες αυτών εκχέαι αίμα, 
16 σύντριμμα καί ταλαιπωρία εν ταίς οδοίς αυτών, 
17 καί οδόν ειρήνης ουκ έγνωσαν. 
18 ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι τών οφθαλμών αυτών. 
19 Οίδαμεν δέ ότι όσα ο νόμος λέγει τοίς εν τώ νόμω λαλεί, ίνα πάν στόμα φραγή καί υπόδικος γένηται πάς ο κόσμος τώ Θεώ, 
20 διότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σάρξ ενώπιον αυτού διά γάρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας. 

Στίχ. 21-31. Η δικαίωσις παρέχεται εις όλους 
διά τής πίστεως εις τόν Ιησούν Χριστόν.

21 Νυνί δέ χωρίς νόμου δικαιοσύνη Θεού πεφανέρωται, μαρτυρουμένη υπό τού νόμου καί τών προφητών, 
22 δικαιοσύνη δέ Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας καί επί πάντας τούς πιστεύοντας ου γάρ έστι διαστολή 
23 πάντες γάρ ήμαρτον καί υστερούνται τής δόξης τού Θεού, 
24 δικαιούμενοι δωρεάν τή αυτού χάριτι διά τής απολυτρώσεως τής εν Χριστώ Ιησού, 
25 όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά τής πίστεως εν τώ αυτού αίματι, εις ένδειξιν τής δικαιοσύνης αυτού διά τήν πάρεσιν τών προγεγονότων αμαρτημάτων 
26 εν τή ανοχή τού Θεού, πρός ένδειξιν τής δικαιοσύνης αυτού εν τώ νύν καιρώ, εις τό είναι αυτόν δίκαιον καί δικαιούντα τόν εκ πίστεως Ιησού. 
27 Πού ούν η καύχησις; εξεκλείσθη. διά ποίου νόμου; τών έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. 
28 λογιζόμεθα ούν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου. 
29 ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; ουχί δέ καί εθνών; ναί καί εθνών, 
30 επείπερ είς ο Θεός ός δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως καί ακροβυστίαν διά τής πίστεως. 
31 νόμον ούν καταργούμεν διά τής πίστεως; μή γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Στίχ. 1-29. Η οργή τού Θεού θά εκδηλωθή καί κατά τών Ιουδαίων, 
οι οποίοι δέν τηρούν τόν θείον νόμον. 

Διό αναπολόγητος εί, ώ άνθρωπε πάς ο κρίνων εν ώ γάρ κρίνεις τόν έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις τά γάρ αυτά πράσσεις ο κρίνων. 
2 οίδαμεν δέ ότι τό κρίμα τού Θεού εστι κατά αλήθειαν επί τούς τά τοιαύτα πράσσοντας. 
3 λογίζη δέ τούτο, ώ άνθρωπε ο κρίνων τούς τά τοιαύτα πράσσοντας καί ποιών αυτά, ότι σύ εκφεύξη τό κρίμα τού Θεού; 
4 ή τού πλούτου τής χρηστότητος αυτού καί τής ανοχής καί τής μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι τό χρηστόν τού Θεού εις μετάνοιάν σε άγει; 
5 κατά δέ τήν σκληρότητά σου καί αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής καί αποκαλύψεως καί δικαιοκρισίας τού Θεού, 
6 ός αποδώσει εκάστω κατά τά έργα αυτού, 
7 τοίς μέν καθ' υπομονήν έργου αγαθού δόξαν καί τιμήν καί αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον, 
8 τοίς δέ εξ εριθείας, καί απειθούσι μέν τή αληθεία, πειθομένοις δέ τή αδικία, θυμός καί οργή 
9 θλίψις καί στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου τού κατεργαζομένου τό κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον καί Έλληνος 
10 δόξα δέ καί τιμή καί ειρήνη παντί τώ εργαζομένω τό αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι 
11 ου γάρ έστι προσωποληψία παρά τώ Θεώ. 
12 όσοι γάρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως καί απολούνται καί όσοι εν νόμω ήμαρτον, διά νόμου κριθήσονται. 
13 ου γάρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τώ Θεώ, αλλ' οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται. 
14 όταν γάρ έθνη τά μή νόμον έχοντα φύσει τά τού νόμου ποιή, ούτοι νόμον μή έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, 
15 οίτινες ενδείκνυνται τό έργον τού νόμου γραπτόν εν ταίς καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών τής συνειδήσεως καί μεταξύ αλλήλων τών λογισμών κατηγορούντων ή καί απολογουμένων 
16 εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τά κρυπτά τών ανθρώπων κατά τό ευαγγέλιόν μου διά Ιησού Χριστού. 
17 Ίδε συ Ιουδαίος επονομάζη, καί επαναπαύη τώ νόμω, καί καυχάσαι εν Θεώ, 
18 καί γινώσκεις τό θέλημα, καί δοκιμάζεις τά διαφέροντα, κατηχούμενος εκ τού νόμου, 
19 πέποιθάς τε σεαυτόν οδηγόν είναι τυφλών, φώς τών εν σκότει, 
20 παιδευτήν αφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, έχοντα τήν μόρφωσιν τής γνώσεως καί τής αληθείας εν τώ νόμω. 
21 ο ούν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; ο κηρύσσων μή κλέπτειν κλέπτεις; 
22 ο λέγων μή μοιχεύειν μοιχεύεις; ο βδελυσσόμενος τά είδωλα ιεροσυλείς; 
23 ός εν νόμω καυχάσαι, διά τής παραβάσεως τού νόμου τόν Θεόν ατιμάζεις; 
24 τό γάρ όνομα τού Θεού δι' υμάς βλασφημείται εν τοίς έθνησι, καθώς γέγραπται. 
25 περιτομή μέν γάρ ωφελεί, εάν νόμον πράσσης εάν δέ παραβάτης νόμου ής, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν. 
26 εάν ούν η ακροβυστία τά δικαιώματα τού νόμου φυλάσση, ουχί η ακροβυστία αυτού εις περιτομήν λογισθήσεται; 
27 καί κρινεί η εκ φύσεως ακροβυστία, τόν νόμον τελούσα, σέ τόν διά γράμματος καί περιτομής παραβάτην νόμου. 
28 ου γάρ ο εν τώ φανερώ Ιουδαίός εστιν, ουδέ η εν τώ φανερώ εν σαρκί περιτομή, 
29 αλλ' ο εν τώ κρυπτώ Ιουδαίος, καί περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι, ού ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ' εκ τού Θεού. 


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Στίχ. 1-15. Ο Παύλος επαινεί τούς Χριστιανούς τής Ρώμης
καί εκφράζει τήν επιθυμίαν νά τούς επισκεφθή.

Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού 
2 ό προεπηγγείλατο διά τών προφητών αυτού εν γραφαίς αγίαις 
3 περί τού υιού αυτού, τού γενομένου εκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα, 
4 τού ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού τού Κυρίου ημών, 
5 δι' ού ελάβομεν χάριν καί αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι τοίς έθνεσιν υπέρ τού ονόματος αυτού, 
6 εν οίς εστε καί υμείς κλητοί Ιησού Χριστού, 
7 πάσι τοίς ούσιν εν Ρώμη αγαπητοίς Θεού, κλητοίς αγίοις χάρις υμίν καί ειρήνη από Θεού πατρός ημών καί Κυρίου Ιησού Χριστού. 
8 Πρώτον μέν ευχαριστώ τώ Θεώ μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω. 
9 μάρτυς γάρ μού εστιν ο Θεός, ώ λατρεύω εν τώ πνεύματί μου εν τώ ευαγγελίω τού υιού αυτού, ως αδιαλείπτως μνείαν υμών ποιούμαι, 
10 πάντοτε επί τών προσευχών μου δεόμενος εί πως ήδη ποτέ ευοδωθήσομαι εν τώ θελήματι τού Θεού ελθείν πρός υμάς. 
11 επιποθώ γάρ ιδείν υμάς, ίνα τι μεταδώ χάρισμα υμίν πνευματικόν εις τό στηριχθήναι υμάς, 
12 τούτο δέ εστι συμπαρακληθήναι εν υμίν διά τής εν αλλήλοις πίστεως υμών τε καί εμού. 
13 ου θέλω δέ υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι πολλάκις προεθέμην ελθείν πρός υμάς, καί εκωλύθην άχρι τού δεύρο, ίνα τινά καρπόν σχώ καί εν υμίν καθώς καί εν τοίς λοιποίς έθνεσιν. 
14 Έλλησί τε καί βαρβάροις, σοφοίς τε καί ανοήτοις οφειλέτης ειμί 
15 ούτω τό κατ' εμέ πρόθυμον καί υμίν τοίς εν Ρώμη ευαγγελίσασθαι. 

Στίχ. 16-32. Η ενοχή καί η τιμωρία τών ειδωλολατρών. 

16 ου γάρ επαισχύνομαι τό ευαγγέλιον τού Χριστού δύναμις γάρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τώ πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι. 
17 δικαιοσύνη γάρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται ο δέ δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται. 
18 Αποκαλύπτεται γάρ οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν καί αδικίαν ανθρώπων τών τήν αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, 
19 διότι τό γνωστόν τού Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς ο γάρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. 
20 τά γάρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοίς ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις καί θειότης, εις τό είναι αυτούς αναπολογήτους, 
21 διότι γνόντες τόν Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ' εματαιώθησαν εν τοίς διαλογισμοίς αυτών, καί εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία 
22 φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, 
23 καί ήλλαξαν τήν δόξαν τού αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου καί πετεινών καί τετραπόδων καί ερπετών. 
24 Διό καί παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταίς επιθυμίαις τών καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν τού ατιμάζεσθαι τά σώματα αυτών εν αυτοίς, 
25 οίτινες μετήλλαξαν τήν αλήθειαν τού Θεού εν τώ ψεύδει, καί εσεβάσθησαν καί ελάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα, ός εστιν ευλογητός εις τούς αιώνας αμήν. 
26 Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αί τε γάρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρήσιν εις τήν παρά φύσιν, 
27 ομοίως δέ καί οι άρσενες αφέντες τήν φυσικήν χρήσιν τής θηλείας εξεκαύθησαν εν τή ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι τήν ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι καί τήν αντιμισθίαν ήν έδει τής πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες. 
28 Καί καθώς ουκ εδοκίμασαν τόν Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νούν, ποιείν τά μή καθήκοντα, 
29 πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία, μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας, 
30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς, 
31 ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας 
32 οίτινες τό δικαίωμα τού Θεού επιγνόντες, ότι οι τά τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν, αλλά καί συνευδοκούσι τοίς πράσσουσι.


Ο ΠΑΥΛΟΣ

Ο υπέρ πάντας τούς άλλους Αποστόλους κοπιάσας απόστολος τών Εθνών Παύλος εγεννήθη μέν εν Ταρσώ τής Κιλικίας εκ Φαρισαίου καί εκ τής φυλής Βενιαμίν καταγομένου πατρός, επαιδεύθη δέ εν Ιεροσολύμοις παρά τούς πόδας τού Γαμαλιήλ, γενόμενος κάτοχος, όσον ελάχιστοι, τής ραββινικής θεολογίας. Κατά τήν ογδόην από τής γεννήσεώς του ημέραν, ότε περιετμήθη, εδόθη εις αυτόν τό όνομα Σαούλ ή Σαύλος, επειδή όμως είχε κληρονομήσει από τόν πατέρα του καί τήν ιδιότητα τού Ρωμαίου πολίτου, προσέλαβεν είτα καί τό επώνυμον Παύλος, όπερ ήτο σύνηθες μεταξύ ρωμαϊκών οικογενειών, εξ ωρισμένων γενών καταγομένων. Διώκτης αδιάλλακτος τής Εκκλησίας κατ' αρχάς, επεστράφη εις τόν Χριστιανισμόν, εμφανισθέντος εις αυτόν καθ' οδόν καί εγγύς τής Δαμασκού τού αναστάντος Κυρίου. Διά τήν εμφάνισιν ταύτην αυτός ο διαβόητος μεταξύ τών ορθολογιστών Baur ηναγκάσθη νά ομολογήση, ότι << δι' ουδεμιάς αναλύσεως είτε ψυχολογικής είτε διαλεκτικής δύναταί τις νά επιτύχη τήν βυθομέτρησιν τού μυστηρίου τής ενεργείας, διά τής οποίας ο Θεός απεκάλυψεν εις τόν Σαούλ τόν Υιόν του >>. Κρίσις καί αντίληψις ισχυρά, καρδία πυρίνη, δραστηριότης ακατάβλητος, θέλησις χαλυβδίνη, φύσις συναισθηματική, οξεία ηθική παρατηρητικότης, ετοιμότης καί ευστροφία, δημιουργικότης καί πρωτοτυπία, οργανωτική ικανότης σπανία καί δεξιότης τού άρχειν καί κυβερνάν καί μέ ολίγας λέξεις ασυνήθης πλούτος προσόντων διανοητικών καί πνευματικών απέδειξαν τόν Παύλον πραγματικώς μεγαλοφυή Απόστολον, εξ ολοκλήρου αφωσιωμένον εις τήν αποστολήν αυτού καί καταπληκτικόν εν τή ακαταπονήτω καί εξόχως καρποφόρω δράσει αυτού, ήτις διήρκεσε περί τά 28-30 έτη. Μετά προπαρασκευαστικήν τινα περίοδον, διαρκέσασαν επτά έτη, τήν οποίαν διήλθεν εν Αραβία καί Ταρσώ, κατήλθεν εις Αντιόχειαν ως συμβοηθός τού Βαρνάβα εν τή οργανώσει τής Εκκλησίας ταύτης, επεχείρησε δέ τάς εν Πράξ. ιγ' 1 - ιδ' 27, καί ιε' 36 - ιη' 22, καί ιη' 23 - κα' 16 αναφερομένας τρείς αποστολικάς πορείας αυτού. Συλληφθείς δ' εν Ιεροσολύμοις καί επί διετίαν παραμείνας φυλακισμένος εν Καισαρεία, ωδηγήθη μετά κινδυνώδη πλούν εις Ρώμην, όπου επί διετίαν καί πάλιν παραμείνας δέσμιος καί υπό στρατιωτικήν επιτήρησιν, αφέθη ελεύθερος διά νά επιχειρήση καί τετάρτην αποστολικήν πορείαν, ως εμφαίνεται εκ τών ποιμαντικών του επιστολών. Εν τέλει συνελήφθη καί πάλιν επί Νέρωνος καί περί τό 64 υπέστη τόν διά ξίφους μαρτυρικόν θάνατον. 

Η ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Πρό τής αφίξεως τού Παύλου εις Ρώμην, η οποία εγένετο κατά τήν πρώτην φυλάκισιν αυτού, ήτοι περί τό 60 μ.Χ., δέν φαίνεται πιθανόν άλλος Απόστολος νά εκήρυξε τό ευαγγέλιον εκεί. Διότι άλλως, πώς ήτο δυνατόν νά βεβαιοί ο Παύλος περί εαυτού εν σχέσει καί πρός τήν Ρώμην, ότι εφιλοτιμείτο νά κηρύττη τό Ευαγγέλιον ουχί εκεί, << όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μή επ' αλλότριον θεμέλιον οικοδομή >>; ( Ρωμ. ιε' 20 ). Εν τούτοις, καθώς φαίνεται εκ τής επιστολής, εν Ρώμη υπήρχεν Εκκλησία προηγμένη καί ακμάζουσα. Πώς λοιπόν καί υπό ποίου είχεν ιδρυθή αύτη; Η πιθανωτέρα γνώμη φαίνεται νά είναι, ότι ο Χριστιανισμός εισήχθη εις τήν πρωτεύουσαν τού τότε κόσμου ουχί υπό μελών τής εκεί ακμαζούσης από τής εποχής τού Πομπηΐου ( 61 π.Χ. ) ιουδαϊκής παροικίας, άτινα είχον ακούσει τό κήρυγμα τού Ευαγγελίου εν Ιεροσολύμοις καί εκείθεν εκόμισαν αυτό, αλλ' υπό Χριστιανών εξ εθνών δι' εμπορικούς καί πολιτικούς λόγους εκ Συρίας, Μακεδονίας καί Αχαΐας επισκεπτομένων συχνάκις τήν πρωτεύουσαν, μεταξύ τών οποίων πιθανώτατα συγκατελέγοντο καί οι Ρωμ. ιστ' 7 μνημονευόμενοι Ανδρόνικος καί Ιουνία ή Ιουνίας. Καί συγκατηριθμήθησαν μέν εις τά μέλη τής εν Ρώμη Εκκλησίας καί εξ Ιουδαίων πολλοί, ως εμφαίνεται καί εκ τού περιεχομένου τής επιστολής ( παράβαλε τά περί Αβραάμ καί Αδάμ αναπτυσσόμενα εις τά πρώτα κεφάλαια ). Κατά τό πλείστον όμως οι Χριστιανοί τής Ρώμης προήρχοντο εξ εθνών ( παράβαλε τά εν κεφ. θ' καί εξής αναπτυσσόμενα ). Εφ' όσον δέ ο Απόστολος είχεν από μακρού τήν επιθυμίαν νά επισκεφθή τήν Ρώμην καί προτιθέμενος ήδη μέ πρώτην ευκαιρίαν νά επιχειρήση τό εις αυτήν ταξίδιον, επωφελείται τής εις Ρώμην μεταβάσεως τής Φοίβης, διακόνου τής εν Κεγχρεαίς Εκκλησίας, νά αποστείλη εκ Κορίνθου εις τούς εκεί Χριστιανούς τήν επιστολήν του ταύτην διά νά προαναγγείλη μέν εις αυτούς τό μελετώμενον ταξίδιον, νά προπαρασκευάση δέ μεταξύ αυτών τό έδαφος πρός καρποφορίαν τού έργου του, όταν θά επεσκέπτετο αυτούς. Επί τώ σκοπώ τούτω προβαίνει εις πλήρη έκθεσιν τού Ευαγγελίου του, αναπτύσσων τάς κεντρικάς γραμμάς αυτού. Δεδομένου δέ, ότι, ως αναφέρεται εν τή επιστολή ( ιε' 25-28 ), επρόκειτο ο Απόστολος νά κομίση εις Ιεροσόλυμα τάς χρηματικάς συνδρομάς, αίτινες είχον συλλεγή από τάς διαφόρους εξ εθνών Εκκλησίας υπέρ τών εκεί πτωχών Χριστιανών, δυνάμεθα νά συναγάγωμεν, ότι η επιστολή εγράφη κατά τό τελευταίον ταξίδιον τού Παύλου εις Κόρινθον καί μήνας τινάς πρίν ή συλληφθή ούτος εν Ιεροσολύμοις, διά νά φυλακισθή εν συνεχεία εις Καισάρειαν ήτοι περίπου κατά τό 58 μ.Χ.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'


Μετά τό έβδομον σάλπισμα αρχίζουν γεγονότα προμηνύοντα τήν έλευσιν τού αντιχρίστου. Τοποθετούνται δέ εν τώ ουρανώ, διότι τά ανταποκρινόμενα εις αυτά επίγεια γεγονότα βασίζονται καί έχουσι τόν αόρατον  παράγοντα αυτών εις συνθήκας καί όρους υπεργηΐνους καί ουρανίους. Η μυστηριώδης γυνή μάλλον συμβολίζει τήν βασιλείαν τών ουρανών εν τή ιουδαϊκή θεοκρατία καί τή ταύτην διαδεχθείση Εκκλησία. Εγκυμονούσα τήν γέννησιν τού Μεσσίου η πρώτη, μετά τήν γέννησιν αυτού υπό τής Μαρίας αντικατεστάθη υπό τής Εκκλησίας, τής έτι ωδινούσης άχρις ού μορφωθή Χριστός εν τοίς τέκνοις αυτής. Ο δράκων ο κινούμενος πρός εξόντωσιν τού τεχθέντος Μεσσίου είναι ο σατανάς, κυριαρχών διά τής πολυθεΐας καί δι' αυτής πειρώμενος νά κατακτήση καί αυτόν τόν ουρανόν. Ο αγών τού μονοθεϊσμού κατά τής ειδωλολατρίας καί η από τού ύψους τής κυριαρχίας αυτού κατάπτωσις τού σατανά εξεικονίζεται διά τού νικηφόρου αγώνος τού Μιχαήλ κατά τού δράκοντος. Καί οι διωγμοί τούτου κατά τής γυναικός καί τών λοιπών τού σπέρματος αυτής εξεικονίζουσι τούς κατά τής γής στρατευομένης Εκκλησίας διωγμούς τού σατανά.

Καί σημείον μέγα ώφθη εν τώ ουρανώ, γυνή περιβεβλημένη τόν ήλιον, καί η σελήνη υποκάτω τών ποδών αυτής, καί επί τής κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα, 
2 καί εν γαστρί έχουσα έκραζεν ωδίνουσα καί βασανιζομένη τεκείν. 
3 καί ώφθη άλλο σημείον εν τώ ουρανώ, καί ιδού δράκων πυρρός μέγας, έχων κεφαλάς επτά καί κέρατα δέκα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα, 
4 καί η ουρά αυτού σύρει τό τρίτον τών αστέρων τού ουρανού, καί έβαλεν αυτούς εις τήν γήν. καί ο δράκων έστηκεν ενώπιον τής γυναικός τής μελλούσης τεκείν, ίνα, όταν τέκη, τό τέκνον αυτής καταφάγη. 
5 καί έτεκεν υιόν άρρενα, ός μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά έθνη εν ράβδω σιδηρά καί ηρπάσθη τό τέκνον αυτής πρός τόν Θεόν καί πρός τόν θρόνον αυτού. 
6 καί η γυνή έφυγεν εις τήν έρημον, όπου έχει εκεί τόπον ητοιμασμένον από τού Θεού, ίνα εκεί τρέφωσιν αυτήν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα. 
7 Καί εγένετο πόλεμος εν τώ ουρανώ ο Μιχαήλ καί οι άγγελοι αυτού τού πολεμήσαι μετά τού δράκοντος καί ο δράκων επολέμησε καί οι άγγελοι αυτού, 
8 καί ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτώ έτι εν τώ ουρανώ. 
9 καί εβλήθη ο δράκων, ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος καί ο Σατανάς, ο πλανών τήν οικουμένην όλην, εβλήθη εις τήν γήν, καί οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν. 
10 καί ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τώ ουρανώ λέγουσαν άρτι εγένετο η σωτηρία καί η δύναμις καί η βασιλεία τού Θεού ημών καί η εξουσία τού Χριστού αυτού, ότι εβλήθη ο κατήγορος τών αδελφών ημών, ο κατηγορών αυτών ενώπιον τού Θεού ημών ημέρας καί νυκτός. 
11 καί αυτοί ενίκησαν αυτόν διά τό αίμα τού αρνίου καί διά τόν λόγον τής μαρτυρίας αυτών, καί ουκ ηγάπησαν τήν ψυχήν αυτών άχρι θανάτου. 
12 διά τούτο ευφραίνεσθε ουρανοί καί οι εν αυτοίς σκηνούντες ουαί τήν γήν καί τήν θάλασσαν, ότι κατέβη ο διάβολος πρός υμάς έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει. 
13 Καί ότε είδεν ο δράκων ότι εβλήθη εις τήν γήν, εδίωξε τήν γυναίκα ήτις έτεκε τόν άρρενα. 
14 καί εδόθησαν τή γυναικί δύο πτέρυγες τού αετού τού μεγάλου, ίνα πέτηται εις τήν έρημον εις τόν τόπον αυτής, όπως τρέφηται εκεί καιρόν καί καιρούς καί ήμισυ καιρού από προσώπου τού όφεως. 
15 καί έβαλεν ο όφις εκ τού στόματος αυτού οπίσω τής γυναικός ύδωρ ως ποταμόν, ίνα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση. 
16 καί εβοήθησεν η γή τή γυναικί, καί ήνοιξεν η γή τό στόμα αυτής καί κατέπιε τόν ποταμόν όν έβαλεν ο δράκων εκ τού στόματος αυτού. 
17 καί ωργίσθη ο δράκων επί τή γυναικί, καί απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά τών λοιπών τού σπέρματος αυτής, τών τηρούντων τάς εντολάς τού Θεού καί εχόντων τήν μαρτυρίαν Ιησού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ'


Στίχ. 17-31. Συνδιαλέξεις τού Παύλου μετά τών προκρίτων Ιουδαίων. 
Επί δύο έτη δέσμιος κηρύττει τόν Χριστόν. 

17 Εγένετο δέ μετά ημέρας τρείς συγκαλέσααθαι τόν Παύλον τούς όντας τών Ιουδαίων πρώτους συνελθόντων δέ αυτών έλεγε πρός αυτούς άνδρες αδελφοί, εγώ ουδέν εναντίον ποιήσας τώ λαώ ή τοίς έθεσι τοίς πατρώοις δέσμιος εξ Ιεροσολύμων παρεδόθην εις τάς χείρας τών Ρωμαίων 
18 οίτινες ανακρίναντές με εβούλοντο απολύσαι διά τό μηδεμίαν αιτίαν θανάτου υπάρχειν εν εμοί. 
19 αντιλεγόντων δέ τών Ιουδαίων ηναγκάσθην επικαλέσασθαι Καίσαρα, ουχ ως τού έθνους μου έχων τι κατηγορήσαι. 
20 διά ταύτην ούν τήν αιτίαν παρεκάλεσα υμάς ιδείν καί προσλαλήσαι ένεκεν γάρ τής ελπίδος τού Ισραήλ τήν άλυσιν ταύτην περίκειμαι. 
21 οι δέ πρός αυτόν είπον ημείς ούτε γράμματα περί σού εδεξάμεθα από τής Ιουδαίας, ούτε παραγενόμενός τις τών αδελφών απήγγειλεν ή ελάλησέ τι περί σού πονηρόν. 
22 αξιούμεν δέ παρά σού ακούσαι ά φρονείς περί μέν γάρ τής αιρέσεως ταύτης γνωστόν εστιν ημίν ότι πανταχού αντιλέγεται. 
23 Ταξάμενοι δέ αυτώ ημέραν ήκον πρός αυτόν εις τήν ξενίαν πλείονες, οίς εξετίθετο διαμαρτυρόμενος τήν βασιλείαν τού Θεού πείθων τε αυτούς τά περί τού Ιησού από τε νόμου Μωϋσέως καί τών προφητών από πρωΐ έως εσπέρας. 
24 καί οι μέν επείθοντο τοίς λεγομένοις, οι δέ ηπίστουν. 
25 ασύμφωνοι δέ όντες πρός αλλήλους απελύοντο, ειπόντος τού Παύλου ρήμα έν, ότι καλώς τό Πνεύμα τό Άγιον ελάλησε διά Ησαΐου τού προφήτου πρός τούς πατέρας ημών 
26 λέγον πορεύθητι πρός τόν λαόν τούτον καί είπον ακοή ακούσετε καί ου μή συνήτε, καί βλέποντες βλέψετε καί ου μή ίδητε 
27 επαχύνθη γάρ η καρδία τού λαού τούτου, καί τοίς ωσί βαρέως ήκουσαν, καί τούς οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοίς οφθαλμοίς καί τοίς ωσίν ακούσωσι καί τή καρδία συνώσι καί επιστρέψωσι, καί ιάσομαι αυτούς. 
28 γνωστόν ούν έστω υμίν ότι τοίς έθνεσιν απεστάλη τούτο τό σωτήριον τού Θεού, αυτοί καί ακούσονται. 
29 καί ταύτα αυτού ειπόντος απήλθον οι Ιουδαίοι πολλήν έχοντες εν εαυτοίς συζήτησιν. 
30 Έμεινε δέ ο Παύλος διετίαν όλην εν ιδίω μισθώματι καί απεδέχετο πάντας τούς εισπορευομένους πρός αυτόν, 
31 κηρύσσων τήν βασιλείαν τού Θεού καί διδάσκων τά περί τού Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ'


Στίχ. 1-16. Ο Παύλος εις Μελίτην καί εκείθεν εις Ρώμην. 

Καί διασωθέντες τότε επέγνωσαν ότι Μελίτη η νήσος καλείται. 
2 οι δέ βάρβαροι παρείχον ου τήν τυχούσαν φιλανθρωπίαν ημίν ανάψαντες γάρ πυράν προσελάβοντο πάντας ημάς διά τόν υετόν τόν εφεστώτα καί διά τό ψύχος. 
3 συστρέψαντος δέ τού Παύλου φρυγάνων πλήθος καί επιθέντος επί τήν πυράν, έχιδνα από τής θέρμης διεξελθούσα καθήψε τής χειρός αυτού. 
4 ως δέ είδον οι βάρβαροι κρεμάμενον τό θηρίον εκ τής χειρός αυτού, έλεγον πρός αλλήλους πάντως φονεύς εστιν ο άνθρωπος ούτος, όν διασωθέντα εκ τής θαλάσσης η Δίκη ζήν ουκ είασεν. 
5 ο μέν ούν αποτινάξας τό θηρίον εις τό πύρ έπαθεν ουδέν κακόν 
6 οι δέ προσεδόκων αυτόν μέλλειν πίμπρασθαι ή καταπίπτειν άφνω νεκρόν. επί πολύ δέ αυτών προσδοκώντων καί θεωρούντων μηδέν άτοπον εις αυτόν γινόμενον, μεταβαλλόμενοι έλεγον θεόν αυτόν είναι. 
7 Εν δέ τοίς περί τόν τόπον εκείνον υπήρχε χωρία τώ πρώτω τής νήσου ονόματι Ποπλίω, ός αναδεξάμενος ημάς τρείς ημέρας φιλοφρόνως εξένισεν. 
8 εγένετο δέ τόν πατέρα τού Ποπλίου πυρετοίς καί δυσεντερίω συνεχόμενον κατακείσθαι πρός όν ο Παύλος εισελθών καί προσευξάμενος καί επιθείς τάς χείρας αυτώ ιάσατο αυτόν. 
9 τούτου ούν γενομένου καί οι λοιποί οι έχοντες ασθενείας εν τή νήσω προσήρχοντο καί εθεραπεύοντο 
10 οί καί πολλαίς τιμαίς ετίμησαν ημάς καί αναγομένοις επέθεντο τά πρός τήν χρείαν. 
11 Μετά δέ τρείς μήνας ανήχθημεν εν πλοίω παρακεχειμακότι εν τή νήσω, Αλεξανδρίνω, παρασήμω Διοσκούροις, 
12 καί καταχθέντες εις Συρακούσας επεμείναμεν ημέρας τρείς 
­­­­­13 όθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εις Ρήγιον, καί μετά μίαν ημέραν επιγενομένου νότου δευτεραίοι ήλθομεν εις Ποτιόλους 
14 ού ευρόντες αδελφούς παρεκλήθημεν επ' αυτοίς επιμείναι ημέρες επτά, καί ούτως εις τήν Ρώμην ήλθομεν. 
15 κακείθεν οι αδελφοί ακούσαντες τά περί ημών εξήλθον εις απάντησιν ημίν άχρις Αππίου φόρου καί Τριών ταβερνών, ούς ιδών ο Παύλος ευχαριστήσας τώ Θεώ έλαβε θάρσος. 
16 Ότε δέ ήλθομεν εις Ρώμην, ο εκατοντάρχης παρέδωκε τούς δεσμίους τώ στρατοπεδάρχη τώ δέ Παύλω επετράπη μένειν καθ' εαυτόν σύν τώ φυλάσσοντι αυτόν στρατιώτη. 

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ'


Στίχ. 1-44. Τό ταξίδιον τού Παύλου εις Ρώμην καί τό ναυάγιον.

Ως δέ εκρίθη τού αποπλείν ημάς εις τήν Ιταλίαν, παρεδίδουν τόν τε Παύλον καί τινας ετέρους δεσμώτας εκατοντάρχη ονόματι Ιουλίω σπείρης Σεβαστής. 
2 επιβάντες δέ πλοίω Αδραμυττηνώ μέλλοντες πλείν τούς κατά τήν Ασίαν τόπους ανήχθημεν, όντος σύν ημίν Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως, 
3 τή τε ετέρα κατήχθημεν εις Σιδώνα φιλανθρώπως τε ο Ιούλιος τώ Παύλω χρησάμενος επέτρεψε πρός τούς φίλους πορευθέντα επιμελείας τυχείν. 
4 κακείθεν αναχθέντες υπεπλεύσαμεν τήν Κύπρον διά τό τούς ανέμους είναι εναντίους, 
5 τό τε πέλαγος τό κατά τήν Κιλικίαν καί Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εις Μύρα τής Λυκίας. 
6 Κακεί ευρών ο εκατοντάρχης πλοίον Αλεξανδρίνον πλέον εις τήν Ιταλίαν ενεβίβασεν ημάς εις αυτό. 
7 εν ικαναίς δέ ημέραις βραδυπλοούντες καί μόλις γενόμενοι κατά τήν Κνίδον, μή προσεώντος ημάς τού ανέμου υπεπλεύσαμεν τήν Κρήτην κατά Σαλμώνην, 
8 μόλις τε παραλεγόμενοι αυτήν ήλθομεν εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς λιμένας, ώ εγγύς ήν πόλις Λασαία. 
9 Ικανού δέ χρόνου διαγενομένου καί όντος ήδη επισφαλούς τού πλοός διά τό καί τήν νηστείαν ήδη παρεληλυθέναι, παρήνει ο Παύλος 
10 λέγων αυτοίς άνδρες, θεωρώ ότι μετά ύβρεως καί πολλής ζημίας ου μόνον τού φόρτου καί τού πλοίου, αλλά καί τών ψυχών ημών μέλλειν έσεσθαι τόν πλούν. 
11 ο δέ εκατοντάρχης τώ κυβερνήτη καί τώ ναυκλήρω επείθετο μάλλον ή τοίς υπό τού Παύλου λεγομένοις. 
12 ανευθέτου δέ τού λιμένος υπάρχοντος πρός παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν, εί πως δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα τής Κρήτης βλέποντα κατά λίβα καί κατά χώρον. 
13 Υποπνεύσαντος δέ νότου δόξαντες τής προθέσεως κεκρατηκέναι, άραντες άσσον παρελέγοντο τήν Κρήτην. 
14 μετ' ου πολύ δέ έβαλε κατ' αυτής άνεμος τυφωνικός ο καλούμενος Ευροκλύδων. 
15 συναρπασθέντος δέ τού πλοίου καί μή δυναμένου αντοφθαλμείν τώ ανέμω επιδόντες εφερόμεθα. 
16 νησίον δέ τι υποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι τής σκάφης, 
17 ήν άραντες βοηθείαις εχρώντο υποζωννύντες τό πλοίον φοβούμενοί τε μή εις τήν Σύρτιν εκπέσωσι, χαλάσαντες τό σκεύος ούτως εφέροντο. 
18 σφοδρώς δέ χειμαζομένων ημών τή εξής εκβολήν εποιούντο, 
19 καί τή τρίτη αυτόχειρες τήν σκευήν τού πλοίου ερρίψαμεν. 
20 μήτε δέ ηλίου μήτε άστρων επιφαινόντων επί πλείονας ημέρας, χειμώνος τε ουκ ολίγου επικειμένου, λοιπόν περιηρείτο πάσα ελπίς τού σώζεσθαι ημάς. 
21 Πολλής δέ ασιτίας υπαρχούσης τότε σταθείς ο Παύλος εν μέσω αυτών είπεν έδει μέν, ώ άνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μή ανάγεσθαι από τής Κρήτης κερδήσαί τε τήν ύβριν ταύτην καί τήν ζημίαν. 
22 καί τά νύν παραινώ υμάς ευθυμείν αποβολή γάρ ψυχής ουδεμία έσται εξ υμών πλήν τού πλοίου. 
23 παρέστη γάρ μοι τή νυκτί ταύτη άγγελος τού Θεού ού ειμι, ώ καί λατρεύω, 
24 λέγων μή φοβού, Παύλε Καίσαρί σε δεί παραστήναι καί ιδού κεχάρισταί σοι ο Θεός πάντας τούς πλέοντας μετά σού. 
25 διό ευθυμείτε, άνδρες πιστεύω γάρ τώ Θεώ ότι ούτως έσται καθ' όν τρόπον λελάληταί μοι. 
26 εις νήσον δέ τινα δεί ημάς εκπεσείν. 
27 Ως δέ τεσσαρεσκαιδεκάτη νύξ εγένετο διαφερομένων ημών εν τώ Αδρία, κατά μέσον τής νυκτός υπενόουν οι ναύται προσάγειν τινά αυτοίς χώραν. 
28 καί βολίσαντες εύρον οργυιάς είκοσι, βραχύ δέ διαστήσαντες καί πάλιν βολίσαντες εύρον οργυιάς δεκαπέντε 
29 φοβούμενοί τε μήπως εις τραχείς τόπους εκπέσωμεν, εκ πρύμνης ρίψαντες αγκύρας τέσσαρας ηύχοντο ημέραν γενέσθαι. 
30 Τών δέ ναυτών ζητούντων φυγείν εκ τού πλοίου καί χαλασάντων τήν σκάφην εις τήν θάλασσαν, προφάσει ως εκ πρώρας μελλόντων αγκύρας εκτείνειν, 
31 είπεν ο Παύλος τώ εκατοντάρχη καί τοίς στρατιώταις εάν μή ούτοι μείνωσιν εν τώ πλοίω, υμείς σωθήναι ου δύνασθε. 
32 τότε οι στρατιώται απέκοψαν τά σχοινία τής σκάφης καί είασαν αυτήν εκπεσείν. 
33 Άχρι δέ έμελλεν ημέρα γίνεσθαι, παρεκάλει ο Παύλος άπαντας μεταλαβείν τροφής λέγων τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ημέραν προσδοκώντες άσιτοι διατελείτε, μηδέν προσλαβόμενοι. 
34 διό παρακαλώ υμάς μεταλαβείν τροφής τούτο γάρ πρός τής υμετέρας σωτηρίας υπάρχει ουδενός γάρ υμών θρίξ εκ τής κεφαλής πεσείται. 
35 ειπών δέ ταύτα καί λαβών άρτον ευχαρίστησε τώ Θεώ ενώπιον πάντων, καί κλάσας ήρξατο εσθίειν. 
36 εύθυμοι δέ γενόμενοι πάντες καί αυτοί προσελάβοντο τροφής 
37 ήμεν δέ εν τώ πλοίω αι πάσαι ψυχαί διακόσιαι εβδομήκοντα έξ. 
38 κορεσθέντες δέ τροφής εκούφιζον τό πλοίον εκβαλλόμενοι τόν σίτον εις τήν θάλασσαν. 
39 Ότε δέ ημέρα εγένετο, τήν γήν ουκ επεγίνωσκον, κόλπον δέ τινα κατενόουν έχοντα αιγιαλόν, εις όν εβουλεύσαντο, ει δύναιντο, εξώσαι τό πλοίον. 
40 καί τάς αγκύρας περιελόντες είων εις τήν θάλασσαν άμα ανέντες τάς ζευκτηρίας τών πηδαλίων, καί επάραντες τόν αρτέμωνα τή πνεούση κατείχον εις τόν αιγιαλόν. 
41 περιπεσόντες δέ εις τόπον διθάλασσον επώκειλαν τήν ναύν, καί η μέν πρώρα ερείσασα έμεινεν ασάλευτος, η δέ πρύμνα ελύετο υπό τής βίας τών κυμάτων. 
42 τών δέ στρατιωτών βουλή εγένετο ίνα τούς δεσμώτας αποκτείνωσι, μή τις εκκολυμβήσας διαφύγοι. 
43 ο δέ εκατοντάρχης βουλόμενος διασώσαι τόν Παύλον εκώλυσεν αυτούς τού βουλήματος, εκέλευσέ τε τούς δυναμένους κολυμβάν απορρίψαντας πρώτουςεπί τήν γήν εξιέναι, 
44 καί τούς λοιπούς ούς μέν επί σανίσιν, ούς δέ επί τίνων τών από τού πλοίου. καί ούτως εγένετο πάντας διασωθήναι επί τήν γήν. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ'


Στίχ. 1-32. Ο Παύλος απολογείται πρός τόν Αγρίππαν, όστις τόν Θεωρεί αθώον. 

Αγρίππας δέ πρός τόν Παύλον έφη επιτρέπεταί σοι υπέρ σεαυτού λέγειν. τότε ο Παύλος εκτείνας τήν χείρα απελογείτο 
2 περί πάντων ών εγκαλούμαι υπό Ιουδαίων, βασιλεύ Αγρίππα, ήγημαι εμαυτόν μακάριον επί σού μέλλων απολογείσθαι σήμερον, 
3 μάλιστα γνώστην όντα σε πάντων τών κατά Ιουδαίους εθών τε καί ζητημάτων διό δέομαί σου μακροθύμως ακούσαί μου. 
4 Τήν μέν ούν βίωσίν μου τήν εκ νεότητος τήν απ' αρχής γενομένην εν τώ έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες οι Ιουδαίοι, 
5 προγινώσκοντές με άνωθεν, εάν θέλωσι μαρτυρείν, ότι κατά τήν ακριβεστάτην αίρεσιν τής ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος. 
6 καί νύν επ' ελπίδι τής πρός τούς πατέρας επαγγελίας γενομένης υπό τού Θεού έστηκα κρινόμενος, 
7 εις ήν τό δωδεκάφυλον ημών εν εκτενεία νύκτα καί ημέραν λατρεύον ελπίζει καταντήσαι περί ής ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό τών Ιουδαίων. 
8 τί άπιστον κρίνεται παρ' υμίν ει ο Θεός νεκρούς εγείρει; 
9 εγώ μέν ούν έδοξα εμαυτώ πρός τό όνομα Ιησού τού Ναζωραίου δείν πολλά εναντία πράξαι 
10 ό καί εποίησα εν Ιεροσολύμοις, καί πολλούς τών αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα τήν παρά τών αρχιερέων εξουσίαν λαβών, αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον, 
11 καί κατά πάσας τάς συναγωγάς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον βλασφημείν, περισσώς τε εμμαινόμενος αυτοίς εδίωκον έως καί εις τάς έξω πόλεις. 
12 Εν οίς καί πορευόμενος εις τήν Δαμασκόν μετ' εξουσίας καί επιτροπής τής παρά τών αρχιερέων, 
13 ημέρας μέσης κατά τήν οδόν είδον, βασιλεύ, ουρανόθεν υπέρ τήν λαμπρότητα τού ηλίου περιλάμψαν με φώς καί τούς σύν εμοί πορευομένους 
14 πάντων δέ καταπεσόντων ημών εις τήν γήν ήκουσα φωνήν λαλούσαν πρός με καί λέγουσαν τή Εβραΐδι διαλέκτω Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν. 
15 εγώ δέ είπον τίς εί, Κύριε; ο δέ είπεν εγώ ειμι Ιησούς όν σύ διώκεις. 
16 αλλά ανάστηθι καί στήθι επί τούς πόδας σου εις τούτο γάρ ώφθην σοι, προχειρίσασθαί σε υπηρέτην καί μάρτυρα ών τε είδες ών τε οφθήσομαί σοι, 
17 εξαιρούμενός σε εκ τού λαού καί τών εθνών, εις ούς εγώ σε αποστέλλω 
18 ανοίξαι οφθαλμούς αυτών, τού επιστρέψαι από σκότους εις φώς καί τής εξουσίας τού σατανά επί τόν Θεόν, τού λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών καί κλήρον εν τοίς ηγιασμένοις πίστει τή εις εμέ. 
19 Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, ουκ εγενόμην απειθής τή ουρανίω οπτασία, 
20 αλλά τοίς εν Δαμασκώ πρώτον καί Ιεροσολύμοις, εις πάσάν τε τήν χώραν τής Ιουδαίας καί τοίς έθνεσιν απαγγέλλω μετανοείν καί επιστρέφειν επί τόν Θεόν, άξια τής μετανοίας έργα πράσσοντας. 
21 ένεκα τούτων με οι Ιουδαίοι συλλαβόμενοι εν τώ ιερώ επειρώντο διαχειρίσασθαι. 
22 επικουρίας ούν τυχών τής παρά τού Θεού άχρι τής ημέρας ταύτης έστηκα μαρτυρόμενος μικρώ τε καί μεγάλω, ουδέν εκτός λέγων ών τε οι προφήται ελάλησαν μελλόντων γενέσθαι καί Μωϋσής, 
23 ει παθητός ο Χριστός, ει πρώτος εξ αναστάσεως νεκρών φώς μέλλει καταγγέλλειν τώ λαώ καί τοίς έθνεσι. 
24 Ταύτα δέ αυτού απολογουμένου ο Φήστος μεγάλη τή φωνή έφη μαίνη, Παύλε τά πολλά σε γράμματα εις μανίαν περιτρέπει. 
25 ο δέ, ου μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φήστε, αλλά αληθείας καί σωφροσύνης ρήματα αποφθέγγομαι. 
26 επίσταται γάρ περί τούτων ο βασιλεύς, πρός όν καί παρρησιαζόμενος λαλώ λανθάνειν γάρ αυτόν τι τούτων ου πείθομαι ουδέν ου γάρ εστιν εν γωνία πεπραγμένον τούτο. 
27 πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, τοίς προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις. 
28 ο δέ Αγρίππας πρός τόν Παύλον έφη εν ολίγω με πείθεις Χριστιανόν γενέσθαι. 
29 ο δέ Παύλος είπεν ευξαίμην άν τώ Θεώ καί εν ολίγω καί εν πολλώ ου μόνον σέ, αλλά καί πάντας τούς ακούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους οποίος καγώ ειμι, παρεκτός τών δεσμών τούτων. 
30 Καί ταύτα ειπόντος αυτού ανέστη ο βασιλεύς καί ο ηγεμών ή τε Βερνίκη καί οι συγκαθήμενοι αυτοίς, 
31 καί αναχωρήσαντες ελάλουν πρός αλλήλους λέγοντες ότι ουδέν θανάτου άξιον ή δεσμών πράσσει ο άνθρωπος ούτος. 
32 Αγρίππας δέ τώ Φήστω έφη απολελύσθαι εδύνατο ο άνθρωπος ούτος, ει μή επεκέκλητο Καίσαρα. 

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ'


Στίχ. 13-27. Ο Παύλος πρό τού Αγρίππα. 

13 Ημερών δέ διαγενομένων τινών Αγρίππας ο βασιλεύς καί Βερνίκη κατήντησαν εις Καισάρειαν ασπασόμενοι τόν Φήστον. 
14 ως δέ πλείους ημέρας διέτριβον εκεί, ο Φήστος τώ βασιλεί ανέθετο τά κατά τόν Παύλον λέγων ανήρ τίς εστι καταλελειμμένος υπό Φήλικος δέσμιος, 
15 περί ού γενομένου μου εις Ιεροσόλυμα ενεφάνισαν οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι τών Ιουδαίων αιτούμενοι κατ' αυτού δίκην 
16 πρός ούς απεκρίθην ότι ουκ έστιν έθος Ρωμαίοις χαρίζεσθαί τινα άνθρωπον εις απώλειαν πρίν ή ο κατηγορούμενος κατά πρόσωπον έχοι τούς κατηγόρους τόπον τε απολογίας λάβοι περί εγκλήματος. 
17 συνελθόντων ούν αυτών ενθάδε αναβολήν μηδεμίαν ποιησάμενος τή εξής καθίσας επί τού βήματος εκέλευσα αχθήναι τόν άνδρα 
18 περί ού σταθέντες οι κατήγοροι ουδεμίαν αιτίαν επέφερον ών υπενόουν εγώ, 
19 ζητήματα δέ τινα περί τής ιδίας δεισιδαιμονίας είχον πρός αυτόν καί περί τινος Ιησού τεθνηκότος, όν έφασκεν ο Παύλος ζήν. 
20 απορούμενος δέ εγώ τήν περί τούτου ζήτησιν έλεγον ει βούλοιτο πορεύεσθαι εις Ιεροσόλυμα κακεί κρίνεσθαι περί τούτων. 
21 τού δέ Παύλου επικαλεσαμένου τηρηθήναι αυτόν εις τήν τού Σεβαστού διάγνωσιν, εκέλευσα τηρείσθαι αυτόν έως ού πέμψω αυτόν πρός Καίσαρα. 
22 Αγρίππας δέ πρός τόν Φήστον έφη εβουλόμην καί αυτός τού ανθρώπου ακούσαι. ο δέ, αύριον, φησίν, ακούση αυτού. 
23 Τή ούν επαύριον ελθόντος τού Αγρίππα καί τής Βερνίκης μετά πολλής φαντασίας καί εισελθόντων εις τό ακροατήριον σύν τε τοίς χιλιάρχοις καί ανδράσι τοίς κατ' εξοχήν  ούσι τής πόλεως, καί κελεύσαντος τού Φήστου ήχθη ο Παύλος. 
24 καί φησιν ο Φήστος Αγρίππα βασιλεύ καί πάντες οι συμπαρόντες ημίν άνδρες, θεωρείτε τούτον περί ού πάν τό πλήθος τών Ιουδαίων ενέτυχόν μοι έν τε Ιεροσολύμοις καί ενθάδε, επιβοώντες μή δείν ζήν αυτόν μηκέτι. 
25 εγώ δέ καταλαβόμενος μηδέν άξιον θανάτου αυτόν πεπραχέναι, καί αυτού δέ τούτου επικαλέσαμένου τόν Σεβαστόν, έκρινα πέμπειν αυτόν. 
26 περί ού ασφαλές τι γράψαι τώ κυρίω ουκ έχω διό προήγαγον αυτόν εφ' υμών καί μάλιστα επί σού, βασιλεύ Αγρίππα, όπως τής ανακρίσεως γενομένης σχώ τι γράψαι. 
27 άλογον γάρ μοι δοκεί πέμποντα δέσμιον μή καί τάς κατ' αυτού αιτίας σημάναι. 

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ'


Στίχ. 1-12. Ο Παύλος πρό τού Φήστου, επικαλείται τόν Καίσαρα. 

Φήστος ούν επιβάς τή επαρχία μετά τρείς ημέρας ανέβη εις Ιεροσόλυμα από Καισαρείας 
2 ενεφάνισαν δέ αυτώ ο αρχιερεύς καί οι πρώτοι τών Ιουδαίων κατά τού Παύλου, καί παρεκάλουν αυτόν, 
3 αιτούμενοι χάριν κατ' αυτού, όπως μεταπέμψηται αυτόν εις Ιερουσαλήμ, ενέδραν ποιούντες ανελείν αυτόν κατά τήν οδόν. 
4 ο μέν ούν Φήστος απεκρίθη τηρείσθαι τόν Παύλον εν Καισαρεία, εαυτόν δέ μέλλειν εν τάχει εκπορεύεσθαι 
5 οι ούν δυνατοί εν υμίν, φησί, συγκαταβάντες, εί τί εστιν εν τώ ανδρί τούτω, κατηγορείτωσαν αυτού. 
6 Διατρίψας δέ εν αυτοίς ημέρας πλείους ή δέκα, καταβάς εις Καισάρειαν, τή επαύριον καθίσας επί τού βήματος εκέλευσε τόν Παύλον αχθήναι. 
7 παραγενομένου δέ αυτού περιέστησαν οι από Ιεροσολύμων καταβεβηκότες Ιουδαίοι, πολλά καί βαρέα αιτιώματα φέροντες κατά τού Παύλου, ά ουκ ίσχυον αποδείξαι, 
8 απολογουμένου αυτού ότι ούτε εις τόν νόμον τών Ιουδαίων ούτε εις τό ιερόν ούτε εις Καίσαρά τι ήμαρτον. 
9 ο Φήστος δέ θέλων τοίς Ιουδαίοις χάριν καταθέσθαι, αποκριθείς τώ Παύλω είπε θέλεις εις Ιερουσαλήμ αναβάς εκεί περί τούτων κρίνεσθαι επ' εμού; 
10 είπε δέ ο Παύλος επί τού βήματος Καίσαρος εστώς ειμι, ού με δεί κρίνεσθαι. Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα, ως καί σύ κάλλιον επιγινώσκεις 
11 ει μέν γάρ αδικώ καί άξιον θανάτου πέπραχά τι, ου παραιτούμαι τού αποθανείν ει δέ ουδέν εστιν ών ούτοι κατηγορούσί μου, ουδείς με δύναται αυτοίς χαρίσασθαι Καίσαρα επικαλούμαι. 
12 τότε ο Φήστος συλλαλήσας μετά τού συμβουλίου απεκρίθη Καίσαρα επικέκλησαι, επί Καίσαρα πορεύση. 

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'


Στίχ. 24-27. Ο Φήλιξ συζητεί μέ τόν Παύλον, φυλακισμένον επί διετίαν. 

24 Μετά δέ ημέρας τινάς παραγενόμενος ο Φήλιξ σύν Δρουσίλλη τή γυναικί αυτού, ούση Ιουδαία, μετεπέμψατο τόν Παύλον καί ήκουσεν αυτού περί τής εις Χριστόν πίστεως. 
25 διαλεγομένου δέ αυτού περί δικαιοσύνης καί εγκρατείας καί τού κρίματος τού μέλλοντος έσεσθαι, έμφοβος γενόμενος ο Φήλιξ απεκρίθη τό νύν έχον πορεύου, καιρόν δέ μεταλαβών μετακαλέσομαί σε, 
26 άμα δέ καί ελπίζων ότι χρήματα δοθήσεται αυτώ υπό τού Παύλου όπως λύση αυτόν μεταπεμπόμενος ωμίλει αυτώ. 
27 Διετίας δέ πληρωθείσης έλαβε διάδοχον ο Φήλιξ Πόρκιον Φήστον θέλων δέ χάριν καταθέσθαι τοίς Ιουδαίοις ο Φήλιξ κατέλιπε τόν Παύλον δεδεμένον. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'


Στίχ. 1-23. Οι Ιουδαίοι κατηγορούν τόν Παύλον 
εις τόν ηγεμόνα Φήλικα. Ο Παύλος απολογείται. 

Μετά δέ πέντε ημέρας κατέβη ο αρχιερεύς Ανανίας μετά τών πρεσβυτέρων καί ρήτορος Τερτύλλου τινός, οίτινες ενεφάνισαν τώ ηγεμόνι κατά τού Παύλου. 
2 κληθέντος δέ αυτού ήρξατο κατηγορείν ο Τέρτυλλος λέγων 
3 πολλής ειρήνης τυγχάνοντες διά σού καί κατορθωμέτων γινομένων τώ έθνει τούτω διά τής σής προνοίας, πάντη τε καί πανταχού αποδεχόμεθα, κράτιστε Φήλιξ, μετά πάσης ευχαριστίας. 
4 ίνα δέ μή επί πλείόν σε εγκόπτω, παρακαλώ ακούσαί σε ημών συντόμως τή σή επιεικεία. 
5 ευρόντες γάρ τόν άνδρα τούτον λοιμόν καί κινούντα στάσιν πάσι τοίς Ιουδαίοις τοίς κατά τήν οικουμένην, πρωτοστάτην τε τής τών Ναζωραίων αιρέσεως, 
6 ός καί τό ιερόν επείρασε βεβηλώσαι, όν καί εκρατήσαμεν καί κατά τόν ημέτερον νόμον ηθελήσαμεν κρίνειν 
7 παρελθών δέ Λυσίας ο χιλίαρχος μετά πολλής βίας εκ τών χειρών ημών απήγαγε, 
8 κελεύσας τούς κατηγόρους αυτού έρχεσθαι επί σέ παρ' ού δυνήση αυτός ανακρίνας περί πάντων τούτων επιγνώναι ών ημείς κατηγορούμεν αυτού. 
9 συνεπέθεντο δέ καί Ιουδαίοι φάσκοντες ταύτα ούτως έχειν. 
10 Απεκρίθη δέ ο Παύλος, νεύσαντος αυτώ τού ηγεμόνος λέγειν εκ πολλών ετών όντα σε κριτήν τώ έθνει τούτω επιστάμενος ευθυμότερον τά περί εμαυτού απολογούμαι, 
11 δυναμένου σου γνώναι ότι ου πλείους εισί μοι ημέραι δεκαδύο εφ' ής ανέβην προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ 
12 καί ούτε εν τώ ιερώ εύρόν με πρός τινα διαλεγόμενον ή επισύστασιν ποιούντα όχλου, ούτε εν ταίς συναγωγαίς ούτε κατά τήν πόλιν 
13 ούτε παραστήσαι δύνανται περί ών νύν κατηγορούσί μου. 
14 ομολογώ δέ τούτό σοι, ότι κατά τήν οδόν ήν λέγουσιν αίρεσιν ούτω λατρεύω τώ πατρώω Θεώ, πιστεύων πάσι τοίς κατά τόν νόμον καί τοίς εν τοίς προφήταις γεγραμμένοις, 
15 ελπίδα έχων εις τόν Θεόν ήν καί αυτοί ούτοι προσδέχονται, ανάστασιν μέλλειν έσεσθαι νεκρών, δικαίων τε καί αδίκων 
16 εν τούτω δέ καί αυτός ασκώ απρόσκοπον συνείδησιν έχειν πρός τόν Θεόν καί τούς ανθρώπους διά παντός. 
17 δι' ετών δέ πλειόντων παρεγενόμην ελεημοσύνας ποιήσων εις τό έθνος μου καί προσφοράς 
18 εν οίς εύρόν με ηγνισμένον εν τώ ιερώ, ου μετά όχλου ουδέ μετά θορύβου, τινές από τής Ασίας Ιουδαίοι, 
19 ούς έδει επί σού παρείναι καί κατηγορείν εί τι έχοιεν πρός με. 
20 ή αυτοί ούτοι ειπάτωσαν τί εύρον εν εμοί αδίκημα στάντος μου επί τού συνεδρίου, 
21 ή περί μιάς ταύτης φωνής ής έκραξα εστώς εν αυτοίς, ότι περί αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι σήμεραν υφ' υμών. 
22 Ακούσας δέ ταύτα ο Φήλιξ ανεβάλετο αυτούς, ακριβέστερον ειδώς τά περί τής οδού, ειπών όταν Λυσίας ο χιλίαρχος καταβή, διαγνώσομαι τά καθ' υμάς, 
23 διαταξάμενός τε τώ εκατοντάρχη τηρείσθαι τόν Παύλον έχειν τε άνεσιν καί μηδένα κωλύειν τών ιδίων αυτού υπηρετείν ή προσέρχεσθαι αυτώ.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'


Στίχ. 12-35. Συνωμοσία Ιουδαίων κατά τού Παύλου.
Αποστέλλεται εις τήν Καισάρειαν τής Παλαιστίνης. 

12 Γενομένης δέ ημέρας ποιήσαντές τινες τών Ιουδαίων συστροφήν ανεθεμάτισαν εαυτούς, λέγοντες μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ού αποκτείνωσι τόν Παύλον. 
13 ήσαν δέ πλείους τεσσαράκοντα οι ταύτην τήν συνωμοσίαν πεποιηκότες 
14 οίτινες προσελθόντες τοίς αρχιερεύσι καί τοίς πρεσβυτέροις είπον αναθέματι αναθεματίσαμεν εαυτούς μηδενός γεύσασθαι έως ού αποκτείνωμεν τόν Παύλον. 
15 νύν ούν υμείς εμφανίσατε τώ χιλιάρχω σύν τώ συνεδρίω, όπως αύριον αυτόν καταγάγη πρός υμάς, ως μέλλοντας διαγινώσκειν ακριβέστερον τά περί αυτού ημείς δέ πρό τού εγγίσαι αυτόν έτοιμοί εσμεν τού ανελείν αυτόν. 
16 ακούσας δέ ο υιός τής αδελφής Παύλου τό ένεδρον, παραγενόμενος καί εισελθών εις τήν παρεμβολήν απήγγειλε τώ Παύλω. 
17 προσκαλεσάμενος δέ ο Παύλος ένα τών εκατοντάρχων έφη τόν νεανίαν τούτον απάγαγε πρός τόν χιλίαρχον έχει γάρ τι απαγγείλαι αυτώ. 
18 ο μέν ούν παραλαβών αυτόν ήγαγε πρός τόν χιλίαρχον καί φησίν ο δέσμιος Παύλος προσκαλεσάμενός με ηρώτησε τούτον τόν νεανίαν αγαγείν πρός σε, έχοντά τι λαλήσαί σοι. 
19 επιλαβόμενος δέ τής χειρός αυτού ο χιλίαρχος καί αναχωρήσας κατ' ιδίαν επυνθάνετο, τί εστιν ό έχεις απαγγείλαί μοι; 
20 είπε δέ ότι οι Ιουδαίοι συνέθεντο τού ερωτήσαί σε όπως αύριον εις τό συνέδριον καταγάγης τόν Παύλον, ως μελλόντων τι ακριβέστερον πυνθάνεσθαι περί αυτού. 
21 σύ ούν μή πεισθής αυτοίς ενεδρεύουσι γάρ αυτόν εξ αυτών άνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οίτινες ανεθεμάτισαν εαυτούς μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ού ανέλωσιν αυτόν, καί νύν έτοιμοί εισι προσδεχόμενοι τήν από σού επαγγελίαν. 
22 ο μέν ούν χιλίαρχος απέλυσε τόν νεανίαν, παραγγείλας μηδενί εκλαλήσαι ότι ταύτα ενεφάνισας πρός με. 
23 Καί προσκαλεσάμενος δύο τινάς τών εκατοντάρχων είπεν ετοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους όπως πορευθώσιν έως Καισαρείας, καί ιππείς εβδομήκοντα καί δεξιολάβους διακοσίους, από τρίτης ώρας τής νυκτός, 
24 κτήνη τε παραστήσαι, ίνα επιβιβάσαντες τόν Παύλον διασώσωσι πρός Φήλικα τόν ηγεμόνα, 
25 γράψας επιστολήν περιέχουσαν τόν τύπον τούτον 
26 Κλαύδιος Λυσίας τώ κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν. 
27 τόν άνδρα τούτον συλληφθέντα υπό τών Ιουδαίων καί μέλλοντα αναιρείσθαι υπ' αυτών επιστάς σύν τώ στρατεύματι εξειλόμην αυτόν, μαθών ότι Ρωμαίός εστι. 
28 βουλόμενος δέ γνώναι τήν αιτίαν δι' ήν ενεκάλουν αυτώ, κατήγαγον αυτόν εις τό συνέδριον αυτών 
29 όν εύρον εγκαλούμενον περί ζητημάτων τού νόμου αυτών, μηδέν δέ άξιον θανάτου ή δεσμών έγκλημα έχοντα. 
30 μηνυθείσης δέ μοι επιβουλής εις τόν άνδρα μέλλειν έσεσθαι υπό τών Ιουδαίων, εξαυτής έπεμψα πρός σε, παραγγείλας καί τοίς κατηγόροις λέγειν τά πρός αυτόν επί σού. έρρωσο. 
31 Οι μέν ούν στρατιώται κατά τό διατεταγμένον αυτοίς αναλαβόντες τόν Παύλον ήγαγον διά τής νυκτός εις τήν Αντιπατρίδα, 
32 τή δέ επαύριον εάσαντες τούς ιππείς πορεύεσθαι σύν αυτώ, υπέστρεψαν εις τήν παρεμβολήν 
33 οίτινες εισελθόντες εις τήν Καισάρειαν καί αναδόντες τήν επιστολήν τώ ηγεμόνι παρέστησαν καί τόν Παύλον αυτώ. 
34 αναγνούς δέ ο ηγεμών καί επερωτήσας εκ ποίας επαρχίας εστί, καί πυθόμενος ότι από Κιλικίας, 
35 διακούσομαί σου, έφη, όταν καί οι κατήγοροί σου παραγένωνται εκέλευσέ τε αυτόν εν τώ πραιτωρίω τού Ηρώδου φυλάσσεσθαι. 

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012


ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕΧΡΙ
ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, καί τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. ( Τρίς ).
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον, Ιησούν, τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν καί τήν αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν καί δοξάζομεν σύ γάρ εί Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, τό όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε, πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν τού Χριστού αγίαν Ανάστασιν ιδού γάρ ήλθε διά τού Σταυρού χαρά εν όλω τώ κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν Ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γάρ υπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν. ( Τρίς ).

Προλαβούσαι τόν όρθρον αι περί Μαριάμ καί ευρούσαι τόν λίθον αποκυλισθέντα τού μνήματος, ήκουον εκ τού αγγέλου Τόν εν φωτί αΪδίω υπάρχοντα μετά νεκρών τί ζητείτε ως άνθρωπον; Βλέπετε τά εντάφια σπάργανα δράμετε καί τώ κόσμω κηρύξατε, ως ηγέρθη ο Κύριος θανατώσας τόν θάνατον ότι υπάρχει Θεού Υιός, τού σώζοντος τό γένος τών ανθρώπων.

Ει καί εν τάφω κατήλθες, Αθάνατε, αλλά τού άδου καθείλες τήν δύναμιν καί ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός, γυναιξί μυροφόροις φθεγξάμενος, Χαίρετε, καί τοίς σοίς αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος, ο τοίς πεσούσι παρέχων ανάστασιν.

Εν τάφω σωματικώς, εν άδου δέ μετά ληστού καί εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος.

Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι.

Ως ζωηφόρος, ως Παραδείσου ωραιότερος, όντως καί παστάδος πάσης βασιλικής αναδέδεικται λαμπρότερος, Χριστέ, ο τάφος σου, η πηγή τής ημών αναστάσεως.

Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Τό τού Υψίστου ηγιασμένον θείον σκήνωμα, χαίρε διά σού γάρ δέδοται η χαρά, Θεοτόκε, τοίς κραυγάζουσιν Ευλογημένη σύ εν γυναιξίν υπάρχεις, πανάμωμε Δέσποινα.

Κύριε, ελέησον. ( 40 )

Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Τήν τιμιωτέραν τών Χερουβείμ καί ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τών Σεραφείμ, τήν αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, τήν όντως Θεοτόκον, Σέ μεγαλύνομεν.

Δι' ευχών τών αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον καί σώσον ημάς. Αμήν.

( Τρισσεύεται δέ η τοιαύτη ακολουθία καί εις τό μεσονυκτικόν, τάς ώρας καί τό απόδειπνον. Εν δέ τώ αποδείπνω λέγεται καί η επομένη. )

Ευχή του Μ. Βασιλείου.

Ευλογητός εί, Δέσποτα παντοκράτορ, ο φωτίσας τήν ημέραν τώ φωτί τώ ηλιακώ καί τήν νύκτα φαιδρύνας ταίς αυγαίς τού πυρός, ο τό μήκος τής ημέρας διελθείν ημάς καταξιώσας καί προσεγγίσαι ταίς αρχαίς τής νυκτός, επάκουσον τής δεήσεως ημών καί παντός τού λαού σου καί πάσιν ημίν συγχωρήσας τά εκούσια καί τά ακούσια αμαρτήματα, πρόσδεξαι τάς εσπερινάς ημών ικεσίας καί κατάπεμψον τό πλήθος τού ελέους σου καί τών οικτιρμών σου επί τήν κληρονομίαν σου. Τείχισον ημάς αγίοις αγγέλοις σου, όπλισον ημάς όπλοις δικαιοσύνης σου περιχαράκωσον ημάς τή αληθεία σου φρούρησον ημάς τή δυνάμει σου ρύσαι ημάς εκ πάσης περιστάσεως καί πάσης επιβουλής τού αντικειμένου. Παράσχου δέ ημίν καί τήν παρούσαν εσπέραν σύν τή επερχομένη νυκτί, τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν, αναμάρτητον, ασκανδάλιστον, αφάνταστον καί πάσας τάς ημέρας τής ζωής ημών πρεσβείαις τής αγίας Θεοτόκου καί πάντων τών αγίων, τών απ' αιώνος σοι ευαρεστησάντων. Αμήν.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, καί τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. ( Τρίς ).