Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Τό εν τώ καφαλαίω τούτο θηρίον, έμβλημα τής αντιχρίστου επιγείου δυνάμεως καί αντιθέου πολιτικής εξουσίας, τής χρησιμευούσης ως όργανον τού δράκοντος εν τώ κατά τής βασιλείας τού Θεού αγώνι, αναδύεται εκ τού βάθους τής θαλάσσης, τ. έ. εκ τής ανησύχου καί ταραχώδους μάζης τού εθνικού κόσμου. Λαμβάνων δέ τήν εικόνα ο προφήτης εκ τού συγχρόνου ρωμαϊκού κράτους, τού συγκεντρώσαντος εις εαυτό τήν δύναμιν καί τά χαρακτηριστικά καί τών άλλων υπό τού Δανιήλ περιγραφέντων θηρίων ή κρατών τών προγενεστέρων τού ρωμαϊκού, συνβολίζει δι' αυτής καί πάντα τά εκ τών ερειπίων τού κράτους τούτου ή καί απανταχού τής γής σχηματισθέντα ή σχηματισθησόμενα μέχρι τής πλήρους επικρατήσεως τής βασιλείας τού Θεού κράτη,  τών οποίων οι αρχηγοί καί η πλειονότης τών λαών συμμαχεί μετά τού δράκοντος καί βοηθεί αυτόν εις εξαφάνισιν τού ονόματος τού Αρνίου. Τό έτερον θηρίον τό φέρον κέρατα αρνίου συμβολίζει πνευματικήν δύναμιν συντρέχουσαν εις τήν εγκαθίδρυσιν τού ασεβούς κράτους τού αντιχρίστου. Είναι ο ψευδοπροφήτης αυτού, ούτινος κύριοι εκπρόσωποι ήσαν τότε τό ειδωλολατρικόν ιερατείον, όπερ διεδέχθησαν έκτοτε αι παντοίαι εκδηλώσεις επί τού πνευματικού πεδίου, εις άς δέον νά περιληφθώσι καί αι αιρέσεις καί πάσα υπό τών αναξίων εκκλησιαστικών λειτουργών παραποίησις τής χριστιανικής αληθείας καί τού χριστιανικού ιδανικού. Ο αριθμός τού ψευδοπροφήτου τούτου 666 ηρμηνεύθη διαφόρως, πάντοτε δέ αβεβαίως. Αξιόλογος η εκδοχή, καθ' ήν ο αριθμός ούτος, γραφόμενος εν τώ βατικανώ κώδικι διά τών τριών μεγάλων γραμμάτων ΧΞς υπενθυμίζει τό αρχικόν καί τά τελευταία γράμματα τής λέξεως Χριστός διαχωριζόμενα, παραποιούμενα, καί ούτως ειπείν διαλυόμενα διά τής παρεμβολής τού οφιοειδούς γράμματος Ξ, τού υπομιμνήσκοντος τούς συγχρόνους τότε Γνωστικούς οφίτας, τούς λατρεύοντας τόν όφιν. Ο χρόνος τής εξουσίας τού αντιχρίστου αναμφιβόλως συμβολικώς συμποσούται εις τό ήμισυ τού επτά, όπερ εκπροσωπεί σύνολον πλήρες καί απηρτισμένον. Τό τρία καί ήμισυ λοιπόν ίσως σημαίνει ότι όταν ο αντίχριστος φθάση εις τά μέσα τής αναπτύξεως αυτού, κατ' αυτήν τήν δύναμιν τής αυξήσεώς του θά συντριβή ως δένδρον υπό κεραυνού βληθέν.

Καί εστάθην επί τήν άμμον τής θαλάσσης καί είδον εκ τής θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα καί κεφαλάς επτά, καί επί τών κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας. 
2 καί τό θηρίον ό είδον ήν όμοιον παρδάλει, καί οι πόδες αυτού ως άρκου, καί τό στόμα αυτού ως στόμα λέοντος. καί έδωκεν αυτώ ο δράκων τήν δύναμιν αυτού καί τόν θρόνον αυτού καί εξουσίαν μεγάλην 
3 καί μίαν εκ τών κεφαλών αυτού ως εσφαγμένην εις θάνατον. καί η πληγή τού θανάτου αυτού εθεραπεύθη, καί εθαύμασεν όλη η γή οπίσω τού θηρίου, 
4 καί προσεκύνησαν τώ δράκοντι τώ δεδωκότι τήν εξουσίαν τώ θηρίω, καί προσεκύνησαν τώ θηρίω λέγοντες τίς όμοιος τώ θηρίω; τίς δύναται πολεμήσαι μετ' αυτού; 
5 καί εδόθη αυτώ στόμα λαλούν μεγάλα καί βλασφημίαν καί εδόθη αυτώ εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσαράκοντα δύο. 
6 καί ήνοιξε τό στόμα αυτού εις βλασφημίαν πρός τόν Θεόν, βλασφημήσαι τό όνομα αυτού καί τήν σκηνήν αυτού, τούς εν τώ ουρανώ σκηνούντας. 
7 καί εδόθη αυτώ πόλεμον ποιήσαι μετά τών αγίων καί νικήσαι αυτούς, καί εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν καί λαόν καί γλώσσαν καί έθνος. 
8 καί προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί τής γής, ών ου γέγραπται τό όνομα εν τώ βιβλίω τής ζωής τού αρνίου τού εσφαγμένου από καταβολής κόσμου. 
9 Εί τις έχει ούς, ακουσάτω. 
10 εί τις εις αιχμαλωσίαν απάγει, εις αιχμαλωσίαν υπάγει εί τις εν μαχαίρα αποκτέννει, δεί αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι. ώδέ εστιν η υπομονή καί η πίστις τών αγίων. 
11 Καί είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ τής γής, καί είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω, καί ελάλει ως δράκων. 
12 καί τήν εξουσίαν τού πρώτου θηρίου πάσαν ποιεί ενώπιον αυτού. καί ποιεί τήν γήν καί τούς εν αυτή κατοικούντας ίνα προσκυνήσωσι τό θηρίον τό πρώτον, ού εθεραπεύθη η πληγή τού θανάτου αυτού. 
13 καί ποιεί σημεία μεγάλα, καί πύρ ίνα εκ τού ουρανού καταβαίνη εις τήν γήν ενώπιον τών ανθρώπων. 
14 καί πλανά τούς κατοικούντας επί τής γής διά τά σημεία ά εδόθη αυτώ ποιήσαι ενώπιον τού θηρίου, λέγων τοίς κατοικούσιν επί τής γής ποιήσαι εικόνα τώ θηρίω, ός είχε τήν πληγήν τής μαχαίρας καί έζησε. 
15 καί εδόθη αυτώ πνεύμα δούναι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα καί λαλήση η εικών τού θηρίου καί ποιήση, όσοι εάν μή προσκυνήσωσι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα αποκτανθώσι. 
16 καί ποιεί πάντας, τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς πλουσίους καί τούς φτωχούς, καί τούς ελευθέρους καί τούς δούλους, ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί τής χειρός αυτών τής δεξιάς ή επί τών μετώπων αυτών, 
17 καί ίνα μή τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μή ο έχων τό χάραγμα, τό όνομα τού θηρίου ή τόν αριθμόν τού ονόματος αυτού. 
18 Ώδε η σοφία εστίν ο έχων νούν ψηφισάτω τόν αριθμόν τού θηρίου αριθμός γάρ ανθρώπου εστί καί ο αριθμός αυτού χξς'. 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. 

Στίχ. 1-25. Καί αυτός ο Αβραάμ εδικαιώθη διά τής πίστεως. 

Τί ούν ερούμεν Αβραάμ τόν πατέρα ημών ευρηκέναι κατά σάρκα; 
2 ει γάρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη, έχει καύχημα, αλλ' ου πρός τόν Θεόν. 
3 τί γάρ η Γραφή λέγει; επίστευσε δέ Αβραάμ τώ Θεώ, καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 
4 τώ δέ εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα 
5 τώ δέ μή εργαζομένω, πιστεύοντι δέ επί τόν δικαιούντα τόν ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην, 
6 καθάπερ καί Δαβίδ λέγει τόν μακαρισμόν τού ανθρώπου ώ ο Θεός λογίζεται δικαιοσύνην χωρίς έργων 
7 μακάριοι ών αφέθησαν αι ανομίαι καί ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι 
8 μακάριος ανήρ ώ ου μή λογίσηται Κύριος αμαρτίαν. 
9 ο μακαρισμός ούν ούτος επί τήν περιτομήν ή καί επί τήν ακροβυστίαν; λέγομεν γάρ ότι ελογίσθη τώ Αβραάμ η πίστις εις δικαιοσύνην. 
10 πώς ούν ελογίσθη; εν περιτομή όντι ή εν ακροβυστία; ουκ εν περιτομή, αλλ' εν ακροβυστία 
11 καί σημείον έλαβε περιτομής, σφραγίδα τής δικαιοσύνης τής πίστεως τής εν τή ακροβυστία, εις τό είναι αυτόν πατέρα πάντων τών πιστευόντων δι' ακροβυστίας, εις τό λογισθήναι καί αυτοίς τήν δικαιοσύνην, 
12 καί πατέρα περιτομής τοίς ουκ εκ περιτομής μόνον, αλλά καί τοίς στοιχούσι τοίς ίχνεσι τής εν τή ακροβυστία πίστεως τού πατρός ημών Αβραάμ. 
13 ου γάρ διά νόμου η επαγγελία τώ Αβραάμ ή τώ σπέρματι αυτού, τό κληρονόμον αυτόν είναι τού κόσμου, αλλά διά δικαιοσύνης πίστεως. 
14 ει γάρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις καί κατήργηται η επαγγελία 
15 ο γάρ νόμος οργήν κατεργάζεται ού γάρ ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις. 
16 Διά τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις τό είναι βεβαίαν τήν επαγγελίαν παντί τώ σπέρματι, ου τώ εκ τού νόμου μόνον, αλλά καί τώ εκ πίστεως Αβραάμ, ός εστι πατήρ πάντων ημών, 
17 καθώς γέγραπται ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε, κατέναντι ού επίστευσε Θεού τού ζωοποιούντος τούς νεκρούς καί καλούντος τά μή όντα ως όντα 
18 ός παρ' ελπίδα επ' ελπίδι επίστευσεν, εις τό γενέσθαι αυτόν πατέρα πολλών εθνών κατά τό ειρημένον ούτως έσται τό σπέρμα σου 
19 καί μή ασθενήσας τή πίστει ου κατενόησε τό εαυτού σώμα ήδη νενεκρωμένον, εκατονταέτης που υπάρχων, καί τήν νέκρωσιν μήτρας Σάρρας 
20 εις δέ τήν επαγγελίαν τού Θεού ου διεκρίθη τή απιστία, αλλ' ενεδυναμώθη τή πίστει, δούς δόξαν τώ Θεώ 
21 καί πληροφορηθείς ότι ό επήγγελται δυνατός εστι καί ποιήσαι. 
22 διό καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 
23 Ουκ εγράφη δέ δι' αυτόν μόνον ότι ελογίσθη αυτώ, 
24 αλλά καί δι' ημάς οίς μέλλει λογίζεσθαι, τοίς πιστεύουσιν επί τόν εγείραντα Ιησούν τόν Κύριον ημών εκ νεκρών, 
25 ός παρεδόθη διά τά παραπτώματα ημών καί ηγέρθη διά τήν δικαίωσιν ημών.   

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. 

Στίχ. 1-20. Οι Ιουδαίοι καί ειδωλολάτραι έχουν ανάγκην δικαιώσεως. 

Τί ούν τό περισσόν τού Ιουδαίου, ή τίς η ωφέλεια τής περιτομής; 
2 πολύ κατά πάντα τρόπον. πρώτον μέν γάρ ότι επιστεύθησαν τά λόγια τού Θεού. 
3 τί γάρ ει ηπίστησάν τινες; μή η απιστία αυτών τήν πίστιν τού Θεού καταργήσει; 
4 μή γένοιτο γινέσθω δέ ο Θεός αληθής, πάς δέ άνθρωπος ψεύστης, καθώς γέγραπται όπως άν δικαιωθής εν τοίς λόγοις σου καί νικήσης εν τώ κρίνεσθαί σε. 
5 ει δέ η αδικία ημών Θεού δικαιοσύνην συνίστησι, τί ερούμεν; μή άδικος ο Θεός ο επιφέρων τήν οργήν; κατά άνθρωπον λέγω. 
6 μή γένοιτο επεί πώς κρινεί ο Θεός τόν κόσμον; 
7 ει γάρ η αλήθεια τού Θεού εν τώ εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις τήν δόξαν αυτού, τί έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι; 
8 καί μή καθώς βλασφημούμεθα καί καθώς φασί τινες ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τά κακά ίνα έλθη τά αγαθά; ών τό κρίμα ένδικόν εστι. 
9 Τί ούν; προεχόμεθα; ου πάντως προητιασάμεθα γάρ Ιουδαίους τε καί Έλληνας πάντας υφ' αμαρτίαν είναι, 
10 καθώς γέγραπται ότι ουκ έστι δίκαιος ουδέ είς, 
11 ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν ο εκζητών τόν Θεόν 
12 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. 
13 τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν, ιός ασπίδων υπό τά χείλη αυτών 
14 ών τό στόμα αράς καί πικρίας γέμει 
15 οξείς οι πόδες αυτών εκχέαι αίμα, 
16 σύντριμμα καί ταλαιπωρία εν ταίς οδοίς αυτών, 
17 καί οδόν ειρήνης ουκ έγνωσαν. 
18 ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι τών οφθαλμών αυτών. 
19 Οίδαμεν δέ ότι όσα ο νόμος λέγει τοίς εν τώ νόμω λαλεί, ίνα πάν στόμα φραγή καί υπόδικος γένηται πάς ο κόσμος τώ Θεώ, 
20 διότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σάρξ ενώπιον αυτού διά γάρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας. 

Στίχ. 21-31. Η δικαίωσις παρέχεται εις όλους 
διά τής πίστεως εις τόν Ιησούν Χριστόν.

21 Νυνί δέ χωρίς νόμου δικαιοσύνη Θεού πεφανέρωται, μαρτυρουμένη υπό τού νόμου καί τών προφητών, 
22 δικαιοσύνη δέ Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας καί επί πάντας τούς πιστεύοντας ου γάρ έστι διαστολή 
23 πάντες γάρ ήμαρτον καί υστερούνται τής δόξης τού Θεού, 
24 δικαιούμενοι δωρεάν τή αυτού χάριτι διά τής απολυτρώσεως τής εν Χριστώ Ιησού, 
25 όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά τής πίστεως εν τώ αυτού αίματι, εις ένδειξιν τής δικαιοσύνης αυτού διά τήν πάρεσιν τών προγεγονότων αμαρτημάτων 
26 εν τή ανοχή τού Θεού, πρός ένδειξιν τής δικαιοσύνης αυτού εν τώ νύν καιρώ, εις τό είναι αυτόν δίκαιον καί δικαιούντα τόν εκ πίστεως Ιησού. 
27 Πού ούν η καύχησις; εξεκλείσθη. διά ποίου νόμου; τών έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. 
28 λογιζόμεθα ούν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου. 
29 ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; ουχί δέ καί εθνών; ναί καί εθνών, 
30 επείπερ είς ο Θεός ός δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως καί ακροβυστίαν διά τής πίστεως. 
31 νόμον ούν καταργούμεν διά τής πίστεως; μή γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Στίχ. 1-29. Η οργή τού Θεού θά εκδηλωθή καί κατά τών Ιουδαίων, 
οι οποίοι δέν τηρούν τόν θείον νόμον. 

Διό αναπολόγητος εί, ώ άνθρωπε πάς ο κρίνων εν ώ γάρ κρίνεις τόν έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις τά γάρ αυτά πράσσεις ο κρίνων. 
2 οίδαμεν δέ ότι τό κρίμα τού Θεού εστι κατά αλήθειαν επί τούς τά τοιαύτα πράσσοντας. 
3 λογίζη δέ τούτο, ώ άνθρωπε ο κρίνων τούς τά τοιαύτα πράσσοντας καί ποιών αυτά, ότι σύ εκφεύξη τό κρίμα τού Θεού; 
4 ή τού πλούτου τής χρηστότητος αυτού καί τής ανοχής καί τής μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι τό χρηστόν τού Θεού εις μετάνοιάν σε άγει; 
5 κατά δέ τήν σκληρότητά σου καί αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής καί αποκαλύψεως καί δικαιοκρισίας τού Θεού, 
6 ός αποδώσει εκάστω κατά τά έργα αυτού, 
7 τοίς μέν καθ' υπομονήν έργου αγαθού δόξαν καί τιμήν καί αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον, 
8 τοίς δέ εξ εριθείας, καί απειθούσι μέν τή αληθεία, πειθομένοις δέ τή αδικία, θυμός καί οργή 
9 θλίψις καί στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου τού κατεργαζομένου τό κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον καί Έλληνος 
10 δόξα δέ καί τιμή καί ειρήνη παντί τώ εργαζομένω τό αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι 
11 ου γάρ έστι προσωποληψία παρά τώ Θεώ. 
12 όσοι γάρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως καί απολούνται καί όσοι εν νόμω ήμαρτον, διά νόμου κριθήσονται. 
13 ου γάρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τώ Θεώ, αλλ' οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται. 
14 όταν γάρ έθνη τά μή νόμον έχοντα φύσει τά τού νόμου ποιή, ούτοι νόμον μή έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, 
15 οίτινες ενδείκνυνται τό έργον τού νόμου γραπτόν εν ταίς καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών τής συνειδήσεως καί μεταξύ αλλήλων τών λογισμών κατηγορούντων ή καί απολογουμένων 
16 εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τά κρυπτά τών ανθρώπων κατά τό ευαγγέλιόν μου διά Ιησού Χριστού. 
17 Ίδε συ Ιουδαίος επονομάζη, καί επαναπαύη τώ νόμω, καί καυχάσαι εν Θεώ, 
18 καί γινώσκεις τό θέλημα, καί δοκιμάζεις τά διαφέροντα, κατηχούμενος εκ τού νόμου, 
19 πέποιθάς τε σεαυτόν οδηγόν είναι τυφλών, φώς τών εν σκότει, 
20 παιδευτήν αφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, έχοντα τήν μόρφωσιν τής γνώσεως καί τής αληθείας εν τώ νόμω. 
21 ο ούν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; ο κηρύσσων μή κλέπτειν κλέπτεις; 
22 ο λέγων μή μοιχεύειν μοιχεύεις; ο βδελυσσόμενος τά είδωλα ιεροσυλείς; 
23 ός εν νόμω καυχάσαι, διά τής παραβάσεως τού νόμου τόν Θεόν ατιμάζεις; 
24 τό γάρ όνομα τού Θεού δι' υμάς βλασφημείται εν τοίς έθνησι, καθώς γέγραπται. 
25 περιτομή μέν γάρ ωφελεί, εάν νόμον πράσσης εάν δέ παραβάτης νόμου ής, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν. 
26 εάν ούν η ακροβυστία τά δικαιώματα τού νόμου φυλάσση, ουχί η ακροβυστία αυτού εις περιτομήν λογισθήσεται; 
27 καί κρινεί η εκ φύσεως ακροβυστία, τόν νόμον τελούσα, σέ τόν διά γράμματος καί περιτομής παραβάτην νόμου. 
28 ου γάρ ο εν τώ φανερώ Ιουδαίός εστιν, ουδέ η εν τώ φανερώ εν σαρκί περιτομή, 
29 αλλ' ο εν τώ κρυπτώ Ιουδαίος, καί περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι, ού ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ' εκ τού Θεού. 


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Στίχ. 1-15. Ο Παύλος επαινεί τούς Χριστιανούς τής Ρώμης
καί εκφράζει τήν επιθυμίαν νά τούς επισκεφθή.

Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού 
2 ό προεπηγγείλατο διά τών προφητών αυτού εν γραφαίς αγίαις 
3 περί τού υιού αυτού, τού γενομένου εκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα, 
4 τού ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού τού Κυρίου ημών, 
5 δι' ού ελάβομεν χάριν καί αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι τοίς έθνεσιν υπέρ τού ονόματος αυτού, 
6 εν οίς εστε καί υμείς κλητοί Ιησού Χριστού, 
7 πάσι τοίς ούσιν εν Ρώμη αγαπητοίς Θεού, κλητοίς αγίοις χάρις υμίν καί ειρήνη από Θεού πατρός ημών καί Κυρίου Ιησού Χριστού. 
8 Πρώτον μέν ευχαριστώ τώ Θεώ μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω. 
9 μάρτυς γάρ μού εστιν ο Θεός, ώ λατρεύω εν τώ πνεύματί μου εν τώ ευαγγελίω τού υιού αυτού, ως αδιαλείπτως μνείαν υμών ποιούμαι, 
10 πάντοτε επί τών προσευχών μου δεόμενος εί πως ήδη ποτέ ευοδωθήσομαι εν τώ θελήματι τού Θεού ελθείν πρός υμάς. 
11 επιποθώ γάρ ιδείν υμάς, ίνα τι μεταδώ χάρισμα υμίν πνευματικόν εις τό στηριχθήναι υμάς, 
12 τούτο δέ εστι συμπαρακληθήναι εν υμίν διά τής εν αλλήλοις πίστεως υμών τε καί εμού. 
13 ου θέλω δέ υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι πολλάκις προεθέμην ελθείν πρός υμάς, καί εκωλύθην άχρι τού δεύρο, ίνα τινά καρπόν σχώ καί εν υμίν καθώς καί εν τοίς λοιποίς έθνεσιν. 
14 Έλλησί τε καί βαρβάροις, σοφοίς τε καί ανοήτοις οφειλέτης ειμί 
15 ούτω τό κατ' εμέ πρόθυμον καί υμίν τοίς εν Ρώμη ευαγγελίσασθαι. 

Στίχ. 16-32. Η ενοχή καί η τιμωρία τών ειδωλολατρών. 

16 ου γάρ επαισχύνομαι τό ευαγγέλιον τού Χριστού δύναμις γάρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τώ πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι. 
17 δικαιοσύνη γάρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται ο δέ δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται. 
18 Αποκαλύπτεται γάρ οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν καί αδικίαν ανθρώπων τών τήν αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, 
19 διότι τό γνωστόν τού Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς ο γάρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. 
20 τά γάρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοίς ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις καί θειότης, εις τό είναι αυτούς αναπολογήτους, 
21 διότι γνόντες τόν Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ' εματαιώθησαν εν τοίς διαλογισμοίς αυτών, καί εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία 
22 φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, 
23 καί ήλλαξαν τήν δόξαν τού αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου καί πετεινών καί τετραπόδων καί ερπετών. 
24 Διό καί παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταίς επιθυμίαις τών καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν τού ατιμάζεσθαι τά σώματα αυτών εν αυτοίς, 
25 οίτινες μετήλλαξαν τήν αλήθειαν τού Θεού εν τώ ψεύδει, καί εσεβάσθησαν καί ελάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα, ός εστιν ευλογητός εις τούς αιώνας αμήν. 
26 Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αί τε γάρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρήσιν εις τήν παρά φύσιν, 
27 ομοίως δέ καί οι άρσενες αφέντες τήν φυσικήν χρήσιν τής θηλείας εξεκαύθησαν εν τή ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι τήν ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι καί τήν αντιμισθίαν ήν έδει τής πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες. 
28 Καί καθώς ουκ εδοκίμασαν τόν Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νούν, ποιείν τά μή καθήκοντα, 
29 πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία, μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας, 
30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς, 
31 ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας 
32 οίτινες τό δικαίωμα τού Θεού επιγνόντες, ότι οι τά τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν, αλλά καί συνευδοκούσι τοίς πράσσουσι.


Ο ΠΑΥΛΟΣ

Ο υπέρ πάντας τούς άλλους Αποστόλους κοπιάσας απόστολος τών Εθνών Παύλος εγεννήθη μέν εν Ταρσώ τής Κιλικίας εκ Φαρισαίου καί εκ τής φυλής Βενιαμίν καταγομένου πατρός, επαιδεύθη δέ εν Ιεροσολύμοις παρά τούς πόδας τού Γαμαλιήλ, γενόμενος κάτοχος, όσον ελάχιστοι, τής ραββινικής θεολογίας. Κατά τήν ογδόην από τής γεννήσεώς του ημέραν, ότε περιετμήθη, εδόθη εις αυτόν τό όνομα Σαούλ ή Σαύλος, επειδή όμως είχε κληρονομήσει από τόν πατέρα του καί τήν ιδιότητα τού Ρωμαίου πολίτου, προσέλαβεν είτα καί τό επώνυμον Παύλος, όπερ ήτο σύνηθες μεταξύ ρωμαϊκών οικογενειών, εξ ωρισμένων γενών καταγομένων. Διώκτης αδιάλλακτος τής Εκκλησίας κατ' αρχάς, επεστράφη εις τόν Χριστιανισμόν, εμφανισθέντος εις αυτόν καθ' οδόν καί εγγύς τής Δαμασκού τού αναστάντος Κυρίου. Διά τήν εμφάνισιν ταύτην αυτός ο διαβόητος μεταξύ τών ορθολογιστών Baur ηναγκάσθη νά ομολογήση, ότι << δι' ουδεμιάς αναλύσεως είτε ψυχολογικής είτε διαλεκτικής δύναταί τις νά επιτύχη τήν βυθομέτρησιν τού μυστηρίου τής ενεργείας, διά τής οποίας ο Θεός απεκάλυψεν εις τόν Σαούλ τόν Υιόν του >>. Κρίσις καί αντίληψις ισχυρά, καρδία πυρίνη, δραστηριότης ακατάβλητος, θέλησις χαλυβδίνη, φύσις συναισθηματική, οξεία ηθική παρατηρητικότης, ετοιμότης καί ευστροφία, δημιουργικότης καί πρωτοτυπία, οργανωτική ικανότης σπανία καί δεξιότης τού άρχειν καί κυβερνάν καί μέ ολίγας λέξεις ασυνήθης πλούτος προσόντων διανοητικών καί πνευματικών απέδειξαν τόν Παύλον πραγματικώς μεγαλοφυή Απόστολον, εξ ολοκλήρου αφωσιωμένον εις τήν αποστολήν αυτού καί καταπληκτικόν εν τή ακαταπονήτω καί εξόχως καρποφόρω δράσει αυτού, ήτις διήρκεσε περί τά 28-30 έτη. Μετά προπαρασκευαστικήν τινα περίοδον, διαρκέσασαν επτά έτη, τήν οποίαν διήλθεν εν Αραβία καί Ταρσώ, κατήλθεν εις Αντιόχειαν ως συμβοηθός τού Βαρνάβα εν τή οργανώσει τής Εκκλησίας ταύτης, επεχείρησε δέ τάς εν Πράξ. ιγ' 1 - ιδ' 27, καί ιε' 36 - ιη' 22, καί ιη' 23 - κα' 16 αναφερομένας τρείς αποστολικάς πορείας αυτού. Συλληφθείς δ' εν Ιεροσολύμοις καί επί διετίαν παραμείνας φυλακισμένος εν Καισαρεία, ωδηγήθη μετά κινδυνώδη πλούν εις Ρώμην, όπου επί διετίαν καί πάλιν παραμείνας δέσμιος καί υπό στρατιωτικήν επιτήρησιν, αφέθη ελεύθερος διά νά επιχειρήση καί τετάρτην αποστολικήν πορείαν, ως εμφαίνεται εκ τών ποιμαντικών του επιστολών. Εν τέλει συνελήφθη καί πάλιν επί Νέρωνος καί περί τό 64 υπέστη τόν διά ξίφους μαρτυρικόν θάνατον. 

Η ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Πρό τής αφίξεως τού Παύλου εις Ρώμην, η οποία εγένετο κατά τήν πρώτην φυλάκισιν αυτού, ήτοι περί τό 60 μ.Χ., δέν φαίνεται πιθανόν άλλος Απόστολος νά εκήρυξε τό ευαγγέλιον εκεί. Διότι άλλως, πώς ήτο δυνατόν νά βεβαιοί ο Παύλος περί εαυτού εν σχέσει καί πρός τήν Ρώμην, ότι εφιλοτιμείτο νά κηρύττη τό Ευαγγέλιον ουχί εκεί, << όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μή επ' αλλότριον θεμέλιον οικοδομή >>; ( Ρωμ. ιε' 20 ). Εν τούτοις, καθώς φαίνεται εκ τής επιστολής, εν Ρώμη υπήρχεν Εκκλησία προηγμένη καί ακμάζουσα. Πώς λοιπόν καί υπό ποίου είχεν ιδρυθή αύτη; Η πιθανωτέρα γνώμη φαίνεται νά είναι, ότι ο Χριστιανισμός εισήχθη εις τήν πρωτεύουσαν τού τότε κόσμου ουχί υπό μελών τής εκεί ακμαζούσης από τής εποχής τού Πομπηΐου ( 61 π.Χ. ) ιουδαϊκής παροικίας, άτινα είχον ακούσει τό κήρυγμα τού Ευαγγελίου εν Ιεροσολύμοις καί εκείθεν εκόμισαν αυτό, αλλ' υπό Χριστιανών εξ εθνών δι' εμπορικούς καί πολιτικούς λόγους εκ Συρίας, Μακεδονίας καί Αχαΐας επισκεπτομένων συχνάκις τήν πρωτεύουσαν, μεταξύ τών οποίων πιθανώτατα συγκατελέγοντο καί οι Ρωμ. ιστ' 7 μνημονευόμενοι Ανδρόνικος καί Ιουνία ή Ιουνίας. Καί συγκατηριθμήθησαν μέν εις τά μέλη τής εν Ρώμη Εκκλησίας καί εξ Ιουδαίων πολλοί, ως εμφαίνεται καί εκ τού περιεχομένου τής επιστολής ( παράβαλε τά περί Αβραάμ καί Αδάμ αναπτυσσόμενα εις τά πρώτα κεφάλαια ). Κατά τό πλείστον όμως οι Χριστιανοί τής Ρώμης προήρχοντο εξ εθνών ( παράβαλε τά εν κεφ. θ' καί εξής αναπτυσσόμενα ). Εφ' όσον δέ ο Απόστολος είχεν από μακρού τήν επιθυμίαν νά επισκεφθή τήν Ρώμην καί προτιθέμενος ήδη μέ πρώτην ευκαιρίαν νά επιχειρήση τό εις αυτήν ταξίδιον, επωφελείται τής εις Ρώμην μεταβάσεως τής Φοίβης, διακόνου τής εν Κεγχρεαίς Εκκλησίας, νά αποστείλη εκ Κορίνθου εις τούς εκεί Χριστιανούς τήν επιστολήν του ταύτην διά νά προαναγγείλη μέν εις αυτούς τό μελετώμενον ταξίδιον, νά προπαρασκευάση δέ μεταξύ αυτών τό έδαφος πρός καρποφορίαν τού έργου του, όταν θά επεσκέπτετο αυτούς. Επί τώ σκοπώ τούτω προβαίνει εις πλήρη έκθεσιν τού Ευαγγελίου του, αναπτύσσων τάς κεντρικάς γραμμάς αυτού. Δεδομένου δέ, ότι, ως αναφέρεται εν τή επιστολή ( ιε' 25-28 ), επρόκειτο ο Απόστολος νά κομίση εις Ιεροσόλυμα τάς χρηματικάς συνδρομάς, αίτινες είχον συλλεγή από τάς διαφόρους εξ εθνών Εκκλησίας υπέρ τών εκεί πτωχών Χριστιανών, δυνάμεθα νά συναγάγωμεν, ότι η επιστολή εγράφη κατά τό τελευταίον ταξίδιον τού Παύλου εις Κόρινθον καί μήνας τινάς πρίν ή συλληφθή ούτος εν Ιεροσολύμοις, διά νά φυλακισθή εν συνεχεία εις Καισάρειαν ήτοι περίπου κατά τό 58 μ.Χ.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'


Μετά τό έβδομον σάλπισμα αρχίζουν γεγονότα προμηνύοντα τήν έλευσιν τού αντιχρίστου. Τοποθετούνται δέ εν τώ ουρανώ, διότι τά ανταποκρινόμενα εις αυτά επίγεια γεγονότα βασίζονται καί έχουσι τόν αόρατον  παράγοντα αυτών εις συνθήκας καί όρους υπεργηΐνους καί ουρανίους. Η μυστηριώδης γυνή μάλλον συμβολίζει τήν βασιλείαν τών ουρανών εν τή ιουδαϊκή θεοκρατία καί τή ταύτην διαδεχθείση Εκκλησία. Εγκυμονούσα τήν γέννησιν τού Μεσσίου η πρώτη, μετά τήν γέννησιν αυτού υπό τής Μαρίας αντικατεστάθη υπό τής Εκκλησίας, τής έτι ωδινούσης άχρις ού μορφωθή Χριστός εν τοίς τέκνοις αυτής. Ο δράκων ο κινούμενος πρός εξόντωσιν τού τεχθέντος Μεσσίου είναι ο σατανάς, κυριαρχών διά τής πολυθεΐας καί δι' αυτής πειρώμενος νά κατακτήση καί αυτόν τόν ουρανόν. Ο αγών τού μονοθεϊσμού κατά τής ειδωλολατρίας καί η από τού ύψους τής κυριαρχίας αυτού κατάπτωσις τού σατανά εξεικονίζεται διά τού νικηφόρου αγώνος τού Μιχαήλ κατά τού δράκοντος. Καί οι διωγμοί τούτου κατά τής γυναικός καί τών λοιπών τού σπέρματος αυτής εξεικονίζουσι τούς κατά τής γής στρατευομένης Εκκλησίας διωγμούς τού σατανά.

Καί σημείον μέγα ώφθη εν τώ ουρανώ, γυνή περιβεβλημένη τόν ήλιον, καί η σελήνη υποκάτω τών ποδών αυτής, καί επί τής κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα, 
2 καί εν γαστρί έχουσα έκραζεν ωδίνουσα καί βασανιζομένη τεκείν. 
3 καί ώφθη άλλο σημείον εν τώ ουρανώ, καί ιδού δράκων πυρρός μέγας, έχων κεφαλάς επτά καί κέρατα δέκα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα, 
4 καί η ουρά αυτού σύρει τό τρίτον τών αστέρων τού ουρανού, καί έβαλεν αυτούς εις τήν γήν. καί ο δράκων έστηκεν ενώπιον τής γυναικός τής μελλούσης τεκείν, ίνα, όταν τέκη, τό τέκνον αυτής καταφάγη. 
5 καί έτεκεν υιόν άρρενα, ός μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά έθνη εν ράβδω σιδηρά καί ηρπάσθη τό τέκνον αυτής πρός τόν Θεόν καί πρός τόν θρόνον αυτού. 
6 καί η γυνή έφυγεν εις τήν έρημον, όπου έχει εκεί τόπον ητοιμασμένον από τού Θεού, ίνα εκεί τρέφωσιν αυτήν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα. 
7 Καί εγένετο πόλεμος εν τώ ουρανώ ο Μιχαήλ καί οι άγγελοι αυτού τού πολεμήσαι μετά τού δράκοντος καί ο δράκων επολέμησε καί οι άγγελοι αυτού, 
8 καί ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτώ έτι εν τώ ουρανώ. 
9 καί εβλήθη ο δράκων, ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος καί ο Σατανάς, ο πλανών τήν οικουμένην όλην, εβλήθη εις τήν γήν, καί οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν. 
10 καί ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τώ ουρανώ λέγουσαν άρτι εγένετο η σωτηρία καί η δύναμις καί η βασιλεία τού Θεού ημών καί η εξουσία τού Χριστού αυτού, ότι εβλήθη ο κατήγορος τών αδελφών ημών, ο κατηγορών αυτών ενώπιον τού Θεού ημών ημέρας καί νυκτός. 
11 καί αυτοί ενίκησαν αυτόν διά τό αίμα τού αρνίου καί διά τόν λόγον τής μαρτυρίας αυτών, καί ουκ ηγάπησαν τήν ψυχήν αυτών άχρι θανάτου. 
12 διά τούτο ευφραίνεσθε ουρανοί καί οι εν αυτοίς σκηνούντες ουαί τήν γήν καί τήν θάλασσαν, ότι κατέβη ο διάβολος πρός υμάς έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει. 
13 Καί ότε είδεν ο δράκων ότι εβλήθη εις τήν γήν, εδίωξε τήν γυναίκα ήτις έτεκε τόν άρρενα. 
14 καί εδόθησαν τή γυναικί δύο πτέρυγες τού αετού τού μεγάλου, ίνα πέτηται εις τήν έρημον εις τόν τόπον αυτής, όπως τρέφηται εκεί καιρόν καί καιρούς καί ήμισυ καιρού από προσώπου τού όφεως. 
15 καί έβαλεν ο όφις εκ τού στόματος αυτού οπίσω τής γυναικός ύδωρ ως ποταμόν, ίνα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση. 
16 καί εβοήθησεν η γή τή γυναικί, καί ήνοιξεν η γή τό στόμα αυτής καί κατέπιε τόν ποταμόν όν έβαλεν ο δράκων εκ τού στόματος αυτού. 
17 καί ωργίσθη ο δράκων επί τή γυναικί, καί απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά τών λοιπών τού σπέρματος αυτής, τών τηρούντων τάς εντολάς τού Θεού καί εχόντων τήν μαρτυρίαν Ιησού.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012


ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕΧΡΙ
ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, καί τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. ( Τρίς ).
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον, Ιησούν, τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν καί τήν αγίαν σου Ανάστασιν υμνούμεν καί δοξάζομεν σύ γάρ εί Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, τό όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε, πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν τού Χριστού αγίαν Ανάστασιν ιδού γάρ ήλθε διά τού Σταυρού χαρά εν όλω τώ κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν Ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γάρ υπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν. ( Τρίς ).

Προλαβούσαι τόν όρθρον αι περί Μαριάμ καί ευρούσαι τόν λίθον αποκυλισθέντα τού μνήματος, ήκουον εκ τού αγγέλου Τόν εν φωτί αΪδίω υπάρχοντα μετά νεκρών τί ζητείτε ως άνθρωπον; Βλέπετε τά εντάφια σπάργανα δράμετε καί τώ κόσμω κηρύξατε, ως ηγέρθη ο Κύριος θανατώσας τόν θάνατον ότι υπάρχει Θεού Υιός, τού σώζοντος τό γένος τών ανθρώπων.

Ει καί εν τάφω κατήλθες, Αθάνατε, αλλά τού άδου καθείλες τήν δύναμιν καί ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός, γυναιξί μυροφόροις φθεγξάμενος, Χαίρετε, καί τοίς σοίς αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος, ο τοίς πεσούσι παρέχων ανάστασιν.

Εν τάφω σωματικώς, εν άδου δέ μετά ληστού καί εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος.

Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι.

Ως ζωηφόρος, ως Παραδείσου ωραιότερος, όντως καί παστάδος πάσης βασιλικής αναδέδεικται λαμπρότερος, Χριστέ, ο τάφος σου, η πηγή τής ημών αναστάσεως.

Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Τό τού Υψίστου ηγιασμένον θείον σκήνωμα, χαίρε διά σού γάρ δέδοται η χαρά, Θεοτόκε, τοίς κραυγάζουσιν Ευλογημένη σύ εν γυναιξίν υπάρχεις, πανάμωμε Δέσποινα.

Κύριε, ελέησον. ( 40 )

Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Τήν τιμιωτέραν τών Χερουβείμ καί ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τών Σεραφείμ, τήν αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, τήν όντως Θεοτόκον, Σέ μεγαλύνομεν.

Δι' ευχών τών αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον καί σώσον ημάς. Αμήν.

( Τρισσεύεται δέ η τοιαύτη ακολουθία καί εις τό μεσονυκτικόν, τάς ώρας καί τό απόδειπνον. Εν δέ τώ αποδείπνω λέγεται καί η επομένη. )

Ευχή του Μ. Βασιλείου.

Ευλογητός εί, Δέσποτα παντοκράτορ, ο φωτίσας τήν ημέραν τώ φωτί τώ ηλιακώ καί τήν νύκτα φαιδρύνας ταίς αυγαίς τού πυρός, ο τό μήκος τής ημέρας διελθείν ημάς καταξιώσας καί προσεγγίσαι ταίς αρχαίς τής νυκτός, επάκουσον τής δεήσεως ημών καί παντός τού λαού σου καί πάσιν ημίν συγχωρήσας τά εκούσια καί τά ακούσια αμαρτήματα, πρόσδεξαι τάς εσπερινάς ημών ικεσίας καί κατάπεμψον τό πλήθος τού ελέους σου καί τών οικτιρμών σου επί τήν κληρονομίαν σου. Τείχισον ημάς αγίοις αγγέλοις σου, όπλισον ημάς όπλοις δικαιοσύνης σου περιχαράκωσον ημάς τή αληθεία σου φρούρησον ημάς τή δυνάμει σου ρύσαι ημάς εκ πάσης περιστάσεως καί πάσης επιβουλής τού αντικειμένου. Παράσχου δέ ημίν καί τήν παρούσαν εσπέραν σύν τή επερχομένη νυκτί, τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν, αναμάρτητον, ασκανδάλιστον, αφάνταστον καί πάσας τάς ημέρας τής ζωής ημών πρεσβείαις τής αγίας Θεοτόκου καί πάντων τών αγίων, τών απ' αιώνος σοι ευαρεστησάντων. Αμήν.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, καί τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. ( Τρίς ).