Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 14-17. Ερώτησις περί νηστείας.

14 Τότε προσέρχονται αυτώ οι μαθηταί Ιωάννου λέγοντες διατί ημείς καί οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολλά, οι δέ μαθηταί σου ου νηστεύουσι;
15 καί είπεν αυτοίς ο Ιησούς μή δύνανται οι υιοί τού νυμφώνος πενθείν εφ' όσον χρόνον μετ' αυτών εστιν ο νυμφίος; ελεύσονται δέ ημέραι όταν απαρθή απ' αυτών ο νυμφίος, καί τότε νηστεύσουσιν.
16 ουδείς δέ επιβάλλει επίβλημα ράκους αγνάφου επί ιματίω παλαιώ αίρει γάρ τό πλήρωμα αυτού από τού ιματίου, καί χείρον σχίσμα γίνεται.
17 ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς ει δέ μήγε, ρήγνυνται οι ασκοί, καί ο οίνος εκχείται καί οι ασκοί απολούνται αλλά οίνον νέον εις ασκούς βάλλουσιν καινούς, καί αμφότεροι συντηρούνται.
Στίχ. 9-13. Κλήσις τού Ματθαίου.

9 Καί παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί τό τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, καί λέγει αυτώ ακολούθει μοι. καί αναστάς ηκολούθησεν αυτώ.
10 Καί εγένετο αυτού ανακειμένου εν τή οικία, καί ιδού πολλοί τελώναι καί αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τώ Ιησού καί τοίς μαθηταίς αυτού.
11 καί ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοίς μαθηταίς αυτού διατί μετά τών τελωνών καί αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;
12 ο δέ Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έχοντες.
13 πορευθέντες δέ μάθετε τί εστιν έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.

Στίχ. 1-8. Θεραπεία τού παραλυτικού τής Καπερναούμ.

1 Καί εμβάς εις πλοίον διεπέρασε καί ήλθεν εις τήν ιδίαν πόλιν.
2 Καί ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον καί ιδών ο Ιησούς τήν πίστιν αυτών είπε τώ παραλυτικώ θάρσει, τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου.
3 καί ιδού τινες τών γραμματέων είπον εν εαυτοίς ούτος βλασφημεί.
4 καί ιδών ο Ιησούς τάς ενθυμήσεις αυτών είπεν ίνα τί υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταίς καρδίαις υμών;
5 τί γάρ εστιν ευκοπώτερον, ειπείν, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε καί περιπάτει;
6 ίνα δέ ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός τού ανθρώπου επί τής γής αφιέναι αμαρτία- τότε λέγει τώ παραλυτικώ εγερθείς άρον σου τήν κλίνην καί ύπαγε εις τόν οίκόν σου.
7 καί εγερθείς απήλθεν εις τόν οίκον αυτού.
8 ιδόντες δέ οι όχλοι εθαύμασαν καί εδόξασαν τόν Θεόν τόν δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοίς ανθρώποις.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Άν θέλης νά νικήσης τόν διάβολο, οπού σού φέρει τήν εντροπή, λέγε πρώτην από όλας εκείνην τήν αμαρτίαν, οπού εντρέπεσαι περισσότερον.

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

1) Τό άγιον Βάπτισμα.
2) Τό Χρίσμα.
3) Τό μυστήριον τής Θ.Ευχαριστίας.
4) Τό μυστήριον τής Μετανοίας καί Εξομολογήσεως.
5) Τό μυστήριον τής Ιερωσύνης.
6) Τό μυστήριον τού Γάμου.
7) Τό μυστήριον τού Ευχελαίου.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ

Κύριε, βοήθησέ με ν' αντιμετωπίσω μέ ψυχική γαλήνη όλα, όσα θά μού φέρει η σημερινή ημέρα. Βοήθησέ με νά παραδοθώ ολοκληρωτικά στό άγιο θέλημά Σου. Στήν κάθε ώρα τής ημέρας φώτιζέ με καί δυνάμωνέ με γιά τό κάθε τι.
Όποιες ειδήσεις κι άν λάβω σήμερα, δίδαξέ με νά τίς δεχθώ μέ ηρεμία καί μέ τήν ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτε δέν συμβαίνει, χωρίς νά τό επιτρέψεις Εσύ.
Καθοδήγησε τίς σκέψεις καί τά συναισθήματά μου σέ όλα μου τά έργα καί τά λόγια. Στίς απρόοπτες περιστάσεις μή μ' αφήσεις νά ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από Σένα.
Δίδαξέ με νά συμπεριφέρομαι σέ κάθε μέλος τής οικογένειάς μου καί σ' όλους τούς συνανθρώπους μου μέ ευθύτητα καί σύνεση, ώστε νά μή συγχύσω καί στενοχωρήσω κανένα.
Κύριε, δός μου τή δύναμη νά υποφέρω τόν κόπο καί όλα τά γεγονότα τής ημέρας αυτής, σέ όλη τή διάρκειά της. Καθοδήγησε τή θέλησή μου καί δίσαξέ με νά προσεύχομαι, νά πιστεύω, νά υπομένω, νά συγχωρώ καί ν' αγαπώ. ΑΜΗΝ.
Βιάζεσθε εις τήν ευχήν τού Ιησού μας. Αυτή θά γίνη τά πάντα. Τροφή καί πόμα καί ένδυμα καί φώς καί παρηγορία καί ζωή πνευματική. Τά πάντα γίνεται εις τόν κατέχοντα αυτήν. Χωρίς αυτήν τό κενόν τής ψυχής δέν ικανοποιείται.

Γέροντος Εφραίμ
Στίχ. 28-34. Θεραπεία δύο δαιμονιζομένων.

28 Καί ελθόντι αυτώ εις τό πέραν εις τήν χώραν τών Γεργεσηνών υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ τών μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μή ισχύειν τινά παρελθείν διά τής οδού εκείνης.
29 καί ιδού έκραξαν λέγοντες τί ημίν καί σοί, Ιησού υιέ τού Θεού; ήλθες ώδε πρό καιρού βασανίσαι ημάς;
30 ήν δέ μακράν απ' αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη.
31 οι δέ δαίμονες παρεκάλουν αυτόν λέγοντες ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις τήν αγέλην τών χοίρων.
32 καί είπεν αυτοίς υπάγετε. οι δέ εξελθόντες απήλθον εις τήν αγέλην τών χοίρων καί ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη τών χοίρων κατά τού κρημνού εις τήν θάλασσαν καί απέθανον εν τοίς ύδασιν.
33 οι δέ βόσκοντες έφυγον, καί απελθόντες εις τήν πόλιν απήγγειλαν πάντα καί τά τών δαιμονιζομένων.
34 καί ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, καί ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από τών ορίων αυτών.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 23-27. Τρικυμία καί γαλήνευσις τής θαλάσσης.

23 Καί εμβάντι αυτώ εις τό πλοίον ηκολούθησαν αυτώ οι μαθηταί αυτού.
24 καί ιδού σεισμός μέγας εγένετο εν τή θαλάσση, ώστε τό πλοίον καλύπτεσθαι υπό τών κυμάτων αυτός δέ εκάθευδε.
25 καί προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήγειραν αυτόν λέγοντες Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα.
26 καί λέγει αυτοίς τί δειλοί εστε, ολιγόπιστοι; τότε εγερθείς επετίμησε τοίς ανέμοις καί τή θαλάσση, καί εγένετο γαλήνη μεγάλη.
27 οι δέ άνθρωποι εθαύμασαν λέγοντες ποταπός εστιν ούτος, ότι καί οι άνεμοι καί η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;
Στίχ. 18-22. Ο Ιησούς ζητεί αυταπάρνησιν.

18 Ιδών δέ ο Ιησούς πολλούς όχλους περί αυτόν εκέλευσεν απελθείν εις τό πέραν.
19 Καί προσελθών είς γραμματεύς είπεν αυτώ διδάσκαλε, ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη.
20 καί λέγει αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι καί τά πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσεις, ο δέ υιός τού ανθρώπου ουκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίνη.
21 Έτερος δέ τών μαθητών αυτού είπεν αυτώ Κύριε, επίτρεψόν μοι θάψαι τόν πατέρα μου.
22 ο δέ Ιησούς είπεν αυτώ ακολούθει μοι, καί άφες τούς νεκρούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.

Στίχ. 1-17. Ο Κύριος θεραπεύει τόν λεπρόν, τόν δούλον τού εκατοντάρχου,
τήν πενθεράν τού Πέτρου καί άλλους ασθενείς.



1 Καταβάντι δέ αυτώ από τού όρους ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί.
2 Καί ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι.
3 καί εκτείνας τήν χείρα ήψατο αυτού ο Ιησούς λέγων ΄θέλω, καθαρίσθητι. καί ευθέως εκαθαρίσθη αυτού η λέπρα.
4 καί λέγει αυτώ ο Ιησούς όρα μηδενί είπης, αλλά ύπαγε σεαυτόν δείξον τώ ιερεί καί προσένεγκε τό δώρον ό προσέταξε Μωσής εις μαρτύριον αυτοίς.
5 Εισελθόντι δέ αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν καί λέγων
6 Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τή οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος.
7 καί λέγει αυτώ ο Ιησούς εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.
8 καί αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό τήν στέγην εισέλθης αλλά μόνον ειπέ λόγω, καί ιαθήσεται ο παίς μου.
9 καί γάρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, καί λέγω τούτω, πορεύθητι, καί πορεύεται, καί άλλω, έρχου, καί έρχεται, καί τώ δούλω μου, ποίησον τούτο, καί ποιεί.
10 ακούσας δέ ο Ιησούς εθαύμασε καί είπε τοίς ακολουθούσιν αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τώ Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον.
11 λέγω δέ υμίν ότι πολλοί από ανατολών καί δυσμών ήξουσι καί ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ εν τή βασιλεία τών ουρανών,
12 οι δέ υιοί τής βασιλείας εκβληθήσονται εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
13 καί είπεν ο Ιησούς τώ εκατοντάρχω ύπαγε, καί ως επίστευσας γενηθήτω σοι. καί ιάθη ο παίς αυτού εν τή ώρα εκείνη.
14 Καί ελθών ο Ιησούς εις τήν οικίαν Πέτρου είδε τήν πενθεράν αυτού βεβλημένην καί πυρέσσουσαν
15 καί ήψατο τής χειρός αυτής, καί αφήκεν αυτήν ο πυρετός, καί ηγέρθη καί διηκόνει αυτώ.
16 Οψίας δέ γενομένης προσήνεγκαν αυτώ δαιμονιζομένους πολλούς, καί εξέβαλε τά πνεύματα λόγω καί πάντας τούς κακώς έχοντας εθεράπευσεν,
17 όπως πληρωθή τό ρηθέν διά Ησαϊου τού προφήτου λέγοντος αυτός τάς ασθενείας ημών έλαβε καί τάς νόσους εβάστασεν.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 21-29. Νά εφαρμόζωμεν τάς εντολάς τού Θεού.

21 Ου πάς ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις τήν βασιλείαν τών ουρανών, αλλ' ο ποιών τό θέλημα τού πατρός μου τού εν ουρανοίς.
22 πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τή ημέρα Κύριε Κύριε, ου τώ σώ ονόματι προεφητεύσαμεν, καί τώ σώ ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, καί τώ σώ ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν;
23 καί τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς αποχωρείτε απ' εμού οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν.
24 Πάς ούν όστις ακούει μου τούς λόγους τούτους καί ποιεί αυτούς, ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησε τήν οικίαν αυτού επί τήν πέτραν
25 καί κατέβη η βροχή καί ήλθον οι ποταμοί καί έπνευσαν οι άνεμοι καί προσέπεσον τή οικία εκείνη, καί ουκ έπεσε τεθεμελίωτο γάρ επί τήν πέτραν.
26 καί πάς ο ακούων μου τούς λόγους τούτους καί μή ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ωκοδόμησε τήν οικίαν αυτού επί τήν άμμον
27 καί κατέβη η βροχή καί ήλθον οι ποταμοί καί έπνευσαν οι άνεμοι καί προσέκοψαν τή οικία εκείνη, καί έπεσε, καί ήν η πτώσις αυτής μεγάλη.
28 Καί εγένετο ότε συνετέλεσεν ο Ιησούς τούς λόγους τούτους, εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τή διδαχή αυτού
29 ήν γάρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, καί ουχ ως οι γραμματείς.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 12-20. Ο χρυσούς κανών. Οι δύο δρόμοι.
Προσοχή από τούς ψευδοπροφήτας.

12 Πάντα ούν όσα άν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω καί υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γάρ εστιν ο νόμος καί οι προφήται.
13 Εισέλθετε διά τής στενής πύλης ότι πλατεία η πύλη καί ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις τήν απώλειαν, καί πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι' αυτής.
14 τί στενή η πύλη καί τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις τήν ζωήν, καί ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν!
15 Προσέχετε δέ από τών ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται πρός υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δέ εισί λύκοι άρπαγες.
16 από τών καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα;
17 ούτω πάν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, τό δέ σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί.
18 ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν.
19 πάν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται καί εις πύρ βάλλεται.
20 άραγε από τών καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 7-11. Τά αποτελέσματα τής προσευχής.

7 Αιτείτε, καί δοθήσεται υμίν, ζητείτε, καί ευρήσετε, κρούετε, καί ανοιγήσεται υμίν
8 πάς γάρ ο αιτών λαμβάνει καί ο ζητών ευρίσκει καί τώ κρούοντι ανοιγήσεται.
9 ή τίς εστιν εξ υμών άνθρωπος, όν εάν αιτήση ο υιός αυτού άρτον, μή λίθον επιδώσει αυτώ;
10 καί εάν ιχθύν αιτήση, μή όφιν επιδώσει αυτώ;
11 ει ούν υμείς, πονηροί όντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοίς τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς δώσει αγαθά τοίς αιτούσιν αυτόν;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄.

Συνέχεια τής επί τού Όρους ομιλίας.
Στίχ. 1-6. Δέν πρέπει νά κατακρίνωμεν.

1 Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε
2 εν ώ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν.
3 τί δλε βλέπεις τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ τού αδελφού σου, τήν δέ εν τώ σώ οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς;
4 ή πώς ερείς τώ αδελφώ σου, άφες εκβάλω τό κάρφος από τού οφθαλμού σου, καί ιδού η δοκός εν τώ οφθαλμώ σου;
5 υποκριτά, έκβαλε πρώτον τήν δοκόν εκ τού οφθαλμού σου, καί τότε διαβλέψεις εκβαλείν τό κάρφος εκ τού οφθαλμού τού αδελφού σου.
6 Μή δώτε τό άγιον τοίς κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν τών χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοίς ποσίν αυτών καί στραφέντες ρήξωσιν υμάς.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 25-34. Ο Θεός προνοεί διά τάς ανάγκας μας.

25 Διά τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τή ψυχή υμών τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τώ σώματι υμών τί ενδύσησθε ουχί η ψυχή πλείον εστι τής τροφής καί τό σώμα τού ενδύματος;
26 ενβλέψατε εις τά πετεινά τού ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, καί ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών;
27 τίς δέ εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί τήν ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;
28 καί περί ενδύματος τί μεριμνάτε; καταμάθετε τά κρίνα τού αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει
29 λέγω δέ υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τή δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων.
30 Ει δέ τόν χόρτον τού αγρού, σήμερον όντα καί αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι;
31 μή ούν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ή τί πίωμεν ή τί περιβαλώμεθα;
32 πάντα γάρ ταύτα τά έθνη επιζητεί οίδε γάρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων.
33 ζητείτε δέ πρώτον τήν βασιλείαν τού Θεού καί τήν δικαιοσύνην αυτού, καί ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.
34 Μή ούν μεριμνήσητε εις τήν αύριον η γάρ αύριον μεριμνήσει τά εαυτής αρκετόν τή ημέρα η κακία αυτής

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Στίχ. 16-24. Η θεάρεστος νηστεία. Επίγειοι καί ουράνιοι θησαυροί.
Ο οφθαλμός τής ψυχής. Οι δύο κύριοι.

16 Όταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί αφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοίς ανθρώποις νηστεύοντες αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τόν μισθόν αυτών.
17 σύ δέ νηστεύων άλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόμ σου νίψαι,
18 όπως μή φανής τοίς ανθρώποις νηστεύων, αλλά τώ πατρί σου τώ εν τώ κρυπτώ, καί ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ.
19 Μή θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί τής γής, όπου σής καί βρώσις αφανίζει, καί όπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι
20 θησαυρίζετε δέ υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σής ούτε βρώσις αφανίζει, καί όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσιν
21 όπου γάρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται καί η καρδία υμών.
22 ο λύχνος τού σώματός εστιν ο οφθαλμός εάν ούν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον τό σώμα σου φωτεινόν έσται
23 εάν δέ ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον τό σώμα σου σκοτεινόν έσται. ει ούν τό φώς τό εν σοί σκότος εστί, τό σκότος πόσον;
24 Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γάρ τόν ένα μισήσει καί τόν έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται καί τού ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν καί μαμωνά.
Στίχ. 14-15. Πώς θά συγχωρηθώμεν.

14 Εάν γάρ αφήτε τοίς ανθρώποις τά παραπτώματα αυτών, αφήσει καί υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος
15 εάν δέ μή αφήτε τοίς ανθρώποις τά παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τά παραπτώματα υμών.
Στίχ. 9-13. Η Κυριακή προσευχή.

9 ούτως ούν προσεύχεσθε υμείς' Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς αγιασθήτω τό όνομά σου
10 ελθέτω η βασιλεία σου γενηθήτω τό θέλημά σου, ως εν ουρανώ, καί επί τής γής
11 τόν άρτον ημών τόν επιούσιον δός ημίν σήμερον
12 καί άφες ημίν τά οφειλήματα ημών, ως καί ημείς αφίεμεν τοίς οφειλέταις ημών
13 καί μή εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από τού πονηρού. ότι σού εστιν η βασιλεία καί η δύναμις καί η δόξα εις τούς αιώνας αμήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'

Συνέχεια της επί τού Όρους ομιλίας τού Κυρίου.
Στίχ. 1-8. Η ελεημοσύνη καί η προσευχή.

1 Προσέχετε τήν ελεημοσύνην υμών μή ποιείν έμπροσθεν τών ανθρώπων πρός τό θεαθήναι αυτοίς' ει δέ μήγε, μισθόν ουκ έχετε παρά τώ πατρί υμών τώ εν τοίς ουρανοίς.
2 Όταβούν ποιής ελεημοσύνην, μή σαλπίσης έμπροσθέν σου, ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταίς συναγωγαίς καί εν ταίς ρύμαις, όπως δοξασθώσιν υπό τών ανθρώπων' αμήν λέγω υμίν, απέχουσι τόν μισθόν αυτών.
3 σού δέ ποιούντος ελεημοσύνην μή γνώτω η αριστερά σου τί ποιεί η δεξιά σου,
4 όπως ή σου η ελεημοσύνη εν τώ κρυπτώ, καί ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ.
5 Καί όταν προσεύχη, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταίς συναγωγαίς καί εν ταίς γωνίαις τών πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως άν φανώσι τοίς ανθρώποις' αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τόν μισθόν αυτών.
6 σύ δέ όταν προσεύχη, είσελθε εις τό ταμιείον σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τώ πατρί σου τώ εν τώ κρυπτώ, καί ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ.
7 Προσευχόμενοι δέ μή βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί δοκούσι γάρ ότι εν τή πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται.
8 μή ούν ομοιωθήτε αυτοίς οίδε γάρ ο πατήρ υμών ών χρείαν έχετε πρό τού υμάς αιτήσαι αυτόν.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Στίχ. 17-48. Ο Κύριος τελειοποιεί καί συμπληρώνει τόν Μωσαϊκόν νόμον.

17 Μή νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τόν νόμον ή τούς προφήτας΄ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι.
18 αμήν γάρ λέγω υμίν, έως άν παρέλθη ο ουρανός καί η γή, ιώτα έν ή μία κεραία ου μή παρέλθη από τού νόμου έως άν πάντα γένηται.
19 ός εάν ούν λύση μίαν τών εντολών τούτων τών ελαχίστων καί διδάξη ούτω τούς ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τή βασιλεία τών ουρανών΄ ός δ΄άν ποιήση καί διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τή βασιλεία τών ουρανών.
20 λέγω γάρ υμίν ότι εάν μή περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον τών γραμματέων καί Φαρισαίων, ου μή εισέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ουρανών.
21 Ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ου φονεύσεις΄ός δ΄άν φονεύση, ένοχος έσται τή κρίσει.
22 Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πάς ο οργιζόμενος τώ αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τή κρίσει΄ός δ΄άν είπη τώ αδελφώ αυτού ρακά, ένοχος έσται τώ συνεδρίω΄ός δ΄άν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις τήν γέενναν τού πυρός.
23 Εάν ούν προσφέρης τό δώρόν σου επί τό θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σού,
24 άφες εκεί τό δώρόν σου έμπροσθεν τού θυσιαστηρίου, καί ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τώ αδελφώ σου, καί τότε ελθών πρόσφερε τό δώρόν σου.
25 Ίσθι ευνοών τώ αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τή οδώ μετ΄αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τώ κριτή καί ο κριτής σε παραδώ τώ υπηρέτη, καί εις φυλακήν βληθήση΄
26 αμήν λέγω σοι, ου μή εξέλθης εκείθεν έως ού αποδώς τόν έσχατον κοδράντην.
27 Ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ου μοιχεύσεις.
28 Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πάς ο βλέπων γυναίκα πρός τό επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τή καρδία αυτού.
29 ει δέ ο οφθαλμός σουο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν καί βάλε από σού΄συμφέρει γάρ σοι ίνα απόληται έν τών μελών σου καί μή όλον τό σώμα σου βληθή εις γέενναν.
30 καί ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν καί βάλε από σού΄συμφέρει γάρ σοι ίνα απόληται έν τών μελών σου καί μή όλον τό σώμά σου βληθή εις γέενναν.
31 Ερρέθη δέ΄ός άν απολύση τήν γυναικά αυτού, δότω αυτή αποστάσιον.
32 Εγώ δέ λέγω υμίν ότι ός άν απολύση τήν γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι, καί ός εάν απολελυμένην γαμήση, μοιχάται.
33 Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δέ τώ Κυρίω τούς όρκους σου.
34 Εγώ δέ λέγω υμίν μή ομόσαι όλως΄μήτε εν τώ ουρανώ, ότι θρόνος εστί τού Θεού΄
35 μήτε εν τή γή, ότι υποπόδιόν εστι τών ποδών αυτού΄μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί τού μεγάλου βασιλέως΄
36 μήτε εν τή κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι.
37 έστω δέ ο λόγος υμών ναί ναί, ού ού΄τό δέ περισσόν τούτων εκ τού πονηρού εστιν.
38 Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού καί οδόντα αντί οδόντος.
39 Εγώ δέ λέγω υμίν μή αντιστήναι τώ πονηρώ΄αλλ΄όστις σε ραπίσει επί τήν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ καί τήν άλλην΄
40 καί τώ θέλοντί σοι κριθήναι καί τόν χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ καί τό ιμάτιον΄
41 καί όστις σε αγγαρεύσει μίλιον έν, ύπαγε μετ΄αυτού δύο΄
42 τώ αιτούντί σε δίδου καί τόν θέλοντα από σού δανείσασθαι μή αποστραφής.
43 Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τόν πλησίον σου καί μισήσεις τόν εχθρόν σου.
44 Εγώ δέ λέγω υμίν, αγαπάτε τούς εχθρούς υμών, ευλογείτε τούς καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς καί προσεύχεσθε υπέρ τών επηρεαζόντων υμάς καί διωκόντων ημάς,
45 όπως γένησθε υιοί τού πατρός υμών εν ουρανοίς, ότι τόν ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς καί αγαθούς καί βρέχει επί δικαίους καί αδίκους.
46 εάν γάρ αγαπήσητε τούς αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί καί οι τελώναι τό αυτό ποιούσι;
47 καί εάν ασπάσησθε τούς φίλους υμών μόνον, τί περισσόν ποιείτε; ουχί καί οι τελώναι ούτω ποιούσιν;
48 Έσεσθε ούν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς τέλειός εστιν.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Στίχ. 13-16. Οι Χριστιανοί άλας καί φώς.

13 Υμείς εστε τό άλας τής γής΄εάν δέ τό άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται; εις ουδέν ισχύει έτι ει μή βληθήναι έξω καί καταπατείσθαι υπό τών ανθρώπων.
14 Υμείς εστε τό φώς τού κόσμου. ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη΄
15 ουδέ καίουσι λύχνον καί τιθέασιν αυτόν υπό τόν μόδιον, αλλ΄επί τήν λυχνίαν, καί λάμπει πάσι τοίς εν τή οικία.
16 ούτω λαμψάτω τό φώς υμών έμπροσθεν τών ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τά καλά έργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα υμών τόν εν τοίς ουρανοίς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Η επί τού Όρους ομιλία. Στίχ. 1-12 Οι μακαρισμοί.
1 Ιδών δέ τούς όχλους ανέβη εις τό όρος, καί καθίσαντος αυτού προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού,
2 καί ανοίξας τό στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων΄
3 μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία τών ουρανών.
4 μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται.
5 μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι τήν γήν.
6 μακάριοι οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται.
7 μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται.
8 μακάριοι οι καθαροί τή καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται.
9 μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται.
10 μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία τών ουρανών.
11 μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς καί διώξωσι καί είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ΄υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού.
12 χαίρετε καί αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοίς ουρανοίς΄ούτω γάρ εδίωξαν τούς προφήτας τούς πρό υμών.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Στίχ. 12-25. Ο Κύριος αρχίζει τό σωτήριον έργον Του
εις τήν Γαλιλαίαν. Οι πρώτοι μαθηταί.
12 Ακούσας δέ ο Ιησούς ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις τήν Γαλιλαίαν,
13 καί καταλιπών τήν Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ τήν παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών καί Ναφθαλείμ,
14 ίνα πληρωθή τό ρηθέν διά Ησαϊου τού προφήτου λέγοντος΄
15 γή Ζαβουλών καί γή Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης, πέραν τού Ιορδάνου, Γαλιλαία τών εθνών,
16 ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φώς μέγα, καί τοίς καθημένοις εν χώρα καί σκιά θανάτου φώς ανέτειλεν αυτοίς.
17 Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν καί λέγειν΄μετανοείτε΄ήγγικε γάρ η βασιλεία τών ουρανών.
18 Περιπατών δέ παρά τήν θάλασσαν τής Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον καί Ανδρέαν τόν αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις τήν θάλασσαν΄ήσαν γάρ αλιείς΄
19 καί λέγει αυτοίς΄δεύτε οπίσω μου καί ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων.
20 οι δέ ευθέως αφέντες τά δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ.
21 Καί προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τόν τού Ζεβεδαίου καί Ιωάννην τόν αδελφόν αυτού, εν τώ πλοίω μετά Ζεβεδαίου τού πατρός αυτών καταρτίζοντας τά δίκτυα αυτών, καί εκάλεσεν αυτούς.
22 οι δέ ευθέως αφέντες τό πλοίον καί τόν πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ.
23 Καί περιήγεν όλην τήν Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταίς συναγωγαίς αυτών καί κηρύσσων τό ευαγγέλιον τής βασιλείας καί θεραπεύων πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν εν τώ λαώ.
24 καί απήλθεν η ακοή αυτού εις όλην τήν Συρίαν, καί προσήνεγκαν αυτώ πάντας τούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις καί βασάνοις συνεχομένους, καί δαιμονιζομένους καί σεληνιαζομένους καί παραλυτικούς, καί εθεράπευσεν αυτούς΄
25 καί ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί από τής Γαλιλαίας καί Δεκαπόλεως καί Ιεροσολύμων καί Ιουδαίας καί πέραν τού Ιορδάνου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'

Στίχ. 1-11. Οι τρείς πειρασμοί τού Ιησού.

1 Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις τήν έρημον υπό τού Πνεύματος πειρασθήναι υπό τού διαβόλου,
2 καί νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα ύστερον επείνασε.
3 καί προσελθών αυτώ ο πειράζων είπεν ει υιός εί τού Θεού, ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γέγωνται.
4 ο δέ αποκριθείς είπε γέγραπται, ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού.
5 Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις τήν αγίαν πόλιν, καί ίστησιν αυτόν επί τό πτερύγιον τού ιερού
6 καί λέγει αυτώ ει υιός εί τού Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω γέγραπται γάρ ότι τοίς αγγέλοις αυτού εντελείται περί σού, καί επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης πρός λίθον τόν πόδα σου.
7 έφη αυτώ ο Ιησούς πάλιν γέγραπται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου.
8 Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν, καί δείκνυσιν αυτώ πάσας τάς βασιλείας τού κόσμου καί τήν δόξαν αυτών
9 καί λέγει αυτώ ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι.
10 τότε λέγει αυτώ ο Ιησούς ύπαγε οπίσω μου, σατανά γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αυτώ μόνω λατρεύσεις.
11 Τότε αφίησιν αυτόν ο διάβολος, καί ιδού άγγελοι προσήλθον καί διηκόνουν αυτώ.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Στίχ. 13-17. Βάπτισις τού Ιησού εις τόν Ιορδάνην.

13 Τότε παραγίνεται ο Ιησούς από τής Γαλιλαίας επί τόν Ιορδάνην πρός τόν Ιωάννην τού βαπτισθήναι υπ' αυτού.
14 ο δέ Ιωάννης διεκώλυεν αυτόν λέγων εγώ χρείαν έχω υπό σού βαπτισθήναι, καί σύ έρχη πρός με;
15 αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπε πρός αυτόν άφες άρτι ούτω γάρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην τότε αφίησιν αυτόν
16 καί βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από τού ύδατος καί ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί, καί είδε τό Πνεύμα τού Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν καί ερχόμενον επ' αυτόν
17 καί ιδού φωνή εκ τών ουρανών λέγουσα ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Στίχ. 1-12 Ο Πρόδρομος Ιωάννης εις τήν έρημον.

1 Εν δέ ταίς ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο βαπτιστής κηρύσσων εν τή ερήμω τής Ιουδαίας
2 καί λέγων μετανοείτε ήγγικε γάρ η βασιλεία τών ουρανών.
3 ούτος γάρ εστιν ο ρηθείς υπό Ησαϊου τού προφήτου λέγοντος φωνή βοώντος εν τή ερήμω, ετοιμάσατε τήν οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τάς τρίβους αυτού.
4 Αυτός δέ ο Ιωάννης είχε τό ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν οσφύν αυτού, η δέ τροφή αυτού ήν ακρίδες καί μέλι άγριον.
5 Τότε εξεπορεύετο πρός αυτόν Ιεροσόλυμα καί πάσα η Ιουδαία καί πάσα η περίχωρος τού Ιορδάνου,
6 καί εβαπτίζοντο εν τώ Ιορδάνη υπ' αυτού εξομολογούμενοι τάς αμαρτίας αυτών.
7 ιδών δέ πολλούς τών Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων ερχομένους επί τό βάπτισμα αυτού είπεν αυτοίς γεννήματα εχιδνών, τίς υπέδειξεν υμίν φυγείν από τής μελλούσης οργής;
8 ποιήσατε ούν καρπόν άξιον τής μετανοίας,
9 καί μή δόξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τόν Αβραάμ λέγω γάρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ τών λίθων τούτων εγείραι τέκνα τώ Αβραάμ.
10 ήδη δέ καί η αξίνη πρός τήν ρίζαν τών δένδρον κείται πάν ούν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται καί εις πύρ βάλλεται.
11 εγώ μέν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν ο δέ οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μού εστιν, ού ουκ ειμί ικανός τά υποδήματα βαστάσαι αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω καί πυρί.
12 ού τό πτύον εν τή χειρί αυτού καί διακαθαριεί τήν άλωνα αυτού, καί συνάξει τόν σίτον αυτού εις τήν αποθήκην, τό δέ άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Στίχ. 19-23 Η αγία οικογένεια εγκαθίσταται εις τήν Ναζαρέτ.

19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 
21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. 
22 ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 
23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
Η φυγή εις τήν Αίγυπτον καί η σφαγή τών νηπίων.Στίχ. 13-18. 

13 ᾿Αναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 
14 ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 
16 Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 
17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 
18 φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Στίχ. 1-12. Η προσκύνησις τών Μάγων.


Του δὲ ᾿Ιησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐν ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα
2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
3 ᾿Ακούσας δὲ ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα ῾Ιεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ,
4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται.
5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου·
6 καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ ᾿Ιούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν ᾿Ιούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ.
7 Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος,
8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.
9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον·
10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα,
11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν·
12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
1 Οι άνθρωποι έχουν γίνει, γιά να ζή ο ένας πρός χάριν του άλλου.
2 Η αρετή είναι όπλο καί εφόδιο γιά τά γηρατειά.
3 Όποιος ανοίγει ένα καλό βιβλίο, αφήνει τό τιμόνι τής ζωής του στό συγγραφέα.
4 ουδέν απρονόητον, ουδέ ημελημένον.
5 Η άγνοια του Θεού είναι θάνατος τής ψυχής.
Αγ. Βασιλείου

1 Τούς γονείς σου καί τό Θεό νά τους τιμάς μέ όλη σου τήν ψυχή.
2 Ο έπαινος οδηγεί στο ζήλο, ο ζήλος στην αρετή καί η αρετή στήν μακαριότητα.
3 Κλείνε τά αυτιά σου μέ κερί, όταν μιλούν οι φαύλοι.
4 Ο Χριστός πείνασε ως άνθρωπος, αλλά έθρεψε τά πλήθη ως Θεός.
5 Όποιος λέγει ότι ο δίκαιος άνθρωπος δεν πρέπει νά έχη θλίψεις, είναι σάν νά υποστηρίζη ότι δέν ταιριάζει στόν αθλητή νά έχη ανταγωνιστή.
Γρηγορίου του Θεολόγου

1 Χωρίς τή μελέτη των Γραφών είναι αδύνατον να σωθή ο άνθρωπος.
2 Δεν μπορείς νά είσαι Ήλιος; Τότε γίνε Σελήνη.
3 Κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος γιά τή σωτηρία τού πλησίον του.
4 Τά περιττά τών πλουσίων είναι τά αγαθά τών πτωχών.
5 Δέν θά εχρειάζοντο λόγια, άν έλαμπε η ζωή μας. Δέν θά εχρειάζοντο δάσκαλοι, άν επιδεικνύαμε έργα. Κανείς δέν θά παρέμενε άπιστος, άν εμείς ήμασταν πραγματικοί Χριστιανοί.
Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Στίχ.18-25 Η υπερφυσική γέννησις του Κυρίου

18 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου.
19 ᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν.
20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου. 21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
23 ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.
24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

<< Ο εγωισμός είναι ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα, που κάνουν τον άνθρωπο ψηλό,
χωρίς να τον κάνουν μεγάλο>>
Αγ. Βασίλειος

<< Η απελπισία είναι η μεγαλύτερη χαρά του διαβόλου.
Είναι αμαρτία θανάσιμη>>
Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ

<< Αρετή δεν είναι να μην μπορείς ν' αμαρτήσεις, αλλά να μην θέλεις ν' αμαρτήσεις πιά>>
Άγ. Αμβρόσιος

<<Κανένας δεν μπορεί να βαστάξει τους πειρασμούς, παρά μόνο εκείνος που πίστεψε>>
Άγ. Ισαάκ ο Σύρος

<<Δίδαξε με το παράδειγμά σου. Αυτή η διδασκαλία είναι άριστη>>
Άγ. Ι. Χρυσόστομος

<< Όπως εκείνος που κρατάει αρώματα προδίδεται χωρίς να θέλει απο την ευωδία, έτσι και
όποιος έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα προδίδεται απο τα λόγια και την ταπείνωσή του >>
Άγ. Ι. Κλίμακος

<< Δεν υπάρχει ασυγχώρητη αμαρτία, παρά μόνο η αμετανόητη>>
Άγ. Μάξιμος

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Στίχ. 1-17. Η γενεαλογία του Κυρίου Ιησού.
ΒΙΒΛΟΣ γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ ᾿Αβραάμ.
2 ᾿Αβραὰμ ἐγέννησε τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, 
3 ᾿Ιούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αράμ, 
4 ᾿Αρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, 
5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ωβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, ᾿Ωβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεσσαί, 
6 ᾿Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 
7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αβιά, ᾿Αβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ασά, 
8 ᾿Ασὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Οζίαν, 
9 ᾿Οζίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωάθαμ, ᾿Ιωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εζεκίαν, 10 ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν, 
11 ᾿Ιωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ,
13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αβιούδ, ᾿Αβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αζώρ, 
14 ᾿Αζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αχείμ, ᾿Αχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιούδ, 15 ᾿Ελιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, 
16 ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός.
17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ ᾿Αβραάμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες.

ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Συγγραφεύς του πρώτου Ευαγγελίου είναι ο απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος. Προτού τον καλέση ο Κύριος εις το αποστολικόν αξίωμα, ωνομάζετο Λευίς (Μάρκ. β' 14, Λουκ. ε' 27), όταν δέ ηκολούθησε τον Χριστόν, τότε έλαβε το επώνυμον Ματθαίος. Τα περιστατικά της προσκλήσεώς του απο τον Κύριον αναφέρει και ο ίδιος εις το Ευαγγέλιόν του (κεφ. θ' 9-13). Ο Ματθαίος ήτο προηγουμένως τελώνης το επάγγελμα, εγκατεστημένος εις την Καπερναούμ, η οποία φαίνεται να ήτο και η πατρίς του. Όταν δέ ο Κύριος τον συνήντησε καθήμενον εις το τελώνιον και τον εκάλεσε να τον ακολουθήση, το έπραξε χωρίς κανένα δισταγμόν και καμμίαν αναβολήν. Όπως αναφέρει η παράδοσις, ο Ματθαίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις τους Εβραίους, κατόπιν δέ μετέβη και εις την Αιθιοπίαν και εις την Παρθίαν, όπου και απέθανε. Το Ευαγγέλιόν του ο Ματθαίος συνέγραψε κατά πρώτον εις την εβραϊκήν (αραμαϊκήν) γλώσσαν, επειδή διά τους Εβραίους κατ' αρχάς το προώριζε. Το μετέφρασεν όμως εις την ελληνικήν γλώσσαν ο ίδιος ή άλλος αποστολικός ανήρ. Συνεγράφη δέ το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον μεταξύ των ετών 60-66 μ.Χ.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Περίοδοι Νηστείας

Ειδικαί ημέραι ξηροφαγίας όλου του χρόνου

5 Ιανουαρίου Παραμονή Θεοφανείων.
29 Αυγούστου Η Αποτομή της Τ. Κάρας του Αγ. Ι. Προδρόμου.
14 Σεπτεμβρίου Η Ύψωσις του Τιμ. Σταυρού.
24 Δεκεμβρίου Παραμονή Χριστουγέννων.

Όταν αι ημέραι αυταί πέσουν Σάββατον ή Κυριακή, γίνεται κατάλυσις οίνου και ελαίου.

ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
1) Νηστεία των Χριστουγέννων.
Απο 15 Νοεμβρίου μέχρι 24 Δεκεμβρίου νηστεύομεν. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη κατάλυσις οίνου και ελαίου. Απο 21 Νοεμβρίου μέχρι 12 Δεκεμβρίου κάθε Σάββατο και Κυριακή γίνεται κατάλυσις ιχθύος.
2) Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Απο την Καθαρά Δευτέρα νηστεύομεν εκ πάντων. Σάββατο και Κυριακή, κατάλυσις οίνου και ελαίου. Την 25ην Μαρτίου κατάλυσις ιχθύος (εκτός Μεγ. Εβδομάδος).
3) Νηστεία των Αγίων Αποστόλων
Απο την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων μέχρι της παραμονής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Σάββατο και Κυριακή κατάλυσις ιχθύος.
4) Νηστεία 15 Αυγούστου Παναγίας.
Απο Δευτέρα έως Παρασκευή νηστεία. Κάθε Σάββατο και Κυριακή κατάλυσις οίνου και ελαίου.
ΕΟΡΤΑΙ ΟΠΟΥ ΚΑΤΑΛΥΕΤΑΙ ΙΧΘΥΣ
1) Η Γέννησις της Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου
2) Του Αγ. Απ. Φιλίππου 14 Νοεμβρίου
3) Τα Εισόδια της Θεοτόκου 21 Νοεμβρίου
4) Του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστού 7 Ιανουαρίου
5) Της Υπαπαντής 2 Φεβρουαρίου
6) Ευαγγελισμός Θεοτόκου 25 Μαρτίου
7) Της Μεσοπεντηκοστής (κινητή)
8) Απόδοσις Πάσχα (κινητή)
9) Η Γέννησις του Τιμίου Προδρόμου 24 Ιουνίου
10) Των Αγ. Απ. Πέτρου & Παύλου 29 Ιουνίου
11) Η Μεταμόρφωσις του Κυρίου 6 Αυγούστου
12) Η Κοίμησις της Θεοτόκου 15 Αυγούστου

Στις περιπτώσεις 1,2,4,5,10 και 12, όταν οι εορτές αυτές πέσουν εκτός Τετάρτης και Παρασκευής, γίνεται κατάλυσις εις πάντα.

ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΟΙΝΟΥ & ΕΛΑΙΟΥ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ: 11, 16, 17, 18, 20, 22, 25, 27, 30.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ: 8, 10, 11, 17, 24.
ΜΑΡΤΙΟΥ: 9, 26.
ΑΠΡΙΛΙΟΥ: 23, 25, 30.
ΜΑΙΟΥ: 2, 8, 15, 21, 25.
ΙΟΥΝΙΟΥ: 8, 11, 30.
ΙΟΥΛΙΟΥ: 1, 2, 17, 20, 22, 25, 25, 27.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: 31.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: 1, 9, 13, 20, 23, 26.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: 6, 18, 23, 26.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: 1, 8, 12, 13, 16, 25, 30.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: 4, 5, 6, 9, 12, 15, 17, 20.

ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΕΙΣ ΠΑΝΤΑ

α) Την εβδομάδα μεταξύ Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου και Κυριακής του Ασώτου.
β) Την εβδομάδα πρίν απο την Κυριακή της Τυρινής καταλύονται:
τυρί, αυγά, ψάρι, νηστεύται το κρέας.
γ) Την εβδομάδα της Διακαινησίμου και της Πεντηκοστής.
δ) Τας ημέρας μεταξύ Χριστουγέννων και Παραμονής Θεοφανείων.

ΤΑ ΤΕΛΩΝΙΑ

Κατά την Ορθόδοξο πίστι την ώρα του θανάτου και της εξόδου της ψυχής απο το σώμα και προτού η ψυχή μεταβή εις την μέση κατάστασι των ψυχών αναμένουσα την γενική και τελική κρίσι απο τον Θεάνθρωπο Κύριο κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, υφίσταται τελωνισμό απο τα πονηρά πνεύματα.

1)Το τελώνιο της καταλαλιάς.
2)Το τελώνιο της ύβρεως.
3)Το τελώνιο του φθόνου.
4)Το τελώνιο του ψεύδους.
5)Το τελώνιο του θυμού και της οργής.
6)Το τελώνιο της υπερηφανείας.
7)Το τελώνιο της βλασφημίας.
8)Το τελώνιο της μωρολογίας και της φλυαρίας.
9)Το τελώνιο του τόκου και του δόλου.
10)Το τελώνιο της οκνηρίας και του ύπνου.
11)Το τελώνιο της φιλαργυρίας.
12)Το τελώνιο της μέθης.
13)Το τελώνιο της μνησικακίας.
14)Το τελώνιο της μαγείας και γοητείας.
15)Το τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας.
16)Το τελώνιο της ειδωλολατρία.
17)Το τελώνιο της αρσενοκοιτίας.
18)Το τελώνιο των χρωματοπροσώπων.
19)Το τελώνιο της μοιχείας.
20)Το τελώνιο του φόνου.
21)Το τελώνιο της κλοπής.
22)Το τελώνιο της πορνείας.
23)Το τελώνιο της ασπλαγχνίας.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ

1. Εγώ ειμί ο Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εξ οίκου δουλείας, ουκ έσονταί σοι Θεοί έτεροι πλην εμού .
2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υπό κάτω της γης, ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς.
3. Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
4. Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου αγιάζειν αυτήν, εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου.
5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.
6. Ου φονεύσεις.
7. Ου μοιχεύσεις.
8. Ου κλέψεις.
9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.
10. Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Τηλέφωνα

ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
(Πρόθεμα 23770)

ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ
ΠΡΩΤΟΕΠΙΣΤΑΤΗΣ 23221
ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ 23711-3
ΑΡΧΙΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ 23710 FAX 23315
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ 23224
ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ 23714
ΑΘΩΝΙΑΣ ΕΚΚΛ. ΑΚΑΔΗΜΙΑ 23220 FAX 23341

ΙΕΡΕΣ ΜΟΝΕΣ
Μονή Μεγίστης Λαύρας ΤΗΛ.: 23754 FAX: 23762
Μονή Βατοπεδίου ΤΗΛ.: 41488 FAX: 41462
Μονή Ιβήρων ΤΗΛ.: 23643 FAX: 23248
Μονή Χελανδαρίου ΤΗΛ.: 23797 FAX: 23108
Μονή Διονυσίου ΤΗΛ.: 23687 FAX: 23686
Μονή Κουτλουμουσίου ΤΗΛ.: 23226 FAX: 23731
Μονή Παντοκράτορος ΤΗΛ.: 23880 FAX: 23685
Μονή Ξηροποτάμου ΤΗΛ.: 23251 FAX: 23733
Μονή Ζωγράφου ΤΗΛ.: 23247 FAX: 23247
Μονή Δοχειαρίου ΤΗΛ.: 23245 FAX: 23245
Μονή Καρακάλου ΤΗΛ.: 23225 FAX: 23746
Μονή Φιλοθέου ΤΗΛ.: 23256 FAX: 23674
Μονή Σίμωνος Πέτρας ΤΗΛ.: 23254 FAX: 23707
Μονή Αγίου Παύλου ΤΗΛ.: 23741 FAX: 23355
Μονή Σταυρονικήτα ΤΗΛ.: 23255 FAX: 23255
Μονή Ξενοφώντος ΤΗΛ.: 23633 FAX: 23631
Μονή Γρηγορίου ΤΗΛ.: 23668 FAX: 23671
Μονή Εσφιγμένου ΤΗΛ.: 23796
Μονή Παντελεήμονος ΤΗΛ.: 23252 FAX: 23252
Μονή Κασταμονίτου ΤΗΛ.: 23228 FAX: 23228

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Ψαλμός ΡΜΑ΄

Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς Κύριον εδεήθην. Εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησιν μου· την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ. Εν τω εκλείπειν εξ εμού το πνεύμα μου και συ έγνως τας τρίβους μου. Εν οδώ ταύτη, ή επορευόμην, έκρυψαν παγίδα μοι. Κατενόουν εις τα δεξιά και επέβλεπον,και ούκ ήν ο επιγινώσκων με. Απώλετο φυγή απ΄ εμού,και ούκ έστιν ο εκζητών την ψυχήν μου. Εκέκραξα προς σε, Κύριε· είπα· Συ ει η ελπίς μου, μερίς μου ει εν γη ζώντων. Πρόσχες προς την δέησιν μου, ότι εταπεινώθην σφόδρα. Ρύσαι με εκ των καταδιωκόντων με, ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ. Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου. Εμέ υπομένουσι δίκαιοι, έως ου ανταποδώς μοι.

Ψαλμός ΡΜΒ΄


Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησιν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου· και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων. ΄Οτι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου, εκάθισε με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· και ηκηδίασεν επ΄ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου· η ψυχή μου ως γη άνυδρος σοι. Ταχύ εισάκουσον μου, Κύριε· εξέλιπε το πνεύμα μου. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ΄ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησον μοι το πρωί το έλεος σου, ότι επί σοι ήλπισα· Γνώρισον μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε· προς σε κατέφυγον· δίδαξον με του ποιείν το θέλημα σου, ότι συ εί ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία· ένεκεν του ονόματος σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου· και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου είμι.
Ψαλμός ΡΜΓ΄

Ευλογητός Κύριος ο Θεός μου, ο διδάσκων τας χείρας μου εις παράταξιν, τους δακτύλους μου εις πόλεμον. ΄Ελεος μου και καταφυγή μου, αντιλήπτωρ μου και ρύστης μου. Υπερασπιστής μου και επ΄ αυτώ ήλπισα· ο υποτάσσων τον λαόν μου υπ΄ εμέ. Κύριε, τί έστιν άνθρωπος, ότι εγνώσθης αυτώ; ή υιός ανθρώπου, ότι λογίζη αυτώ; Άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη· αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι. Κύριε, κλίνον ουρανούς και κατάβηθι· άψαι των ορέων και καπνισθήσονται. ΄Αστραψον αστραπήν και σκορπιείς αυτούς· εξαπόστειλον τα βέλη σου και συνταράξεις αυτούς. Εξαπόστειλον την χείρα σου εξ ύψους· εξελού με και ρύσαι με εξ υδάτων πολλών, εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. Ο Θεός, ωδήν καινήν άσομαι σοι, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψαλώ σοι. Τω διδόντι την σωτηρίαν τοις βασιλεύσι, τω λυτρουμένω Δαυίδ τον δούλον αυτού εκ ρομφαίας πονηράς. Ρύσαι με και εξελού με εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. Ων οι υιοί ως νεόφυτα ιδρυμένα εν τη νεότητι αυτών· αι θυγατέρες αυτών κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ως το ομοίωμα ναού. Τα ταμεία αυτών πλήρη, εξερευγόμενα εκ τούτου εις τούτο. Τα πρόβατα αυτών πολύτοκα, πληθύνοντα εν ταις εξόδοις αυτών· οι βόες αυτών παχείς. Ούκ έστι κατάπτωμα φραγμού, ουδέ διέξοδος, ουδέ κραυγή εν ταις πλατείαις αυτών. Εμακάρισαν τον λαόν, ω ταύτα έστι· μακάριος ο λαός, ου Κύριος ο Θεός αυτού.

Ψαλμός ΡΜΔ΄

Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομα σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Καθ΄ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε και αινέσω το όνομα σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα και της μεγαλωσύνης αυτού ούκ έστι πέρας. Γενεά και γενεά επαινέσει τα έργα σου και την δύναμιν σου απαγγελούσι. Την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιωσύνης σου λαλήσουσι και τα θαυμάσια σου διηγήσονται. Και την δύναμιν των φοβερών σου ερούσι και την μεγαλωσύνην σου διηγήσονται. Μνήμην του πλήθους της χρηστότητος σου εξερεύξονται και τη δικαιοσύνη σου αγαλλιάσονται. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος. Χρηστός Κύριος τοις σύμπασι και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού. Εξομολογησάσθωσαν σοι, Κύριε, πάντα τα έργα σου και οι όσιοι σου ευλογησάτωσαν σε. Δόξαν της βασιλείας σου ερούσι και την δυναστείαν σου λαλήσουσι. Του γνωρίσαι τοις υιοίς των ανθρώπων την δυναστείαν σου και την δόξαν της μεγαλοπρεπείας της βασιλείας σου. Η βασιλεία σου βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία σου εν πάση γενεά και γενεά. Πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού. Υποστηρίζει Κύριος πάντας τους καταπίπτοντας και ανορθοί πάντας τους κατερραγμένους. Οι οφθαλμοί πάντων εις σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία. Ανοίγεις συ την χείρα σου και εμπιπλάς πάν ζώον ευδοκίας. Δίκαιος Κύριος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού. Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς. Φυλάσσει Κύριος πάντας τους αγαπώντας αυτόν και πάντας τους αμαρτωλούς εξολοθρεύσει. Αίνεσιν Κυρίου λαλήσει το στόμα μου· και ευλογείτω πάσα σαρξ το όνομα το άγιον αυτούς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος.

Ψαλμός ΡΜΕ΄

Αίνει, η ψυχή μου, τον Κύριον· αινέσω Κύριον εν τη ζωή μου· ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Μή πεποίθατε επ΄ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ούκ έστι σωτηρία. Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού και επιστρέψει εις την γην αυτού. Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού. Μακάριος, ού ο Θεός Ιακώβ βοηθός αυτού, η ελπίς αυτού επί Κύριον τον Θεόν αυτού. Τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς. Τον φυλάσσοντα αλήθειαν εις τον αιώνα, ποιούντα κρίμα τοις αδικουμένοις, διδόντα τροφήν τοις πεινώσι. Κύριος λύει πεπεδημένους· Κύριος σοφοί τυφλούς· Κύριος ανορθοί κατερραγμένους· Κύριος αγαπά δικαίους. Κύριος φυλάσσει τους προσηλύτους. Ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί. Βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν και γενεάν.

Ψαλμός ΡΜΣΤ΄

Αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθόν ψαλμός· τω Θεώ ημών ηδυνθείη αίνεσις. Οικοδομών Ιερουσαλήμ ο Κύριος, τας διασποράς του Ισραήλ επισυνάξει, ο ιώμενος τους συντετριμμένους την καρδίαν και δεσμεύων τα συντρίμματα αυτών, ο αριθμών πλήθη άστρων και πάσιν αυτοίς ονόματα καλών. Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς αυτού και της συνέσεως αυτού ούκ έστιν αριθμός. Αναλαμβάνων πραείς ο Κύριος, ταπεινών δε αμαρτωλούς έως της γης. Εξάρξατε τω Κυρίω εν εξομολογήσει, ψάλατε τω Θεώ ημών εν κιθάρα, τω περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις, τω ετοιμάζοντι τη γη υετόν· τω εξανατέλλοντι έν όρεσι χόρτον και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν. Ούκ εν τη δυναστεία του ίππου θελήσει, ουδέ εν ταις κνήμαις του ανδρός ευδοκεί· ευδοκεί Κύριος εν τοις φοβουμένοις αυτόν και εν πάσι τοις ελπίζουσιν επί το έλεος αυτού.

Ψαλμός ΡΜΖ΄

Επαίνει, Ιερουσαλήμ, τον Κύριον, αίνει τον Θεόν σου, Σιών, ότι ενίσχυσε τους μοχλούς των πυλών σου, ευλόγησε τους υιούς σου εν σοί. Ο τιθείς τα όρια σου ειρήνην και στέαρ πυρού εμπιπλών σε· ο αποστέλλων το λόγιον αυτού τη γη, έως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού. Διδόντος χιόνα αυτού ωσεί έριον, ομιχλην ωσεί σποδόν πάσσοντος· βάλλοντος κρύσταλλον αυτού ωσεί ψωμούς, κατά πρόσωπον ψύχους αυτού τίς υποστήσεται; Εξαποστελεί τον λόγον αυτού και τήξει αυτά· πνεύσει το πνεύμα αυτού και ρυήσεται ύδατα. Ο απαγγέλλων το λόγιον αυτού τω Ιακώβ, δικαιώματα και κρίματα αυτού τω Ισραήλ. Ούκ εποίησεν ούτω παντί έθνει και τα κρίματα αυτού ούκ εδήλωσεν αυτοίς.Ψαλμός ΡΜΗ΄

Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών· αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις. Αινείτε αυτόν, πάντες οι Άγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν πάσαι αι Δυνάμεις αυτού. Αινείτε αυτόν, ήλιος και σελήνη· αινείτε αυτόν, πάντα τα άστρα και το φως. Αινείτε αυτόν, οι ουρανοί των ουρανών και το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών. Αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου· ότι αυτός είπε και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. ΄Εστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· πρόσταγμα έθετο και ού παρελεύσεται. Αινείτε τον Κύριον εκ της γης, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι. Πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι· τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά· βασιλείς της γης και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες κριταί γης. Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι υψώθη το όνομα αυτού μόνου. Η εξομολόγησις αυτού επί γης και ουρανού και υψώσει κέρας λαού αυτού. Ύμνος πάσι τοις οσίοις αυτού, τοις υιοίς Ισραήλ, λαώ εγγίζοντι αυτώ.Ψαλμός ΡΜΘ΄

Άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν, η αίνεσις αυτού εν εκκλησία οσίων. Ευφρανθήτω Ισραήλ επί τω ποιήσαντι αυτόν και οι υιοί Σιών αγαλλιάσθωσαν επί τω βασιλεί αυτών. Αινεσάτωσαν το όνομα αυτού εν χορώ, εν τυμπάνω και ψαλτηρίω ψαλάτωσαν αυτώ, ότι ευδοκεί Κύριος εν τω λαώ αυτού και υψώσει πραείς εν σωτηρία. Καυχήσονται όσιοι εν δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών. Αι υψώσεις του Θεού εν τω λάρυγγι αυτών και ρομφαίαι δίστομοι εν ταις χερσίν αυτών. Του ποιήσαι εκδίκησιν εν τοις έθνεσιν, ελεγμούς εν τοις λαοίς. Του δήσαι τους βασιλείς αυτών εν πέδαις και τους ενδόξους αυτών εν χειροπέδαις σιδηραίς. Του ποιήσαι εν αυτοίς κρίμα έγγραπτον· δόξα αύτη έσται πάσι τοις οσίοις αυτού.

Ψαλμός ΡΝ΄

Αινείτε τον Θεόν εν τοις αγίοις αυτού· αινείτε αυτόν εν στερεώματι της δυνάμεως αυτού. Αινείτε αυτόν επί ταις δυναστείαις αυτού· αινείτε αυτόν κατά το πλήθος της μεγαλωσύνης αυτού. Αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος· αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα. Αινείτε αυτόν εν τυμπάνω και χορώ· αινείτε αυτον εν χορδαίς και οργάνω. Αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις· αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού. Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον.
Ψαλμός ΡΛΑ΄

Μνήσθητι, Κύριε, του Δαυίδ και πάσης της πραότητος αυτού, ως ώμοσε τω Κυρίω, ηύξατο τω Θεώ Ιακώβ· ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, εί αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ. Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Ευφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού. Εισελευσόμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσομεν εις τον τόπον, ού έστησαν οι πόδες αυτού. Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσιν σου, σύ και η κιβωτός του αγιάσματος σου. Οι ιερείς σου ενδύσονται δικαιοσύνην και οι όδιοι σου αγαλλιάσονται. ΄Ενεκεν Δαυίδ του δούλου σου, μη αποστρέψης το πρόσωπον του χριστού σου. Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν· Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου. Εάν φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην και τα μαρτύρια μου ταύτα, ά διδάξω αυτούς. Και οι υιοί αυτών έως του αιώνος καθιούνται επί του θρόνου σου. Ότι εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ· αύτη η κατάπαυσις μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν. Την θύραν αυτής ευλογών ευλογήσω, τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων, τους ιερείς αυτής ενδύσω σωτηρίαν και οι όσιοι αυτής αγαλλιάσει αγαλλιάσονται. Εκεί εξανατελώ κέρας τω Δαυίδ· ητοίμασα λύχνον τω χριστώ μου. Τους εχθρούς αυτού ενδύσω αισχύνην, επί δε αυτόν εξανθήσει το αγίασμά μου.

Ψαλμός ΡΛΒ΄

Ιδού δη τι καλόν η τί τερπνόν, αλλ΄ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό; Ως μύρον επί κεφαλής, το καταβαίνον επί πώγωνα,τον πώγωνα του Ααρών, το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού· ως δρόσος Αερμών, η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών· ότι εκεί ενετείλατο Κύριος την ευλογίαν, ζωήν έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΛΓ΄

Ιδού δη ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι δούλοι Κυρίου, οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. Εν ταις νυξίν επάρατε τας χείρας υμών εις τα άγια και ευλογείτε τον Κύριον. Ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην.

Ψαλμός ΡΛΔ΄


Αινείτε το όνομα Κυρίου· αινείτε, δούλοι, Κύριον. Οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. Αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθός Κύριος· ψάλατε τω όνοματι αυτού, ότι καλόν· ότι τον Ιακώβ εξελέξατο εαυτώ ο Κύριος, Ισραήλ εις περιουσιασμόν εαυτώ. Ότι εγώ έγνωκα, ότι μέγας ο Κύριος και ο Κύριος ημών παρά πάντας τους θεούς. Πάντα, όσα ήθελησεν ο Κύριος εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη, εν ταις θαλάσσαις και εν πάσαις ταις αβύσσοις· ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γης, αστραπάς εις υετόν εποίησεν· ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού, ός επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου, από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω σου, Αίγυπτε, εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. ΄Ος επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων και τον Ωγ βασιλέα γης Βασάν και πάσας τας βασιλείας Χαναάν και έδωκε την γην αυτών κληρονομίαν, κληρονομίαν Ισραήλ λαώ αυτού. Κύριε, το όνομα σου εις τον αιώνα και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. Ότι κρινεί Κύριος τον λαόν αυτού και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται. Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· στόμα έχουσι και ού λαλήσουσιν· οφθλαμούς έχουσι και ούκ όψονται, ώτα έχουσι και ούκ ενωτισθήσονται· ουδέ γαρ έστι πνεύμα εν τω στόματι αυτών. ΄Ομοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες απ΄ αυτοίς. Οίκος Ισραήλ, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Ααρών, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Λευί, ευλογήσατε τον Κύριον· οι φοβούμενοι τον Κύριον, ευλογήσατε τον Κύριον. Ευλογητός Κύριος εκ Σιών, ο κατοικών Ιερουσαλήμ.

Ψαλμός ΡΛΕ΄

Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Θεώ των θεών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Κυρίω των κυρίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι τους ουρανούς εν συνέσει, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι φώτα μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τον ήλιον εις εξουσίαν της ημέρας, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Την σελήνην και τους αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω πατάξαντι Αίγυπτον συν τοις πρωτοτόκοις αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και εξαγαγόντι τον Ισραήλ εκ μέσου αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω καταδιελόντι την Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και εκτινάξαντι Φαραώ και την δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω διαγαγόντι τον λαόν αυτού εν τη ερήμω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω πατάξαντι βασιλείς μεγάλους, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και αποκτείναντι βασιλείς κραταιούς, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και τον Ωγ βασιλέα γης Βασάν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και δόντι την γην αυτών κληρονομίαν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Κληρονομίαν Ισραήλ δούλω αυτού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. ΌΤΙ εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και ελυτρώσατο ημάς εκ των εχθρών ημών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ο διδούς τροφήν πάση σαρκί, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσεθε τω Θεώ του ουρανού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.

Ψαλμός ΡΛΣΤ΄

Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών. Επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών· ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς, ύμνον· ΄Ασατε ημίν εκ των ωδών Σιών. Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας; Εάν επιλάθωμαι σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ, ως εν αρχή της ευφροσύνης μου. Μνήσθητι Κύριε, των υιών Εδώμ, την ημέραν Ιερουσαλήμ, των λεγόντων· Εκκενούτε, εκκενούτε, έως των θεμελίων αυτής. Θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος, μακάριος, ός ανταποδώσει σοι το ανταπόδομά σου, ό ανταπέδωκας ημίν. Μακάριος, ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν.

Ψαλμός ΡΛΖ΄

Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου και εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι, ότι ήκουσας πάντα τα ρήματα του στόματος μου. Προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου και εξομολογήσομαι τω ονόματι σου, επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου· ότι εμεγάλυνας επί παν το όνομα το άγιον σου. Εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου· πολυωρήσεις με εν ψυχή μου δυνάμει σου. Εξομολογησάσθωσαν σοι, Κύριε, πάντες οι βασιλείς της γης, ότι ήκουσαν πάντα τα ρήματα του στόματος σου. Και ασάτωσαν εν ταις ωδαίς Κυρίου, ότι μεγάλη η δόξα Κυρίου, ότι υψηλός Κύριος και τα ταπεινά εφορά και τα υψηλά από μακρόθεν γινώσκει. Εάν πορευθώ εν μέσω θλίψεων, ζήσεις με· επ΄ οργήν εχθρών μου εξέτεινας χείρας σου και έσωσε με η δεξιά σου. Κύριος ανταποδώσει υπέρ εμού. Κύριε, το έλεος σου εις τον αιώνα, τα έργα των χειρών σου μη παρίδης.

Ψαλμός ΡΛΗ΄


Κύριε, εδοκίμασας με και έγνως με· συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου· συ συνήκας τους διαλογισμους μου από μακρόθεν· την τρίβον μου και την σχοίνον μου συ εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες, ότι ούκ έστι δόλος εν γλώσση μου. Ιδού, Κύριε, συ έγνως πάντα, τα έσχατα και τα αρχαία· συ έπλασάς με και έθηκας επ΄ εμέ την χείρα σου. Εθαυμαστώθη η γνώσις μου εξ εμού· εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν. Πού πορευθώ από του πνεύματος σου; και από του προσώπου σου πού φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, συ εκεί εί· εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει· εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγας μου κατ΄ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου. Και είπα· ΄Αρα σκότος καταπατήσει με· και νύξ φωτισμός εν τη τρυφή μου· ότι σκότος ού σκοτισθήσεται από σου και νύξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως το σκότος αυτής, ούτω και το φώς αυτής. Ότι συ εκτήσω τους νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου. Εξομολογήσομαι σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης· θαυμάσια τα έργα σου και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα. Ούκ εκρύβη το οστούν μου από σου, ό εποίησας εν κρυφή και η υπόστασις μου εν τοις κατωτάτοις της γης· το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ημέρας πλασθήσονται και ουδείς εν αυτοίς. Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός· λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών· εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται· εξηγέρθην και έτι ειμί μετά σου. Εάν αποκτείνης αμαρτωλούς, ο Θεός, άνδρες αιμάτων , εκλίνατε απ΄ εμού, ότι ερισταί έστε εις διαλογισμούς· λήψονται εις ματαιότητα τας πόλεις σου. Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα; και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς· εις εχθρούς εγένοντο μοι. Δοκίμασόν με, ο Θεός και γνώθι την καρδίαν μου· έτασον με και γνώθι τας τρίβους μου. Και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία.

Ψαλμός ΡΛΘ΄

Εξελού με, Κύριε, εξ ανθρώπου πονηρού, από ανδρός αδίκου ρύσαι με, οίτινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία, όλην την ημέραν παρετάσσοντο πολέμους. Ηκόνησαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως· ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών. Φύλαξον με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίσαντο του υποσκελίσαι τα διαβήματα μου· έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι και σχοινίοις διέτειναν παγίδα τοις ποσί μου· εχόμενα τρίβου σκάνδαλα έθεντο μοι. Είπα τω Κυρίω· Θεός μου ει σύ· ενώτισαι, Κύριε, την φωνήν της δεήσεώς μου. Κύριε, Κύριε, δύναμις της σωτηρίας μου, επεσκίασας επί την κεφαλήν μου εν ημέρα πολέμου. Μη παραδώς με, Κύριε, από της επιθυμίας μου αμαρτωλώ· διελογίσαντο κατ΄ εμού, μη εγκαταλίπης με, μήποτε υψωθώσι. Η κεφαλή του κυκλώματος αυτών, κόπος των χειλέων αυτών καλύψει αυτούς. Πεσούνται επ΄ αυτούς άνθρακες, εν πυρί καταβαλείς αυτούς, εν ταλαιπωρίαις ου μη υποστώσι. Ανήρ γλωσσώδης ού κατευθυνθήσεται επί της γης· άνδρα άδικον κακά θηρεύσει εις διαφθοράν. ΄Εγνων, ότι ποιήσει Κύριος την κρίσιν των πτωχών και την δίκην των πενήτων. Πλην δίκαιοι εξομολογήσονται τω ονόματι σου και κατοικήσουσιν ευθείς συν τω προσώπω σου.


Ψαλμός ΡΜ΄


Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου· πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις. Συν ανθρώποις εργαζομένοις την ανομίαν και ου μη συνδυάσω μετά των εκλεκτών αυτών. Παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει και ελέγξει με· έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου. Ότι έτι και η προσευχή μου εν ταις ευδοκίαις αυτών· κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών. Ακούσονται τα ρήματα μου ότι ηδύνθησαν· ωσεί πάχος γης ερράγη επί της γης, διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον άδην. Ότι προς σε, Κύριε, Κύριε, οι οφθαλμοί μου· επί σοι ήλπισα, μη αντανέλης την ψυχήν μου. Φύλαξον με από παγίδος, ής συνεστήσαντο μοι και από σκανδάλων των εργαζομένων την ανομίαν. Πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί κατά μόνας ειμί εγώ, έως αν παρέλθω.
Ψαλμός ΡΚΑ΄

Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα. Εστώτες ήσαν οι πόδες ημών εν ταις αυλαίς σου, Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ οικοδομουμένη ως πόλις, ης η μετοχή αυτής επί το αυτό. Εκεί γαρ ανέβησαν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτύριον τω Ισραήλ, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι Κυρίου. Ότι εκεί εκάθησαν θρόνοι εις κρίσιν, θρόνοι επί οίκον Δαυίδ. Ερωτήσατε δη τα εις ειρήνην την Ιερουσαλήμ και ευθηνία τοις αγαπώσι σε. Γενέσθω δη ειρήνη εν τη δυνάμει σου και ευθηνία εν ταις πυργοβάρεσι σου. 'Ενεκα των αδελφών μου και των πλησίον μου, ελάλουν δη ειρήνην περί σου. 'Ενεκα του οίκου Κυρίου του Θεού ημών, εξεζήτησα αγαθά σοι.

Ψαλμός ΡΚΒ΄

Προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών ως οφθαμοί παιδίσκης εις χείρας της κυρίας αυτής, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως ου οικτειρήσαι ημάς. Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημας, ότι επί πολύ επλήσθημεν εξουδενώσεως, επί πλείον επλήσθη η ψυχή ημών. Το όνειδος τοις ευθηνούσι και η εξουδένωσις τοις υπερηφάνοις.


Ψαλμός ΡΚΓ΄


Ει μη ότι Κύριος ην εν ημίν, ειπάτω δη Ισραήλ ει μη ότι Κύριος ήν εν ημίν εν τω επαναστήναι ανθρώπους εφ΄ ημάς, άρα ζώντας αν κατέπιον ημάς, εν τω οργισθήναι τον θυμόν αυτών εφ΄ ημάς άρα το ύδωρ αν κατεπόντισεν ημάς, χείμαρρον διήλθεν η ψυχή ημών άρα διήλθεν η ψυχή ημών το ύδωρ το ανυπόστατον. Ευλογητός Κύριος, ος ούκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν. Η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην

Ψαλμός ΡΚΔ΄

Οι πεποιθότες επί Κύριον, ως όρος Σιών· ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοικών Ιερουσαλήμ. ΄Ορη κύκλω αυτής και ο Κύριος κύκλω του λαού αυτού από του νυν και έως του αιώνος. Ότι ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών. Αγάθυνον Κύριε τοις αγαθοίς και τοις ευθέσι τη καρδία· τους δε εκκλίνοντας εις τας στραγγαλιάς, απάξει Κύριος μετά των εργαζομένων την ανομίαν· ειρήνη επί τον Ισραήλ.

Ψαλμός ΡΚΕ΄

Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν Σιών, εγενήθημεν ωσεί παρακεκλημένοι. Τότε επλήσθη χαράς το στόμα ημών και η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως. Τότε ερούσιν εν τοις έθνεσιν· Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μετ΄ αυτών. Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μεθ΄ημών, εγενήθημεν ευφραινόμενοι. Επίστρεψον, Κύριε, την αιχμαλωσίαν ημών ως χειμάρρους εν τω νότω. Οι σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι. Πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον, βάλλοντες τα σπέρματα αυτών. Ερχόμενοι δε ήξουσιν εν αγαλλιάσει, αίροντες τα δράγματα αυτών.

Ψαλμός ΡΚΣΤ΄

Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων. Εις μάτην υμίν έστι το ορθρίζειν, εγείρεσθε μετά το καθήσθαι, οι εσθίοντες άρτον οδύνης, όταν δω τοις αγαπητοίς αυτού ύπνον· ιδού η κληρονομία Κυρίου, υιοί, ο μισθός του καρπού της γαστρός. Ωσεί βέλη εν χειρί δυνατού, ούτως οι υιοί των εκτετιναγμένων. Μακάριος ός πληρώσει την επιθυμίαν αυτού εξ αυτών· ού καταισχυνθήσονται, όταν λαλώσι τοις εχθροίς αυτών εν πύλαις.

Ψαλμός ΡΚΖ΄

Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού. Τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι· μακάριος εί και καλώς σοι έσται. Η γυνή σου ως άμπελος ευθηνούσα εν τοις κλίτεσι της οικίας σου. Οι υιοί σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου. Ιδού ούτως ευλογηθήσεται άνθρωπος, ο φοβούμενος τον Κύριον. Ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ πάσας τας ημέρας της ζωής σου. Και ίδοις υιούς των υιών σου. Ειρήνη επί τον Ισραήλ.Ψαλμός ΡΚΗ΄

Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου, ειπάτω δη Ισραήλ. Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου και γαρ ούκ ηδυνήθησαν μοι. Επι τον νώτον μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών. Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλών. Αισχυνθήτωσαν και αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών. Γενηθήτωσαν ωσεί χόρτος δωμάτων, ός προ του εκσπασθήναι εξηράνθη· ού ούκ επλήρωσε την χείρα αυτού ο θερίζων και τον κόλπον αυτού ο τα δράγματα συλλέγων και ούκ είπον οι παράγοντες· Ευλογία Κυρίου εφ΄ υμάς, ευλογήκαμεν υμάς εν ονόματι Κυρίου.

Ψαλμός ΡΚΘ΄

Εκ βαθέων εκέκραξα σοι, Κύριε· Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· γενηθήτω τα ώτα σου προσέχοντα εις την φωνήν της δεήσεως μου. Εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε Κύριε, τίς υποστήσεται; Ότι παρά σοι ο ιλασμός έστιν. ΄Ενεκεν του ονόματος σου υπέμεινα σε, Κύριε· υπέμεινεν η ψυχή μου εις τον λόγον σου, ήλπισεν η ψυχή μου επί τον Κύριον. Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός· από φυλακής πρωίας ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον. Ότι παρά τω Κυρίω το έλεος και πολλή παρ΄ αυτώ λύτρωσις· και αυτός λυτρώσεται τον Ισραήλ εκ πασών των ανομιών αυτού.

Ψαλμός ΡΛ΄

Κύριε, ούχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ. Ει μη εταπεινοφρόνουν, αλλά ύψωσα την ψυχήν μου, ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού, ως ανταποδώσεις επί την ψυχήν μου. Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από του νυν και έως του αιώνος.
Ψαλμός ΡΙΑ΄

Μακάριος ανήρ, ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα. Δυνατόν εν τη γη έσται το σπέρμα αυτού· γενεά ευθέων ευλογηθήσεται. Δόξα και πλούτος, εν τω οίκω αυτού και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος. Εξανέτειλεν εν σκότει φώς τοις ευθέσιν· ελεήμων και οικτίρμων και δίκαιος. Χρηστός ανήρ ο οικτείρων και κιχρών· οικονομήσει τους λόγους αυτού εν κρίσει· ότι εις τον αιώνα ου σαλευθήσεται. Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος. από ακοής πονηράς ού φοβηθήσεται· ετοίμη η καρδία αυτού ελπίζειν επί Κύριον· Εστήρικται η καρδία αυτού, ου μη φοβηθή, έως ου επίδη επί τους εχθρούς αυτού. Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένεις εις τον αιώνα του αιώνος· το κέρας αυτού υψωθήσεται εν δόξη. Αμαρτωλός όψεται και οργισθήσεται, τους οδόντας αυτού βρύξει και τακήσεται· επιθυμία αμαρτωλού απολείται.


Ψαλμός ΡΙΒ΄

Αινείτε παίδες Κύριον, αινείτε το όνομα Κυρίου. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος. Από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αινετόν το όνομα Κυρίου. Υψηλός επί πάντα τα έθνη ο Κύριος· επί τους ουρανούς η δόξα αυτού. Τις ως Κύριος ο Θεός ημών; Ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, εν τω ουρανώ και εν τη γη. Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα. Του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού. Ο κατοικίζων στείραν εν οίκω, μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην.

Ψαλμός ΡΙΓ΄

Εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου, οίκου Ιακώβ εκ λαού βαρβάρου. Εγενήθη Ιουδαία αγίασμα αυτού, Ισραήλ εξουσία αυτού. Η θάλασσα είδε και έφυγεν· ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω. Τα όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων. Τί σοι έστι, θάλασσα, ότι έφυγες; και συ, Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τα οπίσω; Τα όρη, ότι εσκιρτήσατε ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων; Από προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γη, από προσώπου του Θεού Ιακώβ. Του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων. Μή ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ΄ ή τω ονόματι σου δος δόξαν, επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου. Μήποτε είπωσι τα έθνη· Πού έστιν ο Θεός αυτών; Ο δε Θεός ημών εν τω ουρανώ και εν τη γη· πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησε. Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. Στόμα έχουσι και ού λαλήσουσιν·. οφθαλμούς έχουσι και ούκ όψονται. Ώτα έχουσι και ούκ ακούσονται· ρίνας έχουσι και ούκ οσφρανθήσονται. Χείρας έχουσι και ού ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ού περιπατήσουσιν· ού φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. ΄Ομοιοι αυτοίς γένοιτο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ΄αυτοίς. Οίκος Ισραήλ ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Οίκος Ααρών ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Οι φοβούμενοι τον Κύριον ήλπισαν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Κύριος, μνησθείς ημών, ευλόγησεν ημάς, ευλόγησε τον οίκον Ισραήλ, ευλόγησε τον οίκον Ααρών. Ευλόγησε τους φοβουμένους τον Κύριον, τους μικρούς μετά των μεγάλων. Προσθείη Κύριος εφ΄ υμάς, εφ΄ υμάς και επί τους υιούς υμών. Ευλογημένοι υμείς τω Κυρίω, τω ποιήσαντι τον ουρανόν και την γην. Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γήν έδωκε τοις υοίς των ανθρώπων. Ούχ οι νεκροί αινέσουσι σε, Κύριε, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις άδου. Αλλ΄ ημείς οι ζώντες ευλογήσομεν τον Κύριον από του νυν και έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΙΔ΄

Ηγάπησα, ότι εισακούσεται Κύριος της φωνής της δεήσεως μου. ΄Οτι έκλινε το ούς αυτού εμοί και εν ταις ημέραις μου επικαλέσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσαν με· θλίψιν και οδύνη εύρον και το όνομα Κυρίου επεκαλεσάμην. Ω Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου. Ελεήμων ο Κύριος και δίκαος και ο Θεός ημών ελεεί. Φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος· εταπεινώθην και έσωσε με. Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσιν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε. ΄Οτι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος. Ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου, εν χώρα ζώντων.

Ψαλμός ΡΙΕ΄

Επίστευσα, διό ελάλησα· εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα. Εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου· Πας άνθρωπος ψεύστης. Τί ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκε μοι; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι. Τας ευχάς μου τω Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού. Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού. Ω Κύριε, εγώ δούλος σος, εγώ δούλος σος και υιός της παιδίσκης σου· διέρρηξας τους δεσμούς μου. Σοί θύσω θυσίαν αινέσεως και εν ονόματι Κυρίου επικαλέσομαι. Τας ευχάς μου τω Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού, εν αυλαίς οίκου Κυρίου, εν μέσω σου, Ιερουσαλήμ.


Ψαλμός ΡΙΣΤ΄

Αινείτε τον Κύριον, πάντα τα έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί. ΄Οτι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ΄ ημάς και η αλήθεια του Κυρίου μένει εις τον αιώνα.


Ψαλμός ΡΙΖ΄

Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτω δη οίκος Ισραήλ, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτω δη οίκος Ααρών, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτωσαν δη πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τον Κύριον και επήκουσέ μου εις πλατυσμόν. Κύριος εμοί βοηθός και ού φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος. Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τους εχθρούς μου. Αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ΄ άνθρωπον. Αγαθόν ελπίζειν επί Κύριον ή ελπίζειν επ΄ άρχουσι. Πάντα τα έθνη εκύκλωσαν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Κυκλώσαντες εκύκλωσαν με και το ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Εκύκλωσαν με ωσεί μέλισσαι κηρίον και εξεκαύθησαν ως πυρ εν ακάνθαις και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Ωσθείς ανετράπην του πεσείν και ο Κύριος αντελάβετο μου. Ισχύς μου και ύμνησις μου ο Κύριος και εγένετο μοι εις σωτηρίαν. Φωνή αγαλλιάσεως και σωτηρίας εν σκηναίς δικαίων. Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν, δεξιά Κυρίου ύψωσε με, δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν. Ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα Κυρίου. Παιδεύων επαίδευσε με ο Κύριος και τω θανάτω ού παρέδωκε με. Ανοίξατε μοι πύλας δικαιοσύνης· εισελθών εν αυταίς, εξομολογήσομαι τω Κυρίω. Αύτη η πύλη του Κυρίου, δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή. Εξομολογήσομαι σοι, ότι επήκουσας μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. Αύτη η ημέρα, ήν εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή. Ω Κύριε, σώσον δη· ω Κύριε, ευόδωσον δη. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ευλογήκαμεν υμάς εξ οίκου Κυρίου. Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν· συστήσασθε εορτήν εν τοις πυκάζουσιν εως των κεράτων του θυσιαστηρίου. Θεός μου ει σύ και εξομολογήσομαι σοι· Θεός μου ει σύ και υψώσω σε· εξομολογήσομαι σοι, ότι επήκουσας μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.

Ψαλμός ΡΙΗ΄

Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου. Μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού, εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν. Ού γαρ οι εργαζόμενοι την ανομίαν εν ταις οδοίς αυτού επορεύθησαν. Συ ενετείλω τας εντολάς σου, του φυλάξασθαι σφόδρα. ΄Οφελον κατευθυνθείησαν αι οδοί μου, του φυλάξασθαι τα δικαιώματα σου. Τότε ού μη αισχυνθώ, εν τω με επιβλέπειν επί πάσας τας εντολάς σου. Εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας, εν τω μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Τα δικαιώματα σου φυλάξω, μή με εγκαταλίπης έως σφόδρα. Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού; εν τω φυλάξασθαι τους λόγους σου. Εν όλη καρδία μου εξεζήτησα σε, μή απώση με από των εντολών σου. Εν τη καρδία μου έκρυψα τα λόγια σου, όπως αν μη αμάρτω σοι. Ευλογητός εί, Κύριε, δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Εν τοις χείλεσί σου εξήγγειλα πάντα τα κρίματα του στόματος σου. Εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην, ως επί παντί πλούτω.Εν ταις εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου. Εν τοις δικαιώμασι σου μελετήσω, ούκ επιλήσομαι των λόγων σου. Ανταπόδος τω δούλω σου· ζήσον με και φυλάξω τους λόγους σου. Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου. Πάροικος εγώ ειμί εν τη γη· μη αποκρύψης απ΄ εμού τας εντολάς σου. Επεπόθησεν η ψυχή μου, του επιθυμήσαι τα κρίματα σου εν παντί καιρώ. Επετίμησας υπερηφάνοις· επικατάρατοι οι εκκλίνοντες από των εντολών σου. Περίελε απ΄ εμού όνειδος και εξουδένωσιν, ότι τα μαρτύρια σου εξεζήτησα. Και γαρ εκάθησαν άρχοντες και κατ΄ εμού κατελάλουν, ο δε δούλος σου ηδολέσχει εν τοις δικαιώμασί σου. Και γαρ τα μαρτύρια σου μελέτη μου έστι και αι συμβουλίαι μου τα δικαιώματα σου. Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου· ζήσον με κατά τον λόγον σου. Τας οδούς μου εξήγγειλα και επήκουσας μου· δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Οδόν δικαιωμάτων σου συνέτισον με και αδολεσχήσω εν τοις θαυμασίοις σου. Ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας, βεβαίωσον με εν τοις λόγοις σου. Οδόν αδικίας απόστησον απ΄ εμού και τω νόμω σου ελέησον με. Οδόν αληθείας ηρετισάμην και τα κρίματα σου ούκ επελαθόμην. Εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου, Κύριε· μη με καταισχύης. Οδόν εντολών σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου. Νομοθέτησον με, Κύριε, την οδόν των δικαιωμάτων σου και εκζητήσω αυτήν δια παντός. Συνέτισον με και εξερευνήσω τον νόμον σου και φυλάξω αυτόν εν όλη καρδία μου. Οδήγησον με εν τη τρίβω των εντολών σου, ότι αυτήν ηθέλησα. Κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύρια σου και μη εις πλεονεξίαν. Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου, του μή ιδείν ματαιότητα· εν τη οδώ σου ζήσον με. Στήσον τω δούλω σου το λόγιον σου εις τον φόβον σου. Περίελε τον ονειδισμόν μου, όν υπώπτευσα· ότι τα κρίματα σου χρηστά. Ιδού επεθύμησα τας εντολάς σου· εν τη δικαιοσύνη σου ζήσον με. Και έλθοι επ΄ εμέ το έλεος σου, Κύριε, το σωτήριον σου κατά τον λόγον σου. Και αποκριθήσομαι τοις ονειδίζουσι μοι λόγον, ότι ήλπισα επί τοις λόγοις σου. Και μη περιέλης εκ του στόματος μου λόγον αληθείας έως σφόδρα, ότι επί τοις κρίμασι σου επήλπισα. Και φυλάξω τον νόμον σου διαπαντός, εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Και επορευόμην εν πλατυσμώ, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ούκ ησχυνόμην. Και εμελέτων εν ταις εντολαίς σου, άς ηγάπησα σφόδρα. Και ήρα τας χείρας μου προς τας εντολάς σου άς ηγάπησα και ηδολέσχουν εν τοις δικαιώμασι μου. Μνήσθητι των λόγων σου τω δούλω σου, ών επήλπισας με. Αύτη με παρεκάλεσεν εν τη ταπεινώσει μου, ότι το λόγιον σου έζησε με. Υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα· από δε του νόμου σου ούκ εξέκλινα. Εμνήσθην των κριμάτων σου απ΄ αιώνος, Κύριε και παρεκλήθην. Αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών, των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου. Ψαλτά ήσαν μοι τα δικαιώματα σου εν τόπω παροικίας μου. Εμνήσθην εν νυκτί του ονόματος σου, Κύριε και εφύλαξα τον νόμον σου. Αύτη εγενήθη μοι, ότι τα δικαιώματα σου εξεζήτησα. Μερίς μου εί, Κύριε· είπα του φυλάξασθαι τον νόμον σου. Εδεήθην του προσώπου σου εν όλη καρδία μου· ελέησον με κατά το λόγιον σου. Διελογισάμην τας οδούς σου και επέστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύρια σου. Ητοιμάσθην και ούκ εταράχθην, του φυλάξασθαι τας εντολάς σου. Σχοινία αμαρτωλών περιεπλάκησαν μοι και του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Μεσονύκτιον εξηγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Μέτοχος εγώ ειμί πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου. Του ελέους σου, Κύριε, πλήρης η γη· τα δικαιώματα οσυ δίδαξον με. Χρηστότητα εποίησας μετά του δούλου σου, Κύριε, κατά τον λόγον σου. Χρηστότητα και παιδείαν και γνώσιν δίδαξον με, ότι ταις εντολαίς σου επίστευσα. Προ του με ταπεινωθήναι, εγώ επλημμέλησα· δια τούτο το λόγιον σου εφύλαξα. Χρηστός ει συ, Κύριε και εν τη χρηστότητι σου δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Επληθύνθη επ΄ εμέ αδικία υπερηφάνων, εγώ δε εν όλη καρδία μου εξερευνήσω τας εντολάς σου. Ετυρώθη ως γάλα η καρδία αυτώ· εγώ δε τον νόμον σου εμελέτησα. Αγαθόν οι ότι εταπείνωσας με, όπως αν μάθω τα δικαιώματα σου. Αγαθός μοι ο νόμος του στόματος σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργύριου.

Αι χείρες σου εποίησαν με και έπλασαν με· συνέτισον με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. Οι φοβούμενοι σε όψονται με και ευφρανθήσονται, ότι εις τους λόγους σου επήλπισα. ΄Εγνων, Κύριε, ότι δικαιοσύνη τα κρίματα σου και αληθεία εταπείνωσας με. Γενηθήτω δη το έλεος σου του παρακαλέσαι με, κατά το λόγιον σου τω δούλω σου. Ελθέτωσαν μοι οι οικτιρμοί σου και ζήσομαι, ότι ο νόμος σου μελέτη μου έστι. Αισχυνθήτωσαν υπερήφανοι, ότι αδίκως ηνόμησαν εις εμέ, εγώ δε αδολεσχήσω εν ταις εντολαίς σου. Επιστρεψάτωσαν με οι φοβούμενοι σε και οι γινώσκοντες τα μαρτύρια σου. Γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοις δικαιώμασι σου, όπως αν μη αισχυνθώ. Εκλείπει εις το σωτήριον σου η ψυχή μου, εις τους λόγους σου επήλπισα. Εξέλιπον οι οφθαλμοί μου εις το λόγιον σου, λέγοντες. Πότε παρακαλέσεις με; ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη, τα δικαιώματα σου ούκ επελαθόμην. Πόσαι εισίν αι ημέραι του δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι εκ των καταδιωκόντων με κρίσιν; Διηγήσαντο μοι παράνομοοι αδολεσχίας, αλλ΄ ούχ ως ο νόμος σου, Κύριε. Πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια. Αδίκως κατεδίωξαν με, βοήθησον μοι. Παρά βραχύ συνετέλεσαν με εν τη γη, εγώ δε ούκ εγκατέλιπον τας εντολάς σου. Κατά το έλεος σου ζήσον με και φυλάξω τα μαρτύρια του στόματος σου. Εις τον αιώνα, Κύριε, ο λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ. Εις γενεάν και γενεάν η αλήθεια σου. Εθεμελίωσας την γην και διαμένει. Τη διατάξει σου διαμένει ημέρα. Οτι τα σύμπαντα δούλα σα. Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου έστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου. Εις τον αιώνα ού μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησας με.

Σος ειμί εγώ, σώσον με, ότι τα δικαιώματα σου εξεζήτησα. Εμέ υπέμειναν αμαρτωλοί του απολέσαιR Τα μαρτύρια σου συνήκα. Πάσης συντελείας είδον πέρας, πλατεία η εντολή σου σφόδρα. Ως ηγάπησα τον νόμον σου, ΚύριεR όλην την ημέραν μελέτη μου έστι. Υπέρ τους εχθρούς μου εσόφισας με την εντολήν σου, ότι εις τον αιώνα εμή έστι. Υπέρ πάντας τους διδάσκοντας με συνήκα, ότι τα μαρτύρια σου μελέτη μου έστι. Υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. Εκ πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τους πόδας μου, όπως αν φυλάξω τους λόγους σου. Από των κριμάτων σου ούκ εξέκλινα, ότι συ ενομοθέτησας με. Ως γλυκέα τω λάρυγγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματι μου. Από των εντολών σου σου συνήκαR δια τούτο εμίσησα πάσαν οδόν αδικίας. Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου. Ώμοσα και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Εταπεινώθην έως σφόδραR Κύριε ζήσον με κατά τον λόγον σου. Τα εκούσια του στόματος μου ευδόκησον δη, Κύριε και τα κρίματα σου δίδαξον με. Η ψυχή μου εν ταις χερσί σου διαπαντός και του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Εθεντο αμαρτωλοί παγίδα μοι και εκ των εντολών σου ούκ επλανήθην. Εκληρονόμησα τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου είσι. Εκλινα την καρδίαν μου του ποιήσαι τα δικαιώματα σου εις τον αιώνα δι΄ αντάμειψιν. Παρανόμους εμίσησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα. Βοηθός μου και αντιλήπτωρ μου ει συR εις τους λόγους σου επήλπισα. Εκκλίνατε απ΄ εμού, πονηρευόμενοι και εξερευνήσω τας εντολάς του Θεού μου. Αντιλαβού μου κατά το λόγιον σου και ζήσον με και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου. Βοήθησον μοι και σωθήσομαι και μελετήσω εν τοις δικαιώμασι σου διαπαντός. Εξουδένωσας πάντας τους αποστατούντας από των δικκαιωμάτων σου, ότι άδικον το ενθύμημα αυτών. Παραβαίνοντας ελογισάμην πάντας τους αμαρτωλούς της γηςR δια τούτο ηγάπησα τα μαρτύρια σου. Καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μουR από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην. Εποίησα κρίμα και δικαιοσύνηνR μη παραδώς με τοις αδικούσι με. Εκδεξαι τον δούλον σου εις αγαθόνR μη συκοφαντησάτωσαν με υπερήφανοι. Οι οφθαλμοί μου εξέλιπον εις το σωτήριον σου και εις το λόγιον της δικαιοσύνης σου. Ποίησον μετά του δούλου σου κατά το έλεος σου και τα δικαιώματα σου δίδαξον με. Δούλος σου ειμί εγώR συνέτισον με και γνώσομαι τα μαρτύρια σου. Καιρός του ποιήσαι τω ΚυρίωR διεσκέδασαν τον νόμον σου. Δια τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον. Δια τούτο προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν άδικον εμίσησα. Θαυμαστά τα μαρτύρια σουR δια τούτο εξηρεύνησεν αυτά η ψυχή μου. Η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους. Το στόμα μου ήνοιξα και είλκυσα πνεύμα, ότι τας εντολάς σου επεπόθουν.

Επίβλεψον επ΄ εμέ και ελέησον με κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομα σου. Τα διαβήματα μου κατεύθυνον κατά το λόγιον σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία. Λύτρωσαι με από συκοφαντίας ανθρώπων και φυλάξω τας εντολάς σου. Το πρόσωπον σου επίφανον επί τον δούλον σου και δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Διεξόδους υδάτων κατέδυσαν οι οφθαλμοί μου, επεί ούκ εφύλαξα τον νόμον σου. Δίκαιος εί, Κύριε και ευθείαι αι κρίσεις σου. Ενετείλω δικαιοσύνην τα μαρτύρια σου και αλήθειαν σφόδρα. Εξέτηξε με ο ζήλος σου, ότι επελάθοντο των λόγων σου οι εχθροί μου. Πεπυρωμένον το λόγιον σου σφόδρα και ο δούλος σου ηγάπησεν αυτό. Νεώτερος εγώ ειμί και εξουδενωμένος· τα δικαιώματα σου ούκ επελαθόμην. Η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα και ο νόμος σου αλήθεια. Θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, αι εντολαί σου μελέτη μου. Δικαιοσύνη τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα· συνέτισον με και ζήσομαι. Εκέκραξα εν όλη καρδία μου· επάκουσον μου, Κύριε, τα δικαιώματα σου εκζητήσω. Εκέκραξα σοι· σώσον με και φυλάξω τα μαρτύρια σου. Προέφθασα εν αωρία και εκέκραξα, εις τους λόγους σου επήλπισα. Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον, του μελετάν τα λόγια σου. Της φωνής μου άκουσον, Κύριε, κατά το έλεος σου, κατά το κρίμα σου ζήσον με. Προσήγγισαν οι καταδιώκοντες με ανομία, από δε του νόμου σου εμακρύνθησαν. Εγγύς εί Κύριε και πάσαι αι οδοί σου αλήθεια. Κατ΄ αρχάς έγνων εκ των μαρτυρίων σου, ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά. ΄Ιδε την ταπείνωσιν μου και εξελού με, ότι του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Κρίνον την κρίσιν μου και λύτρωσαι με· δια τον λόγον σου ζήσον με. Μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τα δικαιώματα σου ούκ εξεζήτησαν. Οι οικτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατά το κρίμα σου ζήσον με. Πολλοί οι εκδιώκοντες με και θλίβοντες με· εκ των μαρτυρίων σου ούκ εξέκλινα. Είδον ασυνετούντας και εξετηκόμην, ότι τα λόγια σου ούκ εφυλάξαντο. ΄Ιδε, ότι τας εντολάς σου ηγάπησα· Κύριε, εν των ελέει σου ζήσον με. Αρχή των λόγων σου αλήθεια· και εις τον αιώνα πάντα τα κρίματα της δικαιοσύνης σου.΄Αρχοντες κατεδίωξαν με δωρεάν και από των λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου. Αγαλλιάσομαι εγώ επί τα λόγια σου ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά. Αδικίαν εμίσησα και εβδελυξάμην, τον δε νόμον σου ηγάπησα. Επτάκις της ημέρας ήνεσα σε επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Ειρήνη πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου και ούκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον. Προσεδόκων το σωτήριον σου, Κύριε και τας εντολάς σου ηγάπησα. Εφύλαξεν η ψυχή μου τα μαρτύρια σου και ηγάπησεν αυτά σφόδρα. Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύρια σου, ότι πάσαι αι οδοί μου εναντίον σου, Κύριε. Εγγισάτω η δέησις μου ενώπιον σου, Κύριε· κατά το λόγιον σου ρύσαι με. Εξερεύξαιντο τα χείλη μου ύμνον, όταν διδάξης με τα δικαιώματα σου. Φθέγξαιτο η γλώσσα μου τα λόγια σου, ότι πάσαι αι εντολαί σου δικαιοσύνη. Γενέσθω η χείρ σου του σώσαι με, ότι τας εντολάς σου ηρετισάμην. Επεπόθησα το σωτήριον σου, Κύριε και ο νόμους σου μελέτη μου έστι. Ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε και τα κρίματα σου βοηθήσει μοι. Επλανήθην ως πρόβατον απολωλος· ζήτησον τον δούλον σου, ότι τας εντολάς σου ούκ επελαθόμην.
Ψαλμός ΡΙΘ΄

Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι με εκέκραξα και εισήκουσε μου. Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας. Τί δοθείη σοι και τί προστεθείη σοι προς γλώσσαν δολίαν; Τα βέλη του δυνατού ηκονημένα, συν τοις άνθραξι τοις ερημικοίς. Οίμοι! Οτι η παροικία μου εμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετά των σκηνωμάτων Κηδάρ· πολλά παρώκησεν η ψυχή μου. Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός· όταν ελάλουν αυτοίς, επολέμουν με δωρεάν.

Ψαλμός ΡΚ΄

Ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη. Πόθεν ήξει η βοήθεια μου; Η βοήθεια μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην. Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε. Ιδού ου νυστάξει, ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ. Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι επί χείρα δεξιάν σου. Ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ η σελήνη την νύκτα. Κύριος φυλάξει σε από παντός κακού, φυλάξει την ψυχήν σου ο Κύριος. Κύριος φυλάξει την είσοδόν σου και την έξοδόν σου, από του νυν και έως του αιώνος.
Ψαλμός ΡΑ΄

Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ΄ εμού εν ή αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ούς σου· εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου. Ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν. Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου, ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου. Από φωνής του στεναγμού μου εκολλήθη το οστούν μου τη σαρκί μου. Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω. Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. ΄Ολην την ημέραν ωνείδιζον με οι εχθροί μου και οι επαινούντες με κατ΄εμού ώμνυον. Ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων. Από προσώπου της οργής σου και του θυμού σου, ότι επάρας κατέρραξας με. Αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην. Σύ δε, Κύριε, εις τον αιώνα μένεις και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. Σύ αναστάς οικτειρήσεις την Σιών, ότι καιρός του οικτειρήσαι αυτήν, ότι ήκει καιρός. Ότι ευδόκησαν οι δούλοι σου τους λίθους αυτής· και τον χούν αυτής οικτειρήσουσι. Και φοβηθήσονται τα έθνη το όνομα σου, Κύριε και πάντες οι βασιλείς της γης την δόξαν σου. Ότι οικοδομήσει Κύριος την Σιών και οφθήσεται εν τη δόξη αυτού. Επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ουκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών. Γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν και λαός, ο κτιζόμενος, αινέσει τον Κύριον. Ότι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού, Κύριος εξ ουρανού επί την γην επέβλεψε. Του ακούσαι του στεναγμού των πεπεδημένων, του λύσαι τους υιούς των τεθανατωμένων. Του αναγγείλαι εν Σιών το όνομα Κυρίου και την αίνεσιν αυτού εν Ιερουσαλήμ. Εν τω επισυναχθήναι λαούς επί το αυτό και βασιλείς του δουλεύειν τω Κυρίω. Απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού· την ολιγότητα των ημερών μου ανάγγειλον μοι. Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου· εν γενεά γενεών τα έτη σου. Κατ΄ αρχάς σύ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου είσιν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται συ δε διαμένεις· και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσι. Οι υιοί των δούλων σου κατασκηνώσουσι και το σπέρμα αυτών εις τον αιώνα κατευθυνθήσεται.

Ψαλμός ΡΒ΄

Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού. Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον και μή επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού. Τον ευϊλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου. Τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου, τον στεφανούντα σε εν ελέει και οικτιρμοίς. Τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. Ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος και κρίμα πάσι τοις αδικουμένοις. Εγνώρισε τας οδούς αυτού τω Μωϋσή, τοις υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ού κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν. Ότι κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν. Καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ΄ ημών τας ανομίας ημών. Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τους φοβουμένους αυτόν, ότι αυτός εγνω το πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χούς έσμεν. ΄Ανθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει. Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ούχ υπάρξει και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού. Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν. Και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών, τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς. Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύϊ ποιούντες τον λόγον αυτού, του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού οι ποιούντες το θέλημα αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον.

Ψαλμός ΡΓ΄

Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον· Κύριε, ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα. Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού. Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. Ο θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής, ού κλιθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος. ΄Αβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί τω ορέων στήσονται ύδατα. Από επιτιμήσεως σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. Αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τον τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά. ΄Οριον έθου, ό ού παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, αναμέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών. Επ΄αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού· από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη. Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, του εξαγαγείν άρτον εκ της γης. Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου· του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. Χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αι κέδροι του Λιβάνου άς εφύτευσας. Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι· του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών. ΄Ορη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς. Εποίησε σελήνην εις καιρούς· ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. ΄Εθου σκότος και εγένετο νύξ, εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία του δρυμού. Σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς. Ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας· επληρώθη η γη της κτίσεως σου. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος, εκεί ερπετά, ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων. Εκεί πλοία διαπορεύονται· δράκων ούτος όν έπλασας, εμπαίζειν αυτή. Πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον· δόντος σου αυτοίς, συλλέξουσιν. Ανοίξαντος σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονταιR αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και εις τον χούν αυτών επιστρέψουσιν. Εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης. ΄Ητω η δόξα Κυρίου εις τους αιώνας· ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού. Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. ΄Ασω τω Κυρίω, εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω. Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον.

Ψαλμός ΡΔ΄

Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα αυτού, απαγγείλατε εν τοις έθνεσι τα έργα αυτού. ΄Ασατε αυτώ και ψάλατε αυτώR διηγήσασθε πάντα τα θαυμάσια αυτού. Επαινείσθε εν τω ονόματι τω αγίω αυτού· ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τον Κυριον. Ζητήσατε τον Κύριον και κραταιώθητε· ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός. Μνήσθητε των θαυμασίων αυτού, ών εποίησε, τα τέρατα αυτού και τα κρίματα του στόματος αυτού. Σπέρμα Αβραάμ δουλοι αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. Αυτός Κύριος ο Θεός ημών· εν πάση τη γη τα κρίματα αυτού. Εμνήσθη εις τον αιώνα διαθήκης αυτού, λόγου ού ενετείλατο εις χιλίας γενεάς. ΄Ον διέθετο τω Αβραάμ και του όρκου αυτού τω Ισαάκ. Και έστησεν αυτόν τω Ιακώβ εις πρόσταγμα και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον, λέγων· Σοί δώσω την γην Χαναάν, σχοίνισμα κληρονομίας υμών. Εν τω είναι αυτούς αριθμώ βραχείς, ολιγοστούς και παροίκους εν αυτή. Και διήλθεν εξ έθνους εις έθνος και εκ βασιλείας εις λαόν έτερον. Ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπερ αυτών βασιλείς. Μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε. Και εκάλεσε λιμόν επί την γην, πάν στήριγμα άρτου συνέτριψε. Απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον, εις δούλον επράθη Ιωσήφ. Εταπείνωσαν εν πέδαις τους πόδας αυτού, σίδηρον διήλθε η ψυχή αυτού μέχρι του ελθείν τον λόγον αυτού. Το λόγιον του Κυρίου επύρωσεν αυτόν· απέστειλε βασιλεύς και έλυσεν αυτόν, άρχων λαού και αφήκεν αυτόν. Κατέστησεν αυτόν κύριον του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της κτήσεως αυτού. Του παιδεύσαι τους άρχοντας αυτού ως εαυτόν και τους πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι. Και εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον και Ιακώβ παρώκησεν εν γη Χαμ. Και ηύξησε τον λαόν αυτού σφόδρα και εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τους εχθρούς αυτού. Μετέστρεψε την καρδίαν αυτού του μισήσαι τον λαόν αυτού, του δολιούσθαι εν τοις δούλοις αυτού. Εξαπέστειλε Μωϋσής τον δούλον αυτού, Ααρών, όν εξελέξατο εαυτώ. Έθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού και των τεράτων αυτού εν γη Χαμ. Εξαπέστειλε σκότος και εσκότασεν, ότι παρεπίκραναν τους λόγους αυτού. Μετέστρεψε τα ύδατα αυτών εις αίμα και απέκτεινε τους ιχθύας αυτών. Εξύρψεν η γή αυτών βατράχους εν τοις ταμείοις των βασιλέων αυτών. Είπε και ήλθε κυνόμυια και σκνίπες εν πάσι τοις ορίοις αυτών. Έθετο τας βροχάς αυτών χάλαζαν, πύρ καταφλέγον εν τη γη αυτών. Και επάταξε τας αμπέλους αυτών και τας συκάς αυτώνR και συνέτριψε παν ξύλον ορίου αυτών. Είπε και ήλθεν ακρίς και βρούχος, ού ουκ ην αριθμός. Και κατέφαγε πάντα χόρτον εν τη γη αυτών και κατέφαγε πάντα τον καρπόν της γής αυτών. Και επάταξε πάν πρωτότοκον εν τη γη αυτών· απαρχήν παντός πόνου αυτών. Και εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω και χρυσίω και ουκ ην εν ταις φυλαίς αυτών ο ασθενών. Ευφράνθη Αίγυπτος εν τη εξόδω αυτών, ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ΄αυτούς. Διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς και πυρ του φωτισμού αυτοίς την νύκτα. ΄Ητησαν και ήλθεν ορτυγομήτρα και άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς. Διέρρηξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα, επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί. Ότι εμνήσθη του λόγου του αγίου αυτού, του προς Αβραάμ τον δούλον αυτού. Και εξήγαγε τον λαόν αυτού εν αγαλλιάσει και τους εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη. Και έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών και πόνους λαών κατεκληρονόμησαν. Όπως αν φυλάξωσι τα δικαιώματα αυτού και τον νόμον αυτού εκζητήσωσιν.

Ψαλμός ΡΕ΄

Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τίς λαλήσει τας δυναστείας του Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; Μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν και ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη ευδοκία του λαού σου, επίσκεψαι ημάς εν τω σωτηρίω σου. Του ιδείν εν τη χρηστότητι των εκλεκτών σου, του ευφρανθήναι εν τη ευφροσύνη του έθνου σου, του επαινείσθαι μετά της κληρονομίας σου. Ημάρτομεν μετά των πατέρων ημών, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν. Οι πατέρες ημών εν Αιγύπτω ου συνήκαν τα θαυμάσια σου και ουκ εμνήσθησαν του πλήθους του ελέους σου και παρεπίκραναν αναβαίνοντες εν τη ερυθρά θαλάσση. Και έσωσεν αυτούς ένεκεν του ονόματος αυτού, του γνωρίσαι την δυναστείαν αυτού. Και επετίμησε τη ερυθρά θαλάσση και εξηράνθη· και ωδήγησεν αυτούς εν αβύσσω, ώς εν ερήμω. Και έσωσεν αυτούς εκ χειρός μισούντος και ελυτρώσατο αυτους εκ χειρός εχθρών. Εκάλυψεν ύδωρ τους θλίβοντας αυτούς· είς εξ αυτών ούχ υπελείφθη. Και επίστευσαν τω λόγω αυτού και ήσαν την αίνεσιν αυτού. Ετάχυναν, επελάθοντο των έργων αυτού, ούχ υπέμειναν την βουλήν αυτού. Και επεθύμησαν επιθυμίαν εν τη ερήμω και επείρασαν τον Θεόν εν ανύδρω. Και έδωκεν αυτοίς το αίτημα αυτών και εξαπέστειλε πλησμονήν εις τας ψυχάς αυτών. Και παρώργισαν τον Μωϋσήν εν τη παρεμβολή, τον Ααρών τον άγιον Κυρίου. Ηνοίχθη η γη και κατέπιε Δαθάν και εκάλυψεν επί την συναγωγήν Αβειρών. Και εξεκαύθη πυρ εν τη συναγωγή αυτών, φλόξ κατέφλεξεν αμαρτωλούς. Και εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ και προσεκύνησαν τω γλυπτώ. Και ηλλάξαντο την δόξαν αυτού εν ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον. Και επελάθοντο του Θεού του σώζοντος αυτούς· του ποιήσαντος μεγάλα εν Αιγύπτω. Θαυμάσια εν γη Χάμ, φοβερά επί θαλάσσης ερυθράς. Και είπε τους εξολοθρεύσαι αυτούς, ει μη Μωϋσής ο εκλεκτός αυτου έστη εν τη θραύσει ενώπιον αυτού, του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού, του μη εξολοθρεύσαι αυτούς. Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν, ουκ επίστευσαν τω λόγω αυτού. Και εγόγγυσαν εν τοις σκηνώμασιν αυτών, ουκ εισήκουσαν της φωνής Κυρίου. Και επήρε την χείρα αυτού επ΄αυτούς, του καταβαλείν αυτούς εν τη ερήμω και του καταβαλείν το σπέρμα αυτών εν τοις έθνεσι και διασκορπίσαι αυτούς εν ταις χώραις. Και ετελέσθησαν τω Βεελφεγώρ και έφαγον θυσίας νεκρών. Και παρώξυναν αυτόν εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών και επληθύνθη εν αυτοίς η πτώσις. Και έστη Φινεές και εξιλάσατο· και εκόπασεν η θραύσις· και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην, εις γενεάν και γενεάν έως του αιώνος. Και παρώργισαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας και εκακώθη Μωϋσής δι΄αυτούς. Ότι παρεπίκραναν το πνεύμα αυτού και διέστειλεν εν τοις χείλεσιν αυτού. Ουκ εξωλόθρευσαν τα έθνη, ά είπε Κύριος αυτοίς. Και εμίγησαν εν τοις έθνεσι και έμαθον τα έργα αυτών· και εδούλευσαν τοις γλυπτοίς αυτών και εγενήθη αυτοίς εις σκάνδαλον. Και έθυσαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τοις δαιμονίοις. Και εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων, ών έθυσαν τοις γλυπτοίς Χαναάν. Και εφονοκτονήθη η γη εν τοις αίμασι και εμιάνθη εν τοις έργοις αυτών και επόρνευσαν εν τοις επιτηδεύμασι αυτών. Και ωργίσθη θυμώ Κύριος επί τον λαόν αυτού και εβδελύξατο την κληρονομίαν αυτού. Και παρέδωκεν αυτούς εις χείρας εχθρών και εκυρίευσαν αυτών οι μισούντες αυτούς. Και έθλιψαν αυτούς οι εχθροί αυτών και εταπεινώθησαν υπό τας χείρας αυτών. Πλεονάκις ερρύσατο αυτούς, αυτοί δε παρεπίκραναν αυτόν εν τη βουλή αυτών και εταπεινώθησαν εν ταις ανομίαις αυτών. Και είδε Κύριος εν τω θλίβεσθαι αυτούς, εν τω αυτόν εισακούσαι της δεήσεως αυτών. Και εμνήσθη της διαθήκης αυτού και μετεμελήθη κατά το πλήθος τους ελέους αυτού. Και έδωκεν αυτούς εις οικτιρμούς εναντίον πάντων των αιχμαλωτευσάντων αυτούς. Σώσον ημάς Κύριε ο Θεός ημών και επισυνάγαγε ημάς εκ των εθνών, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι σου τω αγίω, του εγκαυχάσθαι εν τη αινέσει σου. Ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, από του αιώνος και έως του αιώνος· και έρει πας ο λαός· Γένοιτο. Γένοιτο.


Ψαλμός ΡΣΤ΄

Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτωσαν οι λελυτρωμένοι υπό Κυρίου, ούς ελυτρώσατο εκ χειρός εχθρού· και εκ των χωρών συνήγαγεν αυτούς, από ανατολών και δυσμών και βορρά και θαλάσσης. Επλανήθησαν εν τη ερήμω εν γη ανύδρω, οδόν πόλεως κατοικητηρίου ούχ εύρον. Πεινώντες και διψώντες, η ψυχή αυτών εν αυτοίς εξέλιπε. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς. Και ωδήγησεν αυτούς εις οδόν ευθείαν, του πορευθήναι εις πόλιν κατοικητηρίου. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων. Ότι εχόρτασε ψυχήν κενήν και ψυχήν πεινώσαν ενέπλησεν αγαθών. Καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου, πεπεδημένους εν πτωχεία και σιδήρω. Ότι παρεπίκραναν τα λόγια του Θεού και την βουλήν του Υψίστου παρώξυναν. Και εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών, ησθένησαν και ουκ ην ο βοηθών. Και εκέκραξαν προς Κύριον, εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς. Και εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους και σκιάς θανάτου και τους δεσμούς αυτών διέρρηξε. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς ανθρώπων. Ότι συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε. Αντελάβετο αυτών εξ οδού ανομίας αυτών· δια γαρ τας ανομίας αυτών εταπεινώθησαν. Παν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών και ήγγισαν έως των πυλών του θανάτου. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς. Απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοις των ανθρώπων. Και θυσάτωσαν αυτώ θυσίαν αινέσεως και εξαγγειλάτωσαν τα έργα αυτού εν αγαλλιάσει. Οι καταβαίνοντες εις θάλασσαν εν πλοίοις, ποιούντες εργασίαν εν ύδασι πολλοίς. Αυτοί είδον τα έργα Κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εν τω βυθώ. Είπε και έστη πνεύμα καταιγίδος και υψώθη τα κύματα αυτής. Αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων· η ψυχή αυτών εν κακοίς ετήκετο. Εταράχθησαν, εσαλεύθησαν ως ο μεθύων και πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών εξήγαγεν αυτούς. Και επέταξε τη καταιγίδι και έστη εις αύραν και εσίγησαν τα κύματα αυτής. Και ευφράνθησαν, ότι ησύχασαν και ωδήγησεν αυτούς επί λιμένα θελήματος αυτού. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων. Υψωσάτωσαν αυτόν εν εκκλησία λαού και εν καθέδρα πρεσβυτέρων αινεσάτωσαν αυτόν. Έθετο ποταμούς εις έρημον και διεξόδους υδάτων εις δίψαν. Γην καρποφόρον εις άλμην από κακίας των κατοικούντων εν αυτή. Έθετο έρημον εις λίμνας υδάτων και γην άνυδρον εις διεξόδους υδάτων. Και κατώκισεν εκεί πεινώντας και συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας. Και έσπειραν αγρούς και εφύτευσαν αμπελώνας και εποιησαν καρπόν γεννήματος. Και ευλόγησεν αυτούς και επληθύνθησαν σφόδρα και τα κτήνη αυτών ουκ εσμίκρυνε. Και ωλιγώθησαν και εκακώθησαν από θλίψεως κακών και οδύνης. Εξεχύθη εξουδένωσις επ΄ άρχοντας αυτών και επλάνησεν αυτούς εν αβάτω και ούχ οδώ. Και εβοήθησε πένητι εκ πτωχείας και έθετο ως πρόβατα πατριάς. Όψονται ευθείς και ευφρανθήσονται και πάσα ανομία εμφράξει το στόμα αυτής. Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;


Ψαλμός ΡΖ΄

Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου· άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου. Εξεγέρθητι η δόξα μου, εξεγέρθητι, ψαλτήριον και κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. Εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσι. Ότι μέγα επάνω των ουρανών το έλεος σου και έως των νεφελών η αληθεία σου. Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου. Όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τη δεξιά σου και επάκουσον μου. Ο Θεός ελάλησεν εν τω αγίω αυτού· υψωθήσομαι και διαμεριώ Σίκιμα και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω. Εμός έστι Γαλαάδ και εμός έστι Μανασσής και Εφραίμ αντίληψις της κεφαλής μου· Ιούδας βασιλεύς μου. Μωάβ λέβης της ελπίδος μου· επί την Ιδουμαίαν επιβαλώ το υπόδημα μου· εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. Τίς απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τίς οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας; Ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; και ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταις δυνάμεσιν ημών; Δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως και ματαία σωτηρία ανθρώπου. Εν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν και αυτός εξουδενώσει τους εχθρούς ημών.

Ψαλμός ΡΗ΄

Ο Θεός την αίνεσιν σου μη παρασιωπήσης· ότι στόμα αμαρτωλού και στόμα δολίου επ΄ εμέ ηνοίχθη. Ελάλησαν κατ΄ εμού γλώσση δολία και λόγοις μίσους εκύκλωσαν με και επολέμησαν με δωρεάν. Αντί του αγαπάν με, ενδιέβαλλον με, εγώ δε προσηυχόμην. Και έθεντο κατ΄ εμού κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγαπήσεως μου. Κατάστησον επ΄ αυτόν αμαρτωλόν και διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού. Εν τω κρίνεσθαι αυτόν εξέλθοι καταδεδικασμένος και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν. Γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί και η γυνή αυτού χήρα. Σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτού και επαιτησάτωσαν· εκβληθήτωσαν εκ των οικοπέδων αυτών. Εξερευνησάτω δανειστής πάντα, όσα υπάρχει αυτώ· και διαρπασάτωσαν αλλότριοι τούς πόνους αυτού· Μη υπαρξάτω αυτώ αντιλήπτωρ, μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοις ορφανοίς αυτού. Γενηθήτω τα τέκνα αυτού εις εξολόθρευσιν, εν γενεά μιά εξαλειφθείη το όνομα αυτού. Αναμνησθείη η ανομία των πατέρων αυτού έναντι Κυρίου και η αμαρτία της μητρός αυτού μη εξαλειφθείη. Γενηθήτωσαν εναντίον Κυρίου διαπαντός και εξολοθρευθείη εκ γης το μνημόσυνον αυτών. Ανθ΄ων ουκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος και κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν και κατανενυγμένον τη καρδία του θανατώσαι. Και ηγάπησε κατάραν και ήξει αυτώ· και ουκ ηθέλησεν ευλογίαν και μακρυνθήσεται απ΄ αυτού. Και ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον και εισήλθεν ωσεί ύδωρ εις τα έγκατα αυτού και ωσεί έλαιον εν τοις οστέοις αυτού. Γενηθήτω αυτώ ως ιμάτιον, ό περιβάλλεται και ωσεί ζώνη, ήν διαπαντός περιζώννυται. Τούτο το έργον των ενδιαβαλλόντων με παρά Κυρίου και των λαλούντων πονηρά κατά της ψυχής μου. Και σύ, Κύριε, Κύριε, ποίησον μετ΄ εμού, ένεκεν του ονόματος σου, ότι χρηστόν το έλεος σου. Ρύσαι με, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ και η καρδία μου τετάρακται εντός μου. Ωσεί σκιά εν τω εκκλίναι αυτήν αντανηρέθην, εξετινάχθην ωσεί ακρίδες. Τα γόνατα μου ησθένησαν από νηστείας και η σαρξ μου ηλλοιώθη δι΄έλαιον. Καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς· είδοσαν με, εσάλευσαν κεφαλάς αυτών. Βοήθησον μοι, Κύριε ο Θεός μου και σώσον με κατά το έλεος σου. Και γνώτωσαν, ότι η χείρ σου αύτη και σύ, Κύριε, εποίησας αυτήν. Καταράσονται αυτοί και σύ ευλογήσεις· οι επανιστάμενοι μοι αισχυνθήτωσαν, ο δε δούλος σου ευφρανθήσεται. Ενδυσάσθωσαν οι ενδιαβάλλοντες με εντροπήν και περιβαλέσθωσαν ως διπλοίδα αισχύνην αυτών. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω σφόδρα εν τω στόματι μου και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν. Ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος, του σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου.

Ψαλμός ΡΘ΄

Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω· Κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου. Μετά σου η αρχή εν ημέρα της δυνάμεως σου, εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου. Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησα σε. Ώμοσε Κύριος και ού μεταμεληθήσεται· συ ιερεύς εις τον αιώνα, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς. Κρινεί εν τοις έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών. Εκ χειμάρρου εν οδώ πίεται· δια τούτο υψώσει κεφαλήν.

Ψαλμός ΡΙ΄

Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, εν βουλή ευθέων και συναγωγή. Μεγάλα τα έργα Κυρίου, εξεζητημένα εις πάντα τα θελήματα αυτού. Εξομολόγησις και μεγαλοπρέπεια το έργον αυτού και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος. Μνείαν εποιήσατο των θαυμασίων αυτού· ελεήμων και οικτίρμων ο Κύριος. Τροφήν έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν· μνησθήσεται εις τον αιώνα διαθήκης αυτού. Ισχύν έργων αυτού ανήγγειλε τω λαώ αυτού, του δούναι αυτοίς κληρονομίαν εθνών. Έργα χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις· πισταί πάσαι αι εντολαί αυτού, εστηριγμέναι εις τον αιώνα του αιώνος, πεποιημέναι εν αληθεία και ευθύτητι. Λύτρωσιν απέστειλε τω λαώ αυτού· ενετείλατο εις τον αιώνα διαθήκην αυτού· άγιον και φοβερόντο όνομα αυτού. Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν. Η αίνεσις αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος.