Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ’
Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ
Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'
Και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα την κλείν της αβύσσου και άλυσιν μεγάλην επί την χείρα αυτού.
2 και εκράτησε τον δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, ος εστι Διάβολος και ο Σατανάς ο πλανών την οικουμένην, και έδησεν αυτών χίλια έτη,
3 και έβαλεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισε και εσφράγισεν επάνω αυτού, ίνα μη πλανά έτι τα έθνη, άχρι τελεσθή τα χίλια έτη μετά ταύτα δει αυτόν λυθήναι μικρόν χρόνον.
4 Και είδον θρόνους, και εκάθισαν επ' αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς, και τας ψυχάς των πεπελεκισμένων διά την μαρτυρίαν Ιησού και διά τον λόγον του Θεού, και οίτινες ου προσεκύνησαν το θηρίον ούτε την εικόνα αυτού, και ουκ έλαβον το χάραγμα επί το μέτωπον αυτών και επί την χείρα αυτών και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του Χριστού χίλια έτη
5 και οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν έως τελεσθή τα χίλια έτη. αύτη η ανάστασις η πρώτη.
6 μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ' έσονται ιερείς του Θεού και του Χριστού, και βασιλεύσουσι μετ' αυτού χίλια έτη.
7 Και όταν τελεσθή τα χίλια έτη, λυθήσεται ο σατανάς εκ της φυλακής αυτού,
8 και εξελεύσεται πλανήσαι τα έθνη τα εν ταις τέσσαρσι γωνίαις της γης, τον Γωγ και τον Μαγώγ, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον, ων ο αριθμός αυτών ως η άμμος της θαλάσσης.
9 και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του Θεού και κατέφαγεν αυτούς
10 και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων.
11 Και είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ' αυτώ, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς.
12 και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ο εστι της ζωής και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών.
13 και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών.
14 και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν.
15 και ει τις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος, εβλήθη εις την λίμνην του πυρός.
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012
Εν τω κεφαλαίω τούτω περιγράφεται πρώτον ο εν τω ουρανώ αντίλαλος της πτώσεως της νοητής Βαβυλώνος, μεθ' ο επακολουθεί η ένδοξος παρουσία του Χριστού, ήτις δεν πρέπει να συγχέεται προς την επί συντελεία των αιώνων και τη παγκοσμίω Κρίσει τοιαύτην. Πρόκειται περί αοράτου επεμβάσεως του Ιησού Χριστού εκτάκτως δραστικής, διά της οποίας κατανικάται οριστικώς η αντίθεος δύναμις του Αντιχρίστου και εξασφαλίζεται η θριαμβευτική επικράτησις του ευαγγελίου και ο πραγματικός εκχριστιανισμός του κόσμου και ο επί μακράν περίοδον ετών θρίαμβος του έργου του Χριστού.
Μετά ταύτα ήκουσα ως φωνήν μεγάλην όχλου πολλού εν τω ουρανώ λεγόντων αλληλούϊα η σωτηρία και η δόξα και η δύναμις του Θεού ημών,
2 ότι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις αυτού ότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην, ήτις διέφθειρε την γήν εν τη πορνεία αυτής, και εξεδίκησε το αίμα των δούλων αυτού εκ χειρός αυτής.
3 και δεύτερον είρηκαν αλληλούϊα και ο καπνός αυτής ανβαίνει εις τους αιώνας των αιώνων.
4 και έπεσαν οι είκοσι και τέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα και προσεκύνησαν τω Θεώ τω καθημένω επί τω θρόνω λέγοντες αμήν, αλληλούϊα.
5 και φωνή από του θρόνου εξήλθε λέγουσα αινείτε τον Θεόν ημών πάντες οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν, οι μικροί και οι μεγάλοι.
6 Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων αλληλούϊα ότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ.
7 χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν.
8 και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί.
9 Και λέγει μοι γράψον, μακάριοι οι εις το δείπνον του γάμου του αρνίου κεκλημένοι. και λέγει μοι ούτοι οι λόγοι αληθινοί του Θεού εισι.
10 Και έπεσα έμπροσθεν των ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτώ. και λέγει μοι όρα μη σύνδουλός σού ειμι και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού τω Θεώ προσκύνησον η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστι το πνεύμα της προφητείας.
11 Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ' αυτόν, καλούμενος πιστός και αληθινός, και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί
12 οι δε οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός, και επί την κεφαλήν αυτού διαδήματα πολλά, έχων ονόματα γεγραμμένα, και όνομα γεγραμμένον ο ουδείς οίδεν ει μη αυτός,
13 και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον εν αίματι, και κέκληται το όνομα αυτού, ο λόγος του Θεού.
14 και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανώ ηκολούθει αυτώ επί ίπποις λευκοίς ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν.
15 και εκ του στόματος αυτού εκπορεύεται ρομφαία οξεία δίστομος, ίνα εν αυτή πατάσση τα έθνη και αυτός ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά και αυτός πατεί την ληνόν του οίνου του θυμού της οργής του Θεού του παντοκράτορος.
16 και έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων.
17 Και είδον ένα άγγελον εστώτα εν τω ηλίω, και έκραξεν εν φωνή μεγάλη λέγων πάσι τοις ορνέοις τοις πετομένοις εν μεσουρανήματι δεύτε συνάχθητε εις το δείπνον το μέγα του Θεού,
18 ίνα φάγητε σάρκας βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και των καθημένων επ' αυτών, και σάρκας πάντων ελευθέρων τε και δούλων, και μικρών τε και μεγάλων.
19 Και είδον το θηρίον και τους βασιλείς της γης και τα στρατεύματα αυτών συνηγμένα ποιήσαι τον πόλεμον μετά του καθημένου επί του ίππου και μετά του στρατεύματος αυτού.
20 και επιάσθη το θηρίον και ο μετ' αυτού ψευδοπροφήτης ο ποιήσας τα σημεία ενώπιον αυτού, εν οις επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού ζώντες εβλήθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός την καιομένην εν θείω.
21 και οι λοιποί απεκτάνθησαν εν τη ρομφαία του καθημένου επί του ίππου, τη εξελθούση εκ του στόματος αυτού και πάντα τα όρνεα εχορτάσθησαν εκ των σαρκών αυτών.
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται ουρανόθεν η επικειμένη καταστροφή της νοητής Βαβυλώνος και τα κακά, άτινα θα επέλθουν κατ’ αυτής.
Μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα εξουσίαν μεγαλήν, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού,
2 και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου
3 ότι εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν, και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν.
4 Και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν έξελθε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε
5 ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν ο Θεός τα αδικήματα αυτής.
6 απόδοτε αυτή ως και αυτή απέδωκε, και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα έργα αυτής εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτή διπλούν.
7 όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος. ότι εν τη καρδία αυτής λέγει, ότι κάθημαι καθώς βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου μη ίδω,
8 διά τούτο εν μια ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής, θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται ότι ισχυρός Κύριος ο Θεός ο κρίνας αυτήν.
9 και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής,
10 από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου.
11 και οι έμποροι της γης κλαύσουσι και πενθήσουσιν επ’ αυτή, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι,
12 γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου, και βυσσίνου και πορφύρας και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου,
13 και κινάμωμον και άμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρεδών και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων.
14 και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απώλετο από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απήλθεν από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσεις.
15 οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ’ αυτής, από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες,
16 λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν κι κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος.
17 και πας κυβερνήτης και πας ο επί τόπον πλέων, και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν,
18 και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη;
19 και έβαλον χουν επί τας κεφαλάς αυτών και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής ότι μια ώρα ηρημώθη.
20 Ευφραίνου επ’ αυτή, ουρανέ, και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο Θεός το κρίμα υμών εξ αυτής.
21 Και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ου μη ευρεθή έτι.
22 και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου μη ακουσθή εν σοι έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου μη ευρεθή εν σοι έτι, και φωνή μύλου ου μη ακουσθή εν σοι έτι,
23 και φως λύχνου ου μη φανή εν σοι έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ου μη ακουσθή εν σοι έτι ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη,
24 και εν αυτή αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται η πτώσις της νοητής Βαβυλώνος, την οποίαν τότε εξεικόνιζεν η Ρώμη, η γυνή η καθημένη επί του κοκκίνου και αιμοσταγούς θηρίου, η πόλις η επί των επτά ορέων ή λόφων εκτισμένη. Και του θηρίου αι επτά κεφαλαί σημαίνουν κατά τον προφήτην τους επτά τούτους λόφους και επί πλέον επτά βασιλείς, εκ των οποίων οι πέντε έπεσαν, ο εις εξακολουθεί υπάρχων και ο έβδομος δεν ήλθεν ακόμη. Και κατά μεν τους παλαιούς ερμηνευτάς οι πέντε πεσόντες βασιλείς είναι αι πέντε προχριστιανικαί και ειδωλολατρικαί κοσμοκρατορίαι, η αιγυπτιακή, η ασσυριακή, η βαβυλωνιακή, η περσική και η ελληνική και η έτι υπάρχουσα τότε ρωμαϊκή κατά τινας δε των νεωτέρων (εν οις και ο Godet), της ασσυριακής και βαβυλωνιακής υπολογιζομένης κατά την παρά Δανιήλ κατάταξιν εις μίαν, Πέμπτη τάσσεται η ιουδαϊκή βασιλεία, η επί των Μακκαβαίων ανασυσταθείσα, προσχωρήσασα δ’ επί του Χριστού εις τα έθνη της γης και συναγωγή σατανά καταστάσα. Εβδόμην δε κοσμοκρατορίαν εκδέχονται την του Αντιχρίστου. Και ως δέκα βασιλείς, οίτινες προσωρινήν και βραχείαν θα έχουν την βασιλείαν που δεν έλαβαν ακόμη, εκδέχονται άλλοι μεν τους κυβερνήτας των κυριωτέρων ρωμαϊκών επαρχιών, άλλοι δε τους βασιλείς των εκ της διαλύσεως της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας σχηματισθησομένων βασιλείων. Πάντως διά μεν του αριθμού επτά, συμβολικού και σχηματικού, δέον να νοήσωμεν το σύνολον των προχριστιανικών και μεταχριστιανικών αντιθέων κρατών, των υπό του θηρίου εμπνεομένων και εις αυτό δουλευόντων, διά δε του συμβολικού πάλιν αριθμού δέκα το σύνολον των υποτελών εις το θηρίον ηγεμόνων της εκάστοτε κατά τους μετά Χριστόν χρόνους κρατούσης αντιθέου κοσμοκρατορίας.
Και ήλθεν εις εκ των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων δεύρο δείξω σοι το κρίμα της πόρνης της μεγάλης της καθημένης επί υδάτων πολλών,
2 μεθ’ ης επόρνευσαν οι βασιλείς της γης, και εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην εκ του οίνου της πορνείας αυτής.
3 και απήνεγκέ με εις έρημον εν πνεύματι. και είδον γυναίκα καθημένην επί το θηρίον το κόκκινον, γέμον ονόματα βλασφημίας, έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα.
4 και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφυρούν και κόκκινον και κεχρυσωμένη χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, έχουσα ποτήριον χρυσούν εν τη χειρί αυτής, γέμον βδελυγμάτων, και τα ακάθαρτα της πορνείας της γης,
5 και επί το μέτωπον αυτής όνομα γεγραμμένον μυστήριον, Βαβυλών η μεγάλη, η μήτηρ των πορνών και των βδελυγμάτων της γης.
6 και είδον την γυναίκα μεθύουσαν εκ του αίματος των αγίων και εκ του αίματος των μαρτύρων Ιησού. και εθαύμασα ιδών αυτήν θαύμα μέγα.
7 Και είπέ μοι ο άγγελος διατί εθαύμασας; εγώ ερώ σοι το μυστήριον της γυναικός και του θηρίου του βαστάζοντος αυτήν, του έχοντος τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα.
8 Το θηρίον ο είδες, ην και ουκ έστι, και μέλλει αναβαίνειν εκ της αβύσσου και εις απώλειαν υπάγειν και θαυμάσονται οι κατοικούντες επί της γης, ων ου γέγραπται το όνομα επί το βιβλίον της ζωής από καταβολής κόσμου, βλεπόντων το θηρίον ότι ην, και ουκ έστι και παρέσται.
9 Ώδε ο νούς ο έχων σοφίαν. αι επτά κεφαλαί όρη επτά εισιν, όπου η γυνή κάθηται επ’ αυτών,
10 και βασιλείς επτά εισιν οι πέντε έπεσαν, ο εις εστιν, ο άλλος ούπω ήλθε, και όταν έλθη, ολίγον αυτόν δει μείναι.
11 και το θηρίον ο ην και ουκ έστι, και αυτός όγδοός εστι, και εκ των επτά εστι, και εις απώλειαν υπάγει.
12 και τα δέκα κέρατα α είδες δέκα βασιλείς εισιν, οίτινες βασιλείαν ούπω έλαβον, αλλ’ εξουσίαν ως βασιλείς μίαν ώραν λαμβάνουσι μετά του θηρίου.
13 ούτοι μίαν γνώμην έχουσι, και την δύναμιν και την εξουσίαν αυτών τω θηρίω διδόασιν.
14 ούτοι μετά του αρνίου πολεμήσουσι, και το αρνίον νικήσει αυτούς, ότι κύριος κυρίων εστί και βασιλεύς βασιλέων, και οι μετ’ αυτού κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί.
15 Και λέγει μοι τα ύδατα α είδες, ου η πόρνη κάθηται, λαοί και όχλοι εισί και έθνη και γλώσσαι.
16 και τα δέκα κέρατα α είδες και το θηρίον, ούτοι μισήσουσι την πόρνην και ηρημωμένην ποιήσουσιν αυτήν και γυμνήν, και τας σάρκας αυτής φάγονται, και αυτήν κατακαύσουσιν εν πυρί.
17 ο γαρ Θεός έδωκεν εις τας καρδίας αυτών ποιήσαι την γνώμην αυτού, και ποιήσαι μίαν γνώμην και δούναι την βασιλείαν αυτών τω θηρίω, άχρι τελεσθώσιν οι λόγοι του Θεού.
18 και η γυνή ην είδες έστιν η πόλις η μεγάλη η έχουσα βασιλείαν επί των βασιλέων της γης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’
Επακολουθούν αι επτά πληγαί, αι τελευταίαι τιμωρίαι του Θεού κατά της ανθρωπότητος της υποτεταγμένης εις το κράτος του θηρίου. Ο Αντίχριστος υπέθρεψεν εις τους ανθρώπους την ελπίδα χρυσού αιώνος άνευ Θεού και κατά του Θεού. Ο Χριστός πλήττει ήδη και διά της σιδηράς ράβδου αυτού κατερειπώνει το αντίχριστον κράτος. Αι επτά φιάλαι, υπενθυμίζουσαι και τας εν Αιγύπτω πληγάς, αντιστοιχούν προς τα επτά σαλπίσματα, είναι όμως δραστικώτεραι τούτων, διότι καταφέρονται ουχί κατά του ενός τρίτου, αλλά καθ’ ολοκλήρου του ασεβούς πληθυσμού της γής. Το αποτέλεσμα τούτων είναι και πάλιν η αμετανοησία και η σκλήρυνσις των πληττομένων. Κατά την έκτην φιάλην συνάγονται οι λαοί εις πόλεμον εν Αρμαγεδών, ήτοι εις το όρος Μαγεδών, το εν τη Γαλιλαία όρος Κάρμηλον, εις τους ανατολικούς πρόποδας του οποίου έκειτο η Μαγεδδώ, όπου ο Ηλίας είχε κατασφάξει τους ιερείς της αισχύνης και αποτελεί κλασσικόν πεδίον αοματηρών μαχών εν τη Βίβλω. Τόπος συμβολικός σημαίνων τα πεδία των εκάστοτε καταστρεπτικών πολέμων, οίτινες διά μέσου των αιώνων ερημούν την ανθρωπότητα και καταλήγουν εις την τελικήν σύρραξιν, εις την οποίαν θα επακολουθήση η πτώσις μεν της συνβολικής Βαβυλώνος, την οποίαν εξεικονίζει η Ρώμη, η επικράτησις δε της βασιλείας του Χριστού.
Και ήκουσα μεγάλης φωνής εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις υπάγετε και εκχέατε τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού εις την γην.
2 Και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού εις την γην και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν επί τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού.
3 Και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν και εγένετο αίμα ως νεκρού, και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση.
4 Και ο τρίτος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και εις τας πηγάς των υδάτων και εγένετο αίμα.
5 Και ήκουσα του αγγέλου των υδάτων λέγοντος δίκαιος ει, ο ων και ο ην, ο όσιος, ότι ταύτα έκρινας
6 ότι αίμα αγίων και προφητών εξέχεαν, και αίμα αυτοίς έδωκας πιείν άξιοί εισι.
7 Και ήκουσα του θυσιαστηρίου λέγοντος ναι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις σου.
8 Και ο τέταρτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματίσαι εν πυρί τους ανθρώπους.
9 και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα, και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του Θεού του έχοντος εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν.
10 Και ο πέμπτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη, και εμασώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου,
11 και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών και εκ των ελκών αυτών, και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών.
12 Και ο έκτος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγα τον Ευφράτην και εξηράνθη το ύδωρ αυτού, ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολής ηλίου.
13 Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι
14 εισί γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος.
15 Ιδού έρχομαι ως κλέπτης μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατή και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού.
16 και συνήγαγεν αυτούς εις τον τόπον τον καλούμενον Εβραϊστί Αρμαγεδών.
17 Και ο έβδομος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον αέρα και εξήλθε φωνή μεγάλη εκ του ναού του ουρανού από του θρόνου λέγουσα γέγονε.
18 και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός εγένετο μέγας, οίος ουκ εγένετο αφ’ ου οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης, τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας.
19 και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσα. και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του Θεού δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού.
20 και πάσα νήσος έφυγε, και όρη ουχ ευρέθησαν.
21 και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον Θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αύτη σφόδρα.
Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'
Η κρίσις προανηγγέλθη, αλλά δέν επήλθεν εισέτι. Θά προηγηθούν ταύτης επτά νέαι πληγαί, αντιστοιχούσαι καί ομοιάζουσαι πρός τάς τών επτά σφραγίδων καί σαλπίγγων. Περιέχονται εις επτάς φιάλας, υπό επτά αγγέλων φερομένας. Πρίν ή αι φιάλαι αυταί εκκενωθούν, παρουσιάζεται τό πλήθος τών νικώντων τό θηρίον, διασχίζον τήν θάλασσαν τού πυρός τού διωγμού καί ψάλλον τήν ωδήν, τήν οποίαν καί ο Ισραήλ, διασχίσας τήν Ερυθράν θάλασσαν, ανέμελψε. Μεθ' ό επακολουθεί η προπαρασκευή τής εξαπολύσεως τών επτά εσχάτων πληγών.
Καί είδον άλλο σημείον εν τώ ουρανώ μέγα καί θαυμαστόν, αγγέλους επτά έχοντας πληγάς επτά τάς εσχάτας, ότι εν αυταίς ετελέσθη ο θυμός τού Θεού.
2 καί είδον ως θάλασσαν υαλίνην μεμιγμένην πυρί, καί τούς νικώντας εκ τού θηρίου καί εκ τής εικόνος αυτού καί εκ τού αριθμού τού ονόματος αυτού εστώτας επί τήν θάλασσαν τήν υαλίνην, έχοντας τάς κιθάρας τού Θεού.
3 καί άδουσι τήν ωδήν Μωϋσέως τού δούλου τού Θεού καί τήν ωδήν τού αρνίου λέγοντες μεγάλα καί θαυμαστά τά έργα σου, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ δίκαιαι καί αληθιναί αι οδοί σου, ο βασιλεύς τών εθνών.
4 τίς ου μή φοβηθή, Κύριε, καί δοξάση τό όνομα σου; ότι μόνος όσιος, ότι πάντα τά έθνη ήξουσι καί προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου, ότι τά δικαιώματά σου εφανερώθησαν.
5 Καί μετά ταύτα είδον, καί ηνοίγη ο ναός τής σκηνής τού μαρτυρίου εν τώ ουρανώ,
6 καί εξήλθον οι επτά άγγελοι οι έχοντες τάς επτά πληγάς εκ τού ναού, οί ήσαν ενδεδυμένοι λίνον καθαρόν λαμπρόν καί περιεζωσμένοι περί τά στήθη ζώνας χρυσάς.
7 καί έν εκ τών τεσσάρων ζώων έδωκε τοίς επτά αγγέλοις επτά φιάλας χρυσάς, γεμούσας τού θυμού τού Θεού τού ζώντος εις τούς αιώνας τών αιώνων.
8 καί εγεμίσθη ο ναός εκ τού καπνού τής δόξης τού Θεού καί εκ τής δυνάμεως αυτού
9 καί ουδείς εδύνατο εισελθείν εις τόν ναόν άχρι τελεσθώσιν αι επτά πληγαί τών επτά αγγέλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'
Η απαισία εικών τής κυριαρχίας τού Αντιχρίστου παρακολουθείται υπό σκηνής ικανής νά ενισχύση τούς πιστούς, όπως εγένετο καί εν τώ Ζ' κεφαλαίω. Τό Αρνίον παρουσιάζεται επί τού όρους Σιών, τής επί γής στρατευομένης Εκκλησίας, περιβαλλόμενον υπό τών 144.000 τών εν τώ Ζ' κεφαλαίω σφραγισθεισών καί προωρισμένων διά τήν κρίσιμον ταύτην φάσιν τού αγώνος κατά τού Αντιχρίστου. Είναι η εκλεκτή μερίς τών πιστών, η αποτελούσα ήδη τό εξόχως εκλεκτόν μέρος τού λαού τού Θεού καί τού Αρνίου, η εκ τού Ισραηλιτικού λαού αφωρισμένη καί κεκλημένη, η διαφυλαχθείσα από παντός μολυσμού επιμιξίας πρός τά έθνη καί αποτελούσα τήν διά τού αίματος τού Χριστού εξαγιασθείσαν καλλιέλαιον καί εγκεντρισθείσαν εν τή ιδία ελαία, τής οποίας η ρίζα αγία (Ρωμ. ιά 16, 24). Φωναί ουράνιοι προαναγγέλλουσι τήν καθ' άπασαν τήν οικουμένην αναγγελίαν τού ευαγγελίου, όπερ ήδη εκηρύχθη εν όλω τώ κόσμω, καί τήν προσεγγίζουσαν κρίσιν, καθ' ήν πίπτει μέν η Βαβυλών, η πόλις η εξεικονιζομένη υπό τής παλαιάς Ρώμης καί αποτελούσα τό κέντρον τής πολιτικής, κρατικής καί πνευματικής αντιθέου δυνάμεως, επέρχεται δέ η τιμωρία τών υπηκόων τού Αντιχρίστου καί εξεικονίζεται η προσεγγίζουσα κρίσις, καθ' ήν ο Θεός ως διά θερισμού θά περισυνάξη τούς ιδικούς του εναποθηκεύων αυτούς ως σίτον πολύτιμον, θά καταπατήση δ' ως εν τρυγητώ εν τή ληνώ τής οργής αυτού τούς υπεναντίους.
Καί είδον, καί ιδού τό αρνίον εστηκός επί τό όρος Σιών, καί μετ' αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι τό όνομα αυτού καί τό όνομα τού πατρός αυτού γεγραμμένον επί τών μετώπων αυτών.
2 καί ήκουσα φωνήν εκ τού ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών καί ως φωνήν βροντής μεγάλης καί η φωνή ήν ήκουσα, ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταίς κιθάραις αυτών.
3 καί άδουσιν ωδήν καινήν ενώπιον τού θρόνου καί ενώπιον τών τεσσάρων ζώων καί τών πρεσβυτέρων καί ουδείς εδύνατο μαθείν τήν ωδήν ει μή αι εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οι ηγορασμένοι από τής γής.
4 ούτοί εισιν οί μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν παρθένοι γάρ εισιν. ούτοί εισιν οι ακολουθούντες τώ αρνίω όπου άν υπάγη. ούτοι ηγοράσθησαν από τών ανθρώπων απαρχή τώ Θεώ καί τώ αρνίω
5 καί ουχ ευρέθη ψεύδος εν τώ στόματι αυτών άμωνοι γάρ εισιν.
6 Καί είδον άλλον άγγελον πετόμενον εν μεσουρανήματι, έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσαι επί τούς καθημένους επί τής γής καί επί πάν έθνος καί φυλήν καί γλώσσαν καί λαόν,
7 λέγων εν φωνή μεγάλη φοβήθητε τόν Κύριον καί δότε αυτώ δόξαν, ότι ήλθεν η ώρα τής κρίσεως αυτού, καί προσκυνήσατε τώ ποιήσαντι τόν ουρανόν καί τήν γήν καί τήν θάλασσαν καί πηγάς υδάτων.
8 καί άλλος δεύτερος άγγελος ηκολούθησε λέγων έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, ή εκ τού οίνου τού θυμού τής πορνείας αυτής πεπότικε πάντα τά έθνη.
9 Καί άλλος άγγελος τρίτος ηκολούθησεν αυτοίς λέγων εν φωνή μεγάλη εί τις προσκυνεί τό θηρίον καί τήν εικόνα αυτού, καί λαμβάνει τό χάραγμα επί τού μετώπου αυτού ή επί τήν χείρα αυτού,
10 καί αυτός πίεται εκ τού οίνου τού θυμού τού Θεού τού κεκερασμένου ακράτου εν τώ ποτηρίω τής οργής αυτού, καί βασανισθήσεται εν πυρί καί θείω ενώπιον τών αγίων αγγέλων καί ενώπιον τού αρνίου.
11 καί ο καπνός τού βασανισμού αυτών εις αιώνας αιώνων αναβαίνει, καί ουκ έχουσιν ανάπαυσιν ημέρας καί νυκτός οι προσκυνούντες τό θηρίον καί τήν εικόνα αυτού, καί εί τις λαμβάνει τό χάραγμα τού ονόματος αυτού.
12 Ώδε η υπομονή τών αγίων εστίν, οι τηρούντες τάς εντολάς τού Θεού καί τήν πίστιν Ιησού.
13 Καί ήκουσα φωνής εκ τού ουρανού λεγούσης γράψον, μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ' άρτι. ναί, λεγει τό Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ τών κόπων αυτών τά δέ έργα αυτών ακολουθεί μετ' αυτών.
14 Καί είδον, καί ιδού νεφέλη λευκή, καί επί τήν νεφέλην καθήμενος όμοιος υιώ ανθρώπου, έχων επί τής κεφαλής αυτού στέφανον χρυσούν καί εν τή χειρί αυτού δρέπανον οξύ.
15 Καί άλλος άγγελος εξήλθεν εκ τού ναού, κράζων εν φωνή μεγάλη τώ καθημένω επί τής νεφέλης πέμψον τό δρέπανόν σου καί θέρισον, ότι ήλθεν η ώρα τού θερίσαι, ότι εξηράνθη ο θερισμός τής γής.
16 καί έβαλεν ο καθήμενος επί τήν νεφέλην τό δρέπανον αυτού επί τήν γήν, καί εθερίσθη η γή.
17 Καί άλλος άγγελος εξήλθεν εκ τού ναού τού εν τώ ουρανώ, έχων καί αυτός δρέπανον οξύ.
18 Καί άλλος άγγελος εξήλθεν εκ τού θυσιαστηρίου, έχων εξουσίαν επί τού πυρός, καί εφώνησε κραυγή μεγάλη τώ έχοντι τό δρέπανον τό οξύ λέγων πέμψον σου τό δρέπανον τό οξύ καί τρύγησον τούς βότρυας τής αμπέλου τής γής, ότι ήκμασεν η σταφυλή τής γής.
19 καί έβαλεν ο άγγελος τό δρέπανον αυτού εις τήν γήν, καί ετρύγησε τήν άμπελον τής γής, καί έβαλεν εις τήν ληνόν τού θυμού τού Θεού τήν μεγάλην.
20 καί επατήθη η ληνός έξω τής πόλεως, καί εξήλθεν αίμα εκ τής ληνού άχρι τών χαλινών τών ίππων από σταδίων χιλίων εξακοσίων.
Σάββατο 28 Απριλίου 2012
Τό εν τώ καφαλαίω τούτο θηρίον, έμβλημα τής αντιχρίστου επιγείου δυνάμεως καί αντιθέου πολιτικής εξουσίας, τής χρησιμευούσης ως όργανον τού δράκοντος εν τώ κατά τής βασιλείας τού Θεού αγώνι, αναδύεται εκ τού βάθους τής θαλάσσης, τ. έ. εκ τής ανησύχου καί ταραχώδους μάζης τού εθνικού κόσμου. Λαμβάνων δέ τήν εικόνα ο προφήτης εκ τού συγχρόνου ρωμαϊκού κράτους, τού συγκεντρώσαντος εις εαυτό τήν δύναμιν καί τά χαρακτηριστικά καί τών άλλων υπό τού Δανιήλ περιγραφέντων θηρίων ή κρατών τών προγενεστέρων τού ρωμαϊκού, συνβολίζει δι' αυτής καί πάντα τά εκ τών ερειπίων τού κράτους τούτου ή καί απανταχού τής γής σχηματισθέντα ή σχηματισθησόμενα μέχρι τής πλήρους επικρατήσεως τής βασιλείας τού Θεού κράτη, τών οποίων οι αρχηγοί καί η πλειονότης τών λαών συμμαχεί μετά τού δράκοντος καί βοηθεί αυτόν εις εξαφάνισιν τού ονόματος τού Αρνίου. Τό έτερον θηρίον τό φέρον κέρατα αρνίου συμβολίζει πνευματικήν δύναμιν συντρέχουσαν εις τήν εγκαθίδρυσιν τού ασεβούς κράτους τού αντιχρίστου. Είναι ο ψευδοπροφήτης αυτού, ούτινος κύριοι εκπρόσωποι ήσαν τότε τό ειδωλολατρικόν ιερατείον, όπερ διεδέχθησαν έκτοτε αι παντοίαι εκδηλώσεις επί τού πνευματικού πεδίου, εις άς δέον νά περιληφθώσι καί αι αιρέσεις καί πάσα υπό τών αναξίων εκκλησιαστικών λειτουργών παραποίησις τής χριστιανικής αληθείας καί τού χριστιανικού ιδανικού. Ο αριθμός τού ψευδοπροφήτου τούτου 666 ηρμηνεύθη διαφόρως, πάντοτε δέ αβεβαίως. Αξιόλογος η εκδοχή, καθ' ήν ο αριθμός ούτος, γραφόμενος εν τώ βατικανώ κώδικι διά τών τριών μεγάλων γραμμάτων ΧΞς υπενθυμίζει τό αρχικόν καί τά τελευταία γράμματα τής λέξεως Χριστός διαχωριζόμενα, παραποιούμενα, καί ούτως ειπείν διαλυόμενα διά τής παρεμβολής τού οφιοειδούς γράμματος Ξ, τού υπομιμνήσκοντος τούς συγχρόνους τότε Γνωστικούς οφίτας, τούς λατρεύοντας τόν όφιν. Ο χρόνος τής εξουσίας τού αντιχρίστου αναμφιβόλως συμβολικώς συμποσούται εις τό ήμισυ τού επτά, όπερ εκπροσωπεί σύνολον πλήρες καί απηρτισμένον. Τό τρία καί ήμισυ λοιπόν ίσως σημαίνει ότι όταν ο αντίχριστος φθάση εις τά μέσα τής αναπτύξεως αυτού, κατ' αυτήν τήν δύναμιν τής αυξήσεώς του θά συντριβή ως δένδρον υπό κεραυνού βληθέν.
Καί εστάθην επί τήν άμμον τής θαλάσσης καί είδον εκ τής θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα καί κεφαλάς επτά, καί επί τών κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας.
2 καί τό θηρίον ό είδον ήν όμοιον παρδάλει, καί οι πόδες αυτού ως άρκου, καί τό στόμα αυτού ως στόμα λέοντος. καί έδωκεν αυτώ ο δράκων τήν δύναμιν αυτού καί τόν θρόνον αυτού καί εξουσίαν μεγάλην
3 καί μίαν εκ τών κεφαλών αυτού ως εσφαγμένην εις θάνατον. καί η πληγή τού θανάτου αυτού εθεραπεύθη, καί εθαύμασεν όλη η γή οπίσω τού θηρίου,
4 καί προσεκύνησαν τώ δράκοντι τώ δεδωκότι τήν εξουσίαν τώ θηρίω, καί προσεκύνησαν τώ θηρίω λέγοντες τίς όμοιος τώ θηρίω; τίς δύναται πολεμήσαι μετ' αυτού;
5 καί εδόθη αυτώ στόμα λαλούν μεγάλα καί βλασφημίαν καί εδόθη αυτώ εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσαράκοντα δύο.
6 καί ήνοιξε τό στόμα αυτού εις βλασφημίαν πρός τόν Θεόν, βλασφημήσαι τό όνομα αυτού καί τήν σκηνήν αυτού, τούς εν τώ ουρανώ σκηνούντας.
7 καί εδόθη αυτώ πόλεμον ποιήσαι μετά τών αγίων καί νικήσαι αυτούς, καί εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν καί λαόν καί γλώσσαν καί έθνος.
8 καί προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί τής γής, ών ου γέγραπται τό όνομα εν τώ βιβλίω τής ζωής τού αρνίου τού εσφαγμένου από καταβολής κόσμου.
9 Εί τις έχει ούς, ακουσάτω.
10 εί τις εις αιχμαλωσίαν απάγει, εις αιχμαλωσίαν υπάγει εί τις εν μαχαίρα αποκτέννει, δεί αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι. ώδέ εστιν η υπομονή καί η πίστις τών αγίων.
11 Καί είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ τής γής, καί είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω, καί ελάλει ως δράκων.
12 καί τήν εξουσίαν τού πρώτου θηρίου πάσαν ποιεί ενώπιον αυτού. καί ποιεί τήν γήν καί τούς εν αυτή κατοικούντας ίνα προσκυνήσωσι τό θηρίον τό πρώτον, ού εθεραπεύθη η πληγή τού θανάτου αυτού.
13 καί ποιεί σημεία μεγάλα, καί πύρ ίνα εκ τού ουρανού καταβαίνη εις τήν γήν ενώπιον τών ανθρώπων.
14 καί πλανά τούς κατοικούντας επί τής γής διά τά σημεία ά εδόθη αυτώ ποιήσαι ενώπιον τού θηρίου, λέγων τοίς κατοικούσιν επί τής γής ποιήσαι εικόνα τώ θηρίω, ός είχε τήν πληγήν τής μαχαίρας καί έζησε.
15 καί εδόθη αυτώ πνεύμα δούναι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα καί λαλήση η εικών τού θηρίου καί ποιήση, όσοι εάν μή προσκυνήσωσι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα αποκτανθώσι.
16 καί ποιεί πάντας, τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς πλουσίους καί τούς φτωχούς, καί τούς ελευθέρους καί τούς δούλους, ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί τής χειρός αυτών τής δεξιάς ή επί τών μετώπων αυτών,
17 καί ίνα μή τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μή ο έχων τό χάραγμα, τό όνομα τού θηρίου ή τόν αριθμόν τού ονόματος αυτού.
18 Ώδε η σοφία εστίν ο έχων νούν ψηφισάτω τόν αριθμόν τού θηρίου αριθμός γάρ ανθρώπου εστί καί ο αριθμός αυτού χξς'.
Σάββατο 21 Απριλίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Μετά τό έβδομον σάλπισμα αρχίζουν γεγονότα προμηνύοντα τήν έλευσιν τού αντιχρίστου. Τοποθετούνται δέ εν τώ ουρανώ, διότι τά ανταποκρινόμενα εις αυτά επίγεια γεγονότα βασίζονται καί έχουσι τόν αόρατον παράγοντα αυτών εις συνθήκας καί όρους υπεργηΐνους καί ουρανίους. Η μυστηριώδης γυνή μάλλον συμβολίζει τήν βασιλείαν τών ουρανών εν τή ιουδαϊκή θεοκρατία καί τή ταύτην διαδεχθείση Εκκλησία. Εγκυμονούσα τήν γέννησιν τού Μεσσίου η πρώτη, μετά τήν γέννησιν αυτού υπό τής Μαρίας αντικατεστάθη υπό τής Εκκλησίας, τής έτι ωδινούσης άχρις ού μορφωθή Χριστός εν τοίς τέκνοις αυτής. Ο δράκων ο κινούμενος πρός εξόντωσιν τού τεχθέντος Μεσσίου είναι ο σατανάς, κυριαρχών διά τής πολυθεΐας καί δι' αυτής πειρώμενος νά κατακτήση καί αυτόν τόν ουρανόν. Ο αγών τού μονοθεϊσμού κατά τής ειδωλολατρίας καί η από τού ύψους τής κυριαρχίας αυτού κατάπτωσις τού σατανά εξεικονίζεται διά τού νικηφόρου αγώνος τού Μιχαήλ κατά τού δράκοντος. Καί οι διωγμοί τούτου κατά τής γυναικός καί τών λοιπών τού σπέρματος αυτής εξεικονίζουσι τούς κατά τής γής στρατευομένης Εκκλησίας διωγμούς τού σατανά.
Καί σημείον μέγα ώφθη εν τώ ουρανώ, γυνή περιβεβλημένη τόν ήλιον, καί η σελήνη υποκάτω τών ποδών αυτής, καί επί τής κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα,
2 καί εν γαστρί έχουσα έκραζεν ωδίνουσα καί βασανιζομένη τεκείν.
3 καί ώφθη άλλο σημείον εν τώ ουρανώ, καί ιδού δράκων πυρρός μέγας, έχων κεφαλάς επτά καί κέρατα δέκα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα,
4 καί η ουρά αυτού σύρει τό τρίτον τών αστέρων τού ουρανού, καί έβαλεν αυτούς εις τήν γήν. καί ο δράκων έστηκεν ενώπιον τής γυναικός τής μελλούσης τεκείν, ίνα, όταν τέκη, τό τέκνον αυτής καταφάγη.
5 καί έτεκεν υιόν άρρενα, ός μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά έθνη εν ράβδω σιδηρά καί ηρπάσθη τό τέκνον αυτής πρός τόν Θεόν καί πρός τόν θρόνον αυτού.
6 καί η γυνή έφυγεν εις τήν έρημον, όπου έχει εκεί τόπον ητοιμασμένον από τού Θεού, ίνα εκεί τρέφωσιν αυτήν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα.
7 Καί εγένετο πόλεμος εν τώ ουρανώ ο Μιχαήλ καί οι άγγελοι αυτού τού πολεμήσαι μετά τού δράκοντος καί ο δράκων επολέμησε καί οι άγγελοι αυτού,
8 καί ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτώ έτι εν τώ ουρανώ.
9 καί εβλήθη ο δράκων, ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος καί ο Σατανάς, ο πλανών τήν οικουμένην όλην, εβλήθη εις τήν γήν, καί οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν.
10 καί ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τώ ουρανώ λέγουσαν άρτι εγένετο η σωτηρία καί η δύναμις καί η βασιλεία τού Θεού ημών καί η εξουσία τού Χριστού αυτού, ότι εβλήθη ο κατήγορος τών αδελφών ημών, ο κατηγορών αυτών ενώπιον τού Θεού ημών ημέρας καί νυκτός.
11 καί αυτοί ενίκησαν αυτόν διά τό αίμα τού αρνίου καί διά τόν λόγον τής μαρτυρίας αυτών, καί ουκ ηγάπησαν τήν ψυχήν αυτών άχρι θανάτου.
12 διά τούτο ευφραίνεσθε ουρανοί καί οι εν αυτοίς σκηνούντες ουαί τήν γήν καί τήν θάλασσαν, ότι κατέβη ο διάβολος πρός υμάς έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει.
13 Καί ότε είδεν ο δράκων ότι εβλήθη εις τήν γήν, εδίωξε τήν γυναίκα ήτις έτεκε τόν άρρενα.
14 καί εδόθησαν τή γυναικί δύο πτέρυγες τού αετού τού μεγάλου, ίνα πέτηται εις τήν έρημον εις τόν τόπον αυτής, όπως τρέφηται εκεί καιρόν καί καιρούς καί ήμισυ καιρού από προσώπου τού όφεως.
15 καί έβαλεν ο όφις εκ τού στόματος αυτού οπίσω τής γυναικός ύδωρ ως ποταμόν, ίνα αυτήν ποταμοφόρητον ποιήση.
16 καί εβοήθησεν η γή τή γυναικί, καί ήνοιξεν η γή τό στόμα αυτής καί κατέπιε τόν ποταμόν όν έβαλεν ο δράκων εκ τού στόματος αυτού.
17 καί ωργίσθη ο δράκων επί τή γυναικί, καί απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά τών λοιπών τού σπέρματος αυτής, τών τηρούντων τάς εντολάς τού Θεού καί εχόντων τήν μαρτυρίαν Ιησού.
Τρίτη 27 Μαρτίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Τά εν τώ κεφαλαίω τούτω μέχρι τού στίχου 13 εθεωρήθησαν ως αναφερόμενα εις ομαδικήν επιστροφήν τού Ισραήλ. Η καταμέτρησις τού ναού τού εν τή πόλει τή αγία, <<ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα καί Αίγυπτος, όπου καί ο Κύριος εσταυρώθη>>, καθώς καί τό ότι εν τή πλατεία τής πόλεως ταύτης εξετέθησαν τά πτώματα τών δύο μαρτύρων, αναφέρονται εις γεγονότα προδήλως πρός τήν Ιερουσαλήμ καί τήν ζωήν τού ιουδαϊκού λαού σχετιζόμενα. Καί τό ότι μέν η αυλή η έξωθεν τού ναού δέν καταμετρείται υπό τού Ιωάννου, η δέ πόλις παραδίδεται εις καταπάτησιν τών εθνών, εξελήφθησαν ως υποδηλούντα, ότι μεγάλη μερίς τού ιουδαϊκού λαού πεισμόνως εμμένουσα εν τή απιστία θ' αρνηθή καί αυτήν τήν πρός τόν Θεόν πίστιν συζώσα μετά τών εθνών καί αφομοιουμένη πρός αυτά. Άλλη όμως μερίς, ήν εκπροσωπεί η καταμέτρησις τού κυρίως ναού, θά επιστραφή εις Χριστόν. Οι δύο μάρτυρες είναι κήρυκες ένθεοι τού ευαγγελίου εκ τών κόλπων τού λαού τούτου εξανατέλλοντες, όμοιοι πρός τόν Ηλίαν καί Μωϋσήν. Τόν θάνατον αυτών εκδικείται σκληρώς ο Θεός. Η δέ ανάστασις αυτών αναφέρεται άραγε εις υπερφυσικήν ενέργειαν, αποδίδουσαν εις αυτούς τήν ζωήν ή αποτελεί σύμβολον δηλούν, ότι τό έργον τών δύο τούτων μαρτύρων θά αναληφθή υπ' άλλων ομοίων κατά πάντα πρός αυτούς μαρτυρικών προσώπων, εν οίς οι προηγηθέντες δύο μαρτυρικοί τύποι οιονεί θά αναζήσωσι; Κλίνομεν υπέρ τής δευτέρας εκδοχής. Εις τούς στίχους 15-19 περιγράφεται τό έβδομον σάλπισμα, καί προαναγγέλλεται ο τελικός θρίαμβος τής βασιλείας τού Θεού από τού επικειμένου αγώνος πρός τόν Αντίχριστον.
Καί εδόθη μοι κάλαμος όμοιος ράβδω, λέγων έγειρε καί μέτρησον τόν ναόν τού Θεού καί τό θυσιαστήριον καί τούς προσκυνούντας εν αυτώ
2 καί τήν αυλήν τήν έξωθεν τού ναού έκβαλε έξω καί μή αυτήν μετρήσης, ότι εδόθη τοίς έθνεσι, καί τήν πόλιν τήν αγίαν πατήσουσι μήνας τεσσαράκοντα δύο.
3 καί δώσω τοίς δυσί μάρτυσί μου, καί προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους.
4 ούτοί εισιν αι δύο ελαίαι καί αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον τού Κυρίου τής γής εστώσαι.
5 καί εί τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πύρ εκπορεύεται εκ τού στόματος αυτών καί κατεσθίει τούς εχθρούς αυτών καί εί τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δεί αυτόν αποκτανθήναι.
6 ούτοι έχουσιν εξουσίαν τόν ουρανόν κλείσαι, ίνα μή υετός βρέχη τάς ημέρας τής προφητείας αυτών, καί εξουσίαν έχουσιν επί τών υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα καί πατάξαι τήν γήν εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι.
7 καί όταν τελέσωσι τήν μαρτυρίαν αυτών, τό θηρίον τό αναβαίνον εκ τής αβύσσου ποιήσει μετ' αυτών πόλεμον καί νικήσει αυτούς καί αποκτενεί αυτούς.
8 καί τό πτώμα αυτών επί τής πλατείας τής πόλεως τής μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα καί Αίγυπτος, όπου καί ο Κύριος αυτών εσταυρώθη.
9 καί βλέπουσιν εκ τών λαών καί φυλών καί γλωσσών καί εθνών τό πτώμα αυτών ημέρας τρείς καί ήμισυ, καί τά πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα.
10 καί οι κατοικούντες επί τής γής χαίρουσιν επ' αυτοίς, καί ευφρανθήσονται καί δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο προφήται εβασάνισαν τούς κατοικούντας επί τής γής.
11 καί μετά τάς τρείς ημέρας καί ήμισυ, πνεύμα ζωής εκ τού Θεού εισήλθεν εις αυτούς, καί έστησαν επί τούς πόδας αυτών, καί φόβος μέγας επέπεσεν επί τούς θεωρούντας αυτούς.
12 καί ήκουσα φωνήν μεγάλην εκ τού ουρανού λέγουσαν αυτοίς ανάβητε ώδε. καί ανέβησαν εις τόν ουρανόν εν τή νεφέλη, καί εθεώρησαν αυτούς οι εχθροί αυτών.
13 Καί εν εκείνη τή ημέρα εγένετο σεισμός μέγας, καί τό δέκατον τής πόλεως έπεσε, καί απεκτάνθησαν εν τώ σεισμώ ονόματα ανθρώπων χιλιάδες επτά, καί οι λοιποί έμφοβοι εγένοντο καί έδωκαν δόξαν τώ Θεώ τού ουρανού.
14 Η ουαί η δευτέρα απήλθεν η ουαί η τρίτη ιδού έρχεται ταχύ.
15 Καί ο έβδομος άγγελος εσάλπισε καί εγένοντο φωναί μεγάλαι εν τώ ουρανώ λέγουσαι εγένετο η βασιλεία τού κόσμου τού Κυρίου ημών καί τού Χριστού αυτού, καί βασιλεύσει εις τούς αιώνας τών αιώνων.
16 καί οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι οι ενώπιον τού θρόνου τού Θεού, οι κάθηνται επί τούς θρόνους αυτών, έπεσαν επί τά πρόσωπα αυτών καί προσεκύνησαν τώ Θεώ
17 λέγοντες ευχαριστούμέν σοι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ών καί ο ήν καί ο ερχόμενος, ότι είληφας τήν δύναμίν σου τήν μεγάλην καί εβασίλευσας,
18 καί τά έθνη ωργίσθησαν, καί ήλθεν η οργή σου καί ο καιρός τών εθνών κριθήναι καί δούναι τόν μισθόν τοίς δούλοις σου τοίς προφήταις καί τοίς αγίοις τοίς φοβουμένοις τό όνομα σου, τοίς μικροίς καί τοίς μεγάλοις, καί διαφθείραι τούς διαφθείραντας τήν γήν.
19 Καί ηνοίγη ο ναός τού Θεού ο εν τώ ουρανώ, καί ώφθη η κιβωτός τής διαθήκης Κυρίου εν τώ ναώ αυτού, καί εγένοντο αστραπαί καί φωναί καί βρονταί καί σεισμός καί χάλαζα μεγάλη.
Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Όπως μεταξύ τής έκτης καί εβδόμης σφραγίδος, ούτω καί μεταξύ τής έκτης καί εβδόμης σάλπιγγος παρεμβάλλεται επεισόδιον αναφερόμενον πιθανώτατα εις τήν τύχην τού Ισραήλ κατά τήν επικειμένην μετά τό έβδομον σάλπισμα κρίσιν. Άγγελος εξ ουρανού εκπροσωπών τόν Υιόν τού ανθρώπου, ως διαπιστούται εκ τής διαπρεπούς εμφανίσεως αυτού, προαναγγέλων τόν εντός ολίγου τελικόν αγώνα εγχειρίζει εις τόν Ιωάννην μικρόν βιβλίον, ίνα καταφάγη αυτό, σύμβολον τής πλήρους προσοικειώσεως καί κατανοήσεως τού περιεχομένου τού βιβλίου. Συντασσόμεθα υπέρ τής γνώμης, ότι τό βιβλίον ασχολείται μέ τήν επιστροφήν τού Ισραήλ, ούτινος η ιστορία, ως εξ αρχής τής εθνικής του συγκροτήσεως καί άχρι τού νύν χωρισθείσα τής ιστορίας τού λοιπού κόσμου, προσφυώς ενταύθα παρουσιάζεται ως βιβλιαρίδιον εν τώ μεγάλω βιβλίω εις χείρας τού Αρνίου περιλαμβανόμενον. Εφ' όσον δέ η εβδόμη σάλπιγξ αποτελεί τήν συνέχειαν τών εν τώ μεγάλω βιβλίω έξ σαλπισμάτων, τό περιεχόμενον τού βιβλιαριδίου τούτου πιθανώτερον μάς φαίνεται νά εκτείνεται μέχρι τού κεφαλαιου ια' 15, οπόθεν άρχεται η εξιστόρησις τών κατά τό έβδομον σάλπισμα. Γλυκύ εις τήν γεύσιν τούτο, ως προαναγγέλλον τήν ευφρόσυνον επιστροφήν εις Χριστόν μεγάλης μερίδος Ιουδαίων - αι προηγουμένως σφραγισθείσαι 144.000 Ιουδαίων κατά τήν περίοδον αυτήν επιστρέφουσι - παρουσιάζεται ακολούθως πικρόν λόγω τών επακολουθησόντων εις τήν επιστροφήν ταύτην δεινών, πιθανώς καί εκ τού φανατισμού τών πεισμόνως εν τή απιστία παραμεινάντων Ιουδαίων.
Καί είδον άλλον άγγελον ισχυρόν καταβαίνοντα εκ τού ουρανού, περιβεβλημένον νεφέλην, καί η ίρις επί τής κεφαλής αυτού, καί τό πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, καί οι πόδες αυτού ως στύλοι πυρός,
2 καί έχων εν τή χειρί αυτού βιβλίον ανεωγμένον. καί έθηκε τόν πόδα αυτού τόν δεξιόν επί τής θαλάσσης, τόν δέ ευώνυμον επί τής γής,
3 καί έκραξε φωνή μεγάλη ώσπερ λέων μυκάται. καί ότε έκραξεν, ελάλησαν αι επτά βρονταί τάς εαυτών φωνάς.
4 καί ότε ελάλησαν αι επτά βρονταί, έμελλον γράφειν καί ήκουσα φωνήν εκ τού ουρανού λέγουσαν σφράγισον ά ελάλησαν αι επτά βρονταί, καί μή αυτά γράψης.
5 καί ο άγγελος, όν είδον εστώτα επί τής θαλάσσης καί επί τής γής, ήρε τήν χείρα αυτού τήν δεξιάν εις τόν ουρανόν
6 καί ώμοσεν εν τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, ός έκτισε τόν ουρανόν καί τά εν αυτώ καί τήν γήν καί τά εν αυτή καί τήν θάλασσαν καί τά εν αυτή, ότι χρόνος ουκέτι έσται,
7 αλλ' εν ταίς ημέραις τής φωνής τού εβδόμου αγγέλου, όταν μέλλη σαλπίζειν, καί ετελέσθη τό μυστήριον τού Θεού, ως ευηγγέλισε τούς δούλους αυτού τούς προφήτας.
8 Καί η φωνή ήν ήκουσα εκ τού ουρανού, πάλιν λαλούσα μετ' εμού καί λέγουσα ύπαγε λάβε τό βιβλιδάριον τό ανεωγμένον εν τή χειρί τού αγγέλου τού εστώτος επί τής θαλάσσης καί επί τής γής.
9 καί απήλθα πρός τόν άγγελον, λέγων αυτώ δούναί μοι τό βιβλιδάριον. καί λέγοι μοι λάβε καί κατάφαγε αυτό, καί πικρανεί σου τήν κοιλίαν, αλλ' εν τώ στόματί σου έσται γλυκύ ως μέλι.
10 καί έλαβον τό βιβλίον εκ τής χειρός τού αγγέλου καί κατέφαγον αυτό, καί ήν εν τώ στόματί μου ως μέλι γλυκύ καί ότε έφαγον αυτό, επικράνθη η κοιλία μου.
11 καί λέγουσί μοι δεί σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς καί έθνεσι καί γλώσσαις καί βασιλεύσι πολλοίς.
Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Αναστατώσεις εν ταίς ανθρωπίναις κοινωνίαις, εις τάς οποίας εισβάλλει επιδημία τις πνευματική, προελεύσεως διαβολικής, εγγεννώσα εις τάς ψυχάς τών ασφραγίστων αγωνίαν καί μίασμα μελαγχολίας αφορήτου, ωθούσης εις αυτοκτονίαν, επακολουθούν εις τό σάλπισμα τής πέμπτης σάλπιγγος. Αι εν τώ τμήματι τούτω ακρίδες δέν είναι αισθηταί, αλλά δέον νά εκληφθούν αλληγορικώς ως δυνάμεις σατανικαί καί η επίδρασις αυτών καί η εξ αυτών πληγή περιγράφουν είδός τι δαιμονοληψίας καί αιχμαλωσίας πονηράς, εν τή οποία ο μαμωνισμός, αι κοινωνικαί ανατροπαί, αι συγκρούσεις τών ανθρωπίνων παθών δημιουργούν κατάστασις αφόρητον. Τά εις τό έκτον σάλπισμα επακολουθούντα εθεωρήθησαν υπό πλείστων ερμηνευτών ως αναφερόμενα εις επιδρομάς καί εισβολάς βαρβάρων καί ξένων προερχομένων εξ Ανατολής καί σκορπιζόντων εις τήν διάβασιν αυτών ερείπια καί καταστροφάς. Καί αι πληγαί αύται δέν αναφέρονται εις ωρισμένην εποχήν. Έχουσαι τά προανακρούσματα αυτών εις πάσαν γενεάν, θά επιταθούν κατά τήν περίοδον τού τελικού αγώνος, όστις θά προηγηθή τού οριστικού θριάμβου τού ευαγγελίου καί τής επικρατήσεως τής βασιλείας τού Θεού.
Καί ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε καί είδον αστέρα εκ τού ουρανού πεπτωκότα εις τήν γήν, καί εδόθη αυτώ η κλείς τού φρέατος τής αβύσσου,
2 καί ήνοιξε τό φρέαρ τής αβύσσου, καί ανέβη καπνός εκ τού φρέατος ως καπνός καμίνου καιομένης, καί εσκοτίσθη ο ήλιος καί ο αήρ εκ τού καπνού τού φρέατος.
3 καί εκ τού καπνού εξήλθον ακρίδες εις τήν γήν, καί εδόθη αυταίς εξουσία ως έχουσιν εξουσίαν οι σκορπίοι τής γής
4 καί ερρέθη αυταίς ίνα μή αδικήσωσι τόν χόρτον τής γής ουδέ πάν χλωρόν ουδέ πάν δένδρον, ει μή τούς ανθρώπους οίτινες ουκ έχουσι τήν σφραγίδα τού Θεού επί τών μετώπων αυτών.
5 καί εδόθη αυταίς ίνα μή αποκτείνωσιν αυτούς, αλλ' ίνα βασανισθώσι μήνας πέντε καί ο βασανισμός αυτών ως βασανισμός σκορπίου, όταν παίση άνθρωπον.
6 καί εν ταίς ημέραις εκείναις ζητήσουσιν οι άνθρωποι τόν θάνατον καί ου μή ευρήσουσιν αυτόν, καί επιθυμήσουσιν αποθανείν, καί φεύξεται απ' αυτών ο θάνατος.
7 καί τά ομοιώματα τών ακρίδων όμοια ίπποις ητοιμασμένοις εις πόλεμον, καί επί τάς καφαλάς αυτών ως στέφανοι όμοιοι χρυσίω, καί τά πρόσωπα αυτών ως πρόσωπα ανθρώπων,
8 καί είχον τρίχας ως τρίχας γυναικών, καί οι οδόντες αυτών ως λεόντων ήσαν,
9 καί είχον θώρακας ως θώρακας σιδηρούς, καί η φωνή τών πτερύγων αυτών ως φωνή αρμάτων ίππων πολλών τρεχόντων εις πόλεμον.
10 καί έχουσιν ουράς ομοίας σκορπίοις καί κέντρα, καί εν ταίς ουραίς αυτών εξουσίαν έχουσι τού αδικήσαι τούς ανθρώπους μήνας πέντε.
11 έχουσι βασιλέα επ' αυτών τόν άγγελον τής αβύσσου όνομα αυτώ Εβραϊστί Αβαδδών, εν δέ τή Ελληνική όνομα έχει Απολλύων.
12 Η ουαί η μία απήλθεν ιδού έρχονται έτι δύο ουαί μετά ταύτα.
13 Καί ο έκτος άγγελος εσάλπισε καί ήκουσα φωνήν μίαν εκ τών τεσσάρων κεράτων τού θυσιαστηρίου τού χρυσού τού ενώπιον τού Θεού,
14 λέγοντος τώ έκτω αγγέλω ο έχων τήν σάλπιγγα, λύσον τούς τέσσαρας αγγέλους τούς δεδεμένους επί τώ ποταμώ τώ μεγάλω Ευφράτη.
15 καί ελύθησαν οι τέσσαρες άγγελοι οι ητοιμασμένοι εις τήν ώραν καί εις τήν ημέραν καί μήνα καί ενιαυτόν, ίνα αποκτείνωσι τό τρίτον τών ανθρώπων.
16 καί ο αριθμός τών στρατευμάτων τού ίππου δύο μυριάδες μυριάδων ήκουσα τόν αριθμόν αυτών.
17 καί ούτως είδον τούς ίππους εν τή οράσει καί τούς καθημένους επ' αυτών, έχοντας θώρακας πυρίνους καί υακινθίνους καί θειώδεις καί αι κεφαλαί τών ίππων ως κεφαλαί λεόντων, καί εκ τών στομάτων αυτών εκπορεύεται πύρ καί καπνός καί θείον.
18 από τών τριών πληγών τούτων απεκτάνθησαν τό τρίτον τών ανθρώπων, εκ τού πυρός καί τού καπνού καί τού θείου τού εκπορευομένου εκ τών στομάτων αυτών.
19 η γάρ εξουσία τών ίππων εν τώ στόματι αυτών εστι καί εν ταίς ουραίς αυτών αι γάρ ουραί αυτών όμοιαι όφεσιν, έχουσαι κεφαλάς, καί εν αυταίς αδικούσι.
20 καί οι λοιποί τών ανθρώπων, οί ουκ απεκτάνθησαν εν ταίς πληγαίς ταύταις, ου μετενόησαν εκ τών έργων τών χειρών αυτών, ίνα μή προσκυνήσωσι τά δαιμόνια καί τά είδωλα τά χρυσά καί τά αργυρά καί τά χαλκά καί τά λίθινα καί τά ξύλινα, ά ούτε βλέπειν δύναται ούτε ακούειν ούτε περιπατείν,
21 καί ου μετανόησαν εκ τών φόνων αυτών ούτε εκ τών φαρμακειών αυτών ούτε εκ τής πορνείας αυτών ούτε εκ τών κλεμμάτων αυτών.
Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν εβδόμην, εγένετο σιγή εν τώ ουρανώ ως ημιώριον.
2 Καί είδον τούς επτά αγγέλους οί ενώπιον τού Θεού εστήκασι, καί εδόθησαν αυτοίς επτά σάλπιγγες.
3 καί άλλος άγγελος ήλθε καί εστάθη επί τού θυσιαστηρίου έχων λιβανωτόν χρυσούν, καί εδόθη αυτώ θυμιάματα πολλά, ίνα δώση ταίς προσευχαίς τών αγίων πάντων επί τό θυσιαστήριον τό χρυσούν τό ενώπιον τού θρόνου.
4 καί ανέβη ο καπνός τών θυμιαμάτων ταίς προσευχαίς τών αγίων εκ χειρός τού αγγέλου ενώπιον τού Θεού.
5 καί είληφεν ο άγγελος τόν λιβανωτόν καί εγέμισεν αυτόν εκ τού πυρός τού θυσιαστηρίου καί έβαλεν εις τήν γήν. καί εγένοντο βρονταί καί φωναί καί αστραπαί καί σεισμός.
6 Καί οι επτά άγγελοι οι έχοντες τάς επτά σάλπιγγας ητοίμασαν εαυτούς ίνα σαλπίσωσι.
7 Καί ο πρώτος εσάλπισε, καί εγένετο χάλαζα καί πύρ μεμιγμένα εν αίματι, καί εβλήθη εις τήν γήν καί τό τρίτον τής γής κατεκάη, καί τό τρίτον τών δένδρων κατεκάη, καί πάς χόρτος χλωρός κατεκάη.
8 Καί ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε, καί ως όρος μέγα πυρί καιόμενον εβλήθη εις τήν θάλασσαν, καί εγένετο τό τρίτον τής θαλάσσης αίμα,
9 καί απέθανε τό τρίτον τών κτισμάτων τών εν τή θαλάσση, τά έχοντα ψυχάς, καί τό τρίτον τών πλοίων διεφθάρη.
10 Καί ο τρίτος άγγελος εσάλπισε, καί έπεσεν εκ τού ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς, καί έπεσεν επί τό τρίτον τών ποταμών καί επί τάς πηγάς τών υδάτων.
11 καί τό όνομα τού αστέρος λέγεται ο Άψινθος. καί εγένετο τό τρίτον τών υδάτων εις άψινθον, καί πολλοί τών ανθρώπων απέθανον εκ τών υδάτων, ότι επικράνθησαν.
12 Καί ο τέταρτος άγγελος εσάλπισε, καί επλήγη τό τρίτον τού ηλίου καί τό τρίτον τής σελήνης καί τό τρίτον τών αστέρων, ίνα σκοτισθή τό τρίτον αυτών, καί τό τρίτον αυτής μή φανή η ημέρα, καί η νύξ ομοίως.
13 Καί είδον καί ήκουσα ενός αετού πετομένου εν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνή μεγάλη ουαί, ουαί, ουαί τούς κατοικούντας επί τής γής εκ τών λοιπών φωνών τής σάλπιγγος τών τριών αγγέλων τών μελλόντων σαλπίζειν.
Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
Καί μετά τούτο είδον τέσσαρας αγγέλους εστώτας επί τάς τέσσαρας γωνίας τής γής, κρατούντας τούς τέσσαρας ανέμους τής γής, ίνα μή πνέη άνεμος επί τής γής μήτε επί τής θαλάσσης μήτε επί πάν δένδρον.
2 καί είδον άλλον άγγελον αναβαίνοντα από ανατολής ηλίου, έχοντα σφραγίδα Θεού ζώντος, καί έκραξε φωνή μεγάλη τοίς τέσσαρσιν αγγέλοις, οίς εδόθη αυτοίς αδικήσαι τήν γήν καί τήν θάλασσαν,
3 λέγων μή αδικήσητε τήν γήν μήτε τήν θάλασσαν μήτε τά δένδρα, άχρις ού σφραγίσωμεν τούς δούλους τού Θεού ημών επί τών μετώπων αυτών.
4 Καί ήκουσα τόν αριθμόν τών εσφραγισμένων εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι εκ πάσης φυλής υιών Ισραήλ
5 εκ φυλής Ιούδα δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι, εκ φυλής Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Γάδ δώδεκα χιλιάδες,
6 εκ φυλής Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Μανασσή δώδεκα χιλιάδες
7 εκ φυλής Συμεών δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Λευί δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,
8 εκ φυλής Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, εκ φυλής Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι.
9 Μετά ταύτα είδον, καί ιδού όχλος πολύς, όν αριθμήσαι αυτόν ουδείς εδύνατο, εκ παντός έθνους καί φυλών καί λαών καί γλωσσών, εστώτας ενώπιον τού θρόνου καί ενώπιον τού αρνίου, περιβεβλημένους στολάς λευκάς, καί φοίνικες εν ταίς χερσίν αυτών
10 καί κράζουσι φωνή μεγάλη λέγοντες η σωτηρία τώ Θεώ ημών τώ καθημένω επί τού θρόνου καί τώ αρνίω.
11 καί πάντες οι άγγελοι ειστήκεισαν κύκλω τού θρόνου καί τών πρεσβυτέρων καί τών τεσσάρων ζώων, καί έπεσαν ενώπιον τού θρόνου επί τά πρόσωπα αυτών καί προσεκύνησαν τώ Θεώ
12 λέγοντες αμήν η ευλογία καί η δόξα καί η σοφία καί η ευχαριστία καί η τιμή καί η δύναμις καί η ισχύς τώ Θεώ ημών εις τούς αιώνας τών αιώνων αμήν.
13 Καί απεκρίθη είς εκ τών πρεσβυτέρων λέγων μοι ούτοι οι περιβεβλημένοι τάς στολάς τάς λευκάς τίνες εισί καί πόθεν ήλθον;
14 καί είρηκα αυτώ κύριέ μου, σύ οίδας. καί είπέ μοι ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ τής θλίψεως τής μεγάλης, καί έπλυναν τάς στολάς αυτών καί ελεύκαναν αυτάς εν τώ αίματι τού αρνίου.
15 διά τούτό εισιν ενώπιον τού θρόνου τού Θεού καί λατρεύουσιν αυτώ ημέρας καί νυκτός εν τώ ναώ αυτού. καί ο καθήμενος επί τού θρόνου σκηνώσει επ' αυτούς.
16 ου πεινάσουσιν έτι ουδέ διψήσουσιν έτι, ουδ' ου μή πέση επ' αυτούς ο ήλιος ουδέ πάν καύμα,
17 ότι τό αρνίον τό ανά μέσον τού θρόνου ποιμαίνει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, καί εξαλείψει ο Θεός πάν δάκρυον εκ τών οφθαλμών αυτών.
Σάββατο 16 Ιουλίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
Καί είδον ότε ήνοιξε τό αρνίον μίαν εκ τών επτά σφραγίδων καί ήκουσα ενός εκ τών τεσσάρων ζώων λέγοντος, ως φωνή βροντής έρχου.
2 καί είδον, καί ιδού ίππος λευκός, καί ο καθήμενος επ' αυτόν έχων τόξον καί εδόθη αυτώ στέφανος, καί εξήλθε νικών καί ίνα νικήση.
3 Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν δευτέραν, ήκουσα τού δευτέρου ζώου λέγοντος έρχου.
4 καί εξήλθεν άλλος ίππος πυρρός, καί τώ καθημένω επ' αυτόν εδόθη αυτώ λαβείν τήν ειρήνην εκ τής γής καί ίνα αλλήλους σφάξωσιν, καί εδόθη αυτώ μάχαιρα μεγάλη.
5 Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν τρίτην, ήκουσα τού τρίτου ζώου λέγοντος, έρχου. καί είδον, καί ιδού ίππος μέλας, καί ο καθήμενος επ' αυτόν έχων ζυγόν εν τή χειρί αυτού
6 καί ήκουσα ως φωνήν εν μέσω τών τεσσάρων ζώων λέγουσαν χοίνιξ σίτου δηναρίου, καί τρείς χοίνικες κριθής δηναρίου καί τό έλαιον καί τόν οίνον μή αδικήσης.
7 Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν τετάρτην, ήκουσα φωνήν τού τετάρτου ζώου λέγοντος έρχου.
8 καί είδον, καί ιδού ίππος χλωρός, καί ο καθήμενος επάνω αυτού, όνομα αυτώ ο θάνατος, καί ο άδης ηκολούθει μετ' αυτού καί εδόθη αυτώ εξουσία επί τό τέταρτον τής γής, αποκτείναι εν ρομφαία καί εν λιμώ καί εν θανάτω καί υπό τών θηρίων τής γής.
9 Καί ότε ήνοιξε τήν πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω τού θυσιαστηρίου τάς ψυχάς τών εσφαγμένων διά τόν λόγον τιύ Θεού καί διά τήν μαρτυρίαν τού αρνίου ήν είχον
10 καί έκραξαν φωνή μεγάλη λέγοντες έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος καί ο αληθινός, ου κρίνεις καί εκδικείς τό αίμα ημών εκ τών κατοικούντων επί τής γής;
11 καί εδόθη αυτοίς εκάστω στολή λευκή, καί ερρέθη αυτοίς ίνα αναπαύσωνται έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι καί οι σύνδουλοι αυτών καί οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως καί αυτοί.
12 καί είδον ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν έκτην, καί σεισμός μέγας εγένετο, καί ο ήλιος μέλας εγένετο ως σάκκος τρίχινος, καί η σελήνη όλη εγένετο ως αίμα,
13 καί οι αστέρες τού ουρανού έπεσαν εις τήν γήν, ως συκή βάλλουσα τούς ολύνθους αυτής, υπό ανέμου μεγάλου σειομένη,
14 καί ο ουρανός απεχωρίσθη ως βιβλίον ελισσόμενον, καί πάν όρος καί νήσος εκ τών τόπων εκινήθησαν
15 καί οι βασιλείς τής γής καί οι μεγιστάνες καί οι χιλίαρχοι καί οι πλούσιοι καί οι ισχυροί καί πάς δούλος καί ελεύθερος έκρυψαν εαυτούς εις τά σπήλαια καί εις τάς πέτρας τών ορέων,
16 καί λέγουσι τοίς όρεσι καί ταίς πέτραις πέσατε εφ' ημάς καί κρύψατε ημάς από προσώπου τού καθημένου επί τού θρόνου καί από τής οργής τού αρνίου,
17 ότι ήλθεν η ημέρα η μεγάλη τής οργής αυτού, καί τίς δύναται σταθήναι;
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Καί είδον επί τήν δεξιάν τού καθημένου επί τού θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν καί έξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά.
2 καί είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα εν φωνή μεγάλη τίς άξιός εστιν ανοίξαι τό βιβλίον καί λύσαι τάς σφραγίδας αυτού;
3 καί ουδείς εδύνατο εν τώ ουρανώ ούτε επί τής γής ούτε υποκάτω τής γής ανοίξαι τό βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
4 καί εγώ έκλαιον πολύ, ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι τό βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
5 καί είς εκ τών πρεσβυτέρων λέγει μοι μή κλαίε ιδού ενίκησεν ο λέων ο εκ τής φυλής Ιούδα, η ρίζα Δαυΐδ, ανοίξαι τό βιβλίον καί τάς επτά σφραγίδας αυτού.
6 Καί είδον εν μέσω τού θρόνου καί τών τεσσάρων ζώων καί εν μέσω τών πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά καί οφθαλμούς επτά, ά εισι τά επτά πνεύματα τού Θεού αποστελλόμενα εις πάσαν τήν γήν.
7 καί ήλθε καί είληφεν εκ τής δεξιάς τού καθημένου επί τού θρόνου.
8 καί ότε έλαβε τό βιβλίον, τά τέσσαρα ζώα καί οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον τού αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάραν καί φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αί εισιν αι προσευχαί τών αγίων
9 καί άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες άξιος εί λαβείν τό βιβλίον καί ανοίξαι τάς σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης καί ηγόρασας τώ Θεώ ημάς εν τώ αίματί σου εκ πάσης φυλής καί γλώσσης καί λαού καί έθνους,
10 καί εποίησας αυτούς τώ Θεώ ημών βασιλείς καί ιερείς, καί βασιλεύσουσιν επί τής γής.
11 καί είδον καί ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω τού θρόνου καί τών ζώων καί τών πρεσβυτέρων, καί ήν ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων καί χιλιάδες χιλιάδων,
12 λέγοντες φωνή μεγάλη άξιόν εστι τό αρνίον τό εσφαγμένον λαβείν τήν δύναμιν καί τόν πλούτον καί σοφίαν καί ισχύν καί τιμήν καί δόξαν καί ευλογίαν.
13 καί πάν κτίσμα ό εν τώ ουρανώ καί επί τής γής καί υποκάτω τής γής καί επί τής θαλάσσης εστί, καί τά εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας τώ καθημένω επί τού θρόνου καί τώ αρνίω η ευλογία καί η τιμή καί η δόξα καί τό κράτος εις τούς αιώνας τών αιώνων.
14 καί τά τέσσαρα ζώα έλεγον, αμήν καί οι πρεσβύτεροι έπεσαν καί προσεκύνησαν.
Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Μετά ταύτα είδον, καί ιδού θύρα ανεωγμένη εν τώ ουρανώ, καί η φωνή η πρώτη ήν ήκουσα ως σάλπιγγος λαλούσης μετ' εμού, λέγων ανάβα ώδε καί δείξω σοι ά δεί γενέσθαι μετά ταύτα.
2 καί ευθέως εγενόμην εν πνεύματι καί ιδού θρόνος έκειτο εν τώ ουρανώ, καί επί τόν θρόνον καθήμενος,
3 όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι καί σαρδίω καί ίρις κυκλόθεν τού θρόνου, ομοίως όρασις σμαραγδίνων.
4 καί κυκλόθεν τού θρόνου θρόνοι είκοσι τέσσαρες, καί επί τούς θρόνους τούς είκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς, καί επί τάς κεφαλάς αυτών στεφάνους χρυσούς.
5 καί εκ τού θρόνου εκπορεύονται αστραπαί καί φωναί καί βρονταί καί επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον τού θρόνου, αί εισι τά επτά πνεύματα τού Θεού
6 καί ενώπιον τού θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω καί εν μέσω τού θρόνου καί κύκλω τού θρόνου τέσσαρα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν καί όπισθεν
7 καί τό ζώον τό πρώτον όμοιον λέοντι, καί τό δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω, καί τό τρίτον ζώον έχον τό πρόσωπον ως ανθρώπου, καί τό τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετομένω.
8 καί τά τέσσαρα ζώα, έν καθ' έν αυτών έχον ανά πτέρυγας έξ, κυκλόθεν καί έσωθεν γέμουσιν οφθαλμών, καί ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας καί νυκτός λέγοντες άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ήν καί ο ών καί ο ερχόμενος.
9 Καί όταν δώσι τά ζώα δόξαν καί τιμήν καί ευχαριστίαν τώ καθημένω επί τού θρόνου, τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων,
10 πεσούνται οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ενώπιον τού καθημένου επί τού θρόνου, καί προσκυνήσουσι τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, καί βαλούσι τούς στεφάνους αυτών ενώπιον τού θρόνου λέγοντες
11 άξιος εί, ο Κύριος καί Θεός ημών, λαβείν τήν δόξαν καί τήν τιμήν καί τήν δύναμιν, ότι σύ έκτισας τά πάντα, καί διά τό θέλημά σου ήσαν καί εκτίσθησαν.
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
2 γίνου γρηγορών, καί στήρισον τά λοιπά ά έμελλον αποθνήσκειν ου γάρ εύρηκά σου τά έργα πεπληρωμένα ενώπιον τού Θεού μου.
3 μνημόνευε ούν πώς είληφας καί ήκουσας, καί τήρει καί μετανόησον. εάν ούν μή γρηγορήσης, ήξω επί σέ ως κλέπτης, καί ου μή γνώση ποίαν ώραν ήξω επί σέ.
4 αλλά έχεις ολίγα ονόματα εν Σάρδεσιν, ά ουκ εμόλυναν τά ιμάτια αυτών, καί περιπατήσουσι μετ' εμού εν λευκοίς, ότι άξιοί εισιν.
5 Ο νικών ούτως περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, καί ου μή εξαλείψω τό όνομα αυτού εκ τής βίβλου τής ζωής, καί ομολογήσω τό όνομα αυτού ενώπιον τού πατρός μου καί ενώπιον τών αγγέλων αυτού.
6 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
7 Καί τώ αγγέλω τής εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων τήν κλείν τού Δαυΐδ, ο ανοίγων καί ουδείς κλείσει, καί κλείων καί ουδείς ανοίξει
8 οίδά σου τά έργα. - ιδού δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ήν ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν. - ότι μικράν έχεις δύναμιν, καί ετήρησάς μου τόν λόγον καί ουκ ηρνήσω τό όνομά μου.
9 ιδού δίδωμι εκ τής συναγωγής τού σατανά τών λεγόντων εαυτούς Ιουδαίους είναι, καί ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται ιδού ποιήσω αυτούς ίνα ήξουσι καί προσκυνήσουσιν ενώπιον τών ποδών σου, καί γνώσιν ότι εγώ ηγάπησά σε.
10 ότι ετήρησας τόν λόγον τής υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ τής ώρας τού πειρασμού τής μελλούσης έρχεσθαι επί τής οικουμένης όλης, πειράσαι τούς κατοικούντας επί τής γής.
11 έρχομαι ταχύ κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τόν στέφανόν σου.
12 Ο νικών, ποιήσω αυτόν στύλον εν τώ ναώ τού Θεού μου, καί έξω ου μή εξέλθη έτι, καί γράψω επ' αυτόν τό όνομα τού Θεού μου καί τό όνομα τής πόλεως τού Θεού μου, τής καινής Ιερουσαλήμ, ή καταβαίνει εκ τού ουρανού από τού Θεού μου, καί τό όνομά μου τό καινόν.
13 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
14 Καί τώ αγγέλω τής εν Λαοδικεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός καί αληθινός, η αρχή τής κτίσεως τού Θεού
15 οίδά σου τά έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός όφελον ψυχρός ής ή ζεστός.
16 ούτως ότι χλιαρός εί, καί ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ τού στόματός μου.
17 ότι λέγεις ότι πλούσιός ειμι καί πεπλούτηκα καί ουδενός χρείαν έχω, - καί ουκ οίδας ότι σύ εί ο ταλαίπωρος καί ο ελεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός, -
18 συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ' εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, καί ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη καί μή φανερωθή η αισχύνη τής γυμνότητός σου, καί κολλύριον ίνα εγχρίση τούς οφθαλμούς σου ίνα βλέπης.
19 εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω καί παιδεύω ζήλευε ούν καί μετανόησον.
20 ιδού έστηκα επί τήν θύραν καί κρούω εάν τις ακούση τής φωνής μου καί ανοίξη τήν θύραν, καί εισελεύσομαι πρός αυτόν καί δειπνήσω μετ' αυτού καί αυτός μετ' εμού.
21 Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ' εμού εν τώ θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα καί εκάθισα μετά τού πατρός μου εν τώ θρόνω αυτού.
22 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.