Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Αναστάσιμα Απολυτίκια

Ήχος α'.

Τού λίθου σφραγισθέντος υπό τών Ιουδαίων, καί στρατιωτών φυλασσόντων τό άχραντόν σου σώμα, ανέστης τριήμερος Σωτήρ, δωρούμενος τώ Κόσμω τήν ζωήν. Διά τούτο αι δυνάμεις τών ουρανών εβόων σοι ζωοδότα Δόξα τή αναστάσει σου Χριστέ, δόξα τή βασιλεία σου, δόξα τή οικονομία σου, μόνε φιλάνθρωπε.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον

Τού Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι Παρθένε τό Χαίρε, σύν τή φωνή εσαρκούτο ο τών όλων Δεσπότης, εν σοί τή αγία Κιβωτώ, ως έφη ο δίκαιος Δαυϊδ. Εδείχθης Πλατυτέρα τών ουρανών, βαστάσασα τόν Κτίστην σου. Δόξα τώ ενοικήσαντι εν σοί δόξα τώ προελθόντι εκ σού δόξα τώ ελευθερώσαντι ημά διά τού τόκου σου.

Ήχος β'.

Ότε κατήλθες πρός τόν θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τόν άδην ενέκρωσας, τή αστραπή τής Θεότητος ότε δέ καί τούς τεθνεώτας, εκ τών καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις τών επουρανίων εκραύγαζον Ζωοδότα Χριστέ, ο Θεός ημών, δόξα σοι.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον

Πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα, τά σά Θεοτόκε, μυστήρια τή αγνεία, εσφραγισμένη, καί παρθενία φυλαττομένη, Μήτηρ εγνώσθης αψευδής, Θεόν τεκούσα αληθινόν αυτόν ικέτευε σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Ήχος γ'.

Ευφραινέσθω τά ουράνια, γαλλιάσθω τά επίγεια, ότι εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, ο Κύριος επάτησε τώ θανάτω τόν θάνατον πρωτότοκος τών νεκρών εγένετο εκ κοιλίας άδου ερρύσατο ημάς, καί παρέσχε τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον.

Σέ τήν μεσιτεύσασαν, τήν σωτηρίαν τού γένους ημών, ανυμνούμεν Θεοτόκε Παρθένε εν τή σαρκί γάρ τή εκ σού προσληφθείση, ο Υιός σου καί Θεός ημών, τόν διά Σταυρού καταδεξάμενος πάθος, ελυτρώσατο ημάς, εκ φθοράς ως φιλάνθρωπος.

Ήχος δ'.

Τό φαιδρόν τής Αναστάσεως κήρυγμα, εκ τού Αγγέλου μαθούσαι αι τού Κυρίου Μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν απόφασιν απορρίψασαι, τοίς Αποστόλοις καυχώμεναι έλεγον Εσκύλευται ο θάνατος, ηγέρθη Χριστός ο Θεός, δωρούμενος τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον

Τό απ' αιώνος απόκρυφον, καί Αγγέλοις άγνωστον μυστήριον, διά σού Θεοτόκε τοίς επί γής πεφανέρωται, Θεός εν ασυγχύτω ενώσει σαρκούμενος, καί Σταυρόν εκουσίως υπέρ ημών καταδεξάμενος δι' ού αναστήσας τόν πρωτόπλαστον, έσωσεν εκ θανάτου τάς ψυχάς ημών.

Ήχος πλ. α'

Τόν συνάναρχον Λόγον Πατρί καί Πνεύματι, τόν εκ Παρθένου τεχθέντα εις σωτηρίαν ημών, ανυμνήσωμεν πιστοί καί προσκυνήσωμεν ότι ηυδόκησε σαρκί, ανελθείν εν τώ Σταυρώ, καί θάνατον υπομείναι, καί εγείραι τούς τεθνεώτας, εν τή ενδόξω Αναστάσει αυτού.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον

Χαίρε πύλη Κυρίου η αδιόδευτος Χαίρε τείχος καί σκέπη τών προστρεχόντων εις σέ Χαίρε αχείμαστε λιμήν καί απειρόγαμε η τεκούσα εν σαρκί, τόν ποιητήν σου καί Θεόν, πρεσβεύουσα μή ελλείπης, υπέρ τών ανυμνούντων, καί προσκυνούντων τόν Τόκον σου.

Ήχος πλ. β'.

Αγγελικαί Δυνάμεις επί τό μνήμα σου, καί οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν καί ίστατο Μαρία εν τώ τάφω, ζητούσα τό άχραντόν σου σώμα. Εσκύλευσας τόν Άδην, μή πειρασθείς υπ' αυτού υπήντησας τή Παρθένω, δωρούμενος τήν ζωήν. Ο αναστάς εκ τών νεκρών, Κύριε δόξα σοι.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον.

Ο τήν ευλογημένην καλέσας σου Μητέρα, ήλθες επί τό πάθος εκουσία βουλή, λάμψας εν τώ Σταυρώ, αναζητήσαι θέλων τόν Αδάμ, λέγων τοίς Αγγέλοις συγχάρητέ μοι, ότι ευρέθη η απολομένη δραχμή. Ο πάντα σοφώς οικονομήσας, δόξα σοι.

Ήχος βαρύς.

Κατέλυσας τώ Σταυρώ σου τόν θάνατον ηνέωξας τώ ληστή τόν Παράδεισον τών Μυροφόρων τόν θρήνον μετέβαλες καί τοίς σοίς Αποστόλοις, κηρύττειν επέταξας, ότι ανέστης Χριστέ ο Θεός, παρέχων τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον

Ως τής ημών αναστάσεως θησαύρισμα, τούς επί σοί πεποιθότας Πανύμνητε, εκ λάκκου καί βυθού πταισμάτων ανάγαγε σύ γάρ τούς υπευθύνους τή αμαρτία, έσωσας τεκούσα τήν σωτηρίαν, η πρό τόκου παρθένος, καί εν τόκω παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν ούσα παρθένος.

Ήχος πλ. δ'.

Έξ ύψους κατήλθες ο Εύσπλαγχνος, ταφήν κατεδέξω τριήμερον, ίνα ημάς ελευθερώσης τών παθών. Η ζωή καί η Ανάστασις ημών, Κύριε δόξα σοι.

Δόξα. Καί νύν. Θεοτοκίον

Ο δι' ημάς γεννηθείς εκ Παρθένου, καί σταύρωσιν υπομείνας Αγαθέ, ο θανάτω τόν θάνατον σκυλεύσας, καί έγερσιν δείξας ως Θεός, μή παρίδης ούς έπλασας, τή χειρί σου δείξον τήν φιλανθρωπίαν σου Ελεήμον δέξαι τήν τεκούσαν σε Θεοτόκον, πρεσβεύουσαν υπέρ ημών, καί σώσον Σωτήρ ημών λαόν απεγνωσμένον.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ Λ'.

Ήχος πλ. α'.

Πρός Εβραίους επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( ιγ' 17-21. αγίου )

Αδελφοί, πείθεσθε τοίς ηγουμένοις υμών καί υπείκετε αυτοί γάρ αγρυπνούσιν υπέρ τών ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι καί μή στενάζοντες αλυσιτελές γάρ υμίν τούτο. Προσεύχεσθε περί ημών πεποίθαμεν γάρ ότι καλήν συνείδησιν έχομεν, εν πάσι καλώς θέλοντες αναστρέφεσθαι. περισσοτέρως δέ παρακαλώ τούτο ποιήσαι, ίνα τάχιον αποκατασταθώ υμίν. Ο δέ Θεός τής ειρήνης, ο αναγαγών εκ νεκρών τόν ποιμένα τών προβάτων τόν μέγαν εν αίματι διαθήκης αιωνίου, τόν Κύριον ημών Ιησούν, καταρτίσαι υμάς εν παντί έργω αγαθώ εις τό ποιήσαι τό θέλημα αυτού, ποιών εν υμίν τό ευάρεστον ενώπιον αυτού διά Ιησού Χριστού, ώ η δόξα εις τούς αιώνας τών αιώνων αμήν.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( ιγ' 10-17 )

Τώ καιρώ εκείνω, ήν διδάσκων ο Ιησούς εν μιά τών Συναγωγών εν τοίς Σάββασι. Καί ιδού γυνή ήν πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα καί οκτώ, καί ήν συγκύπτουσα καί μή δυναμένη ανακύψαι εις τό παντελές. Ιδών δέ αυτήν ο Ιησούς προσεφώνησε καί είπεν αυτή Γύναι, απολέλυσαι τής ασθενείας σου καί επέθηκεν αυτή τάς χείρας καί παραχρήμα ανωρθώθη καί εδόξαζε τόν Θεόν. Αποκριθείς δέ ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τώ Σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τώ όχλω Έξ ημέραι εισίν, εν αίς δεί εργάζεσθαι εν ταύταις ούν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, καί μή τή ημέρα τού Σαββάτου. Απεκρίθη ούν αυτώ ο Κύριος καί είπεν Υποκριτά, έκαστος υμών τώ Σαββάτω ου λύει τόν βούν αυτού ή τόν όνον από τής φάτνης καί απαγαγών ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ήν έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα καί οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από τού δεσμού τούτου τή ημέρα τού Σαββάτου; Καί ταύτα λέγοντος αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, καί πάς ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοίς ενδόξοις τοίς γινομένοις υπ' αυτού.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΘ'
Ήχος δ'.
Πρός Κολασσαείς επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.
( γ'4-11 )
Αδελφοί, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε καί υμείς σύν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη. Νεκρώσατε ούν τά μέλη υμών τά επί τής γής, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι' ά έρχεται η οργή τού Θεού επί τούς υιούς τής απειθείας, εν οίς καί υμείς περιεπατήσατέ ποτε, ότε εζήτε εν αυτοίς νυνί δέ απόθεσθε καί υμείς τά πάντα , οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ τού στόματος υμών μή ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τόν παλαιόν άνθρωπον σύν ταίς πράξεσιν αυτού καί ενδυσάμενοι τόν νέον τόν ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ' εικόνα τού κτίσαντος αυτόν, όπου ουκ ένι Έλλην καί Ιουδαίος, περιτομή καί ακροβυστία, βάρβαρο, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τά πάντα καί εν πάσι Χριστός.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.
( ιη' 18-27 )
Τώ καιρώ εκείνω, άνθρωπός τις προσήλθε τώ Ιησού, πειράζων αυτόν, καί λέγων Διδάσκαλε εγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Είπε δέ αυτώ ο Ιησούς Τί με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός, ει μή είς ο Θεός. Τάς εντολάς οίδας Μή μοιχεύσης, μή φονεύσης, μή κλέψης, μή ψευδομαρτυρήσης, τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου. Ο δέ είπε Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Ακούσας δέ ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ Έτι έν σοι λείπει πάντα όσα έχεις πώλησον καί διάδος πτωχοίς, καί έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, καί δεύρο ακολούθει μοι. Ο δέ ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο ήν γάρ πλούσιος σφόδρα. Ιδών δέ αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε Πώς δυσκόλως οι τά χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις τήν βασιλείαν τού Θεού! Ευκοπωτερον γάρ εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν τού Θεού εισελθείν. Είπον δέ οι ακούσαντες Καί τίς δύναται σωθήναι; Ο δέ είπε Τά αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τώ Θεώ εστιν.

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Κειμήλια Αγίου Όρους.

Μεγίστης Λαύρας: Κέκτηται πολλά κειμήλια, εν οίς πολύτιμον κιβώτιον καί τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, η κάρα τού Μ. Βασιλείου καί Αλεξάνδρου τού εν Πύδνη, δωρηθέντα υπό τού Νικηφόρου Φωκά, η αριστερά χείρ τού Χρισοστόμου, η κάρα τού Αγίου Ευστρατίου καί η τού Μιχαήλ Σινάδων, ο σάκκος Νικηφόρου Φωκά κ.α.

Βατοπαιδίου: Αγία Ζώνη τής Θεομήτορος, μέρος του καλάμου, ο οποίος χλευαστικός εδόθη εις τόν Κύριον, ο δείκτης τής δεξιάς χειρός τού Προδρόμου, μέρος τής ωμοπλάτης τού αγίου Στεφάνου η κάρα Γρηγορίου τού Θεολόγου, Ανδρέου Κρήτης καί Μοδέστου Ιεροσολήμων, τό λείψανον τού Αγίου Ευδοκίμου τού Βατοπαιδινού, τά <<νινιά>> (εικονίδια) τής αυτοκρατείρας Θεοδώρας, συζύγου τού Θεοφίλου, τό ποτήριον Ίασπις δώρον Μανουήλ Κομνηνού τού Παλαιολόγου κ.α.

Ιβήρων: Τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, Μέρος τής χλαμύδος τού Κυρίου, μέρος τού σπόγγου μέ τόν οποίον προσεφέρθη τό όξος εις τόν Κύριον καί μέρος τού εμπαικτικώς προσφερθέντος εις αυτόν υπό τού Πιλάτου καλάμου. Η δεξιά χείρ τού Μ. Βασιλείου, τού αγίου Προκοπίου, αγίας Φωτεινής καί τού αγίου Χαραλάμπους. Η αριστερά χείρ τής αγίας Μαρίνης, τής Οσίας Ευπραξίας καί τού αγίου Ευθυμίου τού Μεγάλου, κ.α.

Χιλανδαρίου: Δύο σταυροί οι οποίοι περιέχουν τίμιον ξύλον περιβεβλημένοι μέ επίχρυσα καί αργυρά πλέγματα καί κεκοσμημένοι μέ πολυτίμους λίθους, μέρος τού ακανθίνου στεφάνου, τού καλάμου καί του σαβάνου τού Κυρίου, μέρος τής πριονισθείσης κάρας τού προφήτου Ησαϊου. Ο δεξιός πούς τού αγίου Παντελεήμονος, η δεξιά τού αγίου Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, μέρος εκ τών λειψάνων τής αγίας Βαρβάρας καί Αγίας Αικατερίνης κ.α.

Διονυσίου: Η δεξιά χείρ τού αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού, η δεξιά τού αγίου Ιωάννου τού Ελεήμονος, τού αγίου Αποστόλου καί Ευαγγελιστού Λουκά, τής αγίας Παρασκευής, τού αγίου Αντύπα τής αγίας Κυριακής, τού αγίου Μοδέστου, τού αγίου Ελευθερίου. Οι κάραι τού αγίου ιερομάρτυρος Πέτρου Αλεξανδρείας καί τής αγίας μάρτυρος Θωμαϊδος. Μέρος τών λειψάνων τού αγίου Φωτίου πατριάρχου Κων/πόλεως, τών νεομαρτύρων Ευθυμίου τού Ιβηρίτου, Ακακίου τού Καυσοκαλυβίτου καί Πολυδώρου τού εν Κύπρω. Τά λε'ιψανα τού προαναφερθέντος αγίου Νήφωνος, ο καρπός τής δεξιάς τού αγίου Παντελεήμονος, τεμάχιον αλύσσεως τό οποίον δείκνυται ως τεμάχιον εκ τής αλύσεως τού Αποστόλου πέτρου κ.α.

Κουτλουμουσίου: Ο πούς τής Θεομήτορος Άννης, η αριστερά χείρ τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, μέρος τών λειψάνων τού αγίου Παντελεήμονος, η σιαγών τού αγίου Χαραλάμπους κ.α.

Παντοκράτορος: Η δεξιά κνήμη τού Αγίου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου, μέρος των λειψάνων τού αγίου Ιωαννικίου τού εν Ολύμπω, τού αγίου Θεοδώρου τού Στρατηλάτου, τού αγίου Ερμολάου, τής αγίας Μητροδώρας, τών αγίων Κοσμά καί Δαμιανού, τού Οσίου Θεοφίλου κ.α.

Ξηροποτάμου: Τεμάχια Ιερών Λειψάνων από 61 Αγίους όπως Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Τιμοθέου-Ανδρέου-Βαρνάβα αποστόλων, Παρασκευής, Παντελεήμονος, Κοσμά καί Δαμιανού, Ιακώβου τού Αδελφοθέου Δημητρίου. Τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, τεμάχια Ακανθίνου Στεφάνου, Σπόγγου καί χλαμύδος εκ τών Παθών τού Χριστού καί άλλα.

Ζωγράφου: Τεμάχιον εκ τών λειψάνων καί αίμα τού Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Μέρος τών λειψάνων τού ευαγγελιστού Ματθαίου, τού αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, τού αγίου Νέστορος, τού αγίου Βαρλαάμ, τού αγίου Αντύπα, τού αγίου Νικήτα, τού αγίου Ιγνατίου, τού αγίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου, τού αγίου Προκοπίου, τού αγίου Θεοδώρου Τήρωνος, τού αγίου Ιακώβου τού Πέρσου κ.α.

Δοχειαρίου: Το 1821 η μονή Δοχειαρίου έχασε όλα σχεδόν τα κειμήλιά της, καθώς και πολύ έμψυχο υλικό.

Καρακάλου: Τεμάχιον Τιμίου Ξύλου,μέρος εκ τώ λειψάνων του αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου, τού αγίου μάρτηρος Τρύφωνος, τής αγίας Παρασκευής, τού αγίου Αντύπα, τού αγίου Γεωργίου, τού αγίου αποστόλου Ανδρέου, τής αγίας Βαρβάρας, τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος καί τό λείψανον τού αγίου Οσιομάρτυρος Γεδεών

Φιλοθέου: Τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, η δεξιά χείρ τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, τμήμα τού ποδός τού αγίου Παντελεήμονος, μέρος τών λειψάνων τής αγίας Μαρίνης, τού αγίου Ισιδώρου τού Χίου, η κάρα τού αγίου Λουκά τού εν τώ Στειρώ Όρει ασκήσαντος, μύρον τού αγίου Δημητρίου, τού αγίου Μαρδαρίου κ.α.

Σίμωνος Πέτρας: Τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, η αριστερά χείρ τής αγίας Μαρίας τής Μαγδαληνής, ο πούς τού αγίου Κηρύκου, η κάρα τού αγίου Παύλου Πατριάρχου Κων/πόλεως καί ομολογητού, η δεξιά τού αγίου Διονυσίου τού Αεροπαγίτου, η κάρα τού αγίου μάρτυρος Σεργίου κ.α.

Αγίου Παύλου: Μεγάλο τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, τά τίμια δώρα πού οι εκ Περσίας τρείς Μάγοι προσέφεραν εις τόν Κύριον, ο αριστερός πούς τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου καί τού αγίου Καλλινίκου. Η δεξιά τού αγίου Μαξίμου τού ομολογητού, η κάρα τής αγίας Αγάθης, μέρος τών λειψάνων τού αγίου Βασιλείου, τού αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, τού αγίου Παντελεήμονος τούαγίου Παχωμίου αδελφού τού μοναστηρίου τού αγίου Κηρύκου, τού αγίου Διονυσίου τού εν Ολύμπω κ.α.

Σταυρονικήτα: Τμήμα τής κάτω σιαγόνος τού Τιμίου Προδρόμου μετά δύο τραπεζιτών οδόντων, Μύρον τού αγίου Νικολάου τού Θαυματουργού, Ογκώδες μίγμα εκ τών λειψάνων τών επί Διοκλητιανού μαρτυρησάντων δισμυρίων μαρτύρων, μέρος τής αριστεράς χειρός τής αγίας Θεοπρομήτορος Άννης. Τεμάχιον τής κάρας τού αγίου ιερομάρτυρος Φωκά καί μέρος του λειψάνου τής αγίας Μακρίνης αδελφής τού Μ. Βασιλείου, τού αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου κ. ά.

Ξενοφώντος: Τίμιον Ξύλον. Η δεξιά χείρ τής αγίας Μαρίνης, μέρος εκ τών λειψάνων τού αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, η δεξιά τού αγίου Κηρύκου, μέρος τού αγίου Ιωάννου τού ελεήμονος, μέρος τής κάρας τού αγίου Π. καί Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Ο δεξιός πούς τού αγίου Θεοδώρου Τήρωνος. Η κάρα τού αγίου Τρύφωνος, τού αγίου Αρκαδίου, υιού τού Οσίου Ξενοφώντος, η κάτω σιαγών τών Αγίων Αποστόλων Βαρνάβα καί Φιλίππου, τού αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ιωάννου τού ελεήμονος καί του αγίου Μοδέστου κ.ά.

Οσίου Γρηγορίου: Τιμίου Ξύλου, η δεξιά καί αριστερά κνήμη καθώς καί η δεξιά χείρ τής αγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας μετά τού δέρματος, το μετωπικόν οστούν τής κάρας τού αγίου Παντελεήμονος, η κάρα τού αγίου Κηρούκου, πλευρά μετά τού δέρματος τού αγίου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, η κάρα του αγίου Γρηγορίου τού Ναζιανζηνού, τμήμα τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Διονυσίου τού Αεροπαγίτου, τής αγίας Μάρτυρος Φωτεινής τής Σαμαρείτιδος, τής αγίας Ιουλίτης, τών αγίων Αναργύρων Κοσμά καί Δαμιανού κ.ά.

Εσφιγμένου: Τιμίου Ξύλου, η αριστερά χείρ τής αγίας Μαρίνης καί τού Αποστόλου Αλφαίου. Τεμάχιον εκ τών λειψάνων τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Αι κάραι τού αγίου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου, αδελφού τού Ιακώβου τού αδελφοθέου. Λείψανα αποπνέοντα ευωδίαν τών αγίων Δισμυρίων μαρτύρων. Ο αριστερός πούς τής αγίας Μαρίας τής Μαγδαληνής κ. ά.

Αγίου Παντελεήμονος: Τμήμα λίθου από τόν αποκαλυφθέντα λίθον εκ τού μνημείου τού Κυρίου. Η κάρα τού αγίου Παντελεήμονος. Μέρος τών λειψάνων τών αγίων Αποστόλων Πέτρου, Ανδρέου, Ματθαίου, Λουκά, Φιλίππου, Θωμά, Βαρθολομαίου, Βαρνάβα καί Προχώρου, τού αγίου Αμβροσίου, Επισκόπου τού Παλαμά, τού αγίου Γρηγορίου Ακραγαντίνων, τού αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου, τού αγίου Βονιφατίου κ.ά.

Κωνσταμονίτου: Τιμίου Ξύλου, η δεξιά τού αγίου Στεφάνου καί η του αγίου Τρύφωνος, η κάρα του αγίου Βασιλείου, η ωμοπλάτη τού αγίου Κωνσταντίνου τού μεγάλου, τμήμα τού αγίου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου, τών αγίων Αναργύρων Κύρου καί Ιωάννου, τού αγίου Μοδέστου, τού αγίου Χαραλάμπους, τού αγίου Παντελεήμνος, τών αγίων Αναργύρων Κοσμά καί Δαμιανού, τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, τού αγίου Θαλελαίου, τών αγίων Δισμυρίων, τού αγίου Ιακώβου τού Πέρσου, τού αγίου Χριστοφόρου, τού αγίου Παρθενίου, τού Προφήτου Ζαχαρίου, τού αγίου Αποστόλου Λουκά, τού αγίου Προκοπίου, τό ήμισυ τής σιαγών του αγίου Αγλαϊου, τμήμα τής χλαμύδος τού Ιησού Χριστού κ. ά.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΗ'
Ήχος γ'.

Πρός Κολασσαείς επιστολής Παύλου.
( α' 12 - 18 )

Αδελφοί, ευχαριστούντες τώ Θεώ καί πατρί τώ ικανώσαντι ημάς εις τήν μερίδα τού κλήρου τών αγίων εν τώ φωτί, ός ερρύσατο ημάς εκ τής εξουσίας τού σκότους καί μετέστησεν εις τήν βασιλείαν τού υιού τής αγάπης αυτού, εν ώ έχομεν τήν απολύτρωσιν, τήν άφεσιν τών αμαρτιών ός εστιν εικών τού Θεού τού αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ότι εν αυτώ εκτίσθη τά πάντα, τά εν τοίς ουρανοίς καί τά επί τής γής, τά ορατά καί τά αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι τά πάντα δι' αυτού καί εις αυτόν έκτισται καί αυτός εστι πρό πάντων, καί τά πάντα εν αυτώ συνέστηκε, καί αυτός εστιν η κεφαλή τού σώματος, τής εκκλησίας ός εστιν αρχή, πρωτότοκος εκ τών νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων.

Τό κατά Λουκάν αγίου ευαγγελίου
( ιβ' 16 - 21, )

Είπε δέ παραβολήν πρός αυτούς λέγων ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα καί διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τί ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τούς καρπούς μου; καί είπε τούτο ποιήσω καθελώ μου τάς αποθήκας καί μείζονας οικοδομήσω, καί συνάξω εκεί πάντα τά γενήματά μου καί τά αγαθά μου, καί ερώ τή ψυχή μου ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. είπε δέ αυτώ ο Θεός άφρον, ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου απαιτούσιν από σού ά δέ ητοίμασας τίνι έσται; ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, καί μή εις Θεόν πλουτών.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΖ'
Ήχος β'.

Πρός Εφεσίους επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.
( στ' 10 - 17 )

Τό λοιπόν, αδελφοί μου, ενδυναμούσθε εν Κυρίω καί εν τώ κράτει τής ισχύος αυτού. ενδύσασθε τήν πανοπλίαν τού Θεού πρός τό δύνασθαι υμάς στήναι πρός τάς μεθοδείας τού διαβόλου ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη πρός αίμα καί σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τού σκότους τού αιώνος τούτου, πρός τά πνευματικά τής πονηρίας εν τοίς επουρανίοις. διά τούτο αναλάβετε αντιστήναι εν τή ημέρα τή πονηρά καί άπαντα κατεργασάμενοι στήναι. στήτε ούν περιζωσάμενοι τήν οσφύν υμών εν αληθεία, καί ενδυσάμενοι τόν θώρακα τής δικαιοσύνης, καί υποδησάμενοι τούς πόδας εν ετοιμασία τού ευαγγελίου τής ειρήνης, επί πάσιν αναλαβόντες τόν θυρεόν τής πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τά βέλη τού πονηρού τά πεπυρωμένα σβέσαι καί τήν περικεφαλαίαν τού σωτηρίου δέξασθε, καί τήν μάχαιραν τού Πνεύματος, ό εστι ρήμα Θεού.

Τό κατά Λουκάν αγίου ευαγγελίου
( ι' 25 - 37 )

Καί ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν καί λέγων διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; ο δέ είπε πρός αυτόν εν τώ νόμω τί γέγραπται; πώς αναγινώσκεις; ο δέ αποκριθείς είπεν αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου εξ όλης τής καρδίας σου καί εξ όλης τής ψυχής σου καί εξ όλης τής ισχύος σου καί εξ όλης τής διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ως σεαυτόν είπε δέ αυτώ ορθώς απεκρίθης τούτο ποίει καί ζήση. ο δέ θέλων δικαιούν εαυτόν είπε πρός τόν Ιησούν καί τίς εστί μου πλησίον; υπολαβών δέ ο Ιησούς είπεν άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, καί λησταίς περιέπεσεν οί καί εκδύσαντες αυτόν καί πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. κατά συγκυρίαν δέ ιερεύς τις κατέβαινεν εν τή οδώ εκείνη, καί ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. ομοίως δέ καί Λευϊτης γενόμενος κατά τόν τόπον, ελθών καί ιδών αντιπαρήλθε. Σαμαρείτης δέ τις οδεύων ήλθε κατ' αυτόν, καί ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, καί προσελθών κατέδησε τά τραύματα αυτού επιχέων έλαιον καί οίνον, επιβιβάσας δέ αυτόν επί τό ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον καί επεμελήθη αυτού καί επί τήν αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τώ πανδοχεί καί είπεν αυτώ επιμελήθητι αυτού, καί ότι άν προσδαπανήσης, εγώ εν τώ επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι. τίς ούν τούτων τών τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι τού εμπεσόντος εις τούς ληστάς; ο δέ είπεν ο ποιήσας τό έλεος μετ' αυτού. είπεν ούν αυτώ ο Ιησούς πορεύου καί σύ ποίει ομοίως.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΣΤ'.

Ήχος α'.

Πρός Εβραιους επιστολής Παύλου.

( β' 2 - 10 )

Αδελφοί, ει γάρ ο δι' αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, καί πάσα παράβασις καί παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πάς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι διά τού Κυρίου, υπο τών ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη, συνεπιμαρτυρούντος τού Θεού σημείοις τε καί τέρασι καί ποικίλαις δυνάμεσι καί Πνεύματος Αγίου μερισμοίς κατά τήν αυτού θέλησιν. Ου γάρ αγγέλοις υπέταξε τήν οικουμένην τήν μέλλουσαν, περί ής λαλούμεν, διεμαρτύρατο δέ πού τις λέγων τί εστιν άνθρωπος ότι μιμνήσκη αυτού, ή υιός ανθρώπου ότι επισκέπτη αυτόν; ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ' αγγέλους, δόξη καί τιμή εστεφάνωσας αυτόν, πάντα υπέταξας υποκάτω τών ποδών αυτού εν γάρ τώ υποτάξαι αυτώ τά πάντα ουδέν αφήκεν αυτώ ανυπότακτον. νύν δέ ούπω ορώμεν αυτώ τά πάντα υποτεταγμένα τόν δέ βραχύ τι παρ' αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν διά τό πάθημα τού θανάτου δόξη καί τιμή εστεφανωμένον, όπως χάριτι Θεού υπέρ παντός γεύσηται θανάτου. έπρεπε γάρ αυτώ, δι' όν τά πάντα καί δι' ού τά πάντα, πολλούς υιούς εις δόξαν αγαγόντα, τόν αρχηγόν τής σωτηρίας αυτών διά παθημάτων τελειώσαι.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( η' 41 - 56 )

Τώ καιρώ εκείνω, άνθρωπός τις προσήλθεν τώ Ιησού, ώ όνομα Ιάειρος, καί αυτός άρχων τής Συναγωγής υπήρχε καί πεσών παρά τούς πόδας τού Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τόν οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα, καί αύτη απέθνησκεν. Εν δέ τώ υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. Καί γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τόν βίον ουκ ίσχυσεν υπ' ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού, καί παραχρήμα έστη η ρύσις τού αίματος αυτής. Καί είπεν ο Ιησούς Τίς ο αψάμενός μου; Αρνουμένων δέ πάντων, είπεν ο Πέτρος καί οι σύν αυτώ Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε καί αποθλίβουσι, καί λέγεις Τίς ο αψάμενός μου; Ο δέ Ιησούς είπεν ήψατό μού τις εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ' εμού. Ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθεν καί προσπεσούσα αυτώ, δι' ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός τού λαού, καί ως ιάθη παραχρήμα. Ο δέ είπεν αυτή Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε πορεύου εις ειρήνην. Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά τού αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου μή σκύλλε τόν Διδάσκαλον. Ο δέ Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων Μή φοβού μόνον πίστευε, καί σωθήσεται. Εισελθών δέ εις τήν οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μή Πέτρον καί Ιάκωβον καί Ιωάννην καί τόν πατέρα τής παιδός καί τήν μητέρα. Έκλαιον δέ πάντες καί εκόπτοντο αυτήν. Ο δέ είπε Μή κλαίετε ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. Καί κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δέ εκβαλών έξω πάντας καί κρατήσας τής χειρός αυτής εφώνησε λέγων Η παίς, εγείρου. Καί επέστρεψε τό πνεύμα αυτής, καί ανέστη παραχρήμα, καί διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Καί εξέστησαν οι γονείς αυτής. Ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν τό γεγονός.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΕ'.

Ήχος πλ. δ'.

Πρός Α' Κορινθίους επιστολής Παύλου.

( ιβ' 27-ιγ' 8 )

Αδελφοί, υμείς δέ εστε σώμα Χριστού καί μέλη εκ μέρους. Καί ούς μέν έθετο ο Θεός εν τή εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. μή πάντες απόστολοι; μή πάντες προφήται; μή πάντες διδάσκαλοι; μή πάντες δυνάμεις; μή πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων; μή πάντες γλώσσαις λαλούσι; μή πάντες διερμηνεύουσι; ζηλούτε δέ τά χαρίσματα τά κρείττονα. καί έτι καθ' υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι. Εάν ταίς γλώσσαις τών ανθρώπων λαλώ καί τών αγγέλων, αγάπην δέ μή έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. καί εάν έχω προφητείαν καί ειδώ τά μυστήρια πάντα καί πάσαν τήν γνώσιν, καί εάν έχω πάσαν τήν πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δέ μή έχω, ουδέν ειμι. καί εάν ψωμίσω πάντα τά υπάρχοντά μου, καί εάν παραδώ τό σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δέ μή έχω, ουδέν ωφελούμαι. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τά εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται τό κακόν, ου χαίρει επί τή αδικία, συγχαίρει δέ τή αληθεία πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. είτε δέ προφητείαι, καταργηθήσονται είτε γλώσσαι, παύσονται είτε γνώσις, καταργηθήσεται.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( ιστ' 19 - 31 )

Είπεν ο Κύριος Άνθρωπός τις ήν πλούσιος, καί ενεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν, ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο πρός τόν πυλώνα αυτού ηλκωμένος καί επιθυμών χορτασθήναι από τών ψιχίων τών πιπτόντων από τής τραπέζης τού πλουσίου αλλά καί οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τά έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τόν πτωχόν καί απενεχθήναι αυτόν υπό τών Αγγέλων εις τόν κόλπον τού Αβραάμ. Απέθανε δέ καί ο πλούσιος καί ετάφη. Καί εν τώ Άδη επάρας τούς οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τόν Αβραάμ από μακρόθεν καί Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού. Καί αυτός φωνήσας είπε Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με καί πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη τό άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος καί καταψύξη τήν γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τή φλογί ταύτη. Είπε δέ Αβραάμ Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τά αγαθά σου εν τή ζωή σου, καί Λάζαρος ομοίως τά κακά νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι. Καί επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών καί υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι εντεύθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν πρός ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ Ερωτώ ούν σε, Πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τόν οίκον τού πατρός μου έχω γάρ πέντε αδελφούς όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή καί αυτοί έλθωσιν εις τόν τόπον τούτον τής βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ Έχουσι Μωσέα καί τούς Προφήτας ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν Ουχί, Πάτερ Αβραάμ, αλλ' εάν τις από νεκρών πορευθή πρός αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ Ει Μωσέως καί τών Προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή, πεισθήσονται.


Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Ευχή εις τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον.
( Αγ. Δημητρίου τού Ροστώφ )

Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε, σκέπε με καί διαφύλαττέ με, τόν δούλον σου, από παντός κακού ψυχής τε καί σώματος, καί από παντός εχθρού ορατού καί αοράτου. Χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά σού. Ευλογημένη σύ εν γυναιξί καί ευλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες τών ψυχών ημών. Χαίρε καί ευφραίνου, Θεοτόκε Παρθένε, καί πρέσβευε υπέρ τού δούλου σου. Κυρία καί Δέσποινα τών Αγγέλων καί Μήτηρ τών χριστιανών, βοήθησόν μοι τώ δούλω σου. Ώ Μαρία παναμώμητε, χαίρε νύμφη ανύμφευτε χαίρε, η χαρά τών θλιβομένων καί η παραμυθία τών λυπουμένων χαίρε, η τροφή τών πεινώντων καί ο λιμήν τών χειμαζομένων χαίρε, τών αγίων αγιωτέρα καί πάσης κτίσεως τιμιωτέρα χαίρε, τού Πατρός αγίασμα, τού Υιού τό σκήνωμα, καί τού Αγίου Πνεύματος τό επισκίασμα χαίρε, τού πάντων Βασιλέως, Χριστού τού Θεού ημών, τό τερπνόν παλάτιον χαίρε, η Μήτηρ τών ορφανών καί η βακτηρία τών τυφλών χαίρε, τό καύχημα τών χριστιανών καί τών προσκαλουμένων σε η ετοίμη βοηθός. Παναγία Δέσποινά μου, φύλαξόν με υπό τήν σκέπην σου ότι εις τάς παναχράντους χείρας σου παρατίθημι τό πνεύμά μου. Γενού βοηθός καί σκέπη τής ψυχής μου εν τή φοβερά ημέρα τής κρίσεως, καί πρέσβευε υπέρ εμού τού αναξίου, ίνα εισέλθω καθαρός καί αγνός εις τόν Παράδεισον. Μή απορρίψης με, Κυρία μου, τόν δούλον σου αλλά βοήθησόν μοι, καί δός μοι πάν τό συμφέρον τή ψυχή μου. Λύτρωσαί με από παντός κινδύνου, επιβουλής, ανάγκης καί ασθενείας, καί δώρησαί μοι πρό τού τέλους μετάνοιαν ίνα, σωζόμενος τή μεσιτεία καί βοηθεία σου, διαφυλάττωμαι εν τώ παρόντι βίω από παντός εχθρού, ορατού καί αοράτου, πορευόμενος θεαρέστως εν τοίς θελήμασι τού αγαπητού σου Υιού καί Θεού ημών. Καί εν τή φοβερά ημέρα τής κρίσεως ρύσαί με από τής αιωνίου καί φοβεράς κολάσεως, ίνα προσκυνώ, ευχαριστώ καί δοξάζω τό πανάγιόν σου όνομα εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΔ'

Ήχος Βαρύς

Πρός Εφεσίους επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( β' 14-22 )

Αδελφοί, Χριστός εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τά αμφότερα έν καί τό μεσότοιχον τού φραγμού λύσας, τήν έχθραν, εν τή σαρκί αυτού τόν νόμον τών εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τούς δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, καί αποκαταλλάξη τούς αμφοτέρους εν ενί σώματι τώ Θεώ διά τού Σταυρού, αποκτείνας τήν έχθραν εν αυτώ καί ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοίς μακράν καί τοίς εγγύς, ότι δι' αυτού έχομεν τήν προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι πρός τόν Πατέρα. Άρα ούν ουκέτι εστέ ξένοι καί πάροικοι, αλλά συμπολίται τών αγίων καί οικείοι τού Θεού, εποικοδομηθέντες επί τώ θεμελίω τών αποστόλων καί προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ώ πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω εν ώ καί υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον τού Θεού εν πνεύματι.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( η' 27-39 )

Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ Ιησού εις τήν χώραν τών Γαδαρηνών, υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ τής πόλεως, ός είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, καί ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο καί εν οικία ουκ έμενεν, αλλ' εν τοίς μνήμασιν. Ιδών δέ τόν Ιησούν καί ανακράξας προσέπεσεν αυτώ, καί φωνή μεγάλη είπε Τί εμοί καί σοί, Ιησού, Υιέ τού Θεού τού Υψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσης. Παρήγγειλε γάρ τώ πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από τού ανθρώπου. Πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, καί εδεσμείτο αλύσεσι καί πέδαις φυλασσόμενος, καί διαρρήσσων τά δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τάς ερήμους. Επηρώτησε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων Τί σοί εστιν όνομα; Ο δέ είπε Λεγεών ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν καί παρεκάλει αυτόν ίνα μή επιτάξη αυτοίς εις τήν άβυσσον απελθείν. Ήν δέ εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τώ όρει καί παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν καί επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δέ τά δαιμόνια από τού ανθρώπου εισήλθον εις τούς χοίρους καί ώρμησεν η αγέλη κατά τού κρημνού εις τήν λίμνην καί απεπνίγη. Ιδόντες δέ οι βόσκοντες τό γεγενημένον έφυγον, καί απελθόντες απήγγειλαν εις τήν πόλιν καί εις τούς αγρούς. Εξήλθον δέ ιδείν τό γεγονός καί ήλθον πρός τόν Ιησούν καί εύρον καθήμενον τόν άνθρωπον, αφ' ού τά δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον καί σωφρονούντα παρά τούς πόδας τού Ιησού, καί εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δέ αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. Καί ηρώτησαν αυτόν άπαν τό πλήθος τής περιχώρου τών Γαδαρηνών απελθείν απ' αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. Αυτός δέ εμβάς εις τό πλοίον, υπέστρεψεν. Εδέετο δέ αυτού ο ανήρ, αφ' ού εξεληλύθει τά δαιμόνια, είναι σύν αυτώ απέλυσε δέ αυτόν ο Ιησού, λέγων Υπόστρεφε εις τόν οίκόν σου καί διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Καί απήλθε καθ' όλην τήν πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΓ'.
Ήχος πλ.β'
Πρός Κολασαείς επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.
( δ' 5-11, 14-18 )

Αδελφοί, εν σοφία περιπατείτε πρός τούς έξω, τόν καιρόν εξαγοραζόμενοι. ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος,ειδέναι πώς δεί υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι.Τά κατ'εμέ πάντα γνωρίσει υμίν Τυχικός ο αγαπητός αδελφός καί πιστός διάκονος καί σύνδουλος εν Κυρίω, όν έπεμψα πρός υμάς εις αυτό τούτο, ίνα γνώ τά περί υμών καί παρακαλέση τάς καρδίας υμών, σύν Ονησίμω τώ πιστώ καί αγαπητώ αδελφώ, ός εστιν εξ υμών πάντα υμίν γνωριούσι τά ώδε. Ασπάζεται υμάς Αρίσταρχος ο συναιχμάλωτός μου, καί Μάρκος ο ανεψιός Βαρνάβα.-περί ού ελάβετε εντολάς εάν έλθη πρός υμάς, δέξασθε αυτόν,- καί Ιησούς ο λεγόμενος Ιούστος, οι όντες εκ περιτομής, ούτοι μόνοι συνεργοί εις τήν βασιλείαν τού Θεού, οίτινες εγενήθησάν μοι παρηγορία. ασπάζεται υμάς Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός καί Δημάς. ασπάσασθε τούς εν Λαοδικεία αδελφούς καί Νυμφάν καί τήν κατ' οίκον αυτού εκκλησίαν καί όταν αναγνωσθή παρ' υμίν η επιστολή, ποιήσατε ίνα καί εν τή Λαοδικέων εκκλησία αναγνωσθή, καί τήν εκ Λαοδικείας ίνα καί υμείς αναγνώτε. καί είπατε Αρχίππω βλέπε τήν διακονίαν ήν παρέλαβες εν Κυρίω, ίνα αυτήν πληροίς. Ο ασπασμός τή εμή χειρί Παύλου. μνημονεύετέ μου τών δεσμών. Η χάρις μεθ' υμών αμήν.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου
( ι' 16-21 )

Ο ακούων υμών εμού ακούει, καί ο αθετών υμάς εμέ αθετεί ο δέ εμέ αθετών αθετεί τόν αποστείλαντά με. Υπέστρεψαν δέ οι εβδομήκοντα μετά χαράς λέγοντες Κύριε, καί τά δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τώ ονόματί σου. Είπε δέ αυτοίς εθεώρουν τόν σατανάν ως αστραπήν εκ τού ουρανού πεσόντα. ιδού δίδωμι υμίν τήν εξουσίαν τού πατείν επάνω όφεων καί σκορπίων καί επί πάσαν τήν δύναμιν τού εχθρού, καί ουδέν υμάς ου μή αδικήση. πλήν εν τούτω μή χαίρετε, ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται χαίρετε δέ ότι τά ονόματα υμών εγράφη εν τοίς ουρανοίς. Εν αυτή τή ώρα ηγαλλιάσατο τώ πνεύματι ο Ιησούς καί είπεν εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε τού ουρανού καί τής γής, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών καί συνετών, καί απεκάλυψας αυτά νηπίοις ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ( ζ' Οικ. Συνόδου )

Προκείμενον. Ήχος πλ. α'.

Ευλογητός εί, Κύριε, ο Θεός τών Πατέρων ημών.

Στίχ. Ότι δίκαιος εί επί πάσιν, οίς εποίησας ημίν.

Πρός Τίτον επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( γ' 8-15 )

Τέκνον Τίτε, πιστός ο λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι, ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τώ Θεώ. Ταύτα εστι τά καλά καί ωφέλιμα τοίς ανθρώποις μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί έρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο εισί γάρ ανωφελείς καί μάταιοι. Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος καί αμαρτάνει ών αυτοκατάκριτος. Όταν πέμψω Αρτεμών πρός σέ ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν πρός με εις Νικόπολιν εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνάν τόν νομικόν καί Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. Μανθανέτωσαν δέ καί οι ημέτεροι καλώς έργων προΐστασθαι εις τάς αναγκαίας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι. Ασπάζονταί σε οι μετ' εμού πάντες. Άσπασαι τούς φιλούντας ημάς εν πίστει. Η χάρις μετά πάντων υμών. Αμήν.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( η' 5-15 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Εξήλθεν ο σπείρων τού σπείραι τόν σπόρον αυτού καί εν τώ σπείρειν αυτόν, ό μέν έπεσε παρά τήν οδόν, καί κατεπατήθη, καί τά πετεινά τού ουρανού κατέφαγεν αυτό καί έτερον έπεσεν επί τήν πέτραν, καί φυέν εξηράνθη διά τό μή έχειν ικμάδα καί έτερον έπεσεν εν μέσω τών ακανθών, καί συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτό καί έτερον έπεσεν εις τήν γήν τήν αγαθήν, καί φυέν εποίησε καρπόν εκατονταπλασίονα. Επηρώτων δέ αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες Τίς είη η παραβολή αύτη; Ο δέ είπεν Υμίν δέδοται γνώναι τά μυστήρια τής βασιλείας τού Θεού, τοίς δέ λοιποίς εν παραβολαίς, ίνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ακούοντες μή συνιώσιν. Έστι δέ αύτη η παραβολή Ο σπόρος εστίν ο λόγος τού Θεού οι δέ παρά τήν οδόν εισίν οι ακούοντες, είτα έρχεται ο διάβολος καί αίρει τόν λόγον από τής καρδίας αυτών, ίνα μή πιστεύσαντες σωθώσιν. Οι δέ επί τής πέτρας, οί όταν ακούσωσι, μετά χαράς δέχονται τόν λόγον, καί ούτοι ρίζαν ουκ έχουσιν, οί πρός καιρόν πιστεύουσι καί εν καιρώ πειρασμού αφίστανται. Τό δέ εις τάς ακάνθας πεσόν, ούτοί εισιν οι ακούσαντες, καί υπό μεριμνών καί πλούτου καί ηδονών τού βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί ου τελεσφορούσι. Τό δέ εν τή καλή γή, ούτοί εισίν, οίτινες εν καρδία καλή καί αγαθή ακούσαντες τόν λόγον κατέχουσι καί καρποφορούσιν εν υπομονή. Ταύτα λέγων εφώνει Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑ'.

Προκείμενον. Ήχος δ'

Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε πάντα εν σοφία εποίησας.

( Ψ. 103, 24 )

Στίχ. Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.

(Ψ. 103, 1 )

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου τό ανάγνωσμα.

( β' 16-20 )

Αδελφοί, ειδότες ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μή διά πίστεως Ιησού Χριστού, καί ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού καί ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ. Ει δέ ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν καί αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μή γένοιτο. Ει γάρ ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι. Εγώ γάρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός ό δέ νύν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τή τού Υιού τού Θεού τού αγαπήσαντός με καί παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( στ' 31-36 )

Είπεν ο Κύριος καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, καί υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. Καί ει αγαπάτε τούς αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; καί γάρ οι αμαρτωλοί τούς αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Καί εάν αγαθοποιήτε τούς αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; καί γάρ οι αμαρτωλοί τό αυτό ποιούσι. Καί εάν δανείζητε παρ' ών ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; καί γάρ αμαρτωλοι αμαρτωλούς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τά ίσα. Πλήν αγαπάτε τούς εχθρούς υμών καί αγαθοποιείτε καί δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, καί έσται ο μισθός υμών πολύς, καί έσεσθε υιοί τού Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τούς αχαρίστους καί πονηρούς. Γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς καί ο Πατήρ υμών οικτίρμων εστί.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΕΩΘΙΝΟΝ Α'. Ήχος α'.

Εις τό όρος, τοίς Μαθηταίς επειγομένοις, διά τήν χαμόθεν έπαρσιν, επέστη ο Κύριος καί προσκυνήσαντες αυτόν, καί τήν δοθείσαν εξουσίαν, πανταχού διδαχθέντες, εις τήν υπ' ουρανόν εξαπεστέλλοντο, κηρύξαι τήν εκ νεκρών Ανάστασιν, καί τήν εις ουρανούς αποκατάστασιν οίς καί συνδιαιωνίζειν, ο αψευδής επηγγείλατο, Χριστός ο Θεός, καί Σωτήρ τών ψυχών ημών.

ΕΩΘΙΝΟΝ Β'. Ήχος β'.

Μετά μύρων προσελθούσαις, ταίς περί τήν Μαριάμ γυναιξί, καί διαπορουμέναις, πώς έσται αυταίς τυχείν τού εφετού, ωράθη ο λίθος μετηρμένος, καί θείος νεανίας, καταστέλλων τόν θόρυβον αυτών τής ψυχής Ηγέρθη γάρ φησίν Ιησούς ο Κύριος διό κηρύξατε τοίς κήρυξιν αυτού Μαθηταίς, εις τήν Γαλιλαίαν δραμείν, καί όψεσθε αυτόν, αναστάντα εκ νεκρών, ως Ζωοδότην καί Κύριον.

ΕΩΘΙΝΟΝ Γ'. Ήχος γ'.

Τής Μαγδαληνής Μαρίας, τήν τού Σωτήρος ευαγγελιζομένης, εκ νεκρών ανάστασιν καί εμφάνειαν, διαπιστούντες οι Μαθηταί, ωνειδίζοντο τό τής καρδίας σκληρόν αλλά τοίς σημείοις καθοπλισθέντες, καί θαύμασι, πρός τό κήρυγμα απεστέλλοντο. Καί σύ μέν Κύριε, πρός τόν αρχίφωτον, ανελήφθης Πατέρα οι δέ εκήρυττον πανταχού τόν λόγον, τοίς θαύμασι πιστούμενοι Διό οι φωτισθέντες δ' αυτών, δοξάζομέν σου, τήν εκ νεκρών, ανάστασιν, φιλάνθρωπε Κύριε.

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ'. Ήχος δ'.

Ο Όρθρος ήν βαθύς, καί αι γυναίκες ήλθον, επί τό μνήμα σου Χριστέ αλλά τό σώμα ουχ ευρέθη, τό ποθούμενον αυταίς διό απορουμέναις, οι ταίς αστραπτούσαις εσθήσεσιν επιστάντες Τί τόν ζώντα, μετά τών νεκρών ζητείτε; έλεγον ηγέρθη ως προείπε τί αμνημονείτε τών ρημάτων αυτού; Οίς πεισθείσαι, τά οραθέντα εκήρυττον αλλ' εδόκει λήρος τά ευαγγέλια ούτως ήσαν έτι νωθείς οι Μαθηταί αλλ' ο Πέτρος έδραμε, καί ιδών εδόξασέ σου, πρός εαυτόν τά θαυμάσια.

ΕΩΘΙΝΟΝ Ε'. Ήχος πλ. α'.

Ώ τών σοφών σου κριμάτων Χριστέ! πώς Πέτρω μέν τοίς οθονίοις μόνοις, έδωκας εννοήσαί σου τήν ανάστασιν; Λουκά δέ καί Κλεόπα, συμπορευόμενος ωμίλεις, καί ομιλών, ουκ ευθέως σεαυτόν φανεροίς; Διό καί ονειδίζη, ως μόνος παροικών εν Ιερουσαλήμ, καί μή μετέχων τών εν τέλει βουλευμάτων αυτής. Αλλ' ο πάντα πρός τό τού πλάσματος συμφέρον οικονομών, καί τάς περί σού προφητείας ανέπτυξας, καί εν τώ ευλογείν τόν άρτον, εγνώσθης αυτοίς ών καί πρό τούτου αι καρδίαι, πρός γνώσίν σου ανεφλέγοντο οί καί τοίς Μαθηταίς συνηθροισμένοις, ήδη τρανώς εκήρυττόν σου τήν ανάστασιν δι' ής ελέησον ημάς.

ΕΩΘΙΝΟΝ ΣΤ'. Ήχος πλ. β'.

Η όντως ειρήνη σύ Χριστέ, πρός ανθρώπους Θεού, ειρήνην τήν σήν διδούς, μετά τήν έγερσιν Μαθηταίς, εμφόβους έδειξας αυτούς, δόξαντας πνεύμα οράν αλλά κατέστειλας τόν τάραχον αυτών τής ψυχής, δείξας τάς χείρας καί τούς πόδας σου πλήν απιστούντων έτι, τή τής τροφής μεταλήψει, καί διδαχών αναμνήσει, διήνοιξας αυτών τόν νούν, τού συνιέναι τάς Γραφάς οίς καί τήν Πατρικήν επαγγελίαν καθυποσχόμενος, καί ευλογήσας αυτούς, διέστης πρός ουρανόν. Διό σύν αυτοίς προσκυνούμέν σε, Κύριε δόξα σοι.

ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ'. Ήχος βαρύς.

Ιδού σκοτία καί πρωϊ καί τί πρός τό μνημείον Μαρία έστηκας, πολύ σκότος έχουσα ταίς φρεσίν; υφ' ού πού τέθειται ζητείς ο Ιησούς αλλ' όρα τούς συντρέχοντας Μαθητάς, πώς τοίς οθονίοις καί τώ σουδαρίω, τήν ανάστασιν ετεκμήραντο, καί ανεμνήσθησαν τής περί τούτυ Γραφής. Μεθ' ών καί δι' ών, καί ημείς πιστεύσαντες, ανυμνούμέν σε τόν Ζωοδότην Χριστόν.

ΕΩΘΙΝΟΝ Η'. Ήχος πλ. δ'.

Τά τής Μαρίας δάκρυα, ου μάτην χείνται θερμώς ιδού γάρ κατηξίωται, καί διδασκόντων Αγγέλων, καί τής όψεως τής σής, ώ Ιησού αλλ' έτι πρόσγεια φρονεί, οία γυνή ασθενής διό καί αποπέμπεται, μή προσψαύσαί σοι Χριστέ. Άλλ' όμως κήρυξ πέμπεται, τοίς σοίς Μαθηταίς, οίς ευαγγέλια έφησε, τήν πρός τόν πατρώον κλήρον άνοδον απαγγέλουσα. Μεθ' ής αξίωσον καί ήμάς, τής εμφανείας σου, Δέσποτα Κύριε.

ΕΩΘΙΝΟΝ Θ'. Ήχος πλ. α'.

Ως επ' εσχάτων τών χρόνων, ούσης οψίας Σαββάτων, εφίστασαι τοίς φίλοις Χριστέ, καί θαύματι θαύμα βεβαιοίς, τή κεκλεισμένη εισόδω τών θυρών, τήν εκ νεκρών σου Ανάστασιν αλλ' έπλησας χαράς τούς Μαθητάς, καί Πνεύματος Αγίου μετέδωκας αυτοίς, καί εξουσίαν ένειμας αφέσεως αμαρτιών, καί τόν Θωμάν ου κατέλιπες, τώ τής απιστίας καταβαπτίζεσθαι κλύδωνι. Διό παράσχου καί ημίν, γνώσιν αληθή, καί άφεσιν πταισμάτων, εύσπλαγχνε Κύριε.

ΕΩΘΙΝΟΝ Ι'. Ήχος πλ. β'.

Μετά τήν εις άδου κάθοδον, καί τήν εκ νεκρών ανάστασιν, αθυμούντες ως εικός, επί τώ χωρισμώ σου, Χριστέ οι Μαθηταί, πρός εργασίαν ετράπησαν καί πάλιν πλοία καί δίκτυα, καί άγρα ουδαμού. Αλλά σύ Σώτερ εμφανισθείς, ως Δεσπότης πάντων, δεξιοίς τά δίκτυα κελεύεις βαλείν καί ήν ο λόγος έργον ευθύς, καί πλήθος τών ιχθύων πολύ, καί δείπνον ξένον έτοιμον εν τή γή ού μετασχόντων τότε σου τών Μαθητών, καί ημάς νύν νοητώς καταξίωσον, εντρυφήσαι, φιλάνθρωπε Κύριε.

ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ'. Ήχος πλ. δ'.

Φανερών εαυτόν, τοίς Μαθηταίς σου Σωτήρ, μετά τήν ανάστασιν, Σίμωνι δέδωκας τήν τών προβάτων νομήν, εις αγάπης αντέκτισιν, τήν τού ποιμαίνειν φροντίδα αιτών διό καί έλεγες Ει φιλείς με Πέτρε, ποίμαινε τά αρνία μου, ποίμαινε τά πρόβατά μου. Ο δέ ευθέως ενδεικνύμενος τό φιλόστοργον, περί τού άλλου Μαθητού επυνθάνετο. Ών ταίς πρεσβείαις Χριστέ, τήν ποίμνην σου διαφύλαττε, εκ λύκων λυμαινομένων αυτήν.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ Κ'.

Προκείμενον. Ήχος γ'.

Ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε.

(Ψ. 46, 7 ).

Στίχ. Πάντα τά έθνη, κροτήσατε χείρας.

( Ψ. 46, 2 )

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

( α' 11-19 )

Αδελφοί, γνωρίζω υμίν τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι' αποκαλύψεως Ιησού Χριστού. Ηκούσατε γάρ τήν εμήν αναστροφήν ποτε εν τώ Ιουδαϊσμώ, ότι καθ' υπερβολήν εδίωκον τήν εκκλησίαν τού Θεού καί επόρθουν αυτήν, καί προέκοπτον εν τώ Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τώ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων τών πατρικών μου παραδόσεων. Ότε δέ ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τής χάριτος αυτού αποκαλύψαι τόν Υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοί έθνεσιν, ευθέως ου προσανεθέμην σαρκί καί αίματι, ουδέ ανήλθον εις Ιεροσόλυμα πρός τούς πρό εμού αποστόλους, αλλά απήλθον εις Αραβίαν, καί πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν. Έπειτα μετά έτη τρία ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον, καί επέμεινα πρός αυτόν ημέρας δεκαπέντε. Έτερον δέ τών αποστόλων ουκ είδον ει μή Ιάκωβον τόν αδελφόν του Κυρίου.

Εκ τού κατά Λουκά αγίου Ευαγγελίου.

( ε' 1-11 )

Τώ καιρώ εκείνω, εστώς ο Ιησούς παρά τήν λίμνην Γεννησαρέτ, είδε δύο πλοία, εστώτα παρά τήν λίμνην οι δέ αλιείς αποβάντες απ' αυτών απέπλυναν τά δίκτυα. Εμβάς δέ εις έν τών πλοίων, ό ήν τού Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από τής γής επαναγαγείν ολίγον καί καθίσας εδίδασκεν εκ τού πλοίου τούς όχλους. Ως δέ επαύσατο λαλών, είπε πρός τόν Σίμωνα Επανάγαγε εις τό βάθος, καί χαλάσατε τά δίκτυα υμών εις άγραν. Καί αποκριθείς ο Σίμων, είπεν αυτώ Επιστάτα, δι' όλης τής νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν επί δέ τώ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον. Καί τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ διερρήγνυτο δέ τό δίκτυον αυτών. Καί κατένευσαν τοίς μετόχοις τοίς εν τώ ετέρω πλοίω, τού ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς καί ήλθον καί έπλησαν αμφότερα τά πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. Ιδών δέ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοίς γόνασι τού Ιησού, λέγων Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε. Θάμβος γάρ περιέσχεν αυτόν καί πάντας τούς σύν αυτώ επί τή άγρα τών ιχθύων ή συνέλαβον, ομοίως δέ καί Ιάκωβον καί Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οί ήσαν κοινωνοί τώ Σίμωνι. Καί είπε πρός τόν Σίμωνα ο Ιησούς Μή φοβού από τού νύν ανθρώπους έση ζωγρών. Καί καταγαγόντες τά πλοία επί τήν γήν, αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν αυτώ.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ

( Από τής 15-21 Σεπτεμβρίου )

Προκείμενον. Ήχος τής Κυριακής.

Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε

πάντα εν σοφία εποίησας.

( Ψ. 103, 24 )

Στίχ. Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.

( Ψ. 103, 1 ).

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

( β' 16-20 ).

Αδελφοί, ειδότες ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μή διά πίστεως Ιησού Χριστού, καί ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού καί ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ. Ει δέ ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν καί αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μή γένοιτο. Ει γάρ ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι. Εγώ γάρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός ό δέ νύν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τή τού Υιού τού Θεού τού αγαπήσαντός με καί παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.

Εκ τού κατά Μάρκον αγίου Ευαγγελίου.

( η' 34-θ' 1 )

Είπεν ο Κύριος Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού, καί ακολουθείτω μοι. Ός γάρ άν θέλη τήν ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν ός δ' άν απολέση τήν ψυχήν αυτού ένεκεν εμού καί τού Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τί γάρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδήση τόν κόσμον όλον, καί ζημιωθή τήν ψυχήν αυτού; ή τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα τής ψυχής αυτού; Ός γάρ εάν επαισχυνθή με καί τούς εμούς λόγους εν τή γενεά ταύτη τή μοιχαλίδι καί αμαρτωλώ, καί ο Υιός τού ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τή δόξη τού Πατρός αυτού μετά τών Αγγέλων τών αγίων. Καί έλεγεν αυτοίς Αμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινες τών ώδε εστηκότων, οίτινες ου μή γεύσωνται θανάτου, έως άν ίδωσι τήν βασιλείαν τού Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ

( Από 7-13 Σεπτεμβρίου )

Προκείμενον. Ήχος πλ. β'.

Σώσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί

ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου.

( Ψ. 27, 9 ).

Στίχ. Πρός σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου.

( Ψ. 27, 1 ).

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

( στ' 11-18 )

Αδελφοί, ίδετε πηλίκοις υμίν γράμμασιν έγραψα τή εμή χειρί. Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μή τώ σταυρώ τού Χριστού διώκωνται. Ουδέ γάρ οι περιτετμημένοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν, αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τή υμετέρα σαρκί καυχήσωνται. Εμοί δέ μή γένοιτο καυχάσθαι ει μή εν τώ σταυρώ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ού εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τώ κόσμω. Εν γάρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις. Καί όσοι τώ κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ' αυτούς καί έλεος, καί επί τόν Ισραήλ τού Θεού. Τού λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω εγώ γάρ τά στίγματα τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματί μου βαστάζω. Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά τού πνεύματος υμών, αδελφοί Αμήν.

Εκ τού κατά Ιωάννην αγίου Ευαγγελίου.

( γ' 13-17 )

Είπεν ο Κύριος Ουδείς αναβέβηκεν εις τόν ουρανόν, ει μή ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο Υιός τού ανθρώπου, ο ών εν τώ ουρανώ. Καί καθώς Μωσής ύψωσε τόν όφιν εν τή ερήμω, ούτως υψωθήναι δεί τόν Υιόν τού ανθρώπου, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν Υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν Υιόν αυτού εις τόν κόσμον, ίνα κρίνη τόν κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ


Προκείμενον. Ήχος πλ.δ'.


Εύξασθε καί απόδοτε Κυρίω τώ Θεώ ημών.


( Ψ. 75, 12 )


Στίχ. Γνωστός εν τή Ιουδαία ο Θεός, εν


τώ Ισραήλ μέγα τό όνομα αυτού.


( Ψ. 75, 2 )


Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.


( στ' 16 - ζ' 1 )


Αδελφοί, υμείς εστε ναός Θεού ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός <<ότι ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω, καί έσομαι αυτών Θεός, καί αυτοί έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθατε εκ μέσου αυτών καί αφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ακαθάρτου μή άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, καί έσομαι υμίν εις πατέρα, καί υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ>>. Ταύτας ούν έχοντας τάς επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός καί πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.


Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.


( ιε' 21 - 28 )


Τώ καιρώ εκείνω, εξήλθεν ο Ιησούς εις τά μέρη Τύρου καί Σιδώνος. Καί ιδού γυνή Χαναναία από τών ορίων εκείνων εξελθούσα, εκραύγασεν αυτώ λέγουσα Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυϊδ η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ο δέ ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Καί προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. Ο δέ αποκριθείς είπεν Ουκ απεστάλην ει μή εις τά πρόβατα τά απολωλότα οίκου Ισραήλ. Η δέ ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα Κύριε, βοήθει μοι. Ο δέ αποκριθείς είπεν Ουκ έστι καλόν λαβείν τόν άρτον τών τέκνων καί βαλείν τοίς κυναρίοις. Η δέ είπε Ναί, Κύριε καί γάρ τά κυνάρια εσθίει από τών ψιχίων τών πιπτόντων από τής τραπέζης τών κυρίων αυτών. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή Ώ γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις. Καί ιάθη η θυγάτηρ αυτής από τής ώρας εκείνης.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ

Προκείμενον. Ήχος βαρύς.

Κύριος ισχύν τώ λαώ αυτού δώσει.

( Ψ. 28, 11 )

Στίχ. Ενέγκατε τώ Κυρίω υιοί Θεού,

ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν καί τιμήν.

( Ψ. 28, 1 )

Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( στ' 1 - 10 )

Αδελφοί, συνεργούντες παρακαλούμεν μή εις κενόν τήν χάριν τού Θεού δέξασθαι υμάς, λέγει γάρ << Καιρώ δεκτώ επήκουσά σου καί εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι >> ιδού νύν << καιρός ευπρόσδεκτος >>, ιδού νύν << ημέρα σωτηρίας >> μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μή μωμηθή η διακονία, αλλ' εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις, εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά τών όπλων τής δικαιοσύνης τών δεξιών καί αριστερών, διά δόξης καί ατιμίας, διά δυσφημίας καί ευφημίας, ως πλάνοι καί αληθείς, ως αγνοούμενοι καί επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες καί ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι καί μή θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δέ χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες καί πάντα κατέχοντες.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κε'14 - 30 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Άνθρωπός τις αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους καί παρέδωκεν αυτοίς τά υπάρχοντα αυτού καί ώ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά τήν ιδίαν δύναμιν, καί απεδήμησεν ευθέως. Πορευθείς δέ ο τά πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς καί εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαύτως καί ο τά δύο εκέρδησε καί αυτός άλλα δύο. Ο δέ τό έν λαβών απελθών ώρυξεν εν τή γή καί απέκρυψε τό αργύριον τού κυρίου αυτού. Μετά δέ χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων καί συναίρει μετ' αυτών λόγον. Καί προσελθών ο τά πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα, λέγων Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. Έφη αυτώ ο Κύριος αυτού Εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ο τά δύο τάλαντα λαβών, είπε Κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού Εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε Κύριε, έγνων σε ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας καί συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας καί φοβηθείς, απελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου εν τή γή ίδε έχεις τό σόν. Αποκριθείς δέ ο Κύριος αυτού είπεν αυτώ Πονηρέ δούλε καί οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα καί συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! έδει ούν σε βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, καί ελθών εγώ εκομισάμην άν τό εμόν σύν τόκω. Άρατε ούν απ' αυτού τό τάλαντον καί δότε τώ έχοντι τά δέκα τάλαντα. Τώ γάρ έχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται απ' αυτού. Καί τόν αχρείον δούλον εκβάλετε εις τό σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Ταύτα λέγων, εφώνει Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Αγία Σοφία

Οι εργασίες του ναού, ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου 532 και τελείωσαν στις 27 Δεκεμβρίου 537 (δηλαδή, 5 χρόνια, 10 μήνες και 4 ημέρες , οπότε και έγιναν τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας. Για το χτίσιμο εργάστηκαν 10.000 εργάτες και τεχνίτες, ενώ ο ίδιος ο Ιουστινιανός επέβλεπε την πορεία των εργασιών και το συνολικά κόστος για το χτίσιμο, έφτασε τα 360 εκατομμύρια χρυσές δραχμές.
«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργο επιτελέσας. Νεκίκηκά σε, Σολομών!» αναφώνησε –κατά την παράδοση– με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ο Ιουστινιανός όταν πρωτοαντίκρυσε το επιβλητικό εσωτερικό με το άπλετο φωτισμό. Από τα 100 παράθυρα και τα 1.000 καντήλια το φως ν' αντανακλά στους 107 κίονες από λευκά και πολύχρωμα μάρμαρα με εξαιρετικά κιόκρανα. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν το ναό επίγειο ουρανό ή δεύτερο στερέωμα «αγγέλων την των χειρών του Θεού ποίησιν».
Η Αγία Σοφία είναι ορθογώνιο οικοδόμημα 78,16 μέτρων μήκους και 71,82 πλάτους. Ο τρούλος, σε ύψος 54 μέτρων, γεννά το αίσθημα ότι αιωρείται. Στηρίζεται πάνω σε τέσσερις πεσσούς που σχηματίζουν τετράγωνο και συνδέονται μεταξύ τους με τόξα. Η διάμετρός του είναι 31 μέτρα και έχει στη βάση του 40 παράθυρα. Οι πεσσοί κρύβονται πίσω από δύο κιονοστοιχίες που χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη, με αποτέλεσμα να φαίνονται μόνο τα γιγάντια τόξα.
Ο γυναικωνίτης βρίσκετε στον δεύτερο όροφο του ναού. Ο εσωνάρθηκας με το κύριο μέρος του ναού επικοινωνεί με 9 πύλες, απ' αυτές οι τρεις μεσαίες ονομάζονται βασιλικές, ενώ η μεσαία είναι πιο πλατειά και πιο ψηλή. Μπροστά στον εξωνάρθηκα υπήρχε μία μεγάλη αυλή, εκεί βρισκόταν η φιάλη του εξαγνισμού μια καρκινική (= φράση που διαβάζεται και αντίστροφα) επιγραφή που έγραφε: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα.

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Παναγία, Δέσποινά μου Θεοτόκε, η μόνη καθαρωτάτη ψυχή τε καί σώματι, η μόνη κατοικητήριον όλη γενομένη τής όλης χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος, καντεύθεν καί αυτάς τάς αϋλους καί αγγελικάς Δυνάμεις ασυγκρίτως υπερβάσα τή καθαρότητι καί τώ αγιασμώ τής ψυχής καί τού σώματος. Έπιδε επ' εμέ τόν εναγή καί ακάθαρτον καί ρερυπωμένον καί ψυχήν καί σώμα τώ μολυσμώ τής εμπαθούς καί ενηδόνου ζωής μου. Κάθαρόν μου τήν εμπαθή διάνοιαν καί άγνισον διόρθωσόν μου τούς πεπλανημένους καί τετυφλωμένους λογισμούς ρύθμισον καί παιδαγώγησόν μου τάς αισθήσεις, ελευθέρωσόν με τής τυραννούσης κακίας καί αισχράς συνηθείας τών ακαθάρτων προλήψεων καί παθών. Στήσόν μου πάσαν τήν κατ' ενέργειαν αμαρτίαν, καί δώρησαί μοι νήψιν καί διάκρισιν τώ εσκοτισμένω καί ταλαιπώρω νοϊ πρός διόρθωσιν τών οικείων σφαλμάτων τε καί πτωμάτων, ίνα τού σκότους τής αμαρτίας απαλλαγείς, καταξιωθώ δοξάζειν καί ανυμνείν εν παρρησία, Σέ τήν μόνην αληθινήν Μητέρα τού αληθινού φωτός, Χριστού τού Θεού ημών. Ότι μόνη σύν Αυτώ καί δι' Αυτού ευλογημένη καί δεδοξασμένη υπάρχεις υπό πάσης τής αοράτου καί ορατής κτίσεως, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΑ 7 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. Αλαζονεία
2. Απληστία
3. Λαγνεία
4. Λαιμαργία
5. Οκνηρία
6. Οργή
7. Φθόνος

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ


Προκείμενον. Ήχος πλ. β'. Σώσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί

ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου.

( Ψ. 27, 9 )


Στίχ. Πρός σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου.

( Ψ. 27, 1 ).


Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( δ' 6 -15 )


Αδελφοί, ο Θεός Ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι, ός έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών πρός φωτισμόν τής γνώσεως τής δόξης τού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού. Έχομεν δέ τόν θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή τής δυνάμεως ή τού Θεού καί μή εξ ημών, εν παντί θλιβόμενοι αλλ' ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι αλλ' ουκ εξαπορούμενοι, διωκόμενοι, αλλ' ουκ εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι αλλ' ουκ απολλύμενοι, πάντοτε τήν νέκρωσιν τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματι περιφέροντες, ίνα καί η ζωή τού Ιησού εν τώ σώματι ημών φανερωθή. Αεί γάρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα διά Ιησούν, ίνα καί η ζωή τού Ιησού φανερωθή εν τή θνητή σαρκί ημών. Ώστε ο μέν θάνατος εν ημίν ενεργείται, η δέ ζωή εν υμίν. Έχοντες δέ τό αυτό πνεύμα τής πίστεως κατά τό γεγραμμένον, <<Επίστευσα, διό ελάλησα>>, καί ημείς πιστεύομεν, διό καί λαλούμεν, ειδότες ότι ο εγείρας τόν Κύριον Ιησούν καί ημάς διά Ιησού εγερεί καί παραστήσει σύν υμίν. Τά γάρ πάντα δι' υμάς, ίνα η χάρις πλεονάσασα διά τών πλειόνων τήν ευχαριστίαν περισσεύση εις τήν δόξαν τού Θεού.


Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κβ' 35 - 46 )

Τώ καιρώ εκείνω, Νομικός τις προσήλθε τώ Ιησού, πειράζων αυτόν καί λέγων Διδάσκαλε, ποίαν εντολή μεγάλη εν τώ νόμω; Ο δέ Ιησούς έφη αυτώ Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου εν όλη τή καρδία σου καί εν όλη τή ψυχή σου καί εν όλη τή διανοία σου αύτη εστί πρώτη καί μεγάλη εντολή. Δευτέρα δέ ομοία αυτή Αγαπήσεις τόν πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταίς δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος καί οι προφήται κρέμανται. Συνηγμένων δέ τών Φαρισαίων, επηρώτησεν αυτούς ο Ιησούς λέγων Τί υμίν δοκεί περί τού Χριστού; τίνος υιός εστι; Λέγουσιν αυτώ Τού Δαυϊδ. Λέγει αυτοίς Πώς ούν Δαυϊδ, εν Πνεύματι, Κύριον αυτόν καλεί, λέγων <<Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον τών ποδών σου>>; Ει ούν Δαυϊδ καλεί αυτόν Κύριον, πώς υιός αυτού εστι; Καί ουδείς εδύνατο αυτώ αποκριθήναι λόγον, ουδέ ετόλμησέ τις απ' εκείνης τής ημέρας επερωτήσαι αυτόν ουκέτι.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Προκείμενον. Ήχος πλ. α'.

Σύ, Κύριε, φυλάξαις ημάς καί διατηρήσαις ημάς.

( Ψ. 11, 8 )

Στίχ. Σώσόν με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος.

( Ψ. 11, 2 ).

Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( α' 21 - β' 4 )

Αδελφοί, ο βεβαιών ημάς σύν υμίν εις Χριστόν καί χρίσας ημάς Θεός, ο καί σφραγισάμενος ημάς καί δούς τόν αρραβώνα τού Πνεύματος εν ταίς καρδίαις ημών. Εγώ δέ μάρτυρα τόν Θεόν επικαλούμαι επί τήν εμήν ψυχήν, ότι φειδόμενος υμών ουκέτι ήλθον εις Κόρινθον. Ουχ ότι κυριεύομεν υμών τής πίστεως, αλλά συνεργοί εσμεν τής χαράς υμών τή γάρ πίστει εστήκατε. Έκρινα δέ εμαυτώ τούτο, τό μή πάλιν εν λύπη ελθείν πρός υμάς. Ει γάρ εγώ λυπώ υμάς, καί τίς εστιν ο ευφραίνων με ει μή ο λυπούμενος εξ εμού; Καί έγραψα υμίν τούτο αυτό, ίνα μή ελθών λύπην έχω αφ' ών έδει με χαίρειν, πεποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. Εκ γάρ πολλής θλίψεως καί συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπηθήτε, αλλά τήν αγάπην ίνα γνώτε ήν έχω περισσοτέρως εις υμάς.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κβ' 2 - 14 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τώ υιώ αυτού. Καί απέστειλε τούς δούλους αυτού καλέσαι τούς κεκλημένους εις τούς γάμους καί ουκ ήθελον ελθείν. Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους, λέγων Είπατε τοίς κεκλημένοις Ιδού τό άριστόν μου ητοίμασα, οι ταύροί μου καί τά σιτιστά τεθυμένα, καί πάντα έτοιμα δεύτε εις τούς γάμους. Οι δέ αμελήσαντες απήλθον, ο μέν εις τόν ίδιον αγρόν, ο δέ εις τήν εμπορίαν αυτού οι δέ λοιποί, κρατήσαντες τούς δούλους αυτού, ύβρισαν καί απέκτειναν. Ακούσας δέ ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη, καί πέμψας τά στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους καί τήν πόλιν αυτών ενέπρησε. Τότε λέγει τοίς δούλοις αυτού Ο μέν γάμος έτοιμός εστιν, οι δέ κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι. Πορεύεσθε ούν επί τάς διεξόδους τών οδών, καί όσους άν εύρητε, καλέσατε εις τούς γάμους. Καί εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τάς οδούς, συνήγαγον πάντας όσους εύρον, πονηρούς τε καί αγαθούς καί επλήσθη ο γάμος ανακειμένων. Εισελθών δέ ο βασιλεύς θεάσασθαι τούς ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, καί λέγει αυτώ Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μή έχων ένδυμα γάμου; Ο δε εφιμώθη. Τότε είπεν ο βασιλεύς τοίς διακόνοις Δήσαντες αυτού χείρας καί πόδας άρατε αυτόν καί εκβάλετε εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Προκείμενον. Ήχος δ'.

Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε

πάντα εν σοφία εποίησας.

( Ψ. 103, 24 ).

Στίχ. Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.

( Ψ. 103, 1).

Πρός Κορινθίους Α' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( ιστ' 13-24 )

Αδελφοί, γρηγορείτε, στήκετε εν τή πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε. Πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω. Παρακαλώ δέ υμάς, αδελφοί οίδατε τήν οικίαν Στεφανά, ότι εστίν απαρχή τής Αχαϊας καί εις διακονίαν τοίς αγίοις έταξαν εαυτούς ίνα καί υμείς υποτάσσησθε τοίς τοιούτοις καί παντί τώ συνεργούντι καί κοπιώντι. Χαίρω δέ επί τή παρουσία Στεφανά καί Φουρτουνάτου καί Αχαϊκού, ότι τό υμών υστέρημα ούτοι ανεπλήρωσαν ανέπαυσαν γάρ τό εμόν πνεύμα καί τό υμών. Επιγινώσκετε ούν τούς τοιούτους. Ασπάζονται υμάς αι εκκλησίαι τής Ασίας. Ασπάζονται υμάς εν Κυρίω πολλά Ακύλας καί Πρίσκιλλα σύν τή κατ' οίκον αυτών εκκλησία. Ασπάζονται υμάς οι αδελφοί πάντες. Ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω. Ο ασπασμός τή εμή χειρί Παύλου. Εί τις ου φιλεί τόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα Μαράν αθά. Η χάρις τού Κυρίου Ιησού Χριστού μεθ' υμών. Η αγάπη μου μετά πάντων υμών εν Χριστώ Ιησού Αμήν.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κα'33-42 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Άνθρωπός τις ήν οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα καί φραγμόν αυτώ περιέθηκε καί ώρυξεν εν αυτώ ληνόν καί ωκοδόμησε πύργον, καί εξέδοτο αυτόν γεωργοίς καί απεδήμησεν. Ότε δέ ήγγισεν ο καιρός τών καρπών, απέστειλε τούς δούλους αυτού πρός τούς γεωργούς λαβείν τούς καρπούς αυτού. Καί λαβόντες οι γεωργοί τούς δούλους αυτού, όν μέν έδειραν, όν δέ απέκτειναν, όν δέ ελιθοβόλησαν. Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους πλείονας τών πρώτων καί εποίησαν αυτοίς ωσαύτως. Ύστερον δέ απέστειλε πρός αυτούς τόν υιόν αυτού, λέγων Εντραπήσονται τόν υιόν μου. Οι δέ γεωργοί ιδόντες τόν υιόν, είπον εν εαυτοίς Ούτος εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν καί κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αυτού. Καί λαβόντες αυτόν, εξέβαλον έξω τού αμπελώνος καί απέκτειναν. Όταν ούν έλθη ο κύριος τού αμπελώνος, τί ποιήσει τοίς γεωργοίς εκείνοις; Λέγουσιν αυτώ Κακούς κακώς απολέσει αυτούς, καί τόν αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τούς καρπούς εν τοίς καιροίς αυτών. Λέγει αυτοίς ο Ιησούς Ουδέποτε ανέγνωτε εν ταίς Γραφαίς Λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας παρά Κυρίου εγένετο αύτη, καί έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών;

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Προκείμενον. Ήχος γ'.

Ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε.

( Ψ. 46, 7 ).

Στίχ. Πάντα τά έθνη, κροτήσατε χείρας.

( Ψ. 46, 2 ).

Πρός Κορινθίους Α' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( ιε' 1-11 )

Αδελφοί, γνωρίζω υμίν τό Ευαγγέλιον ό ευηγγελισάμην υμίν, ό καί παρελάβετε, εν ώ καί εστήκατε, δι' ού καί σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μή εική επιστεύσατε. Παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώτοις ό καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ τών αμαρτιών ημών κατά τάς Γραφάς, καί ότι ετάφη, καί ότι εγήγερται τή τρίτη ημέρα κατά τάς Γραφάς, καί ότι ώφθη Κηφά, είτα τοίς δώδεκα έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ών οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δέ καί εκοιμήθησαν έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοίς αποστόλοις πάσιν έσχατον δέ πάντων ωσπερεί τώ εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γάρ ειμι ο ελάχιστος τών αποστόλων, ός ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα τήν εκκλησίαν τού Θεού χάριτι δέ Θεού ειμι ό ειμι καί η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα, ουκ εγώ δέ, αλλ' η χάρις τού Θεού η σύν εμοί. Είτε ούν εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν καί ούτως επιστεύσατε.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( ιθ' 16-26 )

Τώ καιρώ εκείνω, νεανίσκος τις προσήλθε τώ Ιησού, γονυπετών αυτώ, καί λέγων Διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθόν ποιήσω, ίνα έχω ζωήν αιώνιον; Ο δέ είπεν αυτώ Τί με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός, ει μή είς, ο Θεός. Ει δέ θέλεις εισελθείν εις τήν ζωήν, τήρησον τάς εντολάς. Λέγει αυτώ Ποίας; Ο δέ Ιησούς είπε Τό Ου φονεύσεις Ου μοιχεύσεις Ου κλέψεις Ου ψευδομαρτυρήσεις Τίμα τόν πατέρα σου, καί τήν μητέρα, καί Αγαπήσεις τόν πλησίον σου ως σεαυτόν. Λέγει αυτώ ο νεανίσκος Πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου τί έτι υστερώ; Έφη αυτώ ο Ιησούς Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τά υπάρχοντα καί δός πτωχοίς, καί έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, καί δεύρο ακολούθει μοι. Ακούσας δέ ο νεανίσκος τόν λόγον απήλθε λυπούμενος ήν γάρ έχων κτήματα πολλά. Ο δέ Ιησούς είπε τοίς Μαθηταίς αυτού Αμήν λέγω υμίν, ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις τήν βασιλείαν τών ουρανών. Πάλιν δέ λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν τού Θεού εισελθείν. Ακούσαντες δέ οι μαθηταί αυτού, εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες Τίς άρα δύναται σωθήναι; Εμβλέψας δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστι, πάρα δέ Θεώ πάντα δυνατά εστι.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Προκείμενον. Ήχος β΄.

Ισχύς μου καί ύμνησίς μου ο Κύριος.

( Ψ. 117, 14 ).

Στίχ. Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος.

( Ψ. 117, 18 ).

Πρός Κορινθίους Α' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( θ' 2-12 )

Αδελφοί, η σφραγίς τής εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω. Η εμή απολογία τοίς εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί. Μή ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν καί πιείν; Μή ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως καί οι λοιποί απόστολοι καί οι αδελφοί τού Κυρίου καί Κηφάς; Ή μόνος εγώ καί Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν τού μή εργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει αμπελώνα καί εκ τού καρπού αυτού ουκ εσθίει; Ή τίς πιμαίνει ποίμνην καί εκ τού γάλακτος τής ποίμνης ουκ εσθίει; Μή κατά άνθρωπον ταύτα λαλώ; Ή ουχί καί ο νόμος ταύτα λέγει; Εν γάρ τώ Μωϋσέως νόμω γέγραπται << Ου φιμώσεις βούν αλοώντα >>. Μή τών βοών μέλει τώ Θεώ; Ή δι' ημάς πάντως λέγει; Δι' ημάς γάρ εγράφη, ότι επ' ελπίδι οφείλει ο αροτριών αροτριάν, καί ο αλοών τής ελπίδος αυτού μετέχειν επ' ελπίδι. Ει ημείς υμίν τά πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τά σαρκικά θερίσομεν; Ει άλλοι τής εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; Αλλ' ουκ εχρησάμεθα τή εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μή εγκοπήν τινα δώμεν τώ Ευαγγελίω τού Χριστού.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( ιη' 23-35 ).

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ός ηθέλησε συνάραι λόγον μετά τών δούλων αυτού. Αρξαμένου δέ αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτώ είς οφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μή έχοντος δέ αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι καί τήν γυναίκα αυτού καί τά τέκνα καί πάντα όσα είχε, καί αποδοθήναι. Πεσών ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων Κύριε, μακροθύμησον επ' εμοί, καί πάντα σοι αποδώσω. Σπλαγχνισθείς δέ ο κύριος τού δούλου εκείνου, απέλυσεν αυτόν καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ. Εξελθών δέ ο δούλος εκείνος εύρεν ένα τών συνδούλων αυτού, ός ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια καί κρατήσας αυτόν έπνιγε, λέγων Απόδος μοι εί τι οφείλεις. Πεσών ούν ο σύνδουλος αυτού εις τούς πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν, λέγων Μακροθύμησον επ' εμοί, καί πάντα αποδώδω σοι. Ο δέ ουκ ήθελεν αλλ' απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, έως ού αποδώ τό οφειλόμενον. Ιδόντες δέ οι σύνδουλοι αυτού τά γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, καί ελθόντες διεσάφησαν τώ κυρίω αυτών πάντα τά γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο Κύριος αυτού λέγει αυτώ Δούλε πονηρέ, πάσαν τήν οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με ουκ έδει καί σέ ελεήσαι τόν σύνδουλόν σου, ως καί εγώ σε ηλέησα; Καί οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς, έως ού αποδώ πάν τό οφειλόμενον αυτώ. Ούτω καί ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μή αφήτε έκαστος τώ αδελφώ αυτού από τών καρδιών υμών, τά παραπτώματα αυτών.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Μεσονυκτικόν

Εἰς τὸ ὄνοµα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ἀµήν. 
Δόξα σοι, ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡµῶν, Κύριε δόξα σοι. 
Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡµῖν, καὶ καθάρισον ἡµᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡµῶν. Ἀµήν.  Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡµᾶς. (Τρις) 
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύµατι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀµήν. Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡµᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁµαρτίαις ἡµῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνοµίας ἡµῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡµῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόµατός σου. Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον. 

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύµατι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀµήν. 

Πάτερ ἡµῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνοµά σου. Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου. Γενηθήτω τὸ θέληµά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡµῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡµῖν σήµερον. Καὶ ἄφες ἡµῖν τὰ ὀφειλήµατα ἡµῶν, ὡς καὶ ἡµεῖς ἀφίεµεν τοῖς ὀφειλέταις ἡµῶν. Καὶ µὴ εἰσενέγκῃς ἡµᾶς εἰς πειρασµόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡµᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ἀµήν.

Δι' ευχών τών Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Ἐξεγερθέντες τοῦ ὕπνου, προσπίπτοµέν σοι, Ἀγαθέ, καὶ τῶν Ἀγγέλων τὸν ὕµνον βοῶµέν σοι, Δυνατέ· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός· διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡµᾶς.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.

Τῆς κλίνης καὶ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρας μέ, Κύριε, τὸν νοῦν μου φώτισον, καὶ τὴν καρδίαν καὶ τὰ χείλη μου ἄνοιξον, εἰς τὸ ὑμνεῖν σέ, ἁγία Τριάς. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ Θεός. διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

‘Αθρόον ὁ Κριτής ἐπελεύσεται καί ἑκάστου αἱ πράξεις γυμνωθήσονται, ἀλλά φόβῳ κράξωμεν ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· ἅγιος, ἅγιος ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διά τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

Κύριε ἐλέησον. ιβ' (12).

Ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξανιστάμενος εὐχαριστῶ σοὶ ἁγία Τριάς, ὅτι διὰ τὴν πολλὴν σοῦ ἀγαθότητα καὶ μακροθυμίαν οὐκ ὠργίσθης ἐμοὶ τῷ ῥᾳθύμῳ καὶ ἁμαρτωλῷ οὐδὲ συναπώλεσας μὲ ταῖς ἀνομίαις μου, ἀλλ’ ἐφιλανθρωπεύσω συνήθως, καὶ πρὸς ἀπόγνωσιν κείμενον ἤγειρας μὲ εἰς τὸ ὀρθρίσαι καὶ δοξολογήσαι τὸ κράτος σου καὶ νῦν φώτισόν μου τὰ ὄμματα τῆς διανοίας. ἄνοιξόν μου τὸ στόμα, τοῦ μελετᾶν τὰ λόγιά σου καὶ συνιέναι τάς ἐντολάς σου καὶ ποιεῖν τὸ θέλημά σου καὶ ψάλλειν σοι ἐν ἐξομολογήσει καρδίας καὶ ἀνυμνεῖν τὸ πανάγιον ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δόξα σοι βασιλεῦ, Θεὲ Παντοκράτωρ, ὅτι τῇ θείᾳ σοῦ καὶ φιλανθρώπῳ προνοίᾳ ἠξίωσας μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλον σοῦ ἐξ ὕπνου ἀναστῆναι. Δέξαι, Κύριε, καὶ τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου, ὡς τῶν ἁγίων καὶ νοερῶν σοῦ δυνάμεων καὶ εὐδόκησον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως, προσενεχθήναι σοι τὴν ἐκ ῥυπαρῶν χειλέων μου αἴνεσιν, ὅπως καγὼ κοινωνὸς γένωμαι τῶν φρονίμων παρθένων, ἐν φαιδρᾷ λαμπηδόνι τῆς ψυχῆς μου, καὶ δοξάζω σέ, τὸν ἐν Πατρὶ καὶ Πνεύματι δοξαζόμενον Θεὸν Λόγον. Ἀμήν.

Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.

Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ, τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.

Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ Χριστῷ, τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Ψαλμός Ν' (50)

Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. ἐπὶ πλεῖον πλῦνον μὲ ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός. σοὶ μόνω ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοὶς λόγοις σου, καὶ νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθε σέ. ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίες ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου. ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. ραντιεῖς μὲ ὑσσώπω, καὶ καθαρισθήσομαι. πλυνεῖς μέ, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. ἀκουτιεῖς μοὶ ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τᾶς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοὶς ἐγκάτοις μου. μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμα σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ. ἀπόδος μοὶ τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. διδάξω ἀνόμους τᾶς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. ρύσαι μὲ ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου. ἀγαλλιάσεται ἡ γλώσσα μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἂν ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τὴ εὐδοκία σου τὴν Σιῶν, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Τό Σύμβολον τής Πίστεως



Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.
Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.
Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἀμήν.

Ευχή κατανυκτική

Κύριε, ἀγαθήν μοι τὴν ἡμέραν ταύτην δώρησαι καὶ ἀναμάρτη­τον. Κύριε, μὴ ἐγκαταλίπῃς με ἐν τῇ βουλῇ τῶν ἐχθρῶν μου, μηδὲ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ. Κύριε, ρῦσαί με ἀπὸ τῆς ἐπικρατείας τῶν παθῶν καὶ τῆς φλογώσεως τῶν ἡδονῶν. Κύριε, δός μοι χεῖρα βοηθείας καὶ στήριξόν με εἰς τὸν φόβον Σου. Κύριε, δώρησαι πένθος καὶ ταπείνωσιν ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἵνα κλαύσω τὰς ἀνομίας μου. Κύριε, δώρησαί μοι ὑπομονὴν ἐν τοῖς πειρα­σμοῖς καὶ διάκρισιν. Κύριε, ἐξάλειψον ἀπ’ ἐμοῦ τὴν ἄγνοιαν, τὴν ραθυμίαν, τὴν πώρωσιν. Κύριε, ρῦσαί με ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν συνδυασμῶν καὶ ἀπὸ συγκαταθέσεως τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Κύριε, δίωξον ἀπ’ ἐμοῦ τὴν λήθην, τὴν ἀναισθησίαν, καὶ τὴν τοῦ νοός μου αἰχμαλωσίαν. Κύριε, σκέπασόν με ἀπὸ τοῦ πολέμου τῆς πορνείας. Κύριε, ἔνθες μοι μῖσος πρὸς τὰς ἡδονάς, καὶ δώρησαί μοι ἐνάρετον διαγωγὴν καὶ βίον ἀκαταίσχυντον, καὶ κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου πρὸς ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν Σου. Πρεσβείαις τῆς πανα­χράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὑπερένδοξε, ἀειπάρθενε, εὐλογη­μέ­νη Θεοτόκε, προσάγαγε τὴν ἡμετέραν προσευχὴν τῷ Υἱῷ Σου καὶ Θεῷ ἡμῶν, καὶ αἴτησαι ἵνα σώσῃ διά Σοῦ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σὲ ἀνατίθημι, Μήτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι· καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Κύριε, ἐλέησον
(τρίς).

Άγιοι Απόστολοι, Προφήται, Μάρτυρες, Ιεράρχαι, Όσιοι και πάντες Άγιοι, ικετεύσατε τον Θεόν υπέρ εμού του αμαρτωλού.

Επί τω Θεώ και Πλάστη μου παρατίθημι την ψυχήν και το σώμά μου. Αυτός με ευλόγησον, αυτός με ελέησον, αυτός ελευθέρωσόν με από παντός κακού. Και δος μοι ειρηνικήν και αναμάρτητον διελθείν ταύτην την ημέραν, εις δόξαν του Ονόματός Σου και σωτηρίαν της ψυχής μου. Αμήν.

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ

Προκείμενον. Ήχος α'.

Γένοιτο, Κύριε, τό έλεός σου εφ' ημάς.

( Ψ. 32, 22 )

Στίχ. Αγαλλιάσθε, δίκαιοι, εν Κυρίω.

( Ψ. 32, 1 )

Πρός Κορινθίους Α' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( δ' 9 - 16 )

Αδελφοί, ο Θεός ημάς τούς αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους, ότι θέατρον εγενήθημεν τώ κόσμω καί αγγέλοις καί ανθρώποις. Ημείς μωροί διά Χριστόν, υμείς δέ φρόνιμοι εν Χριστώ ημείς ασθενείς, υμείς δέ ισχυροί υμείς ένδοξοι, ημείς δέ άτιμοι. Άχρι τής άρτι ώρας καί πεινώμεν καί διψώμεν καί γυμνητεύομεν καί κολαφιζόμεθα καί ατατούμεν καί κοπιώμεν εργαζόμενοι ταίς ιδίαις χερσί λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν ως περικαθάρματα τού κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι. Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ' ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας εν γάρ Χριστώ Ιησού διά τού ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα. Παρακαλώ ούν υμάς, μιμηταί μου γίνεσθε.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( ιζ' 14-23 )

Τώ καιρώ εκείνω, άνθρωπός τις προσήλθε τώ Ιησού, γονυπετών αυτώ, καί λέγων Κύριε, ελέησόν μου τόν υιόν, ότι σεληνιάζεται καί κακώς πάσχει πολλάκις γάρ πίπτει εις τό πύρ καί πολλάκις εις τό ύδωρ. Καί προσήνεγκα αυτόν τοίς μαθηταίς σου, καί ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι. Αποκριθείς δέ ο Ιησούς είπεν Ώ γενεά άπιστος καί διαστραμμένη! έως πότε έσομαι μέθ' υμών; έως πότε ενέξομαι υμών; Φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Καί επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς, καί εξήλθεν απ' αυτού τό δαιμόνιον καί ιάθη ο παίς από τής ώρας εκείνης. Τότε προσελθόντες οι Μαθηταί τώ Ιησού κατ' ιδίαν είπον Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; Ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς Διά τήν απιστίαν υμών Αμήν γάρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τώ όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, καί μεταβήσεται καί ουδέν αδυνατήσει υμίν. Τούτο δέ τό γένος ουκ εκπορεύεται, ει μή εν προσευχή καί νηστεία. Αναστρεφομένων δέ αυτών εν τή Γαλιλαία, είπεν αυτοίς ο Ιησούς Μέλλει ο Υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων καί αποκτενούσιν αυτόν, καί τή τρίτη ημέρα εγερθήσεται.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΑΤΗ
Προκείμενον. Ήχος πλ. δ'.
Εύξασθε καί απόδοτε Κυρίω τώ Θεώ ημών.
( Ψ. 75, 12 )
Στίχ. Γνωστός εν τή Ιουδαία ο Θεός,
εν τώ Ισραήλ μέγα τό όνομα αυτού.
( Ψ. 75, 2 )
Πρός Κορινθίους Α' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.
( γ' 9-17 )

Αδελφοί, Θεού εσμεν συνεργοί Θεού γεώργιον, Θεού οικοδομή εστε. Κατά τήν χάριν τού Θεού τήν δοθείσάν μοι ως σοφός αρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, άλλος δέ εποικοδομεί έκαστος δέ βλεπέτω πώς εποικοδομεί θεμέλιον γάρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τόν κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός. Ει δέ τις εποικοδομεί επί τόν θεμέλιον τούτον χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου τό έργον φανερόν γενήσεται η γάρ ημέρα δηλώσει ότι εν πυρί αποκαλύπτεται καί εκάστου τό έργον οποίον εστι τό πύρ δοκιμάσει. Εί τινος τό έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται εί τινος τό έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δέ σωθήσεται, ούτως δέ ως διά πυρός. Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε καί τό Πνεύμα τού Θεού οικεί εν υμίν; Εί τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός ο γάρ ναός τού Θεού άγιός εστιν, οίτινές εστε υμείς.
Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.
( ιδ' 22-34 )
Τ ώ καιρώ εκείνω, ηνάγκασεν ο Ιησούς τούς Μαθητάς αυτού εμβήναι εις τό πλοίον καί προάγειν αυτόν εις τό πέραν, έως ού απολύση τούς όχλους. Καί απολύσας τούς όχλους ανέβη εις τό όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δέ γενομένης μόνος ήν εκεί. Τό δέ πλοίον ήδη μέσον τής θαλάσσης ήν, βασανιζόμενον υπό τών κυμάτων ήν γάρ εναντίος ο άνεμος. Τετάρτη δέ φυλακή τής νυκτός απήλθε πρός αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί τής θαλάσσης. Καί ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί τήν θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι καί από τού φόβου έκραξαν. Ευθέως δέ ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων Θαρσείτε, εγώ ειμι μή φοβείσθε. Αποκριθείς δέ αυτώ ο Πέτρος είπε Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με πρός σέ ελθείν επί τά ύδατα. Ο δέ είπεν Ελθέ. Καί καταβάς από τού πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τά ύδατα ελθείν πρός τόν Ιησούν. Βλέπων δέ τόν άνεμον ιχυρόν εφοβήθη, καί αρξάμενος καταποντίζεσθαι, έκραξε λέγων Κύριε, σώσόν με. Ευθέως δέ ο Ιησούς εκτείνας τήν χείρα επελάβετο αυτού καί λέγει αυτώ Ολιγόπιστε! εις τί εδίστασας; Καί εμβάντων αυτών εις τό πλοίον εκόπασεν ο άνεμος. Οι δέ εν τώ πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες Αληθώς Θεού Υιός εί. Καί διαπεράσαντες ήλθον εις τήν γήν Γεννησαρέτ.