Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Προκείμενον. Ήχος πλ. α'.

Σύ, Κύριε, φυλάξαις ημάς καί διατηρήσαις ημάς.

( Ψ. 11, 8 )

Στίχ. Σώσόν με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος.

( Ψ. 11, 2 ).

Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( α' 21 - β' 4 )

Αδελφοί, ο βεβαιών ημάς σύν υμίν εις Χριστόν καί χρίσας ημάς Θεός, ο καί σφραγισάμενος ημάς καί δούς τόν αρραβώνα τού Πνεύματος εν ταίς καρδίαις ημών. Εγώ δέ μάρτυρα τόν Θεόν επικαλούμαι επί τήν εμήν ψυχήν, ότι φειδόμενος υμών ουκέτι ήλθον εις Κόρινθον. Ουχ ότι κυριεύομεν υμών τής πίστεως, αλλά συνεργοί εσμεν τής χαράς υμών τή γάρ πίστει εστήκατε. Έκρινα δέ εμαυτώ τούτο, τό μή πάλιν εν λύπη ελθείν πρός υμάς. Ει γάρ εγώ λυπώ υμάς, καί τίς εστιν ο ευφραίνων με ει μή ο λυπούμενος εξ εμού; Καί έγραψα υμίν τούτο αυτό, ίνα μή ελθών λύπην έχω αφ' ών έδει με χαίρειν, πεποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. Εκ γάρ πολλής θλίψεως καί συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπηθήτε, αλλά τήν αγάπην ίνα γνώτε ήν έχω περισσοτέρως εις υμάς.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κβ' 2 - 14 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τώ υιώ αυτού. Καί απέστειλε τούς δούλους αυτού καλέσαι τούς κεκλημένους εις τούς γάμους καί ουκ ήθελον ελθείν. Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους, λέγων Είπατε τοίς κεκλημένοις Ιδού τό άριστόν μου ητοίμασα, οι ταύροί μου καί τά σιτιστά τεθυμένα, καί πάντα έτοιμα δεύτε εις τούς γάμους. Οι δέ αμελήσαντες απήλθον, ο μέν εις τόν ίδιον αγρόν, ο δέ εις τήν εμπορίαν αυτού οι δέ λοιποί, κρατήσαντες τούς δούλους αυτού, ύβρισαν καί απέκτειναν. Ακούσας δέ ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη, καί πέμψας τά στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους καί τήν πόλιν αυτών ενέπρησε. Τότε λέγει τοίς δούλοις αυτού Ο μέν γάμος έτοιμός εστιν, οι δέ κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι. Πορεύεσθε ούν επί τάς διεξόδους τών οδών, καί όσους άν εύρητε, καλέσατε εις τούς γάμους. Καί εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τάς οδούς, συνήγαγον πάντας όσους εύρον, πονηρούς τε καί αγαθούς καί επλήσθη ο γάμος ανακειμένων. Εισελθών δέ ο βασιλεύς θεάσασθαι τούς ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, καί λέγει αυτώ Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μή έχων ένδυμα γάμου; Ο δε εφιμώθη. Τότε είπεν ο βασιλεύς τοίς διακόνοις Δήσαντες αυτού χείρας καί πόδας άρατε αυτόν καί εκβάλετε εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.