Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Το Πανάγιο Πνεύμα

Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας,
καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
καὶ δι' αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας,
Φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον.

Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε,
τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, καὶ ζωῆς χορηγός,
ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν,
καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος,
καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν.  

Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν. 

Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι. 

«συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς·»

Τὴν μεθέορτον πιστοί, καὶ τελευταίαν ἑορτήν, ἑορτάσωμεν φαιδρῶς· αὕτη ἐστὶ Πεντηκοστή, ἐπαγγελίας συμπλήρωσις, καὶ προθεσμίας· ἐν ταύτῃ γὰρ τὸ πῦρ, τοῦ Παρακλήτου εὐθύς, κατέβη ἐπὶ γῆς, ὥσπερ ἐν εἴδει γλωσσῶν, καὶ Μαθητὰς ἐφώτισε, καὶ τούτους οὐρανομύστας ἀνέδειξε. Τὸ φῶς ἐπέστη, τοῦ Παρακλήτου, καὶ τόν κόσμον, ἐφώτισε. 

Αγίω Πνεύματι τιμή και Δόξα, ώσπερ Πατρί, πρέπει άμα και Υιώ.

Την Πεντηκοστή η Εκκλησία μας εορτάζει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, τον Παράκλητο, το 'Αγιο Πνεύμα, το οποίο κατήλθε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ για να εγκαινιάσει μία νέα σωτηριολογική περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας (Πράξ. 2:1). Το τρίτο πρόσωπο του τριαδικού Θεού μετέχει ισότιμα με τον Πατέρα και τον Υιό στη θεία ουσία και εκπορεύεται αϊδίως από τόν Πατέρα και όχι και από τον Υιό ( Filioque ), όπως ισχυρίζονται οι ρωμαιοκαθολικοί, οι οποίοι αλλοίωσαν το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας- Κπόλεως. Πρόκειται για το πνεύμα της αληθείας, το οποίο συνεχἰζει το λυτρωτικό έργο του Χριστού «εις τον αιώνα». (Ιω. 14:14). Αυτή την αγία μέρα, πενήντα ημέρες μετά τη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου, το Πανάγιο Πνεύμα κατήλθε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό» συνηγμένοι οι άγιοι Απόστολοι (Πράξ. 2:1). Ο ερχομός Του περιγράφεται ως «εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας» και η ορατή παρουσία Του ήταν ως «γλώσσαι ωσεί πυρό», το Οποίον «εκάθισέ τε εφ' ένα έκαστον αυτών (των μαθητών)» (Πράξ.2: 3-4). Μετά το εμπνευσμένο από το ’γιο Πνεύμα κήρυγμα του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, με το οποίο καλούσε τον όχλο σε μετάνοια, βάπτισμα στο όνομα του Θεανθρώπου εις άφεση αμαρτιών και δωρεά του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. 2,37-41), δημιουργήθηκε η πρώτη εν τω κόσμω Εκκλησία με τη βάπτιση τριών χιλιάδων πιστών. Η Πεντηκοστή θεωρείται η γενέθλιος ημέρα της εν κόσμω Εκκλησίας, τα μέλης της οποίας υπάρχουμε, τρεφόμαστε με ουράνια τροφή, κεχαριτωνόμαστε, αγιαζόμαστε, σωζόμαστε και θεωνόμαστε χάρη στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. 5:5) διακηρύττει ο θείος Παύλος.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

Η Ιερά Παράδοσις περιέχει ότι διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή. Αλλά και κάτι περισσότερον, μερικά που, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Όπως, το να κτίζωμεν τας εκκλησίας μας και να προσευχώμεθα κατά Ανατολάς δεν το λέγει η Γραφή, είναι της Παραδόσεως. Ομοίως το να κάμνωμεν το το σημείον του Σταυρού, η τέλεσις του Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του ύδατος της ιεράς κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίσις του βαπτιζομένου με άγιον έλαιον, η τριττή κατάδυσις εις το νερό της κολυμβήθρας, η χρίσις και σφράγισις του βαπτισθέντος με το Άγιον Μύρον, της Παραδόσεως και αυτά. Από την Παράδοσιν επίσης είναι ο τρόπος, κατά τον οποίον τελείται η θεία Λειτουργία, όπως και διάφοροι λειτουργικοί τύποι, αι ευχαί της αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της κοινωνίας των πιστών. Ακόμη αι νεκρώσιμοι ακολουθίαι, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμεθα από την άγραφον, όπως ήτο εις την αρχήν, Παράδοσιν. Η Ιερά Παράδοσις, περιλαμβάνει την Αποστολικήν Παράδοσιν και την Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν, είναι η δευτέρα πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Ωσάν επίλογος και επισφράγισις τρόπον τινά της Ιεράς Παραδόσεως ετέθησαν από την εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο οι εξής λόγοι. <<Οι προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν... ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν... Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξε>>. Την Ιεράν αυτήν Παράδοσιν, έτσι όπως διεμορφώθη οριστικώς και τελικώς και έκλεισε με την εβδόμην Οικουμενικήν Σύνοδον, μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει ως πηγήν της διδασκαλίας της γνησίαν και ισόκυρον της Αγίας Γραφής. Μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία. Διότι οι μεν Προτεστάνται έχουν απορρίψει τελείως την Ιεράν Παράδοσιν και αρκούνται μόνον εις την Αγίαν Γραφήν. Και επειδή δεν έχουν ως οδηγόν της ερμηνείας της Αγίας Γραφής την Ιεράν Παράδοσιν, έχουν περιπέσει εις πλήθος κακοδοξιών και είναι διηρημένοι εις εκατοντάδας κοινοτήτων και παραφυάδων. Οι δε Ρωμαιοκαθολικοί (Παπικοί) και μετά την εβδόμην Οικουμενικήν Σύνοδον επρόσθεσαν νέα δόγματα, τα οποία ή είναι σαφώς αντίθετα προς την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν (όπως είναι το δόγμα των ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται <<και εκ του Υιού>>, το περίφημον filioque), ή δεν μαρτυρούνται και δεν στηρίζονται ούτε εις την Αγίαν Γραφήν ούτε εις την Ιεράν Παράδοσιν των οκτώ πρώτων αιώνων. Μόνον λοιπόν η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει τας δύο αυτάς θείας και ουρανίας πηγάς της διδασκαλίας της, την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν. Και η μεν Αγία Γραφή είναι γνωστή εις όλους. Της δε Ιεράς Παραδόσεως συντομωτάτη και περιληπτική έκθεσις είναι το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το <<Πιστεύω>>.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Κυριακαί των Αγίων Πατέρων

 Εις τρείς Κυριακάς του όλου ενιαυτού εορτάζομεν την μνήμην των Αγίων Πατέρων, ήτοι εις τας εξής:
α. Εις την εβδόμην Κυριακήν από του Πάσχα, ότε τιμώμεν τους Αγίους Πατέρας της Α΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, εν Νικαία της Βιθυνίας (έτος 325).
β. Εις την Κυριακήν, ήτις συμπίπτει μεταξύ της ΙΓ΄ και ΙΘ΄ Ιουλίου, ότε τιμώμεν άπαντας τους Αγίους Πατέρας και των επτά ομού Αγίων Οικουμενικών Συνόδων (έτη 325, 381, 431, 451, 553, 680/1, 787).
γ. Εις την Κυριακήν, ήτις συμπίπτει μεταξύ της ΙΑ΄ και ΙΖ΄ Οκτωβρίου, ότε τιμώμεν τους Αγίους Πατέρας της Ζ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου (έτος 787). 
Αι λοιπαί Άγιαι Σύνοδοι Οικουμενικαί Σύνοδοι μνημονεύονται εις τας εξής σταθεράς ημερομηνίας:
Β΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδος (22α Μαΐου), 
Γ΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδος (9η Σεπτεμβρίου),
Δ΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδος (16η Ιουλίου),
Ε΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδος (25η Ιουλίου),
ς΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδος (14η Σεπτεμβρίου).

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Η μαντίλα

Kάποια γυναίκα παλαιόπιστη Ρωσίδα μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία. Αποδέχθηκε ολόκληρη την Ορθόδοξη διδασκαλία και ακολουθούσε όλους τους κανόνες της Εκκλησίας με ακρίβεια. 
Λίγο καιρό αργότερα, η γυναίκα αυτή έτυχε σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στο οποίο τραυματίσθηκε βαρειά στον θώρακα που κτύπησε πάνω στο τιμόνι. Λίγο μετά τον τραυματισμό, εμφανίσθηκε καρκίνος στο στήθος. Οι ιατροί πρότειναν την αφαίρεσι του στήθους με χειρουργική επέμβασι. Η γυναίκα το δέχθηκε με ταπείνωσι, ως θέλημα του Θεού. Η εγχείρησις ήταν επιτυχής, αλλά οι ιατροί επέβαλαν εντατική χημειοθεραπεία ως προληπτικό μέτρο. Μάλιστα προειδοποίησαν την γυναίκα, ότι εξ αιτίας αυτής της χημειοθεραπείας θα έχανε τα μαλλιά της. Η γυναίκα και πάλι το δέχθηκε ταπεινά, ελπίζοντας στον Κύριο. 
Η χημειοθεραπεία άρχισε και παρ' όλο που διήρκεσε γιά μεγάλο διάστημα, δεν επηρέασε τα μαλλιά της. Οι ιατροί εξεπλάγησαν πάρα πολύ και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο. 
Μία νύκτα που η γυναίκα κοιμόταν, είδε την Υπεραγία Θεοτόκο, η Οποία της είπε: 
<< Επειδή ποτέ στην ζωή σου δεν μπήκες σε Εκκλησία με το κεφάλι σου ακάλυπτο, ούτε μία τρίχα δεν θα πέση από αυτό λόγω της χημειοθεραπείας>>.

<< Πάσα δε γυνή προσευχομένη ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής... Εν υμίν αυτοίς κρίνατε πρέπον εστί γυναίκα ακατακάλυπτον τω Θεώ προσεύχεσθαι; >>. ( Α' Κορινθ. ια' 5, 13 ). 
<< Αι γυναίκες είναι σεμνόν και άγιον το να προσεύχωνται με σκεπασμένον κεφάλι, κατά την εντολήν και παραγγελίαν του Αποστόλου, επειδή με το σκέπασμα της κεφαλής προξενούσι δόξαν εις τους άνδρας αυτών και τιμήν και σέβας εις τους Αγγέλους όπου τας φυλάττουν... 
Ανίσως αι γυναίκες, όταν αναγινώσκουν κανένα ιερόν βιβλίον πρέπει να σκεπάζωνται, διά να δείξουν και με το έξω σχήμα την εσωτερικήν ευλάβειαν της καρδίας, καθώς λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, πόσω μάλλον πρέπει να σκεπάζωνται, όταν απέρχωνται εις τον Ναόν του Θεού διά να προσευχηθούν; επειδή με το έξωθεν σκέπασμα φανερώνουσι την εσωτερικήν ευλάβειαν της ψυχής των >>
( Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου )
<< Με ταύτα τα λόγια αινιγματωδώς φανερώνει εδώ ο Απόστολος ένα άλλο φοβερώτατον δηλαδή, ότι αναφέρεται εις τον Θεόν η ύβρις και ατιμία οπού ακολουθεί, από το να μη σκεπάζωνται αι γυναίκες εις την προσευχήν >>. 
( Αγίου Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας ).

Ένα σύγχρονο θαύμα που συνέβη στην Αυστραλία.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Μαρτυρία Ιωσήπου

Μαρτυρία Ιωσήπου Ιουδαίου τού Φλαβίου περί τού Ιησού Χριστού.

Γίνεται δέ κατά τούτον τόν χρόνον, Ιησούς σοφός ανήρ είγε άνδρα αυτόν λέγειν χρή. << ήν γάρ παραδόξων έργων ποιητής, διδάσκαλος ανθρώπων, τών ηδονή ταληθή δεχομένων. Καί πολλούς μέν Ιουδαίους, πολλούς δέ καί τού Ελληνικού επηγάγετο. Ο Χριστός ούτος ήν. Καί αυτόν ενδείζει τών πρώτων ανδρών παρ' ημίν, σταυρώ επιτετιμηκότος Πιλάτου, ουκ επαύσαντο οίγε πρώτον αυτών αγαπήσαντες, εφάνη γάρ αυτοίς, τρίτην έχων ημέραν, πάλιν ζών. Τών θείων προφητών ταύτα, καί άλλα μυρία θαυμάσια περί αυτού ειρηκότων. Εις έτι νύν τών από τούδε ωνομασμένων ουκ επέλιπε τό φύλον >>.
( Ιωσήπ. Λόγ. ιή. κεφ. γ'. )

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Επιστολή Πουπλίου

Επιστολή Πουπλίου, αξιωματικού ανδρός, τού Λεντούλου, απεσταλμένου εκ τής Ιερουσαλήμ πρός τήν Γερουσίαν τής Ρώμης, μεταφρασθείσα εκ τού Λατινικού.


Εφάνη, κατά τούς ημετέρους χρόνους, άνθρωπός τις, μεγάλης αρετής ( ός τις, ζή κατά τό παρόν ), καλούμενος Ιησούς Χριστός. Ο λαός, τόν ονομάζει προφήτην τής αληθείας. Οι δέ Απόστολοι αυτού, υιόν Θεού λέγουσιν. Ανασταίνει νεκρούς, ιατρεύει αρρώστους, είναι μέτριος κατά τό μέγεθος, καί καταπολλά ωραίος τή όψει, καί Γλυκύς λίαν. Καί τόσον είναι μεγαλοπρεπής εις τό είδος, οπού, οι βλέποντες αυτόν, αναγκάζονται νά τόν αγαπώσι, καί φοβούνται ενταυτώ, έχει τάς τρίχας τής Κεφαλής, παρομοίας μέ τόν χρωματισμόν τού παμπεπείρου λεπτοκαρίου, αίτινες καταβαίνουσιν έως εις τά ώτα, από δέ τά ώτα έως τούς ώμους, έχουσι τό χρώμα τής ερυθράς γής, αλλά λαμπρότερον έχει εις τό μέσον τού μετώπου τάς τρίχας, κατά τήν συνήθειαν τών Ναζηραίων, τό μέτωπον έχει μεγάλον, αλλά καταπολλά ίλεον, τό πρόσωπόν του είναι, χωρίς ρυτίδα, η στίγμα, συντροφιασμένον από κάποιον χρώμα μέτριον, τήν ρίναν καί τό στόμα έχει, χωρίς ψέγους τινός, τόν πώγωνα πυκνόν, καί κατά τό χρώμα τών τριχών τής κεφαλής, όχι μακρόν, αλλά εσχισμένον κατά τό μέσον, τό βλέμμα του είναι σοβαρόν, καί χαριέστατον, οι οφθαλμοί, χαριτωμένοι, καθαροί, καί Γλυκύτατοι. Καί όταν ελέγχη καταλήπτει, όταν διδάσκει αρέσκει, καί αγαπάται από όλους, είναι χαρούμενος, μέ σοβαρόν. Δέν τόν είδε ποτέ τινας νά γελάση, τόν είδον όμως, καί έκλαυσεν. Έχει τούς βραχίονας καί τάς χείρας, καταπολλά ωραίας. Κατά τάς συναναστροφάς, ικανοποιεί πολλά, αλλά σπανίως βλέπεται. Καί όταν συναναστρέφεται, είναι σωφρονέστατος εις τήν όψιν, καί εις τό φαινόμενον είναι, ο ευμορφώτερος άνθρωπος, οπού νά εφάνη εις τήν γήν.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Περί Μυστηρίου τής Εξομολογήσεως

Τοίς αμαρτάνουσιν ουκ ευθύς επέξεισιν ο Θεός, αλλά δίδωσιν χρόνον εις μετάνοιαν καί τήν τού σφάλματος ίασίν τε καί επανόρθωσιν.
Ουδείς ποτέ απώλετο τώ δραστικώ φαρμάκω τής μετανοίας καί εξομολογήσεως χρησάμενος.
Όπου άν προσέλθη τό πνεύμα τής μετανοίας, εκεί δήλον, ότι πάσης αμαρτίας γίνεται καταστροφή καί τών αλαστόρων Δαιμόνων κατάλυσις.
Αγίου Νείλου.
Μετάνοια καί εξομολόγησίς εστι πρόξενος Βασιλείας Ουρανών καί είσοδος παραδείσου καί τρυφής αιωνίου απόλαυσις.
Ουκ έστιν ουδέν έτερον φάρμακον τοιούτον πρός τήν τών αμαρτημάτων αναίερεσιν, ως εξομολόγησις αυτών, η συνεχής ανάμνησις καί η διηνεκής αυτών κατηγορία.
Αγίου Χρυσοστόμου.
Επειδή εν τώ σώματι ημάρτομεν, ότι παρεστήσαμεν τά μέλη ημών δούλα τή αμαρτία εις τήν ανομίαν, τώ στόματι εξομολογησώμεθα, τώ αυτώ κεχρημένοι οργάνω πρός τήν ανάλωσιν τής αμαρτίας. Ελοιδόρησας; ευλόγησον, επλεονέκτησας; απόδος, εμέθυσας; νήστευσον, ηλαζόνευσας; ταπεινώθητι, εφθόνησας; παρακάλεσον, εφόνευσας; μαρτύρησον, ή τά ισοδυναμούντα τώ μαρτυρίω, διά τής εξομολογήσεως, τό σώμα κάκωσον, καί τότε, μετά τήν εξομολόγησιν, άξιος εί εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλλειν τώ Θεώ.
Ως ούν τά πάθη τού σώματός ου πάσιν αποκαλύπτουσιν άνθρωποι, ούτε τοίς τυχαίοις, αλλά τοίς εμπείροις τής τούτων ιατρείας, ούτω καί η εξομολόγησις τών αμαρτημάτων γίνεσθαι οφείλει επί τών δυναμένων θεραπεύειν.
Κλαύσον πρό καιρού, ίνα μή κλαύσης εκεί, νύν μετανόει, νύν εξομολογήσου, ότε έξεστι μηδέ τότε τών αμαρτιών μετανόει, ότε ουκ έστι καιρός μετανοίας, εργασώμεθα τό αγαθόν ως έτι δυνάμεθα, χρήματα εάν απολέσωμεν, δυνάμεθα καί αύθις αυτά επιλαβέσθαι, καιρόν δέ εάν απολέσωμεν, αλλ' ευρείν ου δυνάμεθα, ουχ ούτως εραστής μανικός τής εαυτού ερωμένης ερά, ως ο Θεός τής μετανοούσης ψυχής. Τοιαύτη γάρ η τού Δεσπότου φιλανθρωπία, ουδένα τών προστρεχόντων αποστρεφομένη, αλλά χείρα ορέγει.
Μ. Βασιλείου.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Περί Μυστηρίου τής Εξομολογήσεως

Μιά πολύ συνηθισμένη τέχνη καί παγίδα πού χρησιμοποιεί ο διάβολος, προκειμένου νά καταστρέψη τήν ιερότητα τού Μυστηρίου τής Εξομολογήσεως καί νά αποτρέψη τήν λύτρωσι τής ψυχής από τήν αμαρτία, είναι η εντροπή। Ο εχθρός τής ψυχής πολεμεί μέ τήν εντοπή τόν εξομολογούμενο, ώστε νά αποκρύψη από τόν Πνευματικό εκείνα τά αμαρτήματα, τά οποία βαθειά τόν ταπεινώνουν καί εξευτελίζουν ενώπιον τών άλλων। Έτσι όμως, ο εξομολογούμενος προσθέτει ένα βαρύτατο, ένα θανάσιμο αμάρτημα επάνω στίς παλαιές του αμαρτίες: τό αμάρτημα τής ιεροσυλίας, όπως τό χαρακτηρίζουν οι Άγιοι τής Εκκλησίας μας। Μέ τήν απόκρυψι αυτή, λόγω εντροπής, μέ τό θανάσιμο αυτό αμάρτημα τής ιεροσυλίας, κυριολεκτικά εμπαίζουμε τό Άγιο Πνεύμα, τό Οποίο είναι παρόν στό Μυστήριο τής Εξομολογήσεως। Καί όχι μόνο προσθέτουμε αμαρτία επάνω στις αμαρτίες μας, αλλά όπως λέγουν οι Άγιοι, άν από τίς εκατό αμαρτίες μας εξομολογηθούμε τίς ενενήντα εννέα καί αποκρύψουμε μία, τότε μένουν ασυγχώρητες καί οι ενενήντα εννέα। Ούτε δάκρυα, ούτε νηστείες, ούτε αγρυπνίες, ούτε μετάνοιες, ούτε ελεημοσύνες καί άλλες αρετές καί αγαθοεργίες έχουν τήν δύναμι νά σβήσουν έστω καί μία αμαρτία, όταν μάλιστα τήν αποκρύπτουμε από εντοπή στό Μυστήριο τής Εξομολογήσεως। Γιά τόν λόγο αυτό, οι Άγιοι Πατέρες μάς συμβουλεύουν πολύ σοφά τά εξής: << Άν θέλης νά νικήσης τόν διάβολο, οπού σού φέρει τήν εντοπή, λέγε πρώτην από όλας εκείνην τήν αμαρτίαν, όπου εντρέπεσαι περισσότερον >> ( Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης )

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΑ 7 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. Αλαζονεία
2. Απληστία
3. Λαγνεία
4. Λαιμαργία
5. Οκνηρία
6. Οργή
7. Φθόνος

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

12 Ει δέ Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν;
13 ει δέ ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται
14 ει δέ Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα τό κήρυγμα ημών, κενή δέ καί η πίστις υμών.
15 ευρισκόμεθα δέ καί ψευδομάρτυρες τού Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά τού Θεού, ότι ήγειρε τόν Χριστόν, όν ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται
16 ει γάρ νεκροί ουκ εγείρονται, ουδέ Χριστός εγήγερται.
17 ει δέ Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών έτι εστέ εν ταίς αμαρτίαις υμών.
18 άρα καί οι κοιμηθέντες εν Χριστώ απώλοντο.
19 ει εν τή ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων ασμέν.
20 Νυνί δέ Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή τών κεκοιμημένων εγένετο.

Α' Πρός Κορινθίους κεφ. ιε' 12-20

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΦΕΡΩΝ
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
καί επέκεινα μέχρι τής κακίστης τελευτής τού
ΠΙΛΑΤΟΥ
τών τε αρχιερέων ’Άννα καί Καϊάφα καί τών λοιπών
Ιουδαίων τών σταυρωσάντων τόν Κύριον ημών
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΝ




Μετά τό γένεσθαι ταύτα πάντα, ως είπομεν άνωθε, αφ’ ού ανέτειλεν η ημέρα τής Κυριακής, ποιήσαντες συμβούλιον οι Αρχιερείς τών Ιουδαίων μετά τών λοιπών, απέστειλαν εκβαλείν τόν Ιωσήφ εκ τής φυλακής εις τό θανατώσαι αυτόν ανοίξαντες δέ τήν φυλακήν, ουχ’ εύρον αυτόν καί εθαύμαζον επί τούτω πώς τών θυρών κεκλεισμένων, καί τών σφραγίδων ευρεθεισών σώων, ο Ιωσήφ μόνον ουχ’ ευρίσκετο εν τή φυλακή πρός ταύτα δέ παραγενόμενος είς τών στρατιωτών τών τηρούντων τόν τάφον, λέγει τή συναγωγή: εμάθατε ότι ανέστη ο Ιησούς; Λέγουσιν αυτώ οι Ιουδαίοι: πώς; Ο δε έφη: σεισμός μέγας εγένετο πρώτον, είτα άγγελος Κυρίου αστραπηφόρος εξ Ουρανού εκύλισε τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου και εκάθησεν επάνω αυτού, ημείς δε πάντες οι στρατιώται από φόβου αυτού εγενόμεθα ωσεί νεκροί ώστε ούτε φυγείν ηδυνάμεθα, ούτε λαλήσαι, ηκούσαμεν δε και του Αγγέλου λέγοντος προς τάς γυναίκας, αίτινες ήλθον εκείσαι του ιδείν τον τάφον: μη φοβείσθε υμείς οίδα γάρ ότι τον Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε, ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ανέστη καθώς προείπεν υμίν πορεύθητε ούν και είπατε τοίς μαθηταίς αυτού και τώ Πέτρω ότι ηγέρθη από των νεκρών, και πορευθήτωσαν εις την Γαλιλαίαν ίνα εύρωσιν Αυτόν εκεί.


Τότε οι Ιουδαίοι ταύτα ακούσαντες είπον πρός αυτόν καί τούς λοιπούς στρατιώτας: ποίαι ήσαν αι γυναίκες αι ελθούσαι εις τόν τάφον; καί διατί ουκ εκρατήσατε αυτάς; λέγουσιν οι στρατιώται: εκ τού φόβου καί τής θεωρίας μόνον τού Αγγέλου ούτε λαλήσαι ούτε κινηθήναι ηδυνάμεθα. Οι δέ Ιουδαίοι είπον: ζή Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ, ουδέ έν πιστεύομεν από αυτά ά λέγετε. Λέγουσιν οι στρατιώται: άν τοσαύτα θαύματα όσα αυτός ο Ιησούς έτι ών εποίησεν ουκ επιστεύσατε, πώς τώρα θέλετε πιστεύσει; πλήν καλώς λέγετε τό : ζή Κύριος ο Θεός ότι καί Ούτος ζή, όν υμείς εσταυρώσατε. Αλλ' ηκούσαμεν καί τούτο, ότι τόν Ιωσήφ είχατε εν τή φυλακή κεκλεισμένον, είτα ανοίξαντες τάς θύρας ουκ ηύρατε αυτόν, δότε ούν υμείς τόν Ιωσήφ καί ούτω δώσωμεν καί ημείς τόν Ιησούν. Λέγουσιν οι Ιουδαίοι: τόν Ιωσήφ εκ τής φυλακής φυγόντα, ευρήσετε αυτόν εις τήν Αριμανθαίαν τήν πατρίδα αυτού. Οι δέ στρατιώται είπον: καί τόν Ιησούν εκ τού τάφου αναστάντα απέλθετε εις τήν Γαλιλαίαν ίνα εύρητε Αυτόν εκεί, καθώς ο Άγγελος είπε ταίς γυναιξίν.


Επί τούτοις τοίς λόγοις οι Ιουδαίοι φοβηθέντες είπον τοίς στρατιώτας: οράτε, μηδένα τών τοιούτων λόγων εις ουδένα είπητε, ότι πάντες πιστεύσαι θέλουσιν εις τόν Ιησούν επί τούτω δέ καί αργύρια πολλά θέλετε λάβει αφ' ημών, ίνα είπητε, ότι ημών κοιμωμένων ήλθον οι μαθηταί Αυτού καί έκλεψαν Αυτόν. Οι δέ στρατιώται είπον: φοβούμεθα μήπως ακούση ο Πιλάτος ότι ελάβομεν αργύρια καί παιδεύση ημάς. Οι δέ Αρχιερείς είπον: λάβετε ταύτα καί ποιήσατε ως ημών διατάττεσθε, ημείς δέ εγγυόμεθα ίνα απολογίαν δώσωμεν τώ Πιλάτω αντί υμών. Τότε οι στρατιώται λαβόντες τά αργύρια είπον καθώς διετάχθησαν, καί άδεται μέχρι τής σήμερον ο τοιούτος ψευδής λόγος υπό τών Ιουδαίων.


Μετά δέ ολίγας ημέρας ήλθον από τήν Γαλιλαίαν εις τά Ιεροσόλυμα τρείς άνθρωποι, ο είς ιερεύς, ονόματι Φινεές, ο έτερος Λευϊτης, ονόματι Αγγαίος, ο δέ άλλος στρατιώτης, ονόματι Αδδάς. Ούτοι ήλθον πρός τούς Αρχιερείς καί είπον αυτοίς καί τώ Λαώ τόν Ιησούν όν υμείς εσταυρώσατε είδομεν εν τή Γαλιλαία μετά τών ένδεκα μαθητών Αυτού επάνω εις τό όρος τών Ελεών διδάσκοντα αυτούς καί λέγοντα πορευθήτε εις τόν Κόσμον άπαντα καί κηρύξατε τό Ευαγγέλιον, λέγοντες ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται καί εωράκαμεν ημείς αυτόν, καί έτεροι πολλοί ως πεντακόσιοι καί επέκεινα. Οι δέ Αρχιερείς καί ο λαός τών Ιουδαίων ακούσαντες ταύτα είπον πρός αυτούς τούς τρείς δότε δόξαν τώ Θεώ καί μετανοείσθε διά τά οποία ψεύδεσθε, οι δέ είπον: Ζή Κύριος ο Θεός τών πατέρων ημών τού Αβραάμ, Ισαάκ καί Ιακώβ ου ψευδόμεθα, αλλά τήν αλήθειαν λέγομεν τότε εξώρκισεν αυτούς ο Αρχιερεύς, καί δούς αυτοίς αργύρια απέστειλεν εις άλλον τόπον, ίνα μή τήν Ανάστασιν τού Κυρίου κηρύττωσιν καί πιστεύσωσιν άπαντες.


Άλλ' επειδή οι τοιούτοι λόγοι ηκούσθησαν καί εις τόν λαόν, συνήχθη όχλος πολύς εις τόν Ναόν, καί εγένετο μεγάλη στάσις έλεγον γάρ πολλοί ότι ο Ιησούς ανέστη από τών νεκρών καθώς ακούομεν, καί διατί νά σταυρώσητε αυτόν; Οι δέ Αρχιερείς είπον: μή πιστεύετε, ώ Ιουδαίοι, δι' εκείνα τά οποία λέγουσιν οι στρατιώτα, μηδέ νά πιστεύσητε ότι είδον Αγγέλους καταβάντας εκ τού Ουρανού, διότι ως ημείς εδώκαμεν αργύρια τοίς στρατιώταις ίνα μή λέγωσι τούς τοιούτους ψευδείς λόγους, ούτως έδωκαν καί οι μαθηταί τού Ιησού πρός αυτούς ίνα λέγωσιν ότι ανέστη εκ τών νεκρών. Πρός ταύτα ο Νικόδημος απεκρίθη ακούσατε ώ παίδες τών Ιεροσολύμων. Ο Προφήτης Ηλιού ανέβη εις ύψος Ουρανού μετά πυρίνου άρματος λοιπόν ουδέν άπιστον ότι καί ο Κύριος ανέστη προτύπωσις γ΄ρ τού Ιησού ο προφήτης Ηλιού ήν, ίνα όταν ακούσητε ότι ο Κύριος ανέστη μηδέν απιστήσητε νύν δέ εγώ σάς λέγω καί σάς συμβουλεύω ούτως: πρέπει νά αποστείλωμεν στρατιώτας εις τήν Γαλιλαίαν, εκεί οπού οι τρείς ούτοι άνθρωποι μαρτυρούσιν, ότι είδον Αυτόν μετά τών μαθητών αυτού όπως εύρωσιν αυτόν, καί ούτω ζητήσωσιν παρ' αυτού συγχώρησιν εις ό,τι αυτώ επράξαμεν.


Ούτος ο λόγος ήρεσεν εις πάντας λοιπόν εκλέξαντες στρατιώτας έστειλαν εις τήν Γαλιλαίαν, απελθόντες δέ τόν μέν Ιησούν ουχ' εύρον, εύρον δέ μόνον τόν Ιωσήφ εις Αριμανθίαν, γράψαντες ούν οι στρατιώται πρός τούς Αρχιερείς, εγνώρισαν όν ζητούσι καί συναγαγόντες τόν λαόν είπον: τί ποιήσωμεν τώ Ιωσήφ ελθείν πρός ημάς; συμβουλευσάμενοι ούν έγραψαν πρός αυτόν επιστολήν λέγουσαν ούτω:


'' Τώ Ιωσήφ ειρήνη σοι, ειρήνη τώ οίκω σου, καί τοίς φίλοις σου. Ημείς οίδαμεν ότι επταίσαμεν εις τόν Θεόν καί πρός σέ τόν δούλον αυτού, διά τούτο δέ παρακαλούμεν ίνα έλθης ενταύθα, καί πρός ημάς τούς παίδας σου πολλά γάρ εθαυμάσαμεν πώς έφυγες εκ τής φυλακής, καί καλώς εποίησας, ότι κακήν βουλήν είχομεν κατά σού ελυτρώσατο γάρ σε ο Κύριος εκ χειρός ημών, αλλ' έρχου νύν πρός ημάς σύ γάρ εί η τιμή τού λαού ημών''.


Ταύτην τήν επιστολήν απέστειλαν εις Αριμαθαίαν οι Ιουδαίοι μετά τών επτά στρατιωτών φίλων όντων τού Ιωσήφ οι πορευθέντες εύρον αυτόν, καί έδωκαν αυτώ τήν επιστολήν ο δέ Ιωσήφ αναγνώσας αυτήν εδόξασεν τόν Θεόν, καί τούς στρατιώτας ησπάζετο, καί τραπέζης επιτεθείσης ήσθιε καί έπινε μετ' αυτών τή δ' επαύριον επορεύθη μετ' αυτών εις Ιεροσόλυμα καί ως επλησίασαν εις τήν πόλιν εξήλθεν πάς ο λαός εις απάντησιν αυτού, καί κατησπάζοντο αυτόν, ο δέ Νικόδημος εδέξατο εις τ΄ν οίκον αυτού τή δέ επιούση ημέρα προσεκάλεσαν αυτόν εν τώ Ναώ οι Αρχιερείς καί είπον αυτώ: δός δόξαν τώ Θεώ τού Ισραήλ καί ειπέ ημίν τήν αλήθειαν οίδαμεν γάρ ότι τόν Ιησούν εκήδευσας, καί επί τούτω εκρατήσαμέν σε εν τή φυλακή είτα ζητήσαντές σε εκβαλείν πρός τό φονευθήναι ουχ' εύρομέν σε εκεί καί θαυμάσαντες εις τούτο, πολλά εφοβήθημεν καί τώ Θεώ εδεόμεθα εις τόν ευρείν σε νύν δέ λέγει ημίν τήν αλήθειαν.


Πρός ταύτα αποκριθείς ο Ιωσήφ έφη: Εγώ μετά τήν εσπέραν τής Παρασκευής όντος μου εν τή φυλακή έπεσα εις προσευχήν δι' όλης τής νυκτός καί τής ημέρας τού Σαββάτου, καί πρός τό μεσονύκτιον τής επιούσης νυκτός ορώ τόν οίκον τής φυλακής αιρόμενον υπό τεσσάρων Αγγέλων, από τών τεσσάρων γωνιών κατέχοντες αυτόν καί εισήλθεν ο Ιησούς ένδον τής φυλακής ως αστραπή, κ' εγώ δέ από τού φόβου μου έπεσον εις τήν γήν ο δέ Ιησούς κρατήσας με τής χειρός, ήγειρε λέγων μή φοβού Ιωσήφ. Είτα παραλαβών κατεφίλησέ με καί λέγει μοι: επιστράφου καί ίδε τίς ειμί; στραφείς ούν καί ιδών Αυτόν είπον: Κύριε, τίς εί; λέγει μοι εκείνος: εγώ ειμί Ιησούς, όν προχθές σύ εκήδευσας εγώ δέ είπον αυτόν: δείξον μοι τόν τάφον καί τότε πιστεύσω σοι λαβών με ούν εκ τής χειρός, ήγαγέ με επί τόν τάφον όντα ανεωγμένον, καί ιδών τήν σινδόνα καί τό σουδάριον τά οποία καί γνωρίσας είπον: ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου καί προσεκύνησα αυτόν. Ο δέ Ιησούς λαβών με εκ τής χειρός ακολουθούντων καί τών Αγγέλων, ήγαγέ με έως εις τήν Αριμαθαίαν εις τόν οίκον μου καί λέγει μοι: κάθου ενταύθα έως τεσσαράκοντα ημέρας εγώ γάρ υπάγω εις τούς μαθητάς μου τού πληροφορήσαι αυτούς τού κηρύττειν τήν εμήν Ανάστασιν.


Ταύτα ειπόντες τού Ιωσήφ, έκραξαν οι Αρχιερείς πρός τόν λαόν: ημείς οίδαμεν ότι ο Ιησούς είχε πατέρα καί μητέρα, καί πώς μέλλομεν πιστεύσαι ότι αυτός εστιν ο Χριστός; απεκρίθη είς εκ τών Λευϊτών καί είπεν εγώ οίδα τήν γενεάν τού Χριστού άνθρωποι ευγενείς καί εργάται δοκιμώτατοι εισι τών εντολών τού Θεού. Εγνώρισα δέ καί Συμεών τόν πρεσβύτερον όστις εδέξατο Αυτόν βρέφος εις τάς αγκάλας αυτού εν τώ Ιερώ επιμαρτυρήσαντα Αυτώ καί ειπόντα: <<Νύν απολύεις τόν δούλον σου Δέσποτα κατά τό ρήμα σου εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί μου τό σωτήριόν Σου ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τών λαών φώς εις αποκάλυψιν εθνών καί δόξαν λαού Σου Ισραήλ>>. Οι δέ Αρχιερείς είπον άς εύρωμεν λοιπόν τούς τρείς εκείνους τούς ιδόντας Αυτόν εις τό Όρος τών Ελεών, καί ερωτήσωμεν αυτούς ακριβώς καί εξωρκίσωμεν ίνα είπωσιν ημίν τήν πάσαν αλήθειαν. Ελθόντες ούν οι τρείς εκείνοι απεκρίθησαν καί είπον Ζή Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ, είδομεν τόν Ιησούν εις τό Όρος τών Ελεών ζώντα, καί εις τόν ουρανόν αναβαίνοντα. Τότε ο Άννας καί Καϊάφας διεχώρησαν τούς τρείς τούτους καί ερωτήσαντες ιδιαιτέρως αυτούς, ομοφώνησαν καί οι τρείς. Οι δέ Αρχιερείς αποκριθέντες είπον Η Γραφή λέγει: Επί δύο ή τριών μαρτύρων σταθήσεται πάν ρήμα. Ο Ιωσήφ ομολογεί ότι εκήδευσε καί ενεταφίασεν Αυτόν μετά τού Νικοδήμου καί πώς εστιν αληθές ότι ηγέρθη; λέγει ο Ιωσήφ καί τό θαυμαστόν ότι ο τόν τετραήμερον εγείρας μή εγερθήναι καί αυτός τριήμερος; καί ός ου μόνον τόν Λάζαρον ήγειρεν, αλλά καί άλλους πολλούς εν Ιεροσολύμοις; καί ει τούς άλλους αγνοείται, κάν Συμεών τόν πρεσβύτερον καί τούς δύο υιούς αυτού, ομού καί τούς δύο αδελφούς αυτού, ούς ανέστησε, καί τούς οποίους καλώς γνωρίζετε, ωσάν όπου πρό ολίγου ενεταφιάσατε νύν δέ οι τάφοι αυτών φαίνονται ανεωγμένοι καί κενοί, εκείνοι δέ ζώντες διατρίβουσιν εις Αριμαθαίαν.


Τότε ηγέρθησαν οι Αρχιερείς καί Ιωσήφ, καί Νικόδημος, καί Γαμαλιήλ, καί έτεροι μετ' αυτών καί απήλθον εις Αριμαθαίαν, ένθα ευρόντες ούς ο Ιωσήφ έλεγε καί ποιήσαντες προσευχήν ησπάσθησαν αλήθειαν πώς αλλήλους ελθόντες δέ μετ' αυτών εις Ιεροσόλυμα εν τή συναγωγή καί κλείσαντες τάς θύρας είπον πρός αυτούς οι Αρχιερείς: θέλομεν ίνα ομώσητε εις τόν Θεόν τού Ισραήλ καί Αδωναί, καί είπητε τήν αλήθειαν πώς ανεστήθητε καί τίς ημάς ανέστησεν εκ τών νεκρών. Ταύτα ακούσαντες οι αναστάντες, εποίησαν εις τό πρόσωπον αυτών τόν τίμιον Σταυρόν, καί είπον πρός τούς Αρχιερείς, δότε ημίν χαρτίου καί μελάνων καί κάλαμον. Έφερον ούν ταύτα είτα καθίσας ο είς εξ αυτών έγραψε ταύτα:


''Κύριε Ιησού Χριστέ, η ανάστασις τών νεκρών καί η ζωή τού κόσμου, δός ημίν χάριν ίνα διηγηθησώμεθα τήν Ανάστασίν σου, καί τά θαυμάσιά σου, ά εν τώ Άδη εποίησας. Ημείς είμεθα εν τώ Άδη, εν ώρα δέ μεσονυκτίου, εις τό ανεκδιήγητον εκείνο ανέτειλεν ώσπερ φώς Ηλίου καί φωτισθέντες άπαντες είδομεν αλλήλους. Είτα ευθύς ο πατήρ ημών Αβραάμ μετά τών Πατριαρχών καί Προφητών ενωθείς, καί χαράς πολλής πλησθέντες, είπον πρός αλλήλους: τούτο τό φώς εκ μεγάλου φωτισμού εστίν. Ο δέ προφήτης Ησαϊας εκεί παρών είπε: τούτο τό φώς εκ τού πατρός εστι, καί τού Υιού, καί τού Αγίου Πνεύματος, περί ού εγώ προεφήτευσα έτι ζών: Γή Ζαβουλών καί γή Νεφθαλείμ: ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει είδε φώς μέγα. Είτα ήλθεν εις τό μέσον εις ασκητής, ως από τής ερήμου Ιωάννης λεγόμενος, ός εποίησε τάς οδούς τού Υιού τού Θεού ευθείας κηρύξας μετάνοιαν εν τώ λαώ καί άφεσιν αμαρτιών πρός τόν οποίον είπον οι Πατριάρχαι: τίς εί; Ο δέ λέγει Εγώ ειμι ο αποσταλείς παρά Θεού ίνα κηρύξω καί τοίς εν άδη, ώσπερ καί τοίς εν κόσμω τόν ερχομόν τού Υιού καί Θεού ενθάδε. Οι δέ Πατριάρχαι καί οι Προφήται ακούσαντες έχαιρον μεγάλως.


Εν αυτή δέ τή τών απάντων χαρά ήλθεν ο Σατανάς, ο κληρονόμος τού σκότους καί λέγει τώ Άδη: παμφάγε καί ακόρεστε άκουσόν μου τούς λόγους εκ τού γένους τών Ιουδαίων είς άνθρωπος ών, τόν οποίον εκ τής εμής συνεργείας εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, καί νύν Αυτού τελευτήσαντες σύ έση έτοιμος όπως ώδε κατακλείσωμεν Αυτόν. Εγώ γάρ οίδα ότι άνθρωπός εστιν, ως ήκουσα αυτού λέγοντος: περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου. Ούτος πολλά κακά μοί εποίησεν εν τώ άνω κόσμω τοίς ανθρώποις συναναστρεφόμενος όπου γάρ εύρισκε τούς εμούς δούλους εδίωξεν αυτούς όσους δέ ανθρώπους εποίουν χωλούς λεπρούς τυφλούς καί εί τι άλλο εις αυτούς εποίουν εγώ, Αυτός διά λόγου μόνον ιάτο αυτούς ου μόνον δέ αλλά καί πολλούς αποθανόντας εξύπνησεν εξ ύπνου απεκρίθη ο Άδης: καί τόσον δυνατός εστιν ού ούτος ώστε μόνον διά λόγου ποιεί ταύτα; Ει γάρ ούτος υπάρχει, ως λέγεις, ου δύνασαι αντιστήναι αυτώ εμοί δέ δοκεί ότι ουδείς δύναται αυτώ αντιστήναι ει δέ λέγης ότι ήκουσας αυτού φοβουμένου τόν θάνατον, παίζων σε καί καταγελών έφη τούτο, ίνα αρπάση σε εν χειρί κραταιά εις τόν άπαντα αιώνα. Λέγει ο Σατανάς: παμφάγε καί ακόρεστε Άδη τοσούτον εφοβήθης ακούσας περί τού κοινού ημών εχθρού; Εγώ ουκ εφοβήθην αυτόν, αλλά μάλλον παρεκίνησα τούς Ιουδαίους καί εσταύρωσαν Αυτόν ετοιμάσθητι ούν, όπως ελθόντα ώδε κρατήσης Αυτόν ισχυρώς.


Ο δέ απεκρίθη κληρονόμε τού σκότους, υιέ τής απωλείας, διάβολε, νύν μοί είπας ότι πολλούς εν τώ κόσμω ασθενείς ιάσατο καί ανέστησε, πώς ο τοιούτος καί εν ποία δυνάμει κρατηθήσεται; καγώ δέ πρό ολίγου έχων ώδε νεκρόν τινα ονόματι Λάζαρον τόν οποίον είς εκ τών ζώντων διά λόγου μόνον εκ τών εγκάτων μου τούτον απέσπασε καί ως μοί φαίνεταί εστιν αυτός ο ίδιος όν σύ μοί λέγεις. Εί ούν εκείνον ενθάδε δεξώμεθα, φοβούμαι μήπως καί περί τών λοιπών κινδυνεύσωμεν πάντα γάρ ούς απ' αιώνος κατέπιον αρπάσαι μέλλει ως καί τόν Λάζαρον διό καί ορκίζω σε μή φέρης αυτόν ενθάδε οίμαι γάρ ότι τού αναστήσαι πάντας τούς νεκρούς παραγίνεται ώδε καί πάλιν ορκίζω σε εις τό σκότος ό έχομεν, μή φέρης Αυτόν ώδε, ει δέ καί φέρης, ουδείς τών νεκρών επαναλειφθήσεταί μοι.


Ταύτα τού Σατανά καί τού Άδου λεγόντων εγένετο φωνή μεγάλη ώσπερ βροντή εκ τών Αρχαγγέλων, καί Αγγέλων, καί Αρχών καί Δυνάμεως λέγουσα άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, καί επάρθητε πύλαι αιώνιοι, καί εισελεύσεται ο Βασιλεύς τής δόξης ακούσας δ' ο προφήτης Δαυϊδ λέγει τώ Σατανά εξελθε ει δυνατός ής καί αντιστάθητι αυτού. Εξελθών ούν έξω ο Σατανάς λέγει τοίς δαίμοσιν αυτού ο Άδης: ασφαλίσατε καλώς καί ισχυρώς τάς χαλκάς πύλας, καί μοχλούς σιδηρούς καί κλείθρα κατέχοντες σκοπείτε καλώς ιστάμενοι όρθιοι ότι εάν εισέλθη αυτός ώδε, ουαί ημίν! Οι δέ προπάτορες ταύτα ακουσαντές ήρξαντο υβρίζειν αυτόν λέγοντες παμφάγε καί ακόραστε άδη άνοιξον όπως εισέλθη ο Βασιλεύς τής δόξης. Τότε ο Δαυϊδ λέγει: τήν τοιαύτην φωνήν προφητεύσαντες εμού, σύ ουκ οίδας τυφλέ;


Ο δέ Ησαϊας έφη: εγώ τούτον προϊδών υφ' Αγίου Πνεύματος έγραψα. Αναστήσονται οι νεκροί, καί εγερθήσονται οι εν τοίς μνημείοις κλπ. Ήλθεν ούν πάλιν λέγουσα άρατε πύλας οι άρχοντες υμών κλπ. Ακούσας δέ ο άδης τήν φωνήν εκ τού δευτέρου απεκρίθη ώσπερ μή γινώσκων καί λέγει Τίς εστιν ούτος ο Βασιλεύς τής δόξης; αντέφησαν οι Άγιοι Άγγελοι Κύριος κραταιός καί δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω καί ευθέως άμα τώ λόγω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν, οι σιδηροί μοχλοί συνεθλάσθησαν καί οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν τών δεσμών καί ημείς μετ' αυτών καί εισήλθεν ο Βασιλεύς τής δόξης ευθύς δέ καί εβόησεν ο Άδης ουαί ημίν! Τίς εί ο έχων τόσην εξουσίαν; καί ποίος εί σύ, ο χωρίς αμαρτίας ελθών ώδε; ο μικρός ορώμενος, καί μεγάλα δυνάμενος; ο ταπεινός καί υψηλός; ο δούλος καί δεσπότης; ο στρατιώτης καί βασιλεύς; ο άνθρωπος φαινόμενος, καί Θεός μέγας δεικνύμενος; ο τών νεκρών καί ζώντων εξουσιάζων; ο εν τώ Σταυρώ προσηλωθείς, καί καταργήσας πάσαν τήν δύναμιν ημών; Άρα σύ εί ο Ιησούς περί ού προέλεγεν ημίν ο αρχισατράπης σατανάς, ότι διά τού σταυρού καί τού θανάτου μέλλει όλον τόν κόσμον κληρονομήσαι;


Εισελθών ούν ο Βασιλεύς τής δόξης καί κρατήσας εκ τής κορυφής τόν σατανάν, καί παραδούς αυτόν τοίς Αγγέλοις είπε δήσατε αυτού τάς χείρας καί τάς πόδας τόν τράχηλον καί τό στόμα καί τούτων γενομένων παρέδωκε αυτόν τώ Άδη, λέγων λάβε τούτον καί κάτεχε ασφαλώς άχρι τής δευτέρας μου επί γής παρουσίας ο δέ παραλαβών τόν σατανάν λέγει αυτώ Βεελζεβούλ κληρονόμε τού πυρός καί τής κολάσεως, εχθρέ τών Αγίων, διά ποίαν αιτίαν συνήργησας σταυρωθήναι τόν Βασιλέα τής δόξης; ίνα έλθη ώδε καί γυμνώση ημάς; επιστράφου καί ίδε ότι ουδείς νεκρός εν εμοί κατελήφθη, ότι ούς εκέρδησας διά τού ξύλου τής βρώσεως, τούτους διά τού ξύλου τού Σταυρού νύν απώλεσας καί πάσα σου η χαρά μετεστράφη εις λύπην καί τόν Βασιλέα τής δόξης θέλων θανατώσαι, εαυτόν εθανάτωσας. Επί γάρ κατέλαβόν σε ώστε κατέχει ασφαλώς εν πείρα μαθήση όσα κακά πρός σέ διαπράξω διάβολε, η τού θανάτου αρχή, η ρίζα τής αμαρτίας, η αιτία πάντων τών κακών ότι ουδέν κακόν ευρών εν τώ Ιησού, ενήργησας τού θανατώσαι Αυτόν.


Ταύτα τού Άδου λέγοντος πρός τόν Σατανάν, απλώσας τήν χειρά του, ο Ιησούς ήγειρε τόν Αδάμ, είτα στραφείς καί πρός τούς λοιπούς, είπεν αυτοίς δεύτε μετ' εμού πάντες, όσοι διά τού ξύλου ού ήψατο ο προπάτωρ εθανατώθητε πάντα γάρ υμάς διά τού ξύλου τού Σταυρού εγώ νύν ανιστώ καί ούτω πάντας εξέβαλεν έξω. Ο δέ προφήτης Δαυϊδ θυμηδίας πλησθείς έλεγεν: ευχαριστώ τήν μεγαλωσύνην σου Κύριε, ότι ανήγαγές με εξ Άδου κατωτάτου ομοίως καί πάντες οι Προφήται καί οι Άγιοι έλεγον Ευχαριστούμεν Σε Σωτήρ τού κόσμου, ότι ανήγαγες εκ φθοράς τήν ζωήν ημών. Ο δέ Σωτήρ ευλογήσας τόν Αδάμ εν τώ μετώπω σταυρωειδώς ομοίως καί τούς Πατριάρχας καί Προφήτας καί Μάρτυρας, καί τούς προπάτορας, καί λαβών άπαντας εκ τού Άδου ανέθωρεν. Εξερχομένων ούν τού άδου έψαλλον οι άγιοι Πατέρες ακολουθούντες τώ Ιησού, λέγοντες Αυτώ: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Αλληλούϊα. Ως δέ επορευόμεθα εις τόν Παράδεισον κρατών ο Ιησούς τόν προπάτορα Αδάμ εκ τής χειρός, παρέδωκεν αυτόν τώ Αρχαγγέλω Μιχαήλ, καί πάντας τούς Δικαίους. Εισερχομένων δέ αυτών εις τήν θύραν τού Παραδείσου συνήντησαν αυτοίς δύο πρεσβύτεροι άνθρωποι, πρός τούς οποίους οι Άγιοι Πατέρες είπον: οποίοι εστέ υμείς, οίτινες θάνατον ουκ οίδατε; καί εν τώ άδη ου κατήλθατε, αλλ' εν σώματι καί ψυχή οικήτε εν τώ Παραδείσω; αποκριθείς δέ ο εις εξ αυτών είπεν: Εγώ ειμί ο Ενώχ ο ευαρεστήσας τώ Θεώ, καί διά τούτο μετετέθην ώδε υπ' Αυτού. Ούτος δε εστίν ο προφήτης Ηλιού, καί μέλλομεν ζήσαι έως τής συντελείας τού αιώνος, ότε μέλλομεν αποσταλήναι παρά Θεού επί αντιχρίστου εις τόν κόσμον ίνα εξελέγξωμεν αυτόν ότε καί αποκατασταθήναι παρ' αυτού μέλλομεν καί αποθανείν, καί μετά τρείς ημέρας αναστηθήναι καί εν νεφέλαις αρπαγήναι πρός τήν τού Κυρίου απάντησιν. Ύστερον δέ ήλθεν έτερος άνθρωπος ταπεινά βαδίζων καί βαστάζων επί τού ώμου αυτού σταυρόν, πρός τόν οποίον είπον οι άγιοι Πατέρες: Τίς έφη; Εγώ καθώς υμείς λέγετε ληστής ήμην εν τώ κόσμω καί διά τούτο κρατήσαντές με οι Ιουδαίοι εσταύρωσαν ομού μέ τόν Κύριον ημών Ιησού Χριστόν. Εγώ όμως ιδών τά γενόμενα επίστευσα εις Αυτόν καί παρακαλέσας είπον Αυτώ: Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τή Βασιλεία Σου. Όστις ευθύς είπέ μοι: Αμήν αμήν λέγω σοι: σήμερον μετ' εμού έση εν τώ Παραδείσω καί ούτω βαστάζων τόν σταυρόν ήλθον εις τόν Παράδεισον καί ελθών εύρον τόν Αρχάγγελον Μιχαήλ, καί είπον αυτώ: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο εσταυρωμένος μέ απέστειλεν ώδε, καί ούτω μέ εισήγαγεν εν τή πύλη τής Εδέμ. Ιδούσα δέ η φλογίνη Ρομφαία τό σημείον τού Σταυρού, ήνοιξέ μοι καί εισήλθον. Είτα είπέ μοι ο Αρχάγγελος περίμεινον ολίγον ότι έρχεται ο προπάτωρ τού γένους υμών Αδάμ μετά τών Δικαίων, όπως καί εκείνοι εισέλθωσιν ένδον, καί ιδού νύν απέρχομαι εις προϋπάντησιν αυτών. Ταύτα δέ ακούσαντες οι Αγιοι εβόησαν άπαντες μεγάλη τή φωνή: Μέγας Κύριος ο Θεός ημών, καί μεγάλη η ισχύς Αυτού! Τίς Θεός μέγας ο Θεός ημών! καί άλλους ύμνους καί δοξολογίας έψαλλον μέ μεγάλην φωνήν.


Ταύτα πάντα είδαμεν καί ηκούσαμεν ημείς οι δύο αυτάδελφοι, καί απεστάλησαν παρά τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ, καί διετάχθημεν κηρύξαι τήν τού Κυρίου Ανάστασιν απήλθομεν δέ πρώτον καί εβαπτίσθημεν κατά τήν εκείνου διαταγήν εις τόν Ιορδάνην ποταμόν μετά τών άλλων αναστάντων νεκρών είτα καί εις Ιεροσόλυμα ήλθομεν τελέσαντες τό Πάσχα τής Αναστάσεως νύν δέ μή δυνάμενοι ενταύθα διάγειν, απερχόμεθα καί η αγάπη τού Πατρός, καί η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί τού Π. Πνεύματος είη μετά πάντων ημών Αμήν''.


Ταύτα μέν εκείνοι γράψαντες, καί ασφαλίσαντες τά βιβλία, έδωκαν τά ημίση τοίς Αρχιερεύσι, καί τά έτερα ημίση τώ Ιωσήφ καί Νικοδήμω καί πάραυτα εγένοντο άφαντοι απ' αυτών.


Ο δέ Πιλάτος αφού ταύτα πάντα εγένοντο ήγουν τά τού πάθους καί ταφής τής Αναστάσεως τού Κυρίου, έγραψεν επιστολήν πρός τόν Τιβέριον Καίσαρα εις Ρώμην, λέγουσαν ούτως:


''Πόντιος Πιλάτος ο τήν Ανατολικήν διέπων επαρχίαν σύν τώ κραταιώ καί σοβαροτάτω καί μεγίστω άνακτι Τιβέριω Καίσαρι, ιδίω μοι δεσπότη καί βασιλεί, χαίρειν: Διά τού μελαμβαφούς καλάμου βούλομαι απαγγείλαί σοι τό τολμηρόν άμα καί απάνθρωπον συμβεβηκός, τό τελεσθέν εν τώδε τώ τόπω καί τά περί τής υποθέσεως τούτου άπαντα καταλεπτώς μηνύσει τώ σώ κράτει, τά οποία ως φοβερά καί εξαίσια, ουκ ήκουσται εξ αιώνος, ούτε διεπράχθησαν εις κανέν μέρος τού κόσμου, άτινα ιδίους οφθαλμοίς εωράκαμεν, ών ο φόβος καί ο τρόμος επί τή ψυχή καί τώ σώματι περιέχει με, κράτιστε βασιλεύ!


Κατά τόν ενεστώτα καιρόν καθ' ήν ημέραν έδει γενέσθαι η τών Ιουδαίων εορτή η λεγομένη τών Αζύμων εν ταύτη τή πόλει τών Ιεροσολύμων άπαν τό πλήθος τών Ιουδαίων παρέδωκάν μοι άνθρωπόν τινα Ιησούν λεγόμενον, πολλά εγκλήματα κατ' Αυτού, επιφέροντες, ουκ αληθώς ταύτα λέγοντες αλλά πάντα ψευδώς ως φθονεροί καί αχάριστοι καί τοι δέ πολλά κατ' Αυτού λέγοντες, ουκ ηδυνήθησαν όμως ευρείν τι βέβαιον έγκλημα κατ' Αυτού, μία γάρ αίρεσις ήν Αυτώ έλεγον ότι τό Σάββατον ου τηρεί αλλά καί αύτη ουκ ήν Αυτώ, ως εκείνοι φθονούντες έλεγον διότι εν εκείνη τή ημέρα δηλ. τού Σαββάτουπολλάς αγαθοεργίας, ιάσεις καί θαύματα φρικτά εποίει, τών οποίων καγώ ειμί μάρτυς τυφλούς, χωλούς, λεπρούς, παραλύτους καί δαιμονιζομένους εθεράπευε μόνω τώ λόγω, νεκρούς ανίστα ως εξ ύπνου, καί εν μιά τετραήμερόν τινα ονόματι Λάζαρον ανέστησε, λόγω μόνω καλέσας αυτόν κατ' όνομα, ός καί διεφθαρμένος ήν υπό τών σκωλήκων καί σεσηπώς, καί ωδοδώς τόν οποίον ευρών κείμενον εν τώ τάφω καί αναστήσας αυτόν εκέλευσεν υπάγειν, μήτε κάν σημείον νεκρού έχοντα, αλλ' εξήλθεν εκ τού τάφου ώς περ ο νυμφίος εκ παστού πλήρης ευωδίας αντί τής πρό ολίγου δυσωδίας καί δαιμονιζομένους δέ τινας τούς οίκησιν εν ερημίαις έχοντας, καί τάς ιδίας σάρκας τρώγοντας κατέστησεν οικήτορας πόλεων καί σώφρωνας εποίησεν καί άλλον ξηράν έχοντα τήν χείραν ιάτρευσεν αλλά καί άλλον ούτινος τό ήμισυ τού σώματος απελιθώθη, μόνω λόγω ιάσατο καί γυναίκα τινα έτη δώδεκα ούσαν εν ρύσει αίματος τοσούτον ώστε εκ τούτου οι αρμονίαι τών οστών αυτής εφαίνοντο έξωθεν καί αι φλέβες εξηντλήθησαν καί τό ανθρώπινον ομοίωμα φέρουσα, άφωνος καθ' εκάστην έκειτο ότι καί οι ιατροί ουκ ίσχυσαν θεραπεύσαι αυτήν, διερχομένου τούτου ποτέ τόν τόπον εκείνον, μυστικώς αύτη εκ τού όπισθεν αψαμένου τού κρασπέδου Αυτού, αυτή τή ώρα εκπληρώθησαν δυνάμεως τά κενώματα αυτής, ως μηδέποτε παρούση τι, καί ήρξατο δρομαία τρέχειν εις τής εορτής πόλιν Καπερναούμ, απέχουσα ημέρας έξ. Ταύτα καί έτερα αναρίθμητα εισί τά έργα τά οποία ο Ιησούς εν τοίς Σάββασιν εποίει πρός τούτοις καί σημεία φοβερά καί εξαίσια εποίησεν, ο οποίος ως εγώ κατενόησα μείζων εστίν καί από τούς θεούς τούς οποίους ημείς σεβόμεθα.


Τούτον ούν τόν Ιησούν ο Ηρώδης, Αρχέλαος, Φίλιππος, Άννας καί Καϊάφας, σύν παντί τώ λαώ παρέδωκάν μοι ίνα σταυρώσω πολλήν δέ στάσιν ποιήσαντες κατ' εμού, εκέλευσα Αυτόν σταυρωθήναι υπείκων τώ θελήματι αυτών, ότι εγώ ουδεμίαν αιτίαν θανάτου εύρον εν Αυτώ, ουδέ πράξιν ή έγκλημά τι κακόν φραγγελώσας σύν Αυτό πρώτον, είτα καί εσταύρωσα αφού δέ εσταυρώση εγένετο σκότος εφ' όλην τήν οικουμένην, καί ο ήλιος μέσον τής ημέρας εσκοτίσθη, καί τά άστρα επεφάνησαν. Η δέ σελήνη ώσπερ αίμα εφαίνετο, κόσμος δέ τών καταχθονίων κατεπόθη.


Ωσαύτως όπερ είχον αγίασμα τού Ναού, λεγόμενον αυτοίς τοίς Ιουδαίους μή οφθήναι τή αυτού πτώσει χάσμα δέ τής γής επανειλημμένως βροντώδη ήχον ανέπεμψεν, ώφθησαν δέ καί νεκροί αναστάντες, ως αυτοί οι Ιουδαίοι μαρτυρήσαντες είπον, ότι εωράκασιν Αβραάμ, Ισαάκ, καί Ιακώβ τούς δώδεκα Πατριάρχας, καί Μωϋσήν καί Ιωάννην τούς προτελευτήσαντας ως φησιν εκείνοι, πρό τρισχιλίων πεντακοσίων ετών καί άλλους πλείστους ούς καί είδον εν σώματι φανέντας θρήνους δέ ποιήσαντας διά τήν παράνομον πράξιν τήν παρ' αυτών γενομένην, καί τής απωλείας αυτών τών Ιουδαίων, καί τού νόμου αυτών ήν δέ τό σκότος από ώρας έκτης τής Παρασκευής, έως ώρας ενάτης οψίας δέ γενομένης τής μιάς τών Σαββάτων, ήχος εγένετο εκ τού ουρανού, ώστε τόν ουρανόν γενέσθαι φωταγωγόν επταπλασίονα υπέρ πάσας τάς ημέρας ώφθη δέ ώρα τρίτη τής νυκτός ήλιος φωταγωγός ως ουδέποτε φανήναι τόν τοιούτον ήλιον έλαμπε γάρ φαιδρότερον τής αστραπής καί ούτως εφάνησαν άνδρες εφ' υψηλοίς, ένδοξοι, πλήθος αναρίθμητον, κράζοντες αι δέ φωναί αυτών ηκούοντο ώσπερ τής παμεγέθους βροντής, καί έλεγον: Ο σταυρωθείς ανέστη Χριστός, Θεός ών, ανέρχεσθε εξ άδου οι δεδουλωμένοι εν τοίς καταχθονίοις: καί ήν τό χάσμα τής γής, ως μή όντων εδρασμάτων, αλλ' ούτως ήν, ως αυτά τά ύδατα τά υπεράνω τής θαλάσσης τής αβύσου φανήναι μετά τών βοώντων εν τοίς ουρανοίς καί περιπατούντες εν σώματι εν μέσω τού πλήθους τών αναστάντων νεκρών ο δέ αναστήσας τούς νεκρούς καί κυριεύσας τόν άδην έλεγεν: είπατε τοίς Μαθηταίς μου ότι προάγω αυτούς εις τήν Γαλιλαίαν κακεί μέ όψοντα. Καθ' όλην τήν νύκτα εκείνην ουκ επαύσατο τό φώς φαίνον. Ιουδαίοι δέ πολλοί έθανον εν τώ χάσματι καταποντισθέντες, ώστε ουχ' ευρέθησαν τό πρωί, ειμή μόνον, μία συναγωγή ήτις έμεινεν εντός πόλεως Ιερουσαλήμ, αι δέ λοιπαί ηφανίσθησαν άπασαι εν τή πτώσει εκείνη. Καγώ δέ γράψας ταύτα, καθιστορήσας τά κατά τού Ιησού προαχθέντα υπό τών Ιουδαίων, αποστέλλω τή Σή κραταιότητι Δέσποτα''


Ταύτην τήν επιστολήν έστειλεν ο Πιλάτος εις Ρώμην καί ανεγνώσθη έμπροσθεν τών πολλών εν τή πόλει καί τού βασιλέως, πάντες δέ εγένοντο έκθαμβοι ότι διά τήν τού Πιλάτου παρανομίαν τό σκότος καί ο σεισμός εγένετο εφ' όλης τήν οικουμένην καί θυμού πλησθείς ο Καίσαρ πέμψας στρατιώτας εκέλευσε δέσμιον πρός αυτόν αγαγείν τόν Πιλάτον.


Απάντησις Τιβερίου Καίσαρος πρός Πόντιον Πιλάτον τόν ηγεμόνα, ήτις επέμφθη μετά τού πρωτοκούρσορος αυτού Ραχαάβ, ώτινι παρέδωσε καί δισχιλίους στρατιώτας ώστε αγαγείν δέσμιον τόν Πιλάτον εις Ρώμην, καί πάντας τούς πρώτους τών Ιουδαίων, τόν τε Άνναν καί Καϊάφαν τούς δύο Αρχιερείς, τούς δέ λοιπούς τών Ιουδαίων, ξίφει αναιρεθήναι ως η τού Καίσαρος απόφασις η έχουσα ούτως διελάμβανε.



ΤΙΒΕΡΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ


Δεσπότης ανίκητος φοβερός


Ποντίω Πιλάτω Ηγεμόνι τής Ιουδαίας





''Επειδή άδικον εψήφισας θάνατον κατά τού Ιησού, συμφωνήσας μετά τών φθονερών καί κακίστων Ιουδαίων, λαβών παρ' αυτών δώρα υπέρ τού τοιούτου θανάτου, διά ταύτα καγώ, ούτω κατά σού διατάσσω. Ίνα έλθης πρός με δέσιμος, τού δούναι απολογίαν περί τής ψυχής ήν αναιτίως παρέδωκας εις θάνατον. Αλλ' ώ τής σής ανοησίας καί πωρώσεως ότι τασαύτα καί τοιαύτα φοβερά σημεία καί θαύματα παρ' αυτού γενόμενα θεωρήσαντες, ετολμήσατε τοιούτον άνθρωπον αθώον παραδούναι εις θάνατον! Τίς δέ σοι πεπωρωμένε καί βέβηλε καί πάσης φιλανθρωπίας ανάξιε δέδωκα τοιαύτην τόλμην, καί εξουσίαν εις τοιούτο μέγα καί μισόθεον κίνημα, ίνα συμφωνήσης μετά τού πονηρού συνεδρίου, καί διεφθαρμένου λαού καί δώσης αυτοίς εξουσίαν τού τοιούτου θανάτου; Διά γάρ ταύτα κρίσιν επενεγκείν με δεί ταχέως διότι ούτε κάν έγραψας πρώτον εις εμέ περί τής υποθέσεως ταύτης, διά νά λάβης καί τό εμόν θέλημα, αλλ' ότε ετέλεσας όσα καί ηθέλησας, τότε μοί έγραψας τά κακώς τελεσθέντα αλλ' ιδού γράφεις μοι καί τήν ανοησίαν σου αυτοθελήτως, λέγων μοι ότι καί από τούς θεούς ούς ημείς λατρεύομεν μείζονα τούτων έργα καί θαύματα παρ' Αυτού τελούμενα είδες ώ τού φθόνου καί τής κακίας σας! Ει καί ως Θεόν τούτον ουκ εδέξασθε, κάν ως ιατρόν ουκ είχετε Αυτόν! Εγώ γάρ εξ ακοής μόνον Τούτον μαθών, καί τοιαύτα φοβερά καί εξαίσια σημεία καί θαύματα παρ' Αυτού γενόμενα ακούσας, κέκρικα τώ νοϊ μου μή είναι Αυτόν άνθρωπον μόνον, αλλά καί Θεόν.


Τόν γάρ αναστήσαι νεκρούς καί οφθαλμούς τυφλών ανοίξαι, καί δαίμονας εξ ανθρώπων διώξαι, καί παραλύτους ανορθώσαι, ταύτα Θεός μόνον δύναται ποιήσαι καί ουχί άνθρωπος. Τίς γάρ άνθρωπος, ήκουσταί ποτε, νεκρόν τετραήμερον εγείραι, καί οφθαλμούς τυφλού γεγενημένου ανοίξαι! Ταύτα γάρ ου μόνον εκ τής ιδίας επιστολής σου έμαθον, αλλά πολλώ μάλλον καί εκ τής μιάς γυναικός, ήτις πρό τινων ημερών ενταύθα ελθούσα, είπε μοι ταύτα πάντα μετ' ακριβείας, εκατήγετο δέ αύτη εκ τών ορίων Μαγδαλά, Μαρία καλουμένη, μαθήτρια καί αύτη λέγουσα είναι τού Ιησού, η οποία μεμαρτύρηκε διηγησαμένη ενώπιον τού πλήθους τά υπ' Αυτού γεγονότα, καί τά περί σού, καί άλλα πολλά, καί ότι εξέβαλε καί εξ αυτής επτά δαιμόνια λόγω μόνω διά ταύτα λοιπόν ου δύναμαι παραβλέψαι ταύτην τήν αδικίαν''


Ελθόντος δέ τού πρωτοκούρσορος Ραχαάβ από Ρώμης εις Ιεροσόλυμα μετά δύο χιλιάδων στρατιωτών, καί δήσαντος τόν Πιλάτον αλύσσεσι σιδεραίς, ωσαύτως Άνναν καί Καϊαφαν τούς Αρχιερείς σύν τούτοις καί τόν Αρχέλαον καί Φίλιππον καί Αλέξανδρον, καί όλους τούς πρώτους τών Ιουδαίων, τούς μέν άνδρας ξίφει απέκτειναν, τάς δέ βεβήλους καί ασέμνους γυναίκας αυτών τά έθνη επόρνευσαν παραλαβόντες δέ τόν Πιλάτον καί τούς σύν αυτώ σιδηροδεσμίους επορεύοντο εις Ρώμην, φθάσαντες δέ εις τήν νήσον Κρήτην απέθανεν ο Καϊάφας οι δέ, εξελθόντες έθαψαν αυτόν έν τινι τόπω αλλά τό παμμίαρον αυτού σώμα εξεπήδησεν έξω τού τάφου μή δεχομένης τούτο τής γής. Ιδόντες δέ οι εγχώριοι τούτο, άραντες λίθους κατέχωσαν αυτό, τούς δέ λοιπούς φθάσαντας εις Ρώμην τελείως ο Καίσαρ ουκ ηθέλησεν εξετάσαι αυτούς, αλλά εντός νεαρού δέρματος βοός καί έρριψαν εις τόν Ήλιον εν καιρώ θέρους, ξηρανθέν δέ τό δέρμα από τήν υπερβολικήν καύσιν τού ηλίου, καί σφίγξαν αυτόν βιαίως, εξήλθον τά εντόσθια αυτού, καί ούτω πικρώς ετελεύτηκεν ομοίως καί τόν Αρχέλαον καί όλους τούς πρώτους τών Ιουδαίων κεφαλική τιμωρία εθανάτωσε τόν δέ Πιλάτον εκέλευσε βαλείν αυτόν έν τινι πύργω, έξω τής πόλεως περιβεβλημένον σιδηραίς αλύσσεσι, τόν οποίον ηβούλετο αποκτείναι αυτός ο Καίσαρ ιδίαις χερσίν. Εν μιά ούν τών ημερών εξελθών ο Καίσαρ εις τήν εξοχήν επί τώ θηρεύσαί τι έθος δέ ήν τοίς αρχαίοις βασιλεύσιν εάν τις κατάδικος ών, καί δυνάμενος ιδείν τό πρόσωπον τού βασιλέως λαλήση αυτώ, ερρύετο τού θανάτου. Ταύτα ειδώς ο Πιλάτος, καί μαθών ότι ο βασιλεύς μέλλει διελθείν πλησίον τού πύργου, έθηκε τήν κεφαλήν αυτού έν τινι οπή τού πύργου , ούση εν τώ υπογείω, ίνα ιδή τόν Καίσαρα διαβαίνοντα δραμούσα δέ μία δορκάς επορεύθη υποκάτω τού πύργου εν τής οπής εις ήν ο Πιλάτος ίστατο ιδών δέ ο βασιλεύς τήν δορκάδα φεύγουσαν μέ ταχύτητα καί φοβούμενος μή χάση τό θήραμα, τείνας ταχέως τό τόξον έρριψε κατ' αυτής τό δέ τόξον εισελθών διά τής οπής εν ή ο Πιλάτος ευρίσκετο, διεπέρασε διά τού οφθαλμού του καί απέκτεινεν αυτόν.


Ταύτα δέ πάντα επράχθησαν παρά τού Τιβερίου Καίσαρος εν Ρώμη ολίγα έτη μετά τήν Ανάστασην τού Κυρίου καί ούτως οι σταυρωταί τού Χριστού έλαβον πάντες εν τή παρούση ζωή τόν αρραβώνα τής αιωνίου κολάσεως. Εις δόξαν τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ών η δόξα εις τούς αιώνας τών αιώνων, Αμήν.






















Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

1) Τό άγιον Βάπτισμα.
2) Τό Χρίσμα.
3) Τό μυστήριον τής Θ.Ευχαριστίας.
4) Τό μυστήριον τής Μετανοίας καί Εξομολογήσεως.
5) Τό μυστήριον τής Ιερωσύνης.
6) Τό μυστήριον τού Γάμου.
7) Τό μυστήριον τού Ευχελαίου.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ

Κύριε, βοήθησέ με ν' αντιμετωπίσω μέ ψυχική γαλήνη όλα, όσα θά μού φέρει η σημερινή ημέρα. Βοήθησέ με νά παραδοθώ ολοκληρωτικά στό άγιο θέλημά Σου. Στήν κάθε ώρα τής ημέρας φώτιζέ με καί δυνάμωνέ με γιά τό κάθε τι.
Όποιες ειδήσεις κι άν λάβω σήμερα, δίδαξέ με νά τίς δεχθώ μέ ηρεμία καί μέ τήν ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτε δέν συμβαίνει, χωρίς νά τό επιτρέψεις Εσύ.
Καθοδήγησε τίς σκέψεις καί τά συναισθήματά μου σέ όλα μου τά έργα καί τά λόγια. Στίς απρόοπτες περιστάσεις μή μ' αφήσεις νά ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από Σένα.
Δίδαξέ με νά συμπεριφέρομαι σέ κάθε μέλος τής οικογένειάς μου καί σ' όλους τούς συνανθρώπους μου μέ ευθύτητα καί σύνεση, ώστε νά μή συγχύσω καί στενοχωρήσω κανένα.
Κύριε, δός μου τή δύναμη νά υποφέρω τόν κόπο καί όλα τά γεγονότα τής ημέρας αυτής, σέ όλη τή διάρκειά της. Καθοδήγησε τή θέλησή μου καί δίσαξέ με νά προσεύχομαι, νά πιστεύω, νά υπομένω, νά συγχωρώ καί ν' αγαπώ. ΑΜΗΝ.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ

1. Εγώ ειμί ο Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εξ οίκου δουλείας, ουκ έσονταί σοι Θεοί έτεροι πλην εμού .
2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υπό κάτω της γης, ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς.
3. Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
4. Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου αγιάζειν αυτήν, εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου.
5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.
6. Ου φονεύσεις.
7. Ου μοιχεύσεις.
8. Ου κλέψεις.
9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.
10. Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΙΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΥΠΟ ΙΟΥΔΑΙΟΥ ΤΙΝΟΣ ΑΙΝΕΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΙΣΑ ΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΔΑ ΓΛΩΣΣΑΝ ΥΠΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΠΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΡΩΜΗΣ
ΜΕΤΕΝΕΧΘΕΙΣΑ Δ’ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΠΟ ΑΒΕΡΚΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Σώζεται έν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει.


Αφου οι στρατιωται συνελαβαν τον Ιησουν, δια της προδοσιας του Ισκαριωτου Ιουδα, ήγαγον αυτόν προς Άνναν και Καιαφαν τους Αρχιερεις, ειτα και προς Πιλατον τον Ηγεμονα ός ην Ρωμαίος (ην δε παρασκευη πρωί). Ιδων δε ο Ιουδας ότι ήγαγον τον Ιησούν ενώπιον του Πιλάτου, και ότι κατεκριθη δια της αυτου προδοσίας, μετεμελήθη, και εβουλετο επιστρεψαι τα τριακοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις των Ιουδαίων, επειδη και γνωστον εγένετο τοις πάσι το αυτου κακουργημα έλεγε γαρ κατ’ αυτου υβριστικώς πας ο λαος: ο προδότης, ο παρανομος, ο άπιστος, ο αχάριστος, ο τον διδάσκαλον αυτού προδόσας εις θάνατον, ο παρ’ αυτού τους πόδας νιπτόμενος, ο το βαλάντιον αυτου κατέχων, και όσα θέλων διδους εξ αυτών και όσα θέλων κρύπτων και πάσαν την αιτίαν της σταυρώσεως ετίθουν εις αυτόν. Ούτος ουν αγανακτών, και μη δυνάμενος τους ονειδισμους υπομενειν και τοσούτο υπο παντων υβριζόμενος κατακρίνεσθαι, παραγενόμενος εις τον Ναον, και ευρών τους Αρχιερεις και Γραμματείς ειπείν αυτοίς: ήμαρτον παραδούς αιμα αθώον, γινώσκω αληθως ότι κακως εποιησα, λαβετε λοιπον τα αργυρια τα οποια μοι εδώκατε, οι δε ειπον: τι προς ημας; Συ όψει! Μη θελοντες δ’ οι Ιουδαίοι δέξασθαι τα αργύρια, ρίψας αυτά ο Ιουδας εν μέσω αυτων, έφυγε και απήλθεν εις τον εαυτού οίκον του ποιησαι αγχόνην δια σχοινίου εις το κρεμασθηναι εύρε δε την σύζυγον αυτου καθημένην, και εψήνουσαν αλέκτορα εν τη πυρά, και λέγει αυτή: γύναι ετοίμασόν μοι σχοινίον ότι βούλομαι ίνα κρεμασθώ ως και μοι πρέπει η δε είπεν αυτώ: τι άρα λ΄ργεις τα ρήματα ταύτα; Και οΙουδας λεγει αυτή: γίνωσκε εν αληθεία ότι αδίκως παρέδωκα τον Διδάσκαλόν μου Ιησούν τοις κακουργοις προς Πίλατον του θανατώσαι αυτόν, ότι αυτός μέλλει αναστηθήναι τη τριτη ημέρα, και ουαί ημίν! Εκείνη δε λέγει αυτώ: μη λέγε μηδέ νόμιζε ούτως ότι ώσπερ ουτος ο αλεκτωρ εψηνομενος εν τη ανθρακιά φωνησαι ου δύναται, ουδε ζησαι, ουτω και ο Ιησούς ουκ αναστήσεται δυνηθειη, ως συ λέγεις και ευθύς συν τω λογω αυτής, ο αλεκτορ έδωκετας πτερυγας αυτου, και έκραξε τρίτον κατά την φωνην αυτου εκ τούτου πεισθεις ο Ιούδας έτι πλέον, και ποιήσας ευθύς την αγχόνην εκρεμάσθη ο αλιτήριος και απήγξατο.
Ερχομένου δε του Ιησού προς Πιλάτον τον Ηγεμόνα, προσεκύνουν Αυτόν ακουσίως οι του Πιλάτου στρατιώται ίσταντο δε και έτεροι στρατιώται έμπροσθεν του Πιλάτου κατέχοντες σημαίας εις τας χειρας και κλίνουσαι αι σημαίαι προσεκύνουν τον Ιησούν θαυμάζοντες δε του Πιλάτου, είπον οι Ιουδαίοι προς αυτόν: Κυριε, ουχ’ ότι αι σημαιαι προσκυνησουν τον Ιησουν, αλλ’ οι στρατιώται ταύτας κατεχουσιν αμελώς και δια τουτο κλινουσιν αι σημαίαι λεγει ο Πιλάτος τω αρχισυναγωγω: έλενξον άνδρας ισχυρούς δωδεκα ώστε κατέχειν αυτάς ισχυρώς και τουτου γενομενου εκελευσεν ο Πιλατος τον υπηρέτην εκβαλείν έξω τον Ιησούν και παλιν εισαγαγειν αυτόν ερχομένου δε του Ιησού πάλιν έκλινον αι σημαίαι και προσεκύνησαν αυτόν ως και πρότερον τότε ο Πιλάτος εθαύμασεν οι δε Ιουδαιοι είπον: μάγος εστί και δια τούτο ποιεί ταύτα λέγει ο Πιλάτος τω Ιησού: ακούεις τι ούτοι σου καταμαρτυρούσιν; Αποκριθεί ο Ιησούς έφη: πάς άνθρωπος εξουσίαν έχει τού λαλείν εί τι θέλη είπον ουν οι Ιουδαίοι προς αυτον : έχομεν ειπείν κατά σου, πρώτον, ότι εξ αμαρτίας εγεννήθης δευτερον ότι δια σε οτε εγεννηθης εφονεύθησαν αι 14 χιλιάδες βρέφη εν Βηθλεέμ, τρίτον, ότι ο πατήρ σου και η μήτηρ σου έφυγον εις Αίγυπτον, διοτι ουδεν ειχον θάρρος εις τον λαόν.
Και επι τουτοις απεκρίθησαν δώδεκα θεοσεβείς Ιουδαίοι και είπον: Ημεις λεγομεν ότι η γέννησις αυτου και η ανατροφή ουκ έστιν εξ αμαρτίας ως λέγετε και ότι εις μνηστείαν εδόθη τω Ιωσήφ η μήτηρ αυτου Μαριάμ, ου δια γάμον, αλλα δια τήρησιν και πασαν την πολιτείαν αυτου καλως γνωρίζομεν οι ταύτα Ιουδαίοι λέγοντες εισίν ούτοι: Λάζαρος, Σαμουήλ, Φινεές, Κρήσπος, Δάγριππος, Ευμεσές, Ιούδας και οι λοιποί λέγει ουν προς αυτόν ο Πιλατος: εις την ζωην του Καισαρος θελω ινα ομοσητε εάν εκτος αμαρτίας εστιν η γέννησις αυτου απεκρίθησαν ούτοι ο νόμος ημών ορίσειμη ομνύειν όλως, ότι μεγάλη αμαρτίαν εστίν η γέννησις αυτού ει δε ψευδόμεθα καρατομηθήναι ημάς κέλευσον απεκρίθησαν ουν οι κατηγορούντες τον Ιησούν Ιουδαιοι λεγοντες: και πιστεύεις περισσότερον τοι τοιούτοις δώδεκα, ή παντί τω λαώ, όστις ακριβώς γνωρίζει αυτόν μάγον και βλάσφημον και υιόν Θεού εαυτόν ονομάζοντα; Τότε εκέλευσεν ο Πιλάτος εξελθείν πάντας από του πραιτωρίου άνευ μόνον των ρηθέντων δώδεκα και τούτου γενομένου λέγει προς αυτούς κρυφίως ο Πιλάτος: τον ανθρωπον τουτον ειδομεν ότι δια φθόνου μανίας βούλονται οι Ιουδαιοι ινα φονεύσωσι, κατηγορούντες αυτόν ότι καταλύει τα Σάββατα, και αυτος τότε μάλιστα ποιεί κάλα έργα θεραπεύων τους ασθενείς ταύτα δια καταδίκην θανάτου εις αυτόν ουκ έστιν οι δε δώδεκα εκεινοι λέγουσιν αυτώ: Ναι Κύριέ μου, ούτος έχει η αλήθεια.
Εξήλθε ουν ο Πιλατος έξω μετ’ οργης και θυμου, και λεγει προς τον Ανναν και Κιαφαν και προς τον όχλον: τίνα κατηγορίαν φερετε κατά του ανθρωπου τουτου; Απεκρίθη ο όχλος και ειπεν: εάν μη ην ουτος γόης και μαγος και βλασφημος και κακοποιος, ου προς το μεγαλειον το ον ήγομεν και παρεδίδομεν. Λεγειν ουν ο Πιλατος: επει υμεις νόμον έχετε, εξετάσατε αυτοι κατά τον νόμον υμών και ως ήν δικαιον, ουτω ποιήσετε οι δε ειπον: ο νομος ημών ουδενα άνθρωπον παραχωρει φονεύσαι. Λεγει αυτοις ο Πιλατος: Ει υμείς φονεύειν ου βούλεσθε, ποσον μαλλον εγώ! Τοτε ο Πιλατος στραφεις εις το εαυτου παλατιον και φωνησας τον Ιησουν ειπεν αυτω: συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτω: σύ λέγεις τούτο, ή οι Ιουδαίοι σοί είπον ίνα με ερωτήσεις; Ο δε έφη: μήτοι Ιουδαίοις ειμί εγώ: ο λαός ο Ιουδαικός και οι αρχιερείς παρέδωκάν σε εις χείρας μου και ειπόν μοι ότι ο βασιλεύς ει σύ των Ιουδαίων ο δε Ιησούς έφη: η βασιλεία η εμή ουκ έστι εν τω κόσμω τούτω και ο Πιλάτος: Λοιπόν βασιλεύς ει σύ; Απεκρίθη ο Ιησούς: σύ είπας εγώ εις τούτο εγεννήθην ίνα μαρτυρώ την αλήθειαν και ει τις εκ της αληθείας εστί, πιστεύει μου τους λόγους και ποιεί αυτούς. Λέγει αυτώ ο Πιλάτος: τι εστίν αλήθεια; Ο δε έφη: εγώ ειμί η αλήθεια, ο λαλών την αλήθειαν. Αφείς δε ο Πιλάτος τον Ιησούν μόνον, εξήλθεν έξω και λέγει τοις Ιουδαίοις: εγώ ουδεμίαν αιτίαν θανάτου ευρίσκω εν τω ανθρώπω τούτω προς ταύτα απεκρίθησαν οι Ιουδαίοι και είπον: ούτος έφη δύναται καταλύσαι τον Ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις οικοδομήσαι αυτόν, όν έκτισεν ο Σολομών επι τεσσαράκοντα και έξ έτη, αναστάς δε ο αρχιερεύς λέγει τω Ιησού: εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει σύ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού λέγει ο Ιησούς: σύ είπας τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτου λέγων ότι εβλασφήμησε, και τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων!
Λέγει δε ο Πιλάτος κατ’ ιδίαν προς τους αρχιερείς: ου γάρ εστί δίκαιον αποθάνειν τον τοιούτον άνθρωπον, όστις εποίησε πολλά αγαθά εις πολλούς οι δε είπον: ει ατιμάση τις, Κύριέ μου, τον Καίσαρα άξιος θανάτου εστί, πόσο μάλλον ούτος ο υβρίσας τον Θεόν; Τότε ο Πιλάτος εκβαλών άπαντας έξω, λέγει τω Ιησού : τι θέλεις ποιήσω σοι; Ο δε έφη: ποίησον εις εμέ όπως εστίν ωρισμένον ο γάρ Μωυσής και οι Προφήται έγραψαν σταυρωθήναι με δει και αναστήναι, ακούσαντες ούν και οι Ιουδαίοι ταύτα, είπον προς τον Πιλάτον: και άλλην μεγαλυτέραν ύβριν ζητείς ακούσαι παρ’ αυτού προς τον Θεόν; Έφη ο Πιλάτος : ύβρεως λόγος αυτός προς τον Θεόν ουκ έστιν, επειδή εν τις των προφητών βιβλίοις ευρίσκεται γεγραμμένος. Οι δε Εβραίοι είπον: η ημετέρα γραφή λέγει: εάν υβρίση ο άνθρωπος άνθρωπον, λαμβάνει μετά ράβδου πληγάς τεσσαράκοντα, ει δε και υβρίση τον Θεόν να λιθοβολήται…
Κατ’ εκείνην δε την ώραν ηλθεν είδησις προς τον Πιλατον εκ της συζυγου αυτου Πρόκλης λεγούσης, πρόσεχε σεαυτώ μη συγκαταβής του γενέσθαι τι κατ’ αυτού, ότι κατά την νύκτα ταύτην φοβερά όνειρα είδον δι’ αυτόν. Ο δε Πιλατος έφη τοις Ιουδαίοις: εάν ύβρις εστί προς τον Θεόν ο λόγος, ον λέγετε ότι είπεν ο Ιησούς, λάβετε αυτόν υμείς και κρίνατε κατά των νόμων ημών. Οι δε αρχιερείς και γραμματείς λέγουσι τω Πιλατω : ημείς θέλομεν ινα σταυρώσης αυτόν. Ο δε έφη: ουκ έστι τούτο καλόν τι γαρ κακόν εποίησεν; Οι δε είπον: βασιλέα εαυτόν λέγει και Υιόν Θεού
Είς δε άνθρωπος Ιουδαίος, ονόματι Νικόδημος, σταθείς εν μέσω αυτών, εφη: τίνα λόγον έχετε κατά του ανθρώπου τουτου; Ούτος γαρ πολλά θαύματα ποιεί, τα οποία ουδείς των ανθρώπων εποίησεν ουδεποτε άφετε ούν αυτόν, και ει μεν εστίν του Θεού, σταθήναι θέλουσιν όσα αν ποιή ειδέ εστιν από ανθρώπου θέλουσι λυθή, καθώς εγενετο ότε ο Θεός απέστειλεν τον Μωυσην εις την Αιγυπτον, και είπε προς τον Φαραώ ινα ποιήση σημείον , και εποίησεν. Είχεν δε ο Φαραώ δυο μαγους, τον Ιαννήν, και Ιαμβρήν, οιτινες ποιήσαντες και αυτοί σημεία μαγικα κατελύθησαν υπό μωσαικής ράβδου, διότι ουκ ήσαν εκ Θεού. Ειχον γαρ αυτούς ως θεούς οι Αιγύπτιοι ουτος ουν ο Ιησους τον Λαζαρον νεκρόν τεταρταίον όντα, με μόνον τον λόγον αυτού ανέστησε, και βλέπομεν πραγματικώς αυτόν ζώντα τα εργα Αυτού ιδού παρίστανται αληθινά, προς έλεγχον του φθόνου των Γραμματέων και Φαρισαίων δια τούτο δέομαί σου μη παραχωρήσης φονευθήναι τον τοιούτον ιατρόν. Ταυτα ακούσαντες οι Γραμματείς και οι Φρισαίοι ωργίσθησαν κατά του Νικοδήμου και είπον: συ κατά αλήθειαν υπέρ του Ιησού λαλεις και ούτω να ήνε και η μερίς σου μετ’ αυτού. Ο δε Νικόδημος έφη: Αμην, αμην συν τούτω έτερος Ιουδαίος λέγει τω Πιλατο δέομαί σου Κύριε άκουσόν μου. Εγώ ήμην ασθενής επι κλινης ετη τριακοντα και οκτώ, ουτος λοιπόν ιδών με πάραυτα ευσπλαχνισθείς λέγει μοι: έγειρε, άρον σου τον κράββατον και υπαγε εις τον οικον σου και συν τω λογω εγερθείς ήρα το κλινίδιόν μου και απηλθον εις τον οικον μου παρομοίως και ο ποτέ τυφλός, και ο λεπρός και έτεροι λεπροι και παράλυτοι, έκραζον και ωμολόγουν, ότι λόγω μόνον του Ιησού ημείς ιάθημεν και υγιείς εσμέν. Λεγουσιν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι: αλλά τα Σάββατα ου τηρεί, ευρέθη δε εκει και τις γυνή , ονομαζομένη Βερονίκη, και είπεν: επι δώδεκα ήμην εν ρύσει αίματος και μόνον ότε ηψάμην του κρασπέδου του ιματιου Αυτού παρευθύς ευρέθην υγιής. Λέγουσι οι Γραμματείς: μαρτυρίαν γυναικός ο νόμος ου δέχεται. Και πάλιν έτεροι θεοσεβείς εβοήθησαν λέγοντες: Ούτος ο άνθρωπος μεγαλα σημεία και τέρατα εποίησε, διατί με μονον πεντε αρτους εχορτασε πεντε χιλιαδας λαον εν τη Ερήμω και παλιν άλλοτερ με επτα άρτους εχόρτασε χιλιαδας τέσσαρας και οι δαιμονες αυτόν φοβουνται κατά πολλά.
Ο δε Πιλατος έφη: και πως ουδέ εφοβούντο ουτω και τους γονείς υμών τα δαιμόνια; Και αυτοί αποκρισιν ουκ έδωκαν αυτω. Ειτα εξελθών εξω ο Πιλατος λεγει προς τον λαον: Έθος εστίν εν ταίς εορταίς των αζύμων ίνα ελευθερούται εις εκ των δεσμιων (ήν γαρ εν τη φυλακή κακουργος τις λεγομενος Βαραβας) και λεγει αυτοις τίνα εκ των δύο θέλετε ινα απολύσω υμιν, Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν ή τον Βαραββάν; (Λουκ. Κ. 23. Π. 18). Και αποκριθείς ο αγνώμων λαός είπεν αίρε τον Ιησούν, απολυσον δε ημίν τον Βαραββάν. Λεγει αυτοις ο Πιλατος τι ούν ποιήσω τω Ιησού; Λεγουσιν εκεινοι: σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν, και πάλιν έτεροι εξ αυτών εβόησαν: Εάν απολύσης τον Ιησούν, ουχ’ υπάρχεις φίλος του Καίσαρος Υιόν Θεού εαυτόν ονομάζει και βασιλέα ώστε εάν αυτόν απολύσης γίνεται βασιλεύς, και μέλλει λαβείν την βασιλείαν του Καίσαρος. Ο δε Πιλατος θυμωθεις επι τούτω λεγει: πάντοτε η γενεά υμών των Ιουδαίων διαβολικη και άπιστος εστί, και προς τους ευεργέτας αντιδικοι και αχαριστοι εστέ οι δε είπον: και τίνες υμών ήσαν ευεργέται; Ο Πιλατος εφη: Ο Θεός ελευθερώσας υμάς εκ χειρός Φαραώ, και διαπεράσας την Ερυθραν Θαλασσαν ωσεί ξηραν ο χορτάσας τη ορτυγομήτρα ο ποτίσας ύδωρ εκ πέτρας ανίκμου, ο και τον νόμον διδούς υμιν, τον οποίον κατελύσατε αρνησάμενοι τον Θεόν, και εάν μη εστάθη Μωυσής παρακαλών τον Θεόν, πικρώ θανάτω ηθέλατε απολεσθή άπαντες νυν δε λέγετέ μοι ότι εγώ επιβουλεύομαι τον Καίσαρα. Ταυτα δε ο Πιλατος ειπών, ηγέρθη μετά θυμού και παλιν οι Ιουδαίοι έκραξαν, λέγοντες ημείς τον Καίσαρα θελομεν βασιλεύειν ημίν και ουχί τον Χριστόν διά τούτο και ο Ηρώδης όταν ήκουσεν ότι μέλλει γενέσθαι βασιλεύς, ηθέλησε φονεύσαι αυτόν, ώστε αποστειλας απέκτεινε πάντα τα βρέφη τα εν τη βηθλεέμ. Ο δε πατήρ αυτού και η μήτηρ διέσωσαν αυτόν φυγόντες εις Αίγυπτον. Ταύτα ακούσας ο Πιλατος κατεσίγησε τον λαόν και λέγει: Λοιπόν ουτο εστίν ο Ιησούς, ον ο Ηρωδης εζητει φονεύσαι; Οι δε λέγουσι αυτω: ναι, ουτος εστίν. Απεστειλε λοιπόν τον Ιησούν προς αυτόν, όντα τότε και αυτόν εν Ιερουσολύμοις. Ο δε Ηρώδης ιδών τον Ιησούν λίαν εχάρη επεθύμει γαρ ιδείν αυτόν, ακουων αυτου τα θαυματα α εποίει ουχ’ ότι ήθελεν ινα κερδήση τι ψυχωφελές εκ της Θείας αυτου διδασκαλίας, αλλ’ επειδή ήκουεν ότι σοφος εστί και τερατουργός, δια ταύτα επεθύμει τροπον τινά ιδείν αλλόκοτον άνθρωπον, και ακούσαι τι παράξενον παρ’ αυτου. Ενδύσας ουν αυτόν λαμπραν εσθήτα, ήρξατο ερωτών αυτόν πόθεν ην, και εκ ποίου γενους, ο δε Ιησούς εσιώπα. Ειστήκοσαν δε και οι Αρχιερείς κατηγορούντες αυτόν. Ο ουν Ηρώδης θελων και θαύμα τι ιδείν εξ αυτου γενόμενον, και μη ιδών, και ότι ουδεν καν απόκρισιν έδωκεν αυτώ εμπαίξας αυτόν και εξουθενήσας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν απέστειλεν αύθις προς τον Πιλατον, και γεγόνασι φίλοι ότε Πιλατος Ηρώδης, εν εκεινη τη ημερα, προυπήρχον γάρ εν έχθρα. Ο δε λαός έκραζεν προς τον Πιλάτον, λέγων σταύρωσον αυτόν. Ο δε λέγει τον βασιλέα υμών σταυρώσω; Οι δε μεγάλως έκραζον: ημείς ουκ έχομεν βασιλέα ειμή τον Καισαρα. Ταύτα ιδών ο Πιλάτος λέγει τοίς στρατιώταις αυτού φέρειν ύδωρ, όστις και νίπτων τας χειρας λέγει προς τον λαόν αθώος ειμί εγώ εκ του αίματος του δικαίου τούτου, υμείς δε όψεσθε, ότι αδίκως αυτόν φονεύετε, επειδή ούτε εγω εύρον εν αυτώ αιτίαν θανάτου, ούτε ο Ηρώδης, δια τούτο και ευθύς έπεμψεν αυτόν οπίσω εις εμέ απεκρίθησαν οι Ιουδαίοι και είπον το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών. Οι δε Αρχιερείς εθορυβούντο όπως τον Ιησούν συντόμως απολέσωσι. Τότε λέγει τω Ιησού ο Πιλάτος: Σύ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Ο δε Ιησούς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτώ. Λέγει αυτώ ο Πιλάτος εμοί ου λαλείς; Ουκ οίδας ότι εξουσίν έχω σταυρώσαι σε και εξουσίαν έχω απολύσαι σε; Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτώ ουκ είχες ουδεμίαν εξουσίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν.
Μετά δε ταύτα εκάθησεν ο Πιλάτος επι θρόνου υψηλού ίνα απόφασιν δώση κατά του Ιησού, ώρισεν ουν και ήλθεν ο Ιησούς έμπροσθεν αυτού και φέρων στέφανον εξ ακάνθων έθηκεν επι την καφαλήν αυτού μετά πυγμών, και περιέβαλεν αυτώ ιμάτιον πορφυρούν, και κάλαμον επι την δεξιάν αυτού. Είτα ποιήσας απόφασιν λέγει προς αυτόν η γενεά σου λέγει και μαρτυρεί σε ότι θέλεις να βασιλεύσης δια τούτο και ορίζω, ότι δέσωσί σε εις τον κίονα, και τύψαντές σε πρώτον με ράβδον πληγάς τεσσαράκοντα, καθώς οι νόμοι των Βασιλέων ορίζουσιν, είτα και εμπαίζοντές σε, τελευταίον να σε σταυρώσωσιν.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

( Ιδού το κατά του ΣΩΤΗΡΟΣ ημών παρά του Πιλάτου εκδοθέν ψήφισμα , ευρεθέν εν τη πόλει τη καλουμένη Ακυλλία, έν τινι σιδηρώ κιβωτίω, εν ώ ήν έτερον κιβώτιον θαυμαστού μαρμαρου, έχον εγκεκλεισμένην ταύτην την απόφασιν, γεγραμμένην Εβραιστί εν μεδβράνη, ήτις μετακομισθείσα εν τη βασιλίδι των πόλεων κατά το 1580 από Χριστού πατριαρχεύοντος τότε εν αυτή Ιερεμίου, μετεφράσθη Ελληνιστί.Έχει δε ούτως: )
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ
ΗΓΕΜΟΝΟς ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΤΗΝ ΕΞΕΔΩΚΕ
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
( Ίδε Τρόπαιον της Ορθοδόξου Πίστεως σελίς 238.
Έκδοσις Α΄ εν Βιέννη της Αυστρίας 1791 )
Έτος επταδεκάδετον Τιβερίου Καίσαρος βασιλέως Ρωμαίων,
Μονάρχου ανικήτου, Ολυμπιάδος εκατοστής εικοστής πρώτης,
Ηλιάδος ογδόης από πλάσεως Κόσμου κατά το ημέτερον και το
Μερισμόν των Εβραίων τετρακισχίλια εκατόν εβδομήκοντα τέσσαρα έτη, και καταβολής των Ρωμαίων βασιλείας έτη εβδομήκοντα τρία, και ελευθερίας της δουλωσύνης Βαβυλώνος έτη ογδοήκοντα και καταστροφής του Ιερού βασιλείου έτη ενενήκοντα επτά, επι των Υπάτων του λαού των Ρωμαίων Λουκίου Πιζωνίου, και
Πάρκου Παυσανίου, και Προϋπάτου του Ιλλυρικού Βαλλερίου
Παλιστέρα, κοινού διοικητού της πόλεως Ιερουσαλήμ, Ηγεμόνος κρατίστου Πιλάτου,
Επιστάτου της κάτωθεν Γαλιλαίας Ηρώδου του δευτέρου της άκρας αρχιερωσύνης
Άννα και Καϊαφα, Αλινάτου και Μαήλ μεγίστου εις τον ναόν
Ραμπάμ Αμαμπέλ Γιοκτινώ, εκατοντάρχου Υπάτου Ρωμαίων και της πόλεως Ιερουσαλήμ Κορνηλίου Σούμπλιμα Σέξτου Μποπλίον Ρούφα, εν μηνί Μαρτίω κε΄.
Εγώ Πόντιος Πιλάτος ο Ηγεμών διά της Βασιλείας των Ρωμαίων ένδοθεν του Πραιτωρίου της Ηγεμονίας κρίνω και καταψηφίζω εις θάνατον ΙΗΣΟΥΝ τον λεγόμενον υπό του πλήθους ΧΡΙΣΤΟΝ, Ναζωραίον και από πατρίδος Γαλιλαίας, άνθρωπον στασιώδη του νόμου του Μωσαϊκού, εναντίον του μεγαλοπρεπούς βασιλέως Τιβερίου Καίσαρος. Καθορίζω και απόφασίζω δια τουτο, ότι ο θάνατος αυτου να είναι εις τον σταυρόν, όμως μετά των ήλων κατά το σύνηθες των υποδίκων, επεί συνηθροίσθη αυτός μετά των πολυαρίθμων πλουσίων και πτωχών, και ούτε έπαυσε συνέχων θορύβους εν πάση τη Ιουδαία ποιών εαυτόν ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και βασιλέα του Ισραήλ, απειλών χαλασμόν της Ιερουσαλήμ και του Ιερού Ναού, απαρνούμενος τον φόβον του Καίσαρος, έχων έτι τόλμης εισελθείν μετά Βαϊων και θριάμβων, μετά μέρους του πλήθους ώσπερ Ρήξ εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ εις τον Ιερόν Ναόν. Όθεν ορίζομεν τον πρώτον και ημέτερον εκατόνταρχον Κόϊντον τον Κορνήλιον συνάγειν παρρησία εις την χώραν Ιερουσαλήμ δεδεμένον, μαστιγούμενον, πορφύρα περιβαλλόμενον, στεφανούμενον μετά ακανθίνου στεφάνου βαστάζοντα τον ίδιον σταυρόν επι του ώμου, ίνα η παράδειγμα τοις πάσις κακοποιοίς,μεθ’ ου βούλομαι συνάγεσθαι δύο ληστάς φονείς και εξελθείν δια της πύλης Γκαπαρόλας νυν δε Αντωνιάνας, Συνάξαι δε αυτόν τον Χριστόν παρρησία εις το όρος των κακούργων ονόματι Καλβάριον, (1) όθεν εσταυρωμένον και θανατωμένον έστω το σώμα αυτού εν τω σταυρώ, ως κοινόν θέαμα πάντων των κακούργων, και άνωθεν του σταυρού τεθείτω τίτλος, γεγραμμένος τρισί γλώσσαις, Ελληνική, Ρωμαϊκή και Εβραϊκή, Ελληνιστί μεν «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων». Ρωμαϊστί δε « Iesus Nasoreos Rex Iudeorum» και Εβραϊστί «Γιεσουνά Ροζορή Μελέχ Γελουντίμ». Ορίζομεν δε, ότι ουδείς ης τινος ουν τάξεως, ποιότητος και καταγωγής τολμήσει απερισκέπτως να εμποδίση την τοιαύτην δίκην, υπ’ εμού ωρισμένην διωκημένην και επιτελουμένην μετά πάσης σεμνότητος, κατά τα ψηφίσματα και νόμους των Ρωμαίων ως Εβραίος, εις ποινήν αυτομολίας της των Ρωμαίων Βασιλείας.
Μάρτυρες της παρούσης ημετέρας αποφάσεως
Δια των Υπάτων και δικαστών των Εβραίων
ΡΑΜΠΑΝ, ΜΑΝΤΑΝΗ, ΜΠΕΝΕΝΡΣΟΛΗ
Δια των Φαρισαίων.
ΜΠΑΡΜΑΝ, ΣΥΜΕΩΝ, ΜΠΟΝΑΛ
Δια της Βασιλείας και Ηγεμονίας των Ρωμαίων
ΛΟΥΚΙΟΣ, ΣΕΞΤΙΛΙΟΣ, ΜΕΣΙΕΜΙΚΙΟΣ
Δια των κριτών της Φυλής του Ισραήλ
ΡΑΤΑΜ, ΔΑΝΙΗΛ, ΡΑΜΠΙΝΗΛ, ΙΟΥΑΟΝ, ΜΠΙΝΙΚΑΝ
ΡΑΤΑΜ, ΙΟΥΑΒΕΛ, ΠΕΡΙΚΟΥΛΑΜ
Δια της Αρχιερωσύνης
ΡΑΜΠΑΜ, ΙΟΥΔΑΣ, ΜΠΟΝΚΑΣΟΛΗ ΝΟΜΙΚΟΣ
Της παρούδης κοινής δια των εγκλημάτων
ΝΟΜΙΚΟΣ ΜΠΕΤΑΜ

Ταύτης της του Πιλάτου αποφασεως ακουσαντες οι Ιουδαίοι, ήρξαντο τύπτειν τον Ιησούν επι των νώτων και επι παν μέλος, οι μέν με βούνευρα οι δε με ράβδους, άλλοι με τας χείρας, έτεροι με τους πόδας, και ούτω οι μεν εις το πρόσωπον έτυπτον, άλλοι δε έπτυον, έτεροι ερράπιζον, και άλλοι έλεγον: προφήτευσον ημίν Χριστέ τι εστίν ο τύψας σε; Και έτεροι γονυπετούντες ενέπαιζον αυτόν λέγοντες Χαίρε, βασιλεύ των Ιουδαίων. Είτα κατασκευάσαντε τον σταυρόν επορεύοντο εις το σταυρώσαι αυτόν, και ούτω πορευόμενον και βαστάζοντα τον σταυρόν, έφερον έξω τη πύλης της πολεως Ιερουσαλήμ. Αλλ’ ότε επορεύοντο την οδόν βαστάζων ο Ιησούς τον σταυρόν από τας πολλάς πληγάς και το βάρος του σταυρού ουκ ηδύνατο περιπατείν, υπό δε της επιθυμίας ήν είχον εις το σταυρώσαι Αυτόν ταχέως άραντες απ’ Αυτού τον σταυρόν, έδωκεν αυτόν εις τινα Κυρηναίον Σίμωνα ονόματι συναντήσαντα αυτοίς ερχόμενον από αγρού, όστις ειχε δύο υιούς, Αλέξανδρον και Ρούφον, έδωκεν δε εις αυτόν τον σταυρόν ουχ’ ότι ελεούντες τον Ιησούν ίνα ελαφρόσωσιν εκ του βαρους, αλλ’ επιθυμούντες ίνα οδεύη συντομώτερον και φθάση εις τον τόπον της καταδίκης δια τούτο ηγγάρευσαν τον Κυρηναίον ίνα άρη τον σταυρόν αυτού και ούτω φέρουσιν αυτόν επί τινα τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ός εστί μεθερμηνευόμενος κρανίου τόπος. (Μαρ. Κ. 15 Π. 22). Ηκολούθει ουν δι’ όλης της οδού μέχρι του Γολγοθά τόπου ο Ιωάννης, ο εις εκ των δώδεκα μαθητών αυτού.Εν τοσούτω ιδών ο Ιωάννης ταύτα έφυγεν από εκει και δραμών προς την Θεοτόκον λέγει αυτή μετά δακρύων ώ Κυρία και Μήτηρ του Διδασκαλου μοτ που είς; Και ουκ οίδας τα γενόμενα; Απεκρίθη η Θεοτόκος και ειπε και ποία εισι ταύτα, ώ Ιωάννη; Ο δε μετά θερμών δακρύων και αναστεναγμών έφη τον φίλτατον Υιόν σου και διδάσκαλόν μου απάγουσιν οι αχάριστοι και άθεοι Ιουδαίοι εις το σταυρώσαι Αυτόν.
Η δε Θεοτόκος ακούσασα ταύτα έκραξε μεγάλη τη φωνή : Οίμοι, οίμοι, γλυκύτατε Υιέ, τι γαρ κακόν εποιησας τοις Ιουδαίοις και απάγουσί σε εις τον σταυρόν; Και ούτω εγερθείσα και κλαίουσα επήρχετο δρομαία κατά την οδόν, ηκολούθουν δε αυτή και γυναικες τινες, η τε Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρθα και η Σαλώμη και έτεραι παρθένοι, συν αυταις και ο Ιωάννης. Ως γούν έφθασεν εις το πλήθος του όχλου λέγει η Θεοτόκος πρός τον Ιωάννην Που εστιν ο Υιός μου; Λεγει ο Ιωάννης βλέπεις εκείνον όστις φορεί τον ακάνθινον στέφανον με τας χείρας δεδεμένας; Ιδούσα δε αυτόν η Θεοτόκος έπεσεν όπισθεν εις την γήν κάτω και έκειτο ικανήν ώραν, αι δε γυναίκες αι ακολουθούσαι αυτή, ίσταντο γύρωθεν αυτής και έκλαιον αφού δ’ η Θεοτόκος ανέπνευσε και ηγέρθη έδραμε μετά πολλών δακρύων και αναστεναγμών τους Ιουδαίους λέγουσα δότε μοι, ώ άνδρες, τόπον όπως ίδω καικλαύσω τον γλυκύτατόν μου Υιόν και το στήθος αυτής τύπτουσα έκραζε γοερώς Οίμοι, ώ Υιέ, φως των εμών οφθαλμών, πως υπομένω θεωρούσα Σε; Οίμοι , οίμοι, που του Γαβριήλ τα Ευαγγέλια; Δεύτε πάντες και κλαύσατε την τετραυματισμένην μου ψυχήν, ότι τον μονογενή μου Υιόν και πρωτότοκον θεωρώ ως αρνίον άκακον απαγόμενον επι σταυρού δεύτε και ακουσατε λαοί, φυλαί, και γλώσσαν, ποίον άδικον θάνατον δίδουσιν εις τον Υιόν μου και πάλιν γεγονωτέρα τη φωνή εβόησε λέγουσα:Ώ Υιέ μου, Υιέ μου γλυκύτατε, πως μέλλω υπομείναι τοιαύτα θεωρούσα Σε πάσχοντα; Λεγουσα δε ταύτα και τύπτουσα το στήθος μετά δακρύων και βαρέων αναστεναγμών πάλιν έλεγε που έδυσας, Υιέ μου, τα αγάθα όσα εποίησας εν τη Ιουδαία; Τι γαρ κακόν, Υιέ μου προς τους αχαρίστους Ιουδαίους εποίησας; Οι δε Ιουδαίοι ταύτα παρά της Μητρός του Ιησού ακούοντες και ούτως αυτήν βλέποντες θρηνωδούσαν, εδίωκον Αυτήν από εκεί. Η δε Θεοτόκος ουκ ήθελον φυγείν, αλλ’ έμενε βοώσα και λέγουσα φονεύσατε εμε πρώτον, ώ Ιουδαίοι παράνομοι.
Τοιουτοτρόπως ουν ελθόντες εις τον Κρανίου τόπον, ος εστι λιθόστρωτος, έστησαν εκεί οι Ιουδαίοι τον σταυρόν, είτα εκδύσαντες αυτόν διεμερίσαντο αυτού τα ιμάτια, και γονυπετούντες έμπροσθεν αυτού έλαβον τον κάλαμον και έτυπτον αυτού την κεφαλήν και οτέ ενέπαιζον αυτόν, τότε ανεβίβασαν αυτόν και καθήλωσαν εις τον σταυρόν, καρφώσαντες αυτού τας παναχράντους χείρας ως ήν δυνατόν. Είτα σύραντες και τους πόδας Αυτού κάτω εκάρφωσαν και αυτούς ήν δε ώρα ωσεί έκτη, ημέρα δε παρασκευή. Ο δε Πιλάτος έγραψε τίτλον και απέθηκεν επάνω της κεφαλής Αυτού , λέγων: Ουτος εστιν ο Βασιλεύς των Ιουδαίων τότε εσταύρωσαν και δύο ληστάς σύν Αυτώ ετέθησαν δε ο εις εκ δεξιών ονόματι Δημάς και ο εις εξ ευωνύμων ονόματι Γήστας.Ταύτα πάλιν ακούσασα και ιδούσα η Θεοτόκος, οδυρομένη εκ βάθους καρδίας, έλεγε: ώ Αρχάγγελε Γαβριήλ, που ει ίνα δικάσωμαι μετά σου; Που μοι το χαίρε ό έφης; Πως ουκ είπες μοι έκτοτε τα άμετρα βάσανα και τον άδικον φόνον του γλυκυτάτου μου Υιού; Πως ουκ είπές μοι την απαραμύθητον θλίψιν ταύτην; Ποίος αρα γε εις πάσαν την οικουμένην να εδοκίμασε τοιούτους βαρυτάτους πόνους, ώστε να έλθη τώρα και να κατασβέση την φλόγα της καρδίας μου; Οίμοι, παμφίλτατε Υιέ, και πως θέλω χωρισθή της αμέτρου σου αγάπης; Έως θανάτου εις εμέ εστιν η Σύ λύπη. Θλίψεις ούν πόνοι, δάκρυα, αναστεναγμοί, και ταύτα απαρηγότητα ότι άρτι βλέπω χωρίζομαι από σου, και λοιπόν Υιέ μου αποθανούμαι καγω άμα σύ Σοί και ελθέτω δέομαί Σου Υιέ μου ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο δούς μοι πρώτον την χαράν, και συζεύξει την ψυχήν μου, μετά Σου. Είτα κράξασα φωνήν μεγάλην και ατενίζουσαν προς Αυτόν, έλεγε μετά δακρύων : Υιέ μου Υιέ μου, τι πέπονθας ούτως αιφνιδίως; Πώς φέρω τον χωρισμόν Σου Υιέ μου; Τότε και ο Ιησούς ατενίσας προς αυτήν, και ιδών την μητέρα και τον μαθητήν, τον αγαπημένον Ιωάννην, ιστάμενον πλησίον Αυτής και κλαίοντα μετά των λοιπών γυναικών είπε προς την μητέρα αυτού: γύναι, ίδε ο υιός σου είτα λέγει προς τον μαθητήν, ιδού η μήτηρ σου.Η δε Θεοτόκος πλέον κραυγάζουσα έλεγε δια τούτο κλαίω επι Σε Υιέ μου, διότι παρέδωκάν Σε οι Ιουδαίοι εις πικρόν και άτιμον θάνατον ως αυτοί νομίζουσι, αλλ’ ο θάνατός Σου Υιέ μου εστίν άγιος και δίκαιος και σωτηρία του κόσμου, και προς αυτόν ατενίζουσα έλεγε: κλίνον, σταυρέ, όπως παραλαβούσα τον Υιόν μου καταφιλίσω Αυτόν, ον εν τοις μαστοίς μου ξενοτρόπως εθήλασα που το κάλλος Σου ώ Υιέ; Που Σού η ευπρέπεια Υιέ μου παμφίλτατε; Ο ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων νυν δε ουκ έχεις είδος, ουδε κάλλος! Λοιπόν Σύν Σύ αποθανούμαι οι δε Ιουδαίοι ταύτα ακούσαντες, εδίωξαν απ’ εκεί την Θεοτόκον, και τας γυναίκας, και τον Ιωάννην. Τότε η Πάναγνις οδυρομένη έλεγε: οίμοι, οίμοι, Υιέ μου, ουδέ κατ’ όψιν αφίνουσί με να σε βλέπω, τι είπω εις την μισοθεϊαν των αχαρίστων Ιουδαίων! Πάσαι αι μητέρες συγκλαύσατέ μοι, πάσαι αι φυλαί, λαοί, και γλάσσαι συνθρηνήσατέ μοι, ότι εγώ υπερήρα πάσας τας μητέρας τοίς κλαυθμοίς και οδυρμοίς.
δε Ιησούς επι σταυρού κρεμάμενος έκραξε φωνή μεγάλη και είπεν: άφες αυτοίς, Πάτερ, την αμαρτίαν ταύτην, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν. Είτα λέγει διψώ. Ευθέως δε δραμών εις των στρατιωτών και λαβών σπόγγον επότιζε τον Ιησούν. Ο δε γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν. Οι δε Ιουδαίοι ιστάμενοι και βλέποντες καταγέλων αυτού λέγοντες: εάν αληθώς λέγεις ότι Υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού και πιστεύσωμέν σοι άλλους εθεράπευσας, ασθενείς παραλελυμένους, χωλούς, δαιμονιζομένους, νενεκρωμένους, και εαυτόν ου δύνασαι σώσαι; Ωσαύτως και ο εν τω αριστερώ μέρει εσταυρωμένος ληστής, ήγουν ο Γήστας έλεγεν: εάν Υιός Θεού ή σύ , κατάβηθι από του σταυρού και σώσον σεαυτόν και ημάς. Ο δε έτερος ο εκ δεξιών ληστής, ήγουν ο Δημάς, ονείδιζε τον άλλον λέγων ώ ταλαίπωρε και άθλιε, ουδε φοβεί σύ τον Θεόν, ότι ημείς μέν δικαίως καθ’ ά επράξαμεν απολαμβάνομεν, ούτος δε ουδέν έπραξε κακόν, ουκ είδες, άθλιε, τον Ήλιον σκοτισθέντα; και στραφείς προς τον Ιησούν έλεγε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου. Ο δε Ιησούς έφη αυτώ: Αμην, λέγω σοι σήμερον μετ’ εμού έσει εν τω παραδείσω. Αλλ’ άς είπωμεν ολίγα τινά περί τούτου του αγαθού ληστού του εκ δεξιών.
Ούτος ο ληστής, ο Δημάς δηλονότι εγεννήθη ο Χριστός και έφυγεν ο Ιωσήφ μετά της Θεοτόκου και του βρέφους εις την Αίγυπτον, κατά την προσταγήν του Αγγέλου, τότε λέγω, παραλαβων ο Ιωσήφ την μητέρα και το βρέφος, επορεύοντο την όδον και πλησιάσαντες εις Αίγυπτον επείνασαν ό,τε ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος ευθής δε θεωρούσι φοινικέαν με καρπόν πάνυ ωραίον τότε η Θεοτόκος λέγει τη φοινικέα: κλίνον, δένδρον μου καλον, και χάρισόν μοι εκ του σου ωραιοτάτου καρπού. Ευθύς δε συν τω λόγω της Θεοτόκου έκλινε το δένδρον και λαβόντες εκ του καρπού συν τω Ιωσήφ όσο ήθελον, πάλιν έστρεψεν το δένδρον εις τον τόπον αυτού ως το πρότερον. Συνερχόμενοι δε έμπροσθεν απήντησαν τούτον τον ληστήν, ήγουν τον Δημάν, ο οποίος ιδών την Θεοτόκον, εξέστη του κάλλους Αυτής ως γάρ αστραπή η εξ ουρανού λάμπουσα, ούτως εφαίνετο η Θεοτόκος και το βρέφος Αυτής εν ταίς αγκάλαις βασταζόμενον. Ο δε ληστής ελθών μετά φόβου και τρόμου προσεκύνησε την Θεοτόκον και λέγει αυτή κατ’ αλήθειαν εάν και ο Θεός είχε μητέρα ήθελον ειπεί ότι Σύ εί. Προσκαλέσας δε αυτήν ομού με τον Ιωσήφ έφερεν αυτούς εις τον οίκον αυτού και λέγει τη γυναικί αυτού. Γύναι επιμελήθητι και φιλοξένησον Αυτούς όσον δύνασαι καλώς, έως να επιστρέψω καγώ από το κυνήγιον, ότι κατά το φαινόμενον από ευγενεστάτης γενεάς υπάρχει αύτη η Κυρία μου και Δέσποινα.
Και ούτως ο μέν ληστής απήλθεν εις κυνήγιον, η δε γυνή αυτού ποιήσασα θερμόν έλουσε το βρέφος της Παναγίας, από δε του αποπλύματος έλουσε και το βρέφος αυτής ό είχε ήν γαρ το βρέφος εκείνο λεπρόν εκ γεννήσεως, διά τούτο ουκ επαύετο κλαίειν ημέρας και νυκτός. Ως δε έλουσεν αυτό, ευθύς έπεσεν απ’ αυτού η λέπρα και πάσα ασθένεια ήν είχε και έπαυσε του κλαίειν. Ελθόντος ουν του ληστού από το κυνήγιον ητοίμασαν τράπεζαν φιλοξενήσαντες εντίμως την Δέσποιναν. Καθημένων δε και εσθιόντων, λέγει ο ληστής τη εαυτώ συζύγω που εστι το τέκνον ημών; Και εκείνη είπεν αυτώ τα συμβάντα και ότι διά τούτο ειρηνεύει το τέκνον ημών το πρώην ανήσυχον, χάριτι θεία. Είτα δε λέγει πάλιν προς αυτόν η γυνή αυτού. Εγώ μοι φαίνεται, αύτη η ευγενής Κυρία και Δέσποινα, ότι είναι χαριτωμένη από τον Ύψιστον Θεόν, και ότι δι’ αυτής το τέκνόν μας εγένετο χαροποιόν. Ιδών δε και αυτός ο ληστής το τέκνον αυτού χαροποιόν και υγιές, εξέστη του θαύματος και λέγει τη γυναικί αυτού τη αληθεία, ως νομίζω, η Κυρία αύτη και Δέσποινα πολλάς ευχάς έχει από τον Υψιστον Θεόν. Είτα προσκυνήσαντες αυτήν και πολλά ευχαριστήσαντες, εποίησαν εις αυτήν όσα ηδύναντο εν όσω καιρώ η Θεοτόκος έμεινεν εις την Αίγυπτον. Μετά δε το επιστρέψαι πάλιν η Θεοτόκος μετά του Ιωσήφ και του βρέφους εις Ιερουσαλήμ, ο αυτός ληστής συνώδευσεν αυτούς μετά πάσης χαράς και τιμής έως ου απεράσαντες τους κακούς τόπους ήλθον εις τους καλούς και τότε ο ληστής ούτος εποίησε μετάνοιαν εις την Θεοτόκον δια να επιστρέψη εις τον οίκον αυτού, αποχαιρετίσας Αυτήν με υπέρτιμον ευχαριστίαν.
Η δε Θεοτόκος ανταπεκρίθη αυτώ, ύπαγε, ύπαγε εν ειρήνη, και ποτέ καιρόν ανταμοιβήν σοι ποιήσω τον μισθόν δια τα οποία εποίησας ημίν.
Δια ταύτα λοιπόν και ηξιώθη εις αυτό τούτο δια της χάριτος του ελεήμονος Χριστού και της αυτού Μητρός, το να μαρτυρήση εις τον σταυρόν συν τω Χριστώ. Έφη γαρ αυτός τω Ιησού μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου. Ο δε Ιησούς είπεν αυτώ αμήν λέγω σοι, σηήμερον μετ’ εμού έσει εν τω Παραδείσω. Αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν όσπερ αφήκαμεν.
Από δε έκτης ώρας εν ή εσταύρωσαν τον Ιησούν, σκότος εγένετο επι πάσαν την γήν έως ωρας ενάτης περί δε την ενάτην ώραν κράξας ο Ιησούς φωνήν μεγάλην είπε Πάτερ εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου. Και τούτο ειπών εξέπνευσε. Και πάραυτα σεισμός μέγας εγένετο επι πάσαν την γην, ώστε πας ο κόσμος έφριξε, και αι πέτραι εσχίζοντο και τα μνημεία ηνοίγοντο, και πολλά σώματα των δικαίων ηγέρθησαν και καθεξής κατά το γεγραμμένον και ούτως τούτων γενομένων, οι μεν Ιουδαίοι φοβηθέντες έλεγον όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος είναι.
Ο δε Λογγίνος ο εκατόνταρχος ιστάμενος μετά παρρησίας είπεν αληθώς Υιός Θεού ήν ούτος. Παρομοίως δε οι ερχόμενοι θεωρούντες Αυτόν κατέτυπτον τα στήθη αυτών και υπέστρεφον από του φόβου. Ο δε εκατόνταρχος τοιαυτα θαύματα θεωρήσα, απελθών διηγήσατο αυτά τω Πιλάτω. Ο δε ακούσας, εθαύμασε και εξεπλάγη αφού δε διελύθη το σκότος, διεμήνυσεν ο Πιλάτος και ήλθεν όλον το συνέδριον και λέγει αυτοίς είδατε πάντες ποίος σεισμός και ποίον σκότος εγένετο; Και πως εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού; Όντως εγώ καλά έλεγον, δι’ εκείνον τον καλόν άνθρωπον και ότι ουδαμώς ηβουλόμην φονεύσαι αυτόν.
Το δε συνέδριον λεγει προς τον Πιλάτον το σκότος όπερ εγένετο έκλειψις του ηλίου ήν καθώς και εν εταίροις καιροίς εγένετο. Ο δε Πιλάτος έφη αλλά τα έτερα εξαίσια θαύματα τίνα λέγετε είναι; Οι δε Ιουδαίοι μη έχοντές τι απολογηθήναι, λέγουσι τω πιλάτω ημείς έχομεν την εορτήν των αζύμων τη επαύριον λοιπόν παρακαλούμεν σε επειδή και έτι πνέουσιν οι σταυρωθέντες ίνα καταθλασθώσι τα σκέλη αυτών και καταβιβασθώσιν από τους σταυρούς. Ο δε έφη και τούτο γενέσθω. Απέστειλεν ούν ο Πιλάτος στρατιώτας οίτινες ευρόντες ακόμη πνέοντας τους ληστάς συνέθλασαν αυτών τα σκέλη, τον δε Ιησούν ως εύρον ήδη τεθνηκότα, ουδαμώς ήψαντο Αυτού, αλλ’ εις των στρατιωτών τολμήσας ελόγχευσεν Αυτού την δεξιάν πλευράν, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ, όπως πληρωθώσιν οι λόγοι των προφητών εις όσα προεφήτευσαν δι’ εκείνην την ημέραν.
Περί δε την ημέραν της Παρασκευής ελθούσα η Θεοτόκος εις απείρους λογισμούς, δια το βουληθήναι οι Ιουδαίοι αφήσαι το σώμα του Ιησού επι σταυρού κρεμάμενο, δια τούτο και πλείστο ωδύρετο και προς τον Πιλάτον εβούλετο απελθείν, δι’ ό και στέλλει τον Ιωάννην προς τον Ιωσήφ ίνα έλθη προς Αυτήν τάχιον. Ελθών δε ο Ιωσήφ προς την Θεοτόκον λέγει προς αυτόν: Ιωσήφ, ηγαπημένε του γλυκυτάτου μου Υιού, παρακαλώσε παρηγόρησον την λύπην μου, και ποίησον εις εμέ δύο ζητήματα. Πρώτον να υπάγης προς τον Πιλάτον και να ζητήσης το σώμα του ηγαπημένου μου Υιού. Και δεύτερον να μου χαρίσης το μνημείον, ό έχεις λελατομημένον εν τω κήπω, ίνα θάψω αυτό εκεί. Ο δε Ιωσήφ πλησθείς δακρύων πολλών λέγει: Κυρία μου και Δέσποινα, γενηθήτω το θέλημά Σου ως θέλεις. Ούτος δε ο Ιωσήφ ήν ανήρ ευγενής τε και πλούσιος και θεοσεβής Ιουδαίος ευρών ούν ούτος και τον Νικόδημον λέγει αυτώ: οίδα, ότι τον Ιησούν ηγάπας λίαν και τους λόγους Αυτού ηδέως ήκουες, και προς τους Ιουδαίους έβλεπόν σε πάντοτε μαχόμενον υπέρ Αυτού. Ει δοκεί σοι ούν πορευθώμεν προς Πιλάτον και αιτήσωμεν το σώμα του Ιησού προς ταφήν, ότι αμαρτία εστίν μεγάλη μείναι άταφον. Λέγει ο Νικόδημος: μήπως οργισθή ο Πιλάτος και πάθω τι κακόν; Αλλά κάλλιον να υπάγη σύ μόνος και όταν σοι δωρήση το σώμα του τεθνεώτος, τότε καγώ συνοδεύσαι σοι, και πάντα τα προς κηδείαν και ταφήν ομού διαπράξωμεν.
Ταύτα ειπόντος του Νικοδήμου, ο Ιωσήφ ατενίσας προς Ουρανόν το όμμα και αιτησάμενος την εξ ύψους δύναμιν, ίνα επιτύχη του αιτήματος, απελθών προς Πιλάτον, και προσαγορεύσας εκθέσθη. Είτα λέγει προς αυτόν μετά δακρύων δέομαί σου Κύριέ μου δι’ ά μέλλω λαλήσαι σοι, και αιτήσω παρά της σης μεγαλειότητος μη οργισθείς επ’ εμοί. Ο δε Πιλάτος έφη: και τι αιτείς; Λέγει ο Ιωσήφ αιτώ τον Ιησούν τον ξένον, τον καλόν άνθρωπον όν φθονούντες οι Ιουδαίοι εσταύρωσαν. Δος μοι τούτον τον ξένον ότι ουκ έχει που την κεφαλήν κλίναι δός μοι τούτον τον ξένον, ότι ο Ισκαριώτης Ιούδας τούτο παρέδωκε τοις Ιουδαίοις ως ξένον, και εσταύρωσαν δος μοι τούτον τον ξένον ότι οι μαθηταί Αυτού έφυγον και ουκ έχει τινά του κηδεύσαι Αυτόν ως ξένος ως από αλλοδαπής χώρας ών. Δός μοι τούτο το σώμα του τεθνηκότος, ίνα καταφιλήσω αυτό και κηδεύσω, ότι εκείνος και έγω πλείστα ηγαπώμεθα, δώρησαί μοι τούτον τον νεκρόν, παρακαλώ σε, κράτιστε, ίνα λάβω αυτόν και τη γη καλύψω ούτω δέομαι τη ση μεγαλειότητι, ώ κράτιστε και εξουσιάρχα!
Ταύτα έλεγεν ο Ιωσήφ προς τον Πιλάτον, ίνα λάβη το σώμα του Ιησού. Ο δε Πιλάτος έφη: και τι γέγονεν ότι μαρτυρηθείς ο τοιούτος από της γενεάς Αυτού επι μαγεία και υποψία ότι εζήτει λαβείν την Βασιλείαν του Καίσαρος, δια τούτο παρ’ ημών εις θάνατον εκδοθέντα, πάλιν τούτον, ει, και νεκρόν όντα, υμίν επιστρέψωμεν; Ο δε Ιωσήφ περίλυπος γενόμενος και δακρύσας, τοις ποσί κατέπεσε του Πιλάτου ειπών αυτώ: Κύριέ μου, από νεκρόν ποίος φθόνος προέρχεται; Πάσαν γαρ κακίαν εν τη τελευτή δείσας απολύειν του ανθρώπου. Εγώ δε οίδα την μεγαλειότητά σου πόσον εσπούδαζες, ώστε μη σταυρωθήναι τον Ιησούν, και πόσα προς τους Ιουδαίους περί Αυτού είπας, και πως τας χείρας απένιψας ειπών: αθώος ειμί εγω από του αίματος του δικαίου τούτου και τα εξής, δια τα οποία άπαντα δέομαί σου μη απορρίψης την δέησίν μου.
Ο δε πιλάτος ιδών τον Ιωσήφ εκπίπτοντα ικετευτικώς τοις ποσίν αυτού, ήγειρεν αυτόν λέγων: ; άπιθι, ιδού χαρίζω σοι τον τοιούτον νεκρόν, και ποίησον Αυτώ όσα σύ βούλει. Τότε ο Ιωσήφ ευχαριστήσας τον Πιλάτον και καταφιλήσας αυτού τας χείρας και ιμάτια εξήλθε χαίρων τη καρδία επιτυχών του ποθουμένου και τους οφθαλμούς έτι έχων δακρυρρόους, τρέχει προς τον Νικόδημον, και λέγειαυτώ πάντα τα λεγόμενα, ότι και εκείνος ευσεβής ήν και ηγάπα τον Ιησούν. Ο δε Νικόδημος πορευθείς και αγοράσας σμύρναν και αλόην ωσεί λίτρας εκατόν, καθείλον το σώμα του Ιησού εν σινδόνη λευκή, άμα συν τη Θεοτόκο, και τη Μαγδαληνή Μαρία, και τη Σαλώμη, και ταις λοιπαίς γυναιξί συν τω Ιωάννη, οίτινες και κηδεύσαντες το σώμα του Ιησού, ως έθος εστί κατέθεντο εν καινώ μνημείω.
Η δε Πάναγνος Θεοτόκος θρηνωδούσα έλεγε: πώς να μην σε κλαύσω, γλυκύτατε Υιέ, θεωρούσα σε αδίκως θνήξαντα; Ή πώς να ζήσω χωρίς Σου, φως μου γλυκύτατον; Οίμοι! Οίμοι! Που η εξουσία Σου, Υιέ μου παμφίλτατε; Πως υπέμεινας την άδικον σφαγήν πως ουκ απέστειλας πυρ από τον Ουρανόν εις το κατακαύσαι τους αχαρίστους Ιουδαίους; Και γαρ θνητός φαίνη δια την των βροτών σωτηρίαν, αλλ’ ουρανού και γης ποιητής ει πως ου κατεσχίσθη ο ουρανός βλέπων ταύτα; Αλλ’ ευχαριστώ, Υιέ μου του Ηλίου Σου, ότι ημαυρώθη και της γης ότι εσείσθη και εφοβήθη, και των πετρών ότι εσχίσθησαν και ερράγησαν ιδόντες την ανομίαν των Ιουδαίων ή πώς να μη Σε θρηνήσω, Υιέ μου, και πως το εμόν (πρόσωπον ου μη σπαράξω τοις όνυξιν, αλλα τουτο εστιν, Υιέ μου,), εκείνο όσπερ Συμεών ο προφήτης είπέ μοι ότε τεσσαρακονθήμερον βρέφος Σε ήγαγον εν τω Ναώ αύτη εστίν η ρομφαία ήτις νύν κατά της καρδίας μου εισήλθε. Τις τα εμά δάκρυα, Υιέ μου καταπαύση; Όντως ουδείς, ειμή Σύ, εάν καθώς είπας αναστής τη τρίτη ημέρα;
Η δε Μαρία η Μαγδαληνή κλαίουσα και αύτη ούτως έλεγεν:
Ακούσατε, λαοί, φυλαί και γλώσσαι, και μάθετε ποίω θανάτω οι παράνομοι και αχάριστοι Ιουδαίοι τον Θεάνθρωπον Χριστόν κατεδίκασαν, των μυρίων αγαθών αυτοίς ευεργέτην ακούσατε και θαυμάσατε, τις ακουστά ποιήσει, ταύτα προς τον κόσμον άπαντα; Αλλ’ εγώ εις Ρώμην απελεύσομαι προς τον Καίσαρα, ίνα αναγγείλω αυτώ όσα ο Πιλάτος τω Ιησού πεποίηκε πειθόμενος τη κακίστη βουλή των παρανόμων Ιουδαίων.
Προς ταύτα και ο Ιωσήφ οδυρόμενος έλεγεν: οίμοι, οίμοι, γλυκύτατε Ιησού! Πως Σε κηδεύσω, Θεέ μου! Ή πως Σε ενταφιάσω, φιλάνθρωπε! Ταύτα και άλλα πολλά λαλούντος του Ιωσήφ συνεθρήνουν μετ’ αυτού και αι γυναίκες συν τω Ιωάννη και τότε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος μετά του Ιωάννου και των λοιπών γυναικών ενεταφίασαν τον Ιησούν. Είτα ο Ιωσήφ μετά του Νικοδήμου επορεύθησαν εις τα ίδια ομοίως, και η Κυρία Θεοτόκος μετά των λοιπών γυναικών και του Ιωάννου.
Ταύτα τα πραχθέντα παρά του Ιωσήφ και του Νικοδήμου μαθόντες οι Ιουδαίοι μεγάλως εταράχθησαν διό και προσκαλέσαντες τον Ιωσήφ οι Αρχιερείς, είπον αυτώ:
Διατί εποίησας τοιαύτην κηδείαν τω Ιησού; Ο δε Ιωσήφ είπεν αυτοίς: διότι εγώ εγνώρισα αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον και άγιον καθ’ όλα, βεβαιωθείς ότι διά φθόνον εποιήσατε εις Εκείνον ταύτα, διά τούτο και εκήδευσα Αυτόν εντίμος.
Οργισθέντες ουν οι Αρχιερείς εκράτησαν τον Ιωσήφ και έβαλον αυτόν εις φυλακήν, λέγοντες: προς το παρόν έση εν τη φυλακή τηρούμενος, τη δε Κυριακή πρωί θανάτω παραδοθείς και συ ώσπερ Εκείνος. Ταύτα ειπόντες έβαλον τον Ιωσήφ εν τη φυλακή και σφαλίσαντες αυτήν εσφράγισαν τας θύρας.
Ούτος ούν της Παρασκευής τελειωθείσης τω Σαββάτω πρωί απήλθον οι Ιουδαίοι προς Πιλάτον λέγοντες αυτώ: Κύριε εξουσιάρχα, τι εποίησας; Διατί έδωκα την άδεια και ενεταφίασαν τον Ιησούν; Ημείς μεν εβουλάμεθα να μείνη κρεμάμενος επι ξύλου, ίνα υπο ορνέων βρωθή συ δε εδωρήσω Αυτόν τω Ιωσήφ και ενεταφίασεν να κλέψωσιν. Αυτόν οι μαθηταί Αυτού και είπωσιν ότι ανέστη εκ νεκρών και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων και πρώτης. Ο δε Πιλάτος έφη: ώ της κακίας και του φθόνου σας! Ουδέ μετά θάνατον αυτού ευχαριστείσθε αλλ’ ακόμη κατά του δικαίου τούτου τεχνεύεσθε. Οι δε πάλιν λέγουσι: κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος πλάνος έτι ζων είπεν: μετά τρείς ημέρας αναστήσεται μήτοι λοιπόν έλθωσιν οι μαθηταί αυτού νυκτός και κλέψαντες πλανήσωσι τον λαόν επι τοιούτω ψεύδει κέλευσον ουν, δεόμεθά σου τηρηθήναι τον τάφον Αυτού. Ο δε Πιλάτος έδωκεν επι τούτω πεντακοσίους στρατιώτας εις φύλαξιν του τάφου, και με σφραγίδα, εσφράγισε τον λίθον επάνω του τάφου, και οι στρατιώται εφύλαττον τον τάφον από το Σάββατον έως του όρθρου της Κυριακής και ιδού περί το μεσονύκτιον σεισμός γίνεται και τότε ανέστη ο Ιησούς Χριστός εγείρας τον Αδάμ και πάντας τους Προφήτας, ους είχεν ο διάβολος εν τη χειρί αυτού ήγειρε δε και πάντας τους πιστεύσαντας εις Αυτόν.
Είτα ελθών εξ Ουρανού Άγγελος αστραποφόρος και κυλίσας τον λίθον εκ του μνημείου εκάθησεν επάνω αυτού από δε της του Αγγέλου θεωρίας απενεκρώθησαν οι στρατιώται, μη δυνάμενοι μη τε φυγείν μη τε λαλήσαι τι εκ του φόβου εις δόξαν Αυτού του ενανθρωπήσαντος Θεού ημών συν τω Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας Αμήν.

ΤΕΛΟΣ
ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

ΠΙΣΤΕΥΩ

Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα,
Ποιητήν ουρανού και γής, ορατών τε πάντων και αοράτων.
Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιό του Θεού,
τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων,
φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού,
γεννηθέντα ού ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, διού τα πάντα εγένετο.
Τον δι ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρία
κατελθόντα εκ των ουρανών
και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου
και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.
Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου
και παθόντα και ταφέντα.
Και αναστάντα την τρίτη ημέρα, κατά τας Γραφάς.
Και ανελθόντα εις τους ουρανούς,
και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός.
Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς,
ού της Βασιλείας ούκ έσται τέλος.
Και είς το Πνεύμα το Αγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν,
το εκ του Πατρός εκπορευόμενον,
το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον,
το λαλήσαν δια των προφητών.
Είς Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και Αποστολικήν Εκκλησίαν.
Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.
Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών.
Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.
Αμήν.

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ

ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ, Ο ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ.
ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ΄
ΕΛΘΕΤΩ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ΄
ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ,
ΩΣ ΕΝ ΟΥΡΑΝΩ, ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ.
ΤΟΝ ΑΡΤΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ
ΔΟΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ΄
ΚΑΙ ΑΦΕΣ ΗΜΙΝ ΤΑ ΟΦΕΙΛΗΜΑΤΑ ΗΜΩΝ,
ΩΣ ΚΑΙ ΗΜΕΙΣ ΑΦΙΕΜΕΝ ΤΟΙΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙΣ ΗΜΩΝ.
ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ,
ΑΛΛΑ ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ.