Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΔ'

Ήχος Βαρύς

Πρός Εφεσίους επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( β' 14-22 )

Αδελφοί, Χριστός εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τά αμφότερα έν καί τό μεσότοιχον τού φραγμού λύσας, τήν έχθραν, εν τή σαρκί αυτού τόν νόμον τών εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τούς δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, καί αποκαταλλάξη τούς αμφοτέρους εν ενί σώματι τώ Θεώ διά τού Σταυρού, αποκτείνας τήν έχθραν εν αυτώ καί ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοίς μακράν καί τοίς εγγύς, ότι δι' αυτού έχομεν τήν προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι πρός τόν Πατέρα. Άρα ούν ουκέτι εστέ ξένοι καί πάροικοι, αλλά συμπολίται τών αγίων καί οικείοι τού Θεού, εποικοδομηθέντες επί τώ θεμελίω τών αποστόλων καί προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ώ πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω εν ώ καί υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον τού Θεού εν πνεύματι.

Εκ τού κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου.

( η' 27-39 )

Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ Ιησού εις τήν χώραν τών Γαδαρηνών, υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ τής πόλεως, ός είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, καί ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο καί εν οικία ουκ έμενεν, αλλ' εν τοίς μνήμασιν. Ιδών δέ τόν Ιησούν καί ανακράξας προσέπεσεν αυτώ, καί φωνή μεγάλη είπε Τί εμοί καί σοί, Ιησού, Υιέ τού Θεού τού Υψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσης. Παρήγγειλε γάρ τώ πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από τού ανθρώπου. Πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, καί εδεσμείτο αλύσεσι καί πέδαις φυλασσόμενος, καί διαρρήσσων τά δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τάς ερήμους. Επηρώτησε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων Τί σοί εστιν όνομα; Ο δέ είπε Λεγεών ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν καί παρεκάλει αυτόν ίνα μή επιτάξη αυτοίς εις τήν άβυσσον απελθείν. Ήν δέ εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τώ όρει καί παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν καί επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δέ τά δαιμόνια από τού ανθρώπου εισήλθον εις τούς χοίρους καί ώρμησεν η αγέλη κατά τού κρημνού εις τήν λίμνην καί απεπνίγη. Ιδόντες δέ οι βόσκοντες τό γεγενημένον έφυγον, καί απελθόντες απήγγειλαν εις τήν πόλιν καί εις τούς αγρούς. Εξήλθον δέ ιδείν τό γεγονός καί ήλθον πρός τόν Ιησούν καί εύρον καθήμενον τόν άνθρωπον, αφ' ού τά δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον καί σωφρονούντα παρά τούς πόδας τού Ιησού, καί εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δέ αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. Καί ηρώτησαν αυτόν άπαν τό πλήθος τής περιχώρου τών Γαδαρηνών απελθείν απ' αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. Αυτός δέ εμβάς εις τό πλοίον, υπέστρεψεν. Εδέετο δέ αυτού ο ανήρ, αφ' ού εξεληλύθει τά δαιμόνια, είναι σύν αυτώ απέλυσε δέ αυτόν ο Ιησού, λέγων Υπόστρεφε εις τόν οίκόν σου καί διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Καί απήλθε καθ' όλην τήν πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.