Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Αγνή παρθένε δέσποινα,
άχραντε Θεοτόκε,
Παρθένε μήτηρ άνασσα,
πανένδροσέ τε πόκε.

Υψηλοτέρα Ουρανών,
ακτίνων λαμπτοτέρα,
χαρά παρθενικών χορών,
αγγέλων υπερτέρα.

Εκλαμπροτέρα Ουρανών,
φωτός καθαρωτέρα,
τών Ουρανίων στρατιών
πασών αγιωτέρα.

Τών προπατόρων η ελπίς,
τών προφητών τό χάρμα,
τών εναθλούντων η ισχύς,
τού θείου λόγου άρμα.

Παρθένων αγαλλίαμα,
Μητέρων η φαιδρότης,
αγνείας τό ωράϊσμα,
ψυχών η καθαρότης.

Προστάτις τών αμαρτωλών,
λιμήν χειμαζομένων,
ρύστις πασχόντων, ασθενών,
ελπίς απηλπισμένων.

Μήτηρ Χριστόν κυήσασα,
έρεισμα σωφροσύνης,
ράβδος άνθος βλαστήσασα,
δοχείον ευφροσύνης.

Σύ ορφανών αντίληψις,
χηρών παραμυθία,
πασχόντων η επίσκεψις,
πτωχών η ευθυνία.

Κόρη σεμνή καί άσπιλε,
Δέσποινα παναγία,
επάκουσόν με άχραντε
κόσμου παντός Κυρία.

Θερμώς επικαλούμαί Σε
Ναέ ηγιασμένε,
Μεσίτριαν αιρούμαί Σε
ρύσαί με ώ Παρθένε.

<< ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ >>

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Προκείμενον. Ήχος γ'.

Ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε.

(Ψ. 46, 7)

Στίχ. Πάντα τά έθνη, κροτήσατε χείρας.

(Ψ. 46, 2)

Πρός Ρωμαίους επιστολής

Παύλου τό Ανάγνωσμα.

(στ' 18-23)

Αδελφοί, ελευθερωθέντες δέ από τής αμαρτίας εδουλώθητε τή δικαιοσύνη. Ανθρώπινον λέγω διά τήν ασθένειαν τής σαρκός υμών. Ώσπερ γάρ παρεστήσατε τά μέλη υμών δούλα τή ακαθαρσία καί τή ανομία εις τήν ανομίαν, ούτω νύν παραστήσατε τά μέλη υμών δούλα τή δικαιοσύνη εις αγιασμόν. Ότε γάρ δούλοι ήτε τής αμαρτίας, ελεύθεροι ήτε τή δικαιοσύνη. Τίνα ούν καρπόν είχετε τότε εφ' οίς νύν επαισχύνεσθε; τό γάρ τέλος εκείνων θάνατος. Νυνί δέ ελευθερωθέντες από τής αμαρτίας, δουλωθέντες δέ τώ Θεώ έχετε τόν καρπόν υμών εις αγιασμόν, τό δέ τέλος ζωήν αιώνιον. Τά γάρ οψώνια τής αμαρτίας θάνατος, τό δέ χάρισμα τού Θεού ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού τώ Κυρίω ημών.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.

( η' 5-13 )

Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ Ιησού εις Καπερναούμ, προσήλθεν αυτώ Εκατόνταρχος, παρακαλών αυτόν καί λέγων Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τή οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. Καί λέγει αυτώ ο Ιησούς Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. Καί αποκριθείς ο Εκατόνταρχος έφη Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό τήν στέγην εισέλθης αλλά μόνον ειπέ λόγω, καί ιαθήσεται ο παίς μου. Καί γάρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, καί λέγω τούτω, πορεύθητι, καί πορεύεται, καί άλλω, έρχου καί έρχεται, καί τώ δούλω μου, ποίησον τούτο, καί ποιεί. Ακούσας δέ ο Ιησούς εθαύμασε καί είπε τοίς ακολουθούσιν Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τώ Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. Λέγω δέ υμίν ότι πολλοί από ανατολών καί δυσμών ήξουσι καί ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ εν τή βασιλεία τών ουρανών, οι δέ υιοί τής βασιλείας εκβληθήσονται εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Καί είπεν ο Ιησούς τώ Εκατοντάρχω Ύπαγε, καί ως επίστευσας γενηθήτω σοι. Καί ιάθη ο παίς αυτού εν τή ώρα εκείνη.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ

Προκείμενον. Ήχος β'.

Ισχύς μου καί ύμνησίς μου ο Κύριος.

(Ψ. 117, 14)

Στιχ. Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος.

(Ψ. 117,18).

Πρός Ρωμαίους επιστολής

Παύλου τό Ανάγνωσμα.

(ε' 1-10)

Αδελφοί, δικαιωθέντες εκ πίστεως ειρήνην έχομεν πρός τόν Θεόν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ού καί τήν προσαγωγήν εσχήκαμεν τή πίστει εις τήν χάριν ταύτην εν ή εστήκαμεν, καί καυχώμεθα επ' ελπίδι τής δόξης τού Θεού. Ου μόνον δέ, αλλά καί καυχώμεθα εν ταίς θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δέ υπομονή δοκιμήν, η δέ δοκιμή ελπίδα, η δέ ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη τού Θεού εκκέχυται εν ταίς καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου τού δοθέντος ημίν. Έτι γάρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γάρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται υπέρ γάρ τού αγαθού τάχα τις καί τολμά αποθανείν. Συνίστησι δέ τήν εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ούν μάλλον δικαιωθέντες νύν εν τώ αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από τής οργής. Ει γάρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τώ Θεώ διά τού θανάτου τού υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τή ζωή αυτού.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.

(στ' 22-33)

Είπεν ο Κύριος Ο λύχνος τού σώματός εστιν ο οφθαλμός εάν ούν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον τό σώμα σου φωτεινόν έσται εάν δέ ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον τό σώμα σου σκοτεινόν έσται. Ει ούν τό φώς τό εν σοί σκότος εστί, τό σκότος πόσον; Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γάρ τόν ένα μισήσει καί τόν έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται καί τού ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν καί μαμωνά. Διά τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τή ψυχή υμών, τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τώ σώματι υμών, τί ενδύσησθε ουχί η ψυχή πλείον εστι τής τροφής καί τό σώμα τού ενδύματος; Εμβλέψατε εις τά πετεινά τού ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, καί ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; Τίς δέ εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί τήν ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; Καί περί ενδύματος τί μεριμνάτε; καταμάθετε τά κρίνα τού αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει. Λέγω δέ υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τή δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων. Ει δέ τόν χόρτον τού αγρού, σήμερον όντα καί αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; Μή ούν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ή τί πίωμεν ή τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταύτα τά έθνη επιζητεί οίδε γάρ ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δέ πρώτον τήν βασιλείαν τού Θεού καί τήν δικαιοσύνην αυτού, καί ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Προκείμενον. Ήχος α'.

Γένοιτο, Κύριε, τό έλεός σου εφ' ημάς.

(Ψ. 32, 22).

Στίχ. Αγαλλιάσθε, δίκαιοι, εν Κυρίω.

(Ψ. 32, 1).

Πρός Ρωμαίους επιστολής

Παύλου τό Ανάγνωσμα.

(β' 10-16)

Αδελφοί, δόξα καί τιμή καί ειρήνη παντί τώ εργαζομένω τό αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι ου γάρ εστι προσωποληψία παρά τώ Θεώ. Όσοι γάρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως καί απολούνται καί όσοι εν νόμω ήμαρτον, διά νόμου κριθήσονται. Ου γάρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τώ Θεώ, αλλ' οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται. Όταν γάρ έθνη τά μή νόμον έχοντα φύσει τά τού νόμου ποιή, ούτοι νόμον μή έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, οίτινες ενδείκνυνται τό έργον τού νόμου γραπτόν εν ταίς καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών τής συνειδήσεως καί μεταξύ αλλήλων τών λογισμών κατηγορούντων ή καί απολογουμένων εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τά κρυπτά τών ανθρώπων κατά τό Ευαγγέλιόν μου διά Ιησού Χριστού.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου

(δ' 18-23)

Τώ καιρώ εκείνω, περιπατών ο Ιησούς παρά τήν θάλασσαν τής Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον καί Ανδρέαν τόν αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις τήν θάλασσαν ήσαν γάρ αλιείς καί λέγει αυτοίς Δεύτε οπίσω μου, καί ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δέ ευθέως αφέντες τά δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. Καί προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τόν τού Ζεβεδαίου καί Ιωάννην τόν αδελφόν αυτού, εν τώ πλοίω μετά Ζεβεδαίου τού πατρός αυτών, καταρτίζοντας τά δίκτυα αυτών, καί εκάλεσεν αυτούς. Οι δέ ευθέως αφέντες τό πλοίον καί τόν πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ. Καί περιήγεν όλην τήν Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταίς συναγωγαίς αυτών καί κηρύσσων τό Ευαγγέλιον τής βασιλείας καί θεραπεύων πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν εν τώ λαώ.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΤΗ
ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ


Προκείμενον. Ήχος πλ. δ'.
Θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις αυτού.
(Ψ. 67, 36).
Στίχ. Εν εκκλησίαις ευλογείτε τόν Θεόν.
(Ψ. 67, 27).
Πρός Εβραίους επιστολής
Παύλου τό Ανάγνωσμα.
(ια', 33-ιβ' 2)

Αδελφοί, οι άγιοι πάντες διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τούς νεκρούς αυτών άλλοι δέ ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι τήν απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν έτεροι δέ εμπαιγμών καί μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δέ δεσμών καί φυλακής ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ών ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι καί όρεσι καί σπηλαίοις καί ταίς οπαίς τής γής. Καί ούτοι πάντες, μαρτυρηθέντες διά τής πίστεως ουκ εκομίσαντο τήν επαγγελίαν, τού Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μή χωρίς ημών τελειωθώσι. Τοιγαρούν καί ημείς, τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα καί τήν ευπερίστατον αμαρτίαν, δι' υπομονής τρέχωμεν τόν προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τόν τής πίστεως αρχηγόν καί τελειωτήν Ιησούν.

Εκ τού κατά Ματθαίον Άγιον Ευαγγέλιον
(ι' 32-33, 37-38, ιθ' 27-30)

Είπεν ο Κύριος τοίς εαυτού μαθηταίς Πάς όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν τού Πατρός μου τού εν ουρανοίς. Όστις δ' άν αρνήσηταί με έμπροσθεν τών ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν τού Πατρός μου τού εν ουρανοίς. Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος καί ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. Καί ός ου λαμβάνει τόν σταυρόν αυτού καί ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος Αποκριθείς δέ ο Πέτρος είπεν αυτώ Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα καί ηκολουθήσαμέν σοι τί άρα έσται ημίν; Ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς Αμήν λέγω υμίν, ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τή παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός τού ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε καί υμείς επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τού Ισραήλ. Καί πάς ός αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, ένεκεν τού ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονομήσει. Πολλοί δέ έσονται πρώτοι έσχατοι καί έσχατοι πρώτοι.