Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ

Προκείμενον. Ήχος δ'.

Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε

πάντα εν σοφία εποίησας.

( Ψ. 103, 24 ).

Στίχ. Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.

( Ψ. 103, 1 ).

Πρός Ρωμαίους επιστολής

Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( ι' 1-10 )

Αδελφοί, η μέν ευδοκία τής εμής καρδίας καί η δέησις η πρός τόν Θεόν υπέρ τού Ισραήλ εστιν εις σωτηρίαν μαρτυρώ γάρ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ' ου κατ' επίγνωσιν. Αγνοούντες γάρ τήν τού Θεού δικαιοσύνην, καί τήν ιδίαν δικαιοσύνην ζητούντες στήσαι, τή δικαιοσύνη τού Θεού ουχ υπετάγησαν. Τέλος γάρ νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τώ πιστεύοντι. Μωϋσής γάρ γράφει τήν δικαιοσύνην τήν εκ τού νόμου, ότι << ο ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς >> η δέ εκ πίστεως δικαιοσύνη ούτω λέγει << Μή είπης εν τή καρδία σου, τίς αναβήσεται εις τόν ουρανόν; >> Τούτ' έστι Χριστόν καταγαγείν ή << τίς καταβήσεται εις τήν άβυσσον; >> Τούτ' έστι Χριστόν εκ νεκρών αναγαγείν. Αλλά τί λέγει; << Εγγύς σου τό ρήμα εστιν, εν τώ στόματί σου καί εν τή καρδία σου>> τούτ' έστι τό ρήμα τής πίστεως ό κηρύσσομεν. Ότι εάν ομολογήσης εν τώ στόματί σου Κύριον Ιησούν, καί πιστεύσης εν τή καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση καρδία γάρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δέ ομολογείται εις σωτηρίαν.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.

( η' 28- θ' 1 )

Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ Ιησού εις τήν χώραν τών Γεργεσηνών υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι, εκ τών μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μή ισχύειν τινά παρελθείν διά τής οδού εκείνης. Καί ιδού έκραξαν λέγοντες Τί ημίν καί σοί, Ιησού Υιέ τού Θεού; ήλθες ώδε πρό καιρού βασανίσαι ημάς; Ήν δέ μακράν απ' αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη. Οι δέ δαίμονες παρεκάλουν αυτόν λέγοντες Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις τή αγέλην τών χοίρων. Καί είπεν αυτοίς Υπάγετε. Οι δέ εξελθόντες απήλθον εις τήν αγέλην τών χοίρων. Καί ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη τών χοίρων κατά τού κρημνού εις τήν θάλασσαν, καί απέθανον εν τοίς ύσασιν. Οι δέ βόσκοντες έφυγον, καί απελθόντες εις τήν πόλιν απήγγειλαν πάντα, καί τά τών δαιμονιζομένων. Καί ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, καί ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από τών ορίων αυτών. Καί εμβάς εις τό πλοίον διεπέρασε καί ήλθεν εις τήν ιδίαν πόλιν.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Η αλήθεια είναι αναγκαία διά τόν ενάρετον βίον, διότι η φιλαλήθεια είναι καθήκον οφειλόμενον πρός τέ ημάς αυτούς καί πρός τούς περί ημάς ο αληθεύων τιμά πρώτον εαυτόν καί είτα τόν πλησίον, αποδίδει οφειλομένην τιμήν πρός όν λογικόν, δικαιουμένον νά γνωρίση τήν αλήθειαν η αλήθεια περικοσμεί ως διπλοίς τόν αληθεύοντα, τελειοί δ' αυτόν εν τή αρετή, διότι τελειοποιός τής αρετής η αλήθεια, καί εξομοιεί πρός τόν Θεόν τό ψεύδος είναι η εξαχρείωσις τού ανθρωπίνου χαρακτήρος ο ψεύτης είναι καί ασεβής καί άδικος διότι τό ψεύδος είναι ασέβεια καί αδικία. Ο δέ Θεός είναι αλήθεια, καί ο μένων εν τή αληθεία εν τώ Θεώ μένει καί ο Θεός εν αυτώ. Ο υπέρ τής αληθείας αγωνιζόμενος έχει τόν Θεόν συναγωνιζόμενον.

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Αγνή παρθένε δέσποινα,
άχραντε Θεοτόκε,
Παρθένε μήτηρ άνασσα,
πανένδροσέ τε πόκε.

Υψηλοτέρα Ουρανών,
ακτίνων λαμπτοτέρα,
χαρά παρθενικών χορών,
αγγέλων υπερτέρα.

Εκλαμπροτέρα Ουρανών,
φωτός καθαρωτέρα,
τών Ουρανίων στρατιών
πασών αγιωτέρα.

Τών προπατόρων η ελπίς,
τών προφητών τό χάρμα,
τών εναθλούντων η ισχύς,
τού θείου λόγου άρμα.

Παρθένων αγαλλίαμα,
Μητέρων η φαιδρότης,
αγνείας τό ωράϊσμα,
ψυχών η καθαρότης.

Προστάτις τών αμαρτωλών,
λιμήν χειμαζομένων,
ρύστις πασχόντων, ασθενών,
ελπίς απηλπισμένων.

Μήτηρ Χριστόν κυήσασα,
έρεισμα σωφροσύνης,
ράβδος άνθος βλαστήσασα,
δοχείον ευφροσύνης.

Σύ ορφανών αντίληψις,
χηρών παραμυθία,
πασχόντων η επίσκεψις,
πτωχών η ευθυνία.

Κόρη σεμνή καί άσπιλε,
Δέσποινα παναγία,
επάκουσόν με άχραντε
κόσμου παντός Κυρία.

Θερμώς επικαλούμαί Σε
Ναέ ηγιασμένε,
Μεσίτριαν αιρούμαί Σε
ρύσαί με ώ Παρθένε.

<< ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ >>

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Προκείμενον. Ήχος γ'.

Ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε.

(Ψ. 46, 7)

Στίχ. Πάντα τά έθνη, κροτήσατε χείρας.

(Ψ. 46, 2)

Πρός Ρωμαίους επιστολής

Παύλου τό Ανάγνωσμα.

(στ' 18-23)

Αδελφοί, ελευθερωθέντες δέ από τής αμαρτίας εδουλώθητε τή δικαιοσύνη. Ανθρώπινον λέγω διά τήν ασθένειαν τής σαρκός υμών. Ώσπερ γάρ παρεστήσατε τά μέλη υμών δούλα τή ακαθαρσία καί τή ανομία εις τήν ανομίαν, ούτω νύν παραστήσατε τά μέλη υμών δούλα τή δικαιοσύνη εις αγιασμόν. Ότε γάρ δούλοι ήτε τής αμαρτίας, ελεύθεροι ήτε τή δικαιοσύνη. Τίνα ούν καρπόν είχετε τότε εφ' οίς νύν επαισχύνεσθε; τό γάρ τέλος εκείνων θάνατος. Νυνί δέ ελευθερωθέντες από τής αμαρτίας, δουλωθέντες δέ τώ Θεώ έχετε τόν καρπόν υμών εις αγιασμόν, τό δέ τέλος ζωήν αιώνιον. Τά γάρ οψώνια τής αμαρτίας θάνατος, τό δέ χάρισμα τού Θεού ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού τώ Κυρίω ημών.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.

( η' 5-13 )

Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ Ιησού εις Καπερναούμ, προσήλθεν αυτώ Εκατόνταρχος, παρακαλών αυτόν καί λέγων Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τή οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. Καί λέγει αυτώ ο Ιησούς Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. Καί αποκριθείς ο Εκατόνταρχος έφη Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό τήν στέγην εισέλθης αλλά μόνον ειπέ λόγω, καί ιαθήσεται ο παίς μου. Καί γάρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, καί λέγω τούτω, πορεύθητι, καί πορεύεται, καί άλλω, έρχου καί έρχεται, καί τώ δούλω μου, ποίησον τούτο, καί ποιεί. Ακούσας δέ ο Ιησούς εθαύμασε καί είπε τοίς ακολουθούσιν Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τώ Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. Λέγω δέ υμίν ότι πολλοί από ανατολών καί δυσμών ήξουσι καί ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ εν τή βασιλεία τών ουρανών, οι δέ υιοί τής βασιλείας εκβληθήσονται εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Καί είπεν ο Ιησούς τώ Εκατοντάρχω Ύπαγε, καί ως επίστευσας γενηθήτω σοι. Καί ιάθη ο παίς αυτού εν τή ώρα εκείνη.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ

Προκείμενον. Ήχος β'.

Ισχύς μου καί ύμνησίς μου ο Κύριος.

(Ψ. 117, 14)

Στιχ. Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος.

(Ψ. 117,18).

Πρός Ρωμαίους επιστολής

Παύλου τό Ανάγνωσμα.

(ε' 1-10)

Αδελφοί, δικαιωθέντες εκ πίστεως ειρήνην έχομεν πρός τόν Θεόν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ού καί τήν προσαγωγήν εσχήκαμεν τή πίστει εις τήν χάριν ταύτην εν ή εστήκαμεν, καί καυχώμεθα επ' ελπίδι τής δόξης τού Θεού. Ου μόνον δέ, αλλά καί καυχώμεθα εν ταίς θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δέ υπομονή δοκιμήν, η δέ δοκιμή ελπίδα, η δέ ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη τού Θεού εκκέχυται εν ταίς καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου τού δοθέντος ημίν. Έτι γάρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γάρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται υπέρ γάρ τού αγαθού τάχα τις καί τολμά αποθανείν. Συνίστησι δέ τήν εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ούν μάλλον δικαιωθέντες νύν εν τώ αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από τής οργής. Ει γάρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τώ Θεώ διά τού θανάτου τού υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τή ζωή αυτού.

Εκ τού κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου.

(στ' 22-33)

Είπεν ο Κύριος Ο λύχνος τού σώματός εστιν ο οφθαλμός εάν ούν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον τό σώμα σου φωτεινόν έσται εάν δέ ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον τό σώμα σου σκοτεινόν έσται. Ει ούν τό φώς τό εν σοί σκότος εστί, τό σκότος πόσον; Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γάρ τόν ένα μισήσει καί τόν έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται καί τού ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν καί μαμωνά. Διά τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τή ψυχή υμών, τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τώ σώματι υμών, τί ενδύσησθε ουχί η ψυχή πλείον εστι τής τροφής καί τό σώμα τού ενδύματος; Εμβλέψατε εις τά πετεινά τού ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, καί ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; Τίς δέ εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί τήν ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; Καί περί ενδύματος τί μεριμνάτε; καταμάθετε τά κρίνα τού αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει. Λέγω δέ υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τή δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων. Ει δέ τόν χόρτον τού αγρού, σήμερον όντα καί αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; Μή ούν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ή τί πίωμεν ή τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταύτα τά έθνη επιζητεί οίδε γάρ ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δέ πρώτον τήν βασιλείαν τού Θεού καί τήν δικαιοσύνην αυτού, καί ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.