Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ Κ'.

Προκείμενον. Ήχος γ'.

Ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε.

(Ψ. 46, 7 ).

Στίχ. Πάντα τά έθνη, κροτήσατε χείρας.

( Ψ. 46, 2 )

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

( α' 11-19 )

Αδελφοί, γνωρίζω υμίν τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι' αποκαλύψεως Ιησού Χριστού. Ηκούσατε γάρ τήν εμήν αναστροφήν ποτε εν τώ Ιουδαϊσμώ, ότι καθ' υπερβολήν εδίωκον τήν εκκλησίαν τού Θεού καί επόρθουν αυτήν, καί προέκοπτον εν τώ Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τώ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων τών πατρικών μου παραδόσεων. Ότε δέ ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τής χάριτος αυτού αποκαλύψαι τόν Υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοί έθνεσιν, ευθέως ου προσανεθέμην σαρκί καί αίματι, ουδέ ανήλθον εις Ιεροσόλυμα πρός τούς πρό εμού αποστόλους, αλλά απήλθον εις Αραβίαν, καί πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν. Έπειτα μετά έτη τρία ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον, καί επέμεινα πρός αυτόν ημέρας δεκαπέντε. Έτερον δέ τών αποστόλων ουκ είδον ει μή Ιάκωβον τόν αδελφόν του Κυρίου.

Εκ τού κατά Λουκά αγίου Ευαγγελίου.

( ε' 1-11 )

Τώ καιρώ εκείνω, εστώς ο Ιησούς παρά τήν λίμνην Γεννησαρέτ, είδε δύο πλοία, εστώτα παρά τήν λίμνην οι δέ αλιείς αποβάντες απ' αυτών απέπλυναν τά δίκτυα. Εμβάς δέ εις έν τών πλοίων, ό ήν τού Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από τής γής επαναγαγείν ολίγον καί καθίσας εδίδασκεν εκ τού πλοίου τούς όχλους. Ως δέ επαύσατο λαλών, είπε πρός τόν Σίμωνα Επανάγαγε εις τό βάθος, καί χαλάσατε τά δίκτυα υμών εις άγραν. Καί αποκριθείς ο Σίμων, είπεν αυτώ Επιστάτα, δι' όλης τής νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν επί δέ τώ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον. Καί τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ διερρήγνυτο δέ τό δίκτυον αυτών. Καί κατένευσαν τοίς μετόχοις τοίς εν τώ ετέρω πλοίω, τού ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς καί ήλθον καί έπλησαν αμφότερα τά πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. Ιδών δέ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοίς γόνασι τού Ιησού, λέγων Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε. Θάμβος γάρ περιέσχεν αυτόν καί πάντας τούς σύν αυτώ επί τή άγρα τών ιχθύων ή συνέλαβον, ομοίως δέ καί Ιάκωβον καί Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οί ήσαν κοινωνοί τώ Σίμωνι. Καί είπε πρός τόν Σίμωνα ο Ιησούς Μή φοβού από τού νύν ανθρώπους έση ζωγρών. Καί καταγαγόντες τά πλοία επί τήν γήν, αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν αυτώ.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ

( Από τής 15-21 Σεπτεμβρίου )

Προκείμενον. Ήχος τής Κυριακής.

Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε

πάντα εν σοφία εποίησας.

( Ψ. 103, 24 )

Στίχ. Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.

( Ψ. 103, 1 ).

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

( β' 16-20 ).

Αδελφοί, ειδότες ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μή διά πίστεως Ιησού Χριστού, καί ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού καί ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ. Ει δέ ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν καί αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μή γένοιτο. Ει γάρ ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι. Εγώ γάρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός ό δέ νύν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τή τού Υιού τού Θεού τού αγαπήσαντός με καί παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.

Εκ τού κατά Μάρκον αγίου Ευαγγελίου.

( η' 34-θ' 1 )

Είπεν ο Κύριος Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού, καί ακολουθείτω μοι. Ός γάρ άν θέλη τήν ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν ός δ' άν απολέση τήν ψυχήν αυτού ένεκεν εμού καί τού Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τί γάρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδήση τόν κόσμον όλον, καί ζημιωθή τήν ψυχήν αυτού; ή τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα τής ψυχής αυτού; Ός γάρ εάν επαισχυνθή με καί τούς εμούς λόγους εν τή γενεά ταύτη τή μοιχαλίδι καί αμαρτωλώ, καί ο Υιός τού ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τή δόξη τού Πατρός αυτού μετά τών Αγγέλων τών αγίων. Καί έλεγεν αυτοίς Αμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινες τών ώδε εστηκότων, οίτινες ου μή γεύσωνται θανάτου, έως άν ίδωσι τήν βασιλείαν τού Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ

( Από 7-13 Σεπτεμβρίου )

Προκείμενον. Ήχος πλ. β'.

Σώσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί

ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου.

( Ψ. 27, 9 ).

Στίχ. Πρός σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου.

( Ψ. 27, 1 ).

Πρός Γαλάτας επιστολής Παύλου το Ανάγνωσμα.

( στ' 11-18 )

Αδελφοί, ίδετε πηλίκοις υμίν γράμμασιν έγραψα τή εμή χειρί. Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μή τώ σταυρώ τού Χριστού διώκωνται. Ουδέ γάρ οι περιτετμημένοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν, αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τή υμετέρα σαρκί καυχήσωνται. Εμοί δέ μή γένοιτο καυχάσθαι ει μή εν τώ σταυρώ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ού εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τώ κόσμω. Εν γάρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις. Καί όσοι τώ κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ' αυτούς καί έλεος, καί επί τόν Ισραήλ τού Θεού. Τού λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω εγώ γάρ τά στίγματα τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματί μου βαστάζω. Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά τού πνεύματος υμών, αδελφοί Αμήν.

Εκ τού κατά Ιωάννην αγίου Ευαγγελίου.

( γ' 13-17 )

Είπεν ο Κύριος Ουδείς αναβέβηκεν εις τόν ουρανόν, ει μή ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο Υιός τού ανθρώπου, ο ών εν τώ ουρανώ. Καί καθώς Μωσής ύψωσε τόν όφιν εν τή ερήμω, ούτως υψωθήναι δεί τόν Υιόν τού ανθρώπου, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν Υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν Υιόν αυτού εις τόν κόσμον, ίνα κρίνη τόν κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ


Προκείμενον. Ήχος πλ.δ'.


Εύξασθε καί απόδοτε Κυρίω τώ Θεώ ημών.


( Ψ. 75, 12 )


Στίχ. Γνωστός εν τή Ιουδαία ο Θεός, εν


τώ Ισραήλ μέγα τό όνομα αυτού.


( Ψ. 75, 2 )


Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.


( στ' 16 - ζ' 1 )


Αδελφοί, υμείς εστε ναός Θεού ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός <<ότι ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω, καί έσομαι αυτών Θεός, καί αυτοί έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθατε εκ μέσου αυτών καί αφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ακαθάρτου μή άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, καί έσομαι υμίν εις πατέρα, καί υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ>>. Ταύτας ούν έχοντας τάς επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός καί πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.


Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.


( ιε' 21 - 28 )


Τώ καιρώ εκείνω, εξήλθεν ο Ιησούς εις τά μέρη Τύρου καί Σιδώνος. Καί ιδού γυνή Χαναναία από τών ορίων εκείνων εξελθούσα, εκραύγασεν αυτώ λέγουσα Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυϊδ η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ο δέ ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Καί προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. Ο δέ αποκριθείς είπεν Ουκ απεστάλην ει μή εις τά πρόβατα τά απολωλότα οίκου Ισραήλ. Η δέ ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα Κύριε, βοήθει μοι. Ο δέ αποκριθείς είπεν Ουκ έστι καλόν λαβείν τόν άρτον τών τέκνων καί βαλείν τοίς κυναρίοις. Η δέ είπε Ναί, Κύριε καί γάρ τά κυνάρια εσθίει από τών ψιχίων τών πιπτόντων από τής τραπέζης τών κυρίων αυτών. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή Ώ γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις. Καί ιάθη η θυγάτηρ αυτής από τής ώρας εκείνης.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ

Προκείμενον. Ήχος βαρύς.

Κύριος ισχύν τώ λαώ αυτού δώσει.

( Ψ. 28, 11 )

Στίχ. Ενέγκατε τώ Κυρίω υιοί Θεού,

ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν καί τιμήν.

( Ψ. 28, 1 )

Πρός Κορινθίους Β' επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα.

( στ' 1 - 10 )

Αδελφοί, συνεργούντες παρακαλούμεν μή εις κενόν τήν χάριν τού Θεού δέξασθαι υμάς, λέγει γάρ << Καιρώ δεκτώ επήκουσά σου καί εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι >> ιδού νύν << καιρός ευπρόσδεκτος >>, ιδού νύν << ημέρα σωτηρίας >> μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μή μωμηθή η διακονία, αλλ' εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις, εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά τών όπλων τής δικαιοσύνης τών δεξιών καί αριστερών, διά δόξης καί ατιμίας, διά δυσφημίας καί ευφημίας, ως πλάνοι καί αληθείς, ως αγνοούμενοι καί επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες καί ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι καί μή θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δέ χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες καί πάντα κατέχοντες.

Εκ τού κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου.

( κε'14 - 30 )

Είπεν ο Κύριος τήν παραβολήν ταύτην Άνθρωπός τις αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους καί παρέδωκεν αυτοίς τά υπάρχοντα αυτού καί ώ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά τήν ιδίαν δύναμιν, καί απεδήμησεν ευθέως. Πορευθείς δέ ο τά πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς καί εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαύτως καί ο τά δύο εκέρδησε καί αυτός άλλα δύο. Ο δέ τό έν λαβών απελθών ώρυξεν εν τή γή καί απέκρυψε τό αργύριον τού κυρίου αυτού. Μετά δέ χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων καί συναίρει μετ' αυτών λόγον. Καί προσελθών ο τά πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα, λέγων Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. Έφη αυτώ ο Κύριος αυτού Εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ο τά δύο τάλαντα λαβών, είπε Κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού Εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε Κύριε, έγνων σε ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας καί συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας καί φοβηθείς, απελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου εν τή γή ίδε έχεις τό σόν. Αποκριθείς δέ ο Κύριος αυτού είπεν αυτώ Πονηρέ δούλε καί οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα καί συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! έδει ούν σε βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, καί ελθών εγώ εκομισάμην άν τό εμόν σύν τόκω. Άρατε ούν απ' αυτού τό τάλαντον καί δότε τώ έχοντι τά δέκα τάλαντα. Τώ γάρ έχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται απ' αυτού. Καί τόν αχρείον δούλον εκβάλετε εις τό σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων. Ταύτα λέγων, εφώνει Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.