Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'


Στίχ. 1-12. Η συμπεριφορά μας πρός τούς ασθενείς τήν συνείδησιν.

Τόν σέ ασθενούντα τή πίστει προσλαμβάνεσθε, μή εις διακρίσεις διαλογισμών. 
2 ός μέν πιστεύει φαγείν πάντα, ο δέ ασθενών λάχανα εσθίει. 
3 ο εσθίων τόν μή εσθίοντα μή εξουθενείτω, καί ο μή εσθίων τόν εσθίοντα μή κρινέτω ο Θεός γάρ αυτόν προσελάβετο. 
4 σύ τίς εί ο κρίνων αλλότριον οικέτην; τώ ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει σταθήσεται δέ δυνατός γάρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν. 
5 ός μέν κρίνει ημέραν παρ' ημέραν, ός δέ κρίνει πάσαν ημέραν, έκαστος εν τώ ιδίω νοΐ πληροφορείσθω. 
6 ο φρονών τήν ημέραν Κυρίω φρονεί, καί ο μή φρονών τήν ημέραν Κυρίω ου φρονεί. καί ο εσθίων Κυρίω εσθίει ευχαριστεί γάρ τώ Θεώ καί ο μή εσθίων Κυρίω ουκ εσθίει, καί ευχαριστεί τώ Θεώ. 
7 ουδείς γάρ ημών εαυτώ ζή καί ουδείς εαυτώ αποθνήσκει  
8 εάν τε γάρ ζώμεν, τώ Κυρίω ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, τώ Κυρίω αποθνήσκομεν. εάν τε ούν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, τού Κυρίου εσμέν. 
9 εις τούτο γάρ Χριστός καί απέθανε καί ανέστη καί έζησεν, ίνα καί νεκρών καί ζώντων κυριεύση. 
10 Σύ δέ τί κρίνεις τόν αδελφόν σου; ή καί σύ τί εξουθενείς τόν αδελφόν σου; πάντες γάρ παραστησόμεθα τώ βήματι τού Χριστού. 
11 γέγραπται γάρ ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ότι εμοί κάμψει πάν γόνυ, καί πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τώ Θεώ. 
12 άρα ούν έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τώ Θεώ.

Στίχ. 13-23. Προτροπαί πρός τούς δυνατούς. 

13 Μηκέτι ούν αλλήλους κρίνωμεν, αλλά τούτο κρίνατε μάλλον, τό μή τιθέναι πρόσκομμα τώ αδελφώ ή σκάνδαλον. 
14 οίδα καί πέπεισμαι εν Κυρίω Ιησού ότι ουδέν κοινόν δι' αυτού ει μή τώ λογιζομένω τι κοινόν είναι, εκείνω κοινόν. 
15 ει δέ διά βρώμα ο αδελφός σου λυπείται, ουκέτι κατά αγάπην περιπατείς. μή τώ βρώματί σου εκείνον απόλλυε, υπέρ ού Χριστός απέθανε. 
16 μή βλασφημείσθω ούν υμών τό αγαθόν. 
17 ου γάρ εστιν η βασιλεία τού Θεού βρώσις καί πόσις, αλλά δικαιοσύνη καί ειρήνη καί χαρά εν Πνεύματι Αγίω 
18 ο γάρ εν τούτοις δουλεύων τώ Χριστώ ευάρεστος τώ Θεώ καί δόκιμος τοίς ανθρώποις. 
19 άρα ούν τά τής ειρήνης διώκωμεν καί τά τής οικοδομής τής εις αλλήλους. 
20 μή ένεκεν βρώματος κατάλυε τό έργον τού Θεού. πάντα μέν καθαρά, αλλά κακόν τώ ανθρώπω τώ διά προσκόμματος εσθίοντι. 
21 καλόν τό μή φαγείν κρέα μηδέ πιείν οίνον μηδέ εν ώ ο αδελφός σου προσκόπτει ή σκανδαλίζεται ή ασθενεί. 
22 σύ πίστιν έχεις; κατά σεαυτόν έχε ενώπιον τού Θεού. μακάριος ο μή κρίνων εαυτόν εν ώ δοκιμάζει. 
23 ο δέ διακρινόμενος εάν φάγη, κατακέκριται, ότι ουκ εκ πίστεως πάν δέ ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν.

Στίχ. 24-26. Δοξολογία. 

24 Τώ δέ δυναμένω υμάς στηρίξαι κατά τό ευαγγέλιόν μου καί τό κήρυγμα Ιησού Χριστού, κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου, 
25 φανερωθέντος δέ νύν, διά τε γραφών προφητικών κατ' επιταγήν τού αιωνίου Θεού εις υπακοήν πίστεως εις πάντα τά έθνη γνωρισθέντος, 
26 μόνω σοφώ Θεώ διά Ιησού Χριστού, ώ η δόξα εις τούς αιώνας αμήν.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Θέλω να πιστέψω στον Τριαδικό Θεό μας.
Να αλλάξω.
Να Τον καταλάβω. Γιατί επιμένει να με πάρει στην βασιλεία Του;
Γιατί κατέβηκε στην γη να με σώσει; Με ρώτησε; Καλά δεν είμαι;
Είμαι;
Θέλω να αλλάξω. Να Τον πιστέψω. Να γίνω διαφορετικός.
Πώς;
Αλήθεια πώς;
Δεν έχω την δύναμη να φύγω από την αμαρτία, είμαι δεμένος χειροπόδαρα. Του ζητώ βοήθεια.
Δεν την παίρνω, και χάνομαι περισσότερο στον βούρκο τής αμαρτίας. Δοκιμάζομαι; Γιατί;
Με δημιούργησε, γιατί με παιδεύει; Γιατί δεν με παίρνει κοντά Του από τώρα;
Θέλω να Τον καταλάβω.
Περιμένει εμένα τον άθλιο τον τιποτένιο το βδέλυγμα;
Ο μοναδικός Θεός, περιμένει εμένα; Αυτός που με δημιούργησε περιμένει εμένα;
Μα πώς; Δεν μπορώ, είμαι δεμένος.
Μήπως εδώ είναι το κλειδί;
Ναι, όντως είναι το κλειδί.
Η θέληση.
Η θέληση είναι το κλειδί που ανοίγει τα δεσμά.
Αρχή μετανοίας λιπών. Πώς;
Με το να γίνω Ορθόδοξος Χριστιανός και στην πράξη. Όχι μόνο στο όνομα.
Να γίνω Άγιος. Ναι αυτό θέλω τελικά. Να γίνω Άγιος.
Μετά δεν θα έχω εγωισμό.
Δεν θα έχω κατάκριση, γιατί δεν θα κρίνω πλέον
Δεν θα έχω μίσος, γιατί θα αγαπώ όλους.
Δεν θα είμαι φιλάργυρος, γιατί θα είμαι ελεήμων.
Δεν θα υπηρετώ τον διάβολο γιατί θα έχω μέσα μου τον Θεό.
Τώρα κατάλαβα, ότι είναι Αγάπη. Σε όλα τα γιατί, η απάντηση είναι, επειδή ο Θεός είναι Αγάπη.
Θα παλέψω να την αποκτήσω. Το ξέρω ότι θα χύσω αίμα για να την αποκτήσω.
Δεν ξέρω αν θα την αποκτήσω αλλά θα προσπαθώ.
Ο δρόμος του Θεού. Δύσκολος ανηφορικός, τεθλιμμένη οδός.
Όσο όμως τον βαδίζω ανακαλύπτω ότι δεν είμαι μόνος. Η φιλανθρωπία Του μου έδωσε και φύλακα άγγελο να με προσέχει.
Μου έδωσε πνευματικό να με καθοδηγεί και μέσο αυτού να σβήνονται οι αμαρτίες μου στην εξομολόγηση.
Μου έδωσε όπλα να αμυνθώ κατά του αντιπάλου. Πνευματικά όπλα. Αυτά που σκοτώνουν τον αόρατο εχθρό.
Τη προσευχή, την νηστεία, την μετάνοια, την εξομολόγηση, την ελεημοσύνη.
Ας βάλω και εγώ την θέληση.

Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού του ζώντος, ελέησον με τον αμαρτωλό δούλο σου.
Πρεσβείες της Παναχράντου σου Μητρός, και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ' 

Στίχ. 1-7. Τα καθήκοντα τού Χριστιανού πρός τό Κράτος.

Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γάρ έστιν εξουσία ει μή υπό Θεού αι δέ ούσαι εξουσίαι υπό τού Θεού τεταγμέναι εισίν. 
2 ώστε ο αντιτασσόμενος τή εξουσία τή τού Θεού διαταγή ανθέστηκεν οι δέ ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται. 
3 οι γάρ άρχοντες ουκ εισί φόβος τών αγαθών έργων, αλλά τών κακών. θέλεις δέ μή φοβείσθαι τήν εξουσίαν; τό αγαθόν ποίει, καί έξεις έπαινον εξ αυτής 
4 Θεού γάρ διάκονός εστί σοι εις τό αγαθόν. εάν δέ τό κακόν ποιής, φοβού ου γάρ εική τήν μάχαιραν φορεί Θεού γάρ διάκονός εστιν εις οργήν, έκδικος τώ τό κακόν πράσσοντι. 
5 διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον διά τήν οργήν, αλλά καί διά τήν συνείδησιν. 
6 διά τούτο γάρ καί φόρους τελείτε λειτουργοί γάρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. 
7 απόδοτε ούν πάσι τάς οφειλάς, τώ τόν φόρον τόν φόρον, τώ τό τέλος τό τέλος, τώ τόν φόβον τόν φόβον, τώ τήν τιμήν τήν τιμήν. 

Στίχ. 8-10. Η πρός τόν πλησίον αγάπη ως κοινωνικόν καθήκον.

8 μηδενί μηδέν οφείλετε ει μή τό αγαπάν αλλήλους. ο γάρ αγαπών τόν έτερον νόμον πεπλήρωκε 
9 τό γάρ ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ουκ επιθυμήσεις, καί εί τις ετέρα εντολή, εν τούτω τώ λόγω ανακεφαλαιούται, εν τώ αγαπήσεις τόν πλησίον σου ως σεαυτόν. 
10 η αγάπη τώ πλησίον κακόν ουκ εργάζεται πλήρωμα ούν νόμου η αγάπη. 

Στίχ. 11-14. Διά τήν χριστιανικήν τελειότητα έξοχον κίνητρον η τελική σωτηρία.

11 Καί τούτο, ειδότες τόν καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι νύν γάρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. 
12 η νύξ προέκοψεν, η δέ ημέρα ήγγικεν. αποθώμεθα ούν τά έργα τού σκότους καί ενδυσώμεθα τά όπλα τού φωτός. 
13 ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μή κώμοις καί μέθαις, μή κοίταις καί ασελγείαις, μή έριδι καί ζήλω, 
14 αλλ' ενδύσασθε τόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, καί τής σαρκός πρόνοιαν μή ποιείσθε εις επιθυμίας. 
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'

Στίχ. 1-2. Θυσία ζώσα καί λογική.

Παρακαλώ ούν υμάς, αδελφοί, διά τών οικτιρμών τού Θεού, παραστήσαι τά σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τώ Θεώ, τήν λογικήν λατρείαν υμών, 
2 καί μή συσχηματίζεσθαι τώ αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθαι τή ανακαινώσει τού νοός υμών, εις τό δοκιμάζειν υμάς τί τό θέλημα τού Θεού, τό αγαθόν καί ευάρεστον καί τέλειον. 

Στίχ. 3-21. Πώς πρέπει νά ζή ο πιστός ανά μέσον τών άλλων Χριστιανών.

3 Λέγω γάρ διά τής χάριτος τής δοθείσης μοι παντί τώ όντι εν υμίν, μή υπερφρονείν παρ' ό δεί φρονείν, αλλά φρονείν εις τό σωφρονείν, εκάστω ως ο Θεός εμέρισε μέτρον πίστεως. 
4 καθάπερ γάρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τά δέ μέλη πάντα ου τήν αυτήν έχει πράξιν, 
5 ούτως οι πολλοί έν σώμα εσμεν εν Χριστώ, ο δέ καθ' είς αλλήλων μέλη. 
6 έχοντες δέ χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν, κατά τήν αναλογίαν τής πίστεως, 
7 είτε διακονίαν, εν τή διακονία, είτε ο διδάσκων, εν τή διδασκαλία, 
8 είτε ο παρακαλών, εν τή παρακλήσει, ο μεταδιδούς, εν απλότητι, ο προϊστάμενος, εν σπουδή, ο ελεών, εν ιλαρότητι. 
9 Η αγάπη ανυπόκριτος. αποστυγούντες τό πονηρόν, κολλώμενοι τώ αγαθώ, 
10 τή φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τή τιμή αλλήλους προηγούμενοι, 
11 τή σπουδή μή οκνηροί, τώ πνεύματι ζέοντες, τώ Κυρίω δουλεύοντες, 
12 τή ελπίδι χαίροντες, τή θλίψει υπομένοντες, τή προσευχή προσκαρτερούντες, 
13 ταίς χρείαις τών αγίων κοινωνούντες, τήν φιλοξενίαν διώκοντες. 
14 ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε καί μή καταράσθε. 
15 χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων. 
16 τό αυτό εις αλλήλους φρονούντες. μή τά υψηλά φρονούντες, αλλά τοίς ταπεινοίς συναπαγόμενοι. μή γίνεσθε φρόνιμοι παρ' εαυτοίς. 
17 μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες. προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων 
18 ει δυνατόν, τό εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες. 
19 μή εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τή οργή γέγραπται γάρ εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος. 
20 εάν ούν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν τούτο γάρ ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις επί τήν κεφαλήν αυτού. 
21 μή νικώ υπό τού κακού, αλλά νίκα εν τώ αγαθώ τό κακόν. 

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ' 

Στίχ. 1-10. Συνέπειαι τής απιστίας τών Ιουδαίων. 

Λέγω ούν, μή απώσατο ο Θεός τόν λαόν αυτού; μή γένοιτο καί γάρ εγώ Ισραηλίτης ειμί, εκ σπέρματος Αβραάμ, φυλής Βενιαμίν. 
2 ουκ απώσατο ο Θεός τόν λαόν αυτού όν προέγνω. ή ουκ οίδατε εν Ηλία τί λέγει η γραφή, ως εντυγχάνει τώ Θεώ κατά τού Ισραήλ λέγων; 
3 Κύριε, τούς προφήτας σου απέκτειναν καί τά θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, καί ζητούσι τήν ψυχήν μου. 
4 αλλά τί λέγει αυτώ ο χρηματισμός; κατέλιπον εμαυτώ επτακισχιλίους άνδρας, οίτινες ουκ έκαμψαν γόνυ τή Βάαλ. 
5 ούτως ούν καί εν τώ νύν καιρώ λείμμα κατ' εκλογήν χάριτος γέγονεν. 
6 ει δέ χάριτι, ουκέτι εξ έργων επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις. ει δέ εξ έργων, ουκέτι εστί χάρις επεί τό έργον ουκέτι εστίν έργον. 
7 Τί ούν; ό επιζητεί Ισραήλ, τούτο ουκ επέτυχεν, η δέ εκλογή επέτυχεν οι δέ λοιποί επωρώθησαν, 
8 καθώς γέγραπται έδωκεν αυτοίς ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, οφθαλμούς τού μή βλέπειν καί ώτα τού μή ακούειν, έως τής σήμερον ημέρας. 
9 καί Δαυΐδ λέγει γενηθήτω η τράπεζα αυτών εις παγίδα καί εις θήραν καί εις σκάνδαλον καί εις ανταπόδομα αυτοίς 
10 σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών τού μή βλέπειν, καί τόν νώτον αυτών διά παντός σύγκαμψον.

Στίχ. 11-24. Η Θεία Πρόνοι καί η πτώσις τού Ισραήλ.

11 Λέγω ούν, μή έπταισαν ίνα πέσωσι; μή γένοιτο αλλά τώ αυτών παραπτώματι η σωτηρία τοίς έθνεσιν, εις τό παραζηλώσαι αυτούς. 
12 ει δέ τό παράπτωμα αυτών πλούτος κόσμου καί τό ήττημα αυτών πλούτος εθνών, πόσω μάλλον τό πλήρωμα αυτών; 
13 Υμίν γάρ λέγω τοίς έθνεσιν. εφ' όσον μέν ειμι εγώ εθνών απόστολος, τήν διακονίαν μου δοξάζω, 
14 εί πως παραζηλώσω μου τήν σάρκα καί σώσω τινάς εξ αυτών. 
15 ει γάρ η αποβολή αυτών καταλλαγή κόσμου, τίς η πρόσληψις ει μή ζωή εκ νεκρών; 
16 ει δέ η απαρχή αγία, καί τό φύραμα καί ει η ρίζα αγία, καί οι κλάδοι. 
17 Ει δέ τινες τών κλάδων εξεκλάσθησαν, σύ δέ αγριέλαιος ών ενεκεντρίσθης εν αυτοίς καί συγκοινωνός τής ρίζης καί τής πιότητος τής ελαίας εγένου, 
18 μή κατακαυχώ τών κλάδων ει δέ κατακαυχάσαι, ου σύ τήν ρίζαν βαστάζεις, αλλ' η ρίζα σέ. 
19 ερείς ούν εξεκλάσθησαν οι κλάδοι, ίνα εγώ εγκεντρισθώ. 
20 καλώς τή απιστία εξεκλάσθησαν, σύ δέ τή πίστει έστηκας. μή υψηλοφρόνει, αλλά φοβού 
21 ει γάρ ο Θεός τών κατά φύσιν κλάδων ουκ εφείσατο, μή πως ουδέ σού φείσεται. 
22 ίδε ούν χρηστότητα καί αποτομίαν Θεού, επί μέν τούς πεσόντας αποτομίαν, επί δέ σέ χρηστότητα, εάν επιμείνης τή χρηστότητι επεί καί σύ εκκοπήση. 
23 καί εκείνοι δέ, εάν μή επιμείνωσι τή απιστία, εγκεντρισθήσονται δυνατός γάρ ο Θεός εστι πάλιν εγκεντρίσαι αυτούς. 
24 ει γάρ σύ εκ τής κατά φύσιν εξεκόπης αγριελαίου καί παρά φύσιν ενεκεντρίσθης εις καλλιέλαιον, πόσω μάλλον ούτοι οι κατά φύσιν εγκεντρισθήσονται τή ιδία ελαία; 

Στίχ. 25-36. Ο Ισραήλ θά επιστρέψη χάρις εις τό έλεος τού Θεού.

25 Ου γάρ θέλω υμάς αγνοείν, αδελφοί, τό μυστήριον τούτο, ίνα μή ήτε παρ' εαυτοίς φρόνιμοι, ότι πώρωσις από μέρους τώ Ισραήλ γέγονεν άχρις ού τό πλήρωμα τών εθνών εισέλθη, 
26 καί ούτω πάς Ισραήλ σωθήσεται, καθώς γέγραπται ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος καί αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ 
27 καί αύτη αυτοίς η παρ' εμού διαθήκη, όταν αφέλωμαι τάς αμαρτίας αυτών. 
28 κατά μέν τό ευαγγέλιον εχθροί δι' υμάς, κατά δέ τήν εκλογήν αγαπητοί διά τούς πατέρας 
29 αμεταμέλητα γάρ τά χαρίσματα καί η κλήσις τού Θεού. 
30 ώσπερ γάρ καί υμείς ποτε ηπειθήσατε τώ Θεώ, νύν δέ ηλεήθητε τή τούτων απειθεία, 
31 ούτω καί ούτοι νύν ηπείθησαν, τώ υμετέρω ελέει ίνα καί αυτοί ελεηθώσι 
32 συνέκλεισε γάρ ο Θεός τούς πάντας εις απείθειαν, ίνα τούς πάντας ελεήση. 
33 Ώ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τά κρίματα αυτού καί ενεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού! 
34 τίς γάρ έγνω νούν Κυρίου; ή τίς σύμβουλος αυτού εγένετο; 
35 ή τίς προέδωκεν αυτώ, καί ανταποδοθήσεται αυτώ; 
36 ότι εξ αυτού καί δι' αυτού καί εις αυτόν τά πάντα. αυτώ η δόξα εις τούς αιώνας αμήν.