Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'

Εν τω κεφαλαίω τούτω περιγράφεται πρώτον ο εν τω ουρανώ αντίλαλος της πτώσεως της νοητής Βαβυλώνος, μεθ' ο επακολουθεί η ένδοξος παρουσία του Χριστού, ήτις δεν πρέπει να συγχέεται προς  την επί συντελεία των αιώνων και τη παγκοσμίω Κρίσει τοιαύτην. Πρόκειται περί αοράτου επεμβάσεως του Ιησού Χριστού εκτάκτως δραστικής, διά της οποίας κατανικάται οριστικώς η αντίθεος δύναμις του Αντιχρίστου και εξασφαλίζεται η θριαμβευτική επικράτησις του ευαγγελίου και ο πραγματικός εκχριστιανισμός του κόσμου και ο επί μακράν περίοδον ετών θρίαμβος του έργου του Χριστού. 

Μετά ταύτα ήκουσα ως φωνήν μεγάλην όχλου πολλού εν τω ουρανώ λεγόντων αλληλούϊα η σωτηρία και η δόξα και η δύναμις του Θεού ημών, 
2 ότι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις  αυτού ότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην, ήτις διέφθειρε την γήν εν τη πορνεία αυτής, και εξεδίκησε το αίμα των δούλων αυτού εκ χειρός αυτής. 
3 και δεύτερον είρηκαν αλληλούϊα και ο καπνός αυτής ανβαίνει εις τους αιώνας των αιώνων. 
4 και έπεσαν οι είκοσι και τέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα και προσεκύνησαν τω Θεώ τω καθημένω επί τω θρόνω λέγοντες αμήν, αλληλούϊα. 
5 και φωνή από του θρόνου εξήλθε λέγουσα αινείτε τον Θεόν ημών πάντες οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν, οι μικροί και οι μεγάλοι. 
6 Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων αλληλούϊα ότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ. 
7 χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν. 
8 και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί. 
9 Και λέγει μοι γράψον, μακάριοι οι εις το δείπνον του γάμου του αρνίου κεκλημένοι. και λέγει μοι ούτοι οι λόγοι αληθινοί του Θεού εισι. 
10 Και έπεσα έμπροσθεν των ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτώ. και λέγει μοι όρα μη σύνδουλός σού ειμι και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού τω Θεώ προσκύνησον η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστι το πνεύμα της προφητείας. 
11 Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ' αυτόν, καλούμενος πιστός και αληθινός, και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί 
12 οι δε οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός, και επί την κεφαλήν αυτού διαδήματα πολλά, έχων ονόματα γεγραμμένα, και όνομα γεγραμμένον ο ουδείς οίδεν ει μη αυτός, 
13 και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον εν αίματι, και κέκληται το όνομα αυτού, ο λόγος του Θεού.
14 και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανώ ηκολούθει αυτώ επί ίπποις λευκοίς ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν. 
15 και εκ του στόματος αυτού εκπορεύεται ρομφαία οξεία δίστομος, ίνα εν αυτή πατάσση τα έθνη και αυτός ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά και αυτός πατεί την ληνόν του οίνου του θυμού της οργής του Θεού του παντοκράτορος. 
16 και έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων. 
17 Και είδον ένα άγγελον εστώτα εν τω ηλίω, και έκραξεν εν φωνή μεγάλη λέγων πάσι τοις ορνέοις τοις πετομένοις εν μεσουρανήματι δεύτε συνάχθητε εις το δείπνον το μέγα του Θεού, 
18 ίνα φάγητε σάρκας βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και των καθημένων επ' αυτών, και σάρκας πάντων ελευθέρων τε και δούλων, και μικρών τε και μεγάλων. 
19 Και είδον το θηρίον και τους βασιλείς της γης και τα στρατεύματα αυτών συνηγμένα ποιήσαι τον πόλεμον μετά του καθημένου επί του ίππου και μετά του στρατεύματος αυτού. 
20 και επιάσθη το θηρίον και ο μετ' αυτού ψευδοπροφήτης ο ποιήσας τα σημεία ενώπιον αυτού, εν οις επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού ζώντες εβλήθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός την καιομένην εν θείω. 
21 και οι λοιποί απεκτάνθησαν εν τη ρομφαία του καθημένου επί του ίππου, τη εξελθούση εκ του στόματος αυτού και πάντα τα όρνεα εχορτάσθησαν εκ των σαρκών αυτών.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η ζωή μας, έλεγε ο στάρετς, μπορεί να συγκριθή με μιά λαμπάδα καμωμένη από κερί με φυτίλι, που καίει με μιά φλόγα που εμείς ανάψαμε. Το κερί είναι η πίστη μας, το φυτίλι η ελπίδα μας και η φλόγα, η αγάπη που ενώνει την πίστη μαζί με την ελπίδα, όπως το κερί και το φυτίλι καίνε μαζί με αποτέλεσμα τη φωτιά. Ένα κερί κακής ποιότητος βγάζει, όταν το ανάβης και όταν το σβήνης, μιά άσχημη μυρωδιά. Όμοια είναι και η ζωή ενός αμαρτωλού. Κοιτώντας ένα αναμμένο κερί, κυρίως στην εκκλησία, σκεπτόμαστε πάντα την αρχή, το ξετύλιγμα και το τέλος της ζωής μας: όπως λοιώνει ένα αναμμένο κερί μπροστά στο πρόσωπο του Θεού, έτσι και κάθε στιγμή λιγοστεύει η ζωή μας πλησιάζοντας στο τέρμα της. Αυτή η σκέψη θα μας βοηθήση να μη διασπώμεθα στην εκκλησία, να προσευχώμαστε με περισσότερη θέρμη και να κάνουμε το παν γιά να μοιάζη η ζωή μας με λαμπάδα καμωμένη από αγνό κερί, που καίγεται και σβήνει χωρίς άσχημη μυρωδιά.

Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012


Μετέωρα -  Метеоры                                         




Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’ 

Στίχ. 1-13. Τιμωρίαι των Ισραηλιτών εις την έρημον. 


Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, και πάντες διά της θαλάσσης διήλθον, 
2 και πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, 
3 και πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, 
4 και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός. 
5 αλλ’ ουκ εν τοις πλείοσιν αυτών ευδόκησεν ο Θεός κατεστρώθησαν γαρ εν τη ερήμω. 
6 Ταύτα δε τύποι ημών εγενήθησαν, εις το μη είναι ημάς επιθυμητάς κακών, καθώς κακείνοι επεθύμησαν. 
7 μηδέ ειδωλολάτραι γίνεσθε, καθώς τινες αυτών, ως γέγραπται εκάθισεν ο λαός φαγείν και πιείν, και ανέστησαν παίζειν. 
8 μηδέ πορνεύωμεν, καθώς τινες αυτών επόρνευσαν και έπεσον εν μια ημέρα εικοσιτρείς χιλιάδες. 
9 μηδέ εκπειράζωμεν τον Χριστόν, καθώς και τινες αυτών επείρασαν και υπό των όφεων απώλοντο. 
10 μηδέ γογγύζετε, καθώς και τινες αυτών εγόγγυσαν και απώλοντο υπό του ολοθρευτού. 
11 ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις, εγράφη δε προς νουθεσίαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν. 
12 Ώστε ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. 
13 πειρασμός υμάς ουκ είληφεν ει μη ανθρώπινος πιστός δε ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν. 


Στίχ. 14-33. Ποτήριον Κυρίου και ποτήριον δαιμονίων. 


14 Διόπερ, αγαπητοί μου, φεύγετε από της ειδωλολατρίας. 
15 ως φρονίμοις λέγω κρίνατε υμείς ο φημι. 
16 το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστι; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστιν; 
17 ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. 
18 βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα ουχί οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισί; 
19 τι ουν φημί; ότι είδωλόν τι εστιν; ή ότι ειδωλόθυτόν τι εστιν;
20 αλλ' ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι. 
21 ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων. 
22 ή παραζηλούμεν τον Κύριον; μη ισχυρότεροι αυτού εσμεν; 
23 Πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα συμφέρει πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα οικοδομεί. 
24 μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος. 
25 Παν το εν μακέλλω πωλούμενον εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες διά την συνείδησιν 
26 του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. 
27 ει δε τις καλεί υμάς των απίστων και θέλετε πορεύεσθαι, παν το παρατιιθέμενον υμίν εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες διά την συνείδησιν. 
28 εάν δε τις υμίν είπη, τούτο ειδωλόθυτόν εστι, μη εσθίετε δι' εκείνον τον μηνύσαντα και την συνείδησιν του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. 
29 συνείδησιν δε λέγω ουχί την εαυτού, αλλά την του ετέρου. ινατί γαρ η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως; 
30 ει εγώ χάριτι μετέχω, τι βλασφημούμαι υπέρ ου εγώ ευχαριστώ; 
31 Είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε. 
32 απρόσκοποι γίνεσθε και Ιουδαίοις και Έλλησι και τη εκκλησία του Θεού, 
33 καθώς καγώ πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εμαυτού συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι.








Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ’ 


Εις το κεφάλαιον τούτο προεξαγγέλλεται ουρανόθεν η επικειμένη καταστροφή της νοητής Βαβυλώνος και τα κακά, άτινα θα επέλθουν κατ’ αυτής. 


Μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα εξουσίαν μεγαλήν, και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού,
2 και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη, και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου
3 ότι εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πέπωκαν πάντα τα έθνη, και οι βασιλείς της γης μετ’ αυτής επόρνευσαν, και οι έμποροι της γης εκ της δυνάμεως του στρήνους αυτής επλούτησαν.
4 Και ήκουσα άλλην φωνήν εκ του ουρανού λέγουσαν έξελθε εξ αυτής ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε
5 ότι εκολλήθησαν αυτής αι αμαρτίαι άχρι του ουρανού, και εμνημόνευσεν ο Θεός τα αδικήματα αυτής.
6 απόδοτε αυτή ως και αυτή απέδωκε, και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα έργα αυτής εν τω ποτηρίω ω εκέρασε, κεράσατε αυτή διπλούν.
7 όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος. ότι εν τη καρδία αυτής λέγει, ότι κάθημαι καθώς βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου μη ίδω,
8 διά τούτο εν μια ημέρα ήξουσιν αι πληγαί αυτής, θάνατος και πένθος και λιμός, και εν πυρί κατακαυθήσεται ότι ισχυρός Κύριος ο Θεός ο κρίνας αυτήν.
9 και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες, όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής,
10 από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου.
11 και οι έμποροι της γης κλαύσουσι και πενθήσουσιν επ’ αυτή, ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι,
12 γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου, και βυσσίνου και πορφύρας και σηρικού και κοκκίνου, και παν ξύλον θύϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου,
13 και κινάμωμον και άμωμον και θυμιάματα, και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα, και ίππων και ρεδών και σωμάτων, και ψυχάς ανθρώπων.
14 και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απώλετο από σου, και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απήλθεν από σου, και ουκέτι ου μη αυτά ευρήσεις.
15 οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ’ αυτής, από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες,
16 λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν κι κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος.
17 και πας κυβερνήτης και πας ο επί τόπον πλέων, και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται, από μακρόθεν έστησαν,
18 και έκραζον βλέποντες τον καπνόν της πυρώσεως αυτής, λέγοντες τις ομοία τη πόλει τη μεγάλη;
19 και έβαλον χουν επί τας κεφαλάς αυτών και έκραζον κλαίοντες και πενθούντες, λέγοντες ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτής ότι μια ώρα ηρημώθη.
20 Ευφραίνου επ’ αυτή, ουρανέ, και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήται, ότι έκρινεν ο Θεός το κρίμα υμών εξ αυτής.
21 Και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις, και ου μη ευρεθή έτι.
22 και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου μη ακουσθή εν σοι έτι, και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου μη ευρεθή εν σοι έτι, και φωνή μύλου ου μη ακουσθή εν σοι έτι,
23 και φως λύχνου ου μη φανή εν σοι έτι, και φωνή νυμφίου και νύμφης ου μη ακουσθή εν σοι έτι ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης, ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη,
24 και εν αυτή αίματα προφητών και αγίων ευρέθη και πάντων των εσφαγμένων επί της γης.