Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’.

Στίχ. 1-16. Το κάλυμμα των γυναικών κατά την λατρείαν.

Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χ ριστού.
2 Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε και καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε.
3 θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστι, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός.
4 πας ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων κατά κεφαλής έχων καταισχύνει την κεφαλήν αυτού.
5 πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής εν γαρ εστι και το αυτό τη εξυρημένη.
6 ει γαρ ου κατακαλύπτεται γυνή, και κειράσθω ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι ή ξυράσθαι, κατακαλυπτέσθω.
7 ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν, εικών και δόξα Θεού υπάρχων γυνή δε δόξα ανδρός εστιν.
8 ου γαρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός
9 και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα.
10 διά τούτο οφείλει η γυνή εξουσίαν έχειν επί της κεφαλής διά τους αγγέλους.
11 πλην ούτε ανήρ χωρίς γυναικός ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω
12 ώσπερ γαρ η γυνή εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ διά της γυναικός, τα δε πάντα εκ του Θεού.
13 εν υμίν αυτοίς κρίνατε πρέπον εστί γυναίκα ακατακάλυπτον τω Θεώ προσεύχεσθαι;
14 ή ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά, ατιμία αυτώ εστι,
15 γυνή δε εάν κομά, δόξα αυτή εστιν; ότι η κόμη αντί περιβολαίου δέδοται αυτή.
16 Ει δε τις δοκεί φιλόνεικος είναι, ημείς τοιαύτην συνήθειαν ουκ έχομεν, ουδέ αι εκκλησίαι του Θεού.

Στίχ. 17-22. Αταξίαι των Κορινθίων κατά το Κυριακόν Δείπνον.

17 Τούτο δε παραγγέλλων ουκ επαινώ ότι ουκ εις το κρείττον, αλλ’ εις το ήττον συνέρχεσθε.
18 πρώτον μεν γαρ συνερχομένων υμών εν εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν, και μέρος τι πιστεύω
19 δει γαρ και αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν.
20 συνερχομένων ουν υμών επί το αυτό ουκ έστι κυριακόν δείπνον φαγείν
21 έκαστος γαρ το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν, και ος μεν πεινά, ος δε μεθύει.
22 μη γαρ οικίας ουκ έχετε εις το εσθίειν και πίνειν; ή της εκκλησίας του Θεού καταφρονείτε, και καταισχύνετε τους μη έχοντας; τι υμίν είπω; επαινέσω υμάς εν τούτω; ουκ επαινώ.

Στίχ. 23-34. Η παράδοσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

23 εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ο και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί η παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε
24 λάβετε φάγετε τούτο μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον τούτο ποιείτε εις την ενήν ανάμνησιν.
25 ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν.
26 οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη.
27 ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου.
28 δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω
29 ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου.
30 διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί.
31 ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα
32 κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν.
33 Ώστε, αδελφοί μου, συνερχόμενοι εις το φαγείν αλλήλους εκδέχεσθε
34 ει δε τις πεινά, εν οίκω εσθιέτω, ίνα μη εις κρίμα συνέρχησθε. Τα δε λοιπά ως αν έλθω διατάξομαι. 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'

Εν τω κεφαλαίω τούτω περιγράφεται πρώτον ο εν τω ουρανώ αντίλαλος της πτώσεως της νοητής Βαβυλώνος, μεθ' ο επακολουθεί η ένδοξος παρουσία του Χριστού, ήτις δεν πρέπει να συγχέεται προς  την επί συντελεία των αιώνων και τη παγκοσμίω Κρίσει τοιαύτην. Πρόκειται περί αοράτου επεμβάσεως του Ιησού Χριστού εκτάκτως δραστικής, διά της οποίας κατανικάται οριστικώς η αντίθεος δύναμις του Αντιχρίστου και εξασφαλίζεται η θριαμβευτική επικράτησις του ευαγγελίου και ο πραγματικός εκχριστιανισμός του κόσμου και ο επί μακράν περίοδον ετών θρίαμβος του έργου του Χριστού. 

Μετά ταύτα ήκουσα ως φωνήν μεγάλην όχλου πολλού εν τω ουρανώ λεγόντων αλληλούϊα η σωτηρία και η δόξα και η δύναμις του Θεού ημών, 
2 ότι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις  αυτού ότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην, ήτις διέφθειρε την γήν εν τη πορνεία αυτής, και εξεδίκησε το αίμα των δούλων αυτού εκ χειρός αυτής. 
3 και δεύτερον είρηκαν αλληλούϊα και ο καπνός αυτής ανβαίνει εις τους αιώνας των αιώνων. 
4 και έπεσαν οι είκοσι και τέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα και προσεκύνησαν τω Θεώ τω καθημένω επί τω θρόνω λέγοντες αμήν, αλληλούϊα. 
5 και φωνή από του θρόνου εξήλθε λέγουσα αινείτε τον Θεόν ημών πάντες οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν, οι μικροί και οι μεγάλοι. 
6 Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων αλληλούϊα ότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ. 
7 χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν. 
8 και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί. 
9 Και λέγει μοι γράψον, μακάριοι οι εις το δείπνον του γάμου του αρνίου κεκλημένοι. και λέγει μοι ούτοι οι λόγοι αληθινοί του Θεού εισι. 
10 Και έπεσα έμπροσθεν των ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτώ. και λέγει μοι όρα μη σύνδουλός σού ειμι και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού τω Θεώ προσκύνησον η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστι το πνεύμα της προφητείας. 
11 Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ' αυτόν, καλούμενος πιστός και αληθινός, και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί 
12 οι δε οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός, και επί την κεφαλήν αυτού διαδήματα πολλά, έχων ονόματα γεγραμμένα, και όνομα γεγραμμένον ο ουδείς οίδεν ει μη αυτός, 
13 και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον εν αίματι, και κέκληται το όνομα αυτού, ο λόγος του Θεού.
14 και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανώ ηκολούθει αυτώ επί ίπποις λευκοίς ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν. 
15 και εκ του στόματος αυτού εκπορεύεται ρομφαία οξεία δίστομος, ίνα εν αυτή πατάσση τα έθνη και αυτός ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά και αυτός πατεί την ληνόν του οίνου του θυμού της οργής του Θεού του παντοκράτορος. 
16 και έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων. 
17 Και είδον ένα άγγελον εστώτα εν τω ηλίω, και έκραξεν εν φωνή μεγάλη λέγων πάσι τοις ορνέοις τοις πετομένοις εν μεσουρανήματι δεύτε συνάχθητε εις το δείπνον το μέγα του Θεού, 
18 ίνα φάγητε σάρκας βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και των καθημένων επ' αυτών, και σάρκας πάντων ελευθέρων τε και δούλων, και μικρών τε και μεγάλων. 
19 Και είδον το θηρίον και τους βασιλείς της γης και τα στρατεύματα αυτών συνηγμένα ποιήσαι τον πόλεμον μετά του καθημένου επί του ίππου και μετά του στρατεύματος αυτού. 
20 και επιάσθη το θηρίον και ο μετ' αυτού ψευδοπροφήτης ο ποιήσας τα σημεία ενώπιον αυτού, εν οις επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού ζώντες εβλήθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός την καιομένην εν θείω. 
21 και οι λοιποί απεκτάνθησαν εν τη ρομφαία του καθημένου επί του ίππου, τη εξελθούση εκ του στόματος αυτού και πάντα τα όρνεα εχορτάσθησαν εκ των σαρκών αυτών.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η ζωή μας, έλεγε ο στάρετς, μπορεί να συγκριθή με μιά λαμπάδα καμωμένη από κερί με φυτίλι, που καίει με μιά φλόγα που εμείς ανάψαμε. Το κερί είναι η πίστη μας, το φυτίλι η ελπίδα μας και η φλόγα, η αγάπη που ενώνει την πίστη μαζί με την ελπίδα, όπως το κερί και το φυτίλι καίνε μαζί με αποτέλεσμα τη φωτιά. Ένα κερί κακής ποιότητος βγάζει, όταν το ανάβης και όταν το σβήνης, μιά άσχημη μυρωδιά. Όμοια είναι και η ζωή ενός αμαρτωλού. Κοιτώντας ένα αναμμένο κερί, κυρίως στην εκκλησία, σκεπτόμαστε πάντα την αρχή, το ξετύλιγμα και το τέλος της ζωής μας: όπως λοιώνει ένα αναμμένο κερί μπροστά στο πρόσωπο του Θεού, έτσι και κάθε στιγμή λιγοστεύει η ζωή μας πλησιάζοντας στο τέρμα της. Αυτή η σκέψη θα μας βοηθήση να μη διασπώμεθα στην εκκλησία, να προσευχώμαστε με περισσότερη θέρμη και να κάνουμε το παν γιά να μοιάζη η ζωή μας με λαμπάδα καμωμένη από αγνό κερί, που καίγεται και σβήνει χωρίς άσχημη μυρωδιά.

Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012


Μετέωρα -  Метеоры                                         




Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’ 

Στίχ. 1-13. Τιμωρίαι των Ισραηλιτών εις την έρημον. 


Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, και πάντες διά της θαλάσσης διήλθον, 
2 και πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, 
3 και πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, 
4 και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός. 
5 αλλ’ ουκ εν τοις πλείοσιν αυτών ευδόκησεν ο Θεός κατεστρώθησαν γαρ εν τη ερήμω. 
6 Ταύτα δε τύποι ημών εγενήθησαν, εις το μη είναι ημάς επιθυμητάς κακών, καθώς κακείνοι επεθύμησαν. 
7 μηδέ ειδωλολάτραι γίνεσθε, καθώς τινες αυτών, ως γέγραπται εκάθισεν ο λαός φαγείν και πιείν, και ανέστησαν παίζειν. 
8 μηδέ πορνεύωμεν, καθώς τινες αυτών επόρνευσαν και έπεσον εν μια ημέρα εικοσιτρείς χιλιάδες. 
9 μηδέ εκπειράζωμεν τον Χριστόν, καθώς και τινες αυτών επείρασαν και υπό των όφεων απώλοντο. 
10 μηδέ γογγύζετε, καθώς και τινες αυτών εγόγγυσαν και απώλοντο υπό του ολοθρευτού. 
11 ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις, εγράφη δε προς νουθεσίαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν. 
12 Ώστε ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. 
13 πειρασμός υμάς ουκ είληφεν ει μη ανθρώπινος πιστός δε ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν. 


Στίχ. 14-33. Ποτήριον Κυρίου και ποτήριον δαιμονίων. 


14 Διόπερ, αγαπητοί μου, φεύγετε από της ειδωλολατρίας. 
15 ως φρονίμοις λέγω κρίνατε υμείς ο φημι. 
16 το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστι; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστιν; 
17 ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. 
18 βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα ουχί οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισί; 
19 τι ουν φημί; ότι είδωλόν τι εστιν; ή ότι ειδωλόθυτόν τι εστιν;
20 αλλ' ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι. 
21 ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων. 
22 ή παραζηλούμεν τον Κύριον; μη ισχυρότεροι αυτού εσμεν; 
23 Πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα συμφέρει πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα οικοδομεί. 
24 μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος. 
25 Παν το εν μακέλλω πωλούμενον εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες διά την συνείδησιν 
26 του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. 
27 ει δε τις καλεί υμάς των απίστων και θέλετε πορεύεσθαι, παν το παρατιιθέμενον υμίν εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες διά την συνείδησιν. 
28 εάν δε τις υμίν είπη, τούτο ειδωλόθυτόν εστι, μη εσθίετε δι' εκείνον τον μηνύσαντα και την συνείδησιν του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής. 
29 συνείδησιν δε λέγω ουχί την εαυτού, αλλά την του ετέρου. ινατί γαρ η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως; 
30 ει εγώ χάριτι μετέχω, τι βλασφημούμαι υπέρ ου εγώ ευχαριστώ; 
31 Είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε. 
32 απρόσκοποι γίνεσθε και Ιουδαίοις και Έλλησι και τη εκκλησία του Θεού, 
33 καθώς καγώ πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εμαυτού συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι.