Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄


Στίχ. 1-25. Η προφητεία και η γλωσσολαλιά.

Διώκετε την αγάπην ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε.
2 ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια
3 ο δε προφητεύων ανθρώποις λαλεί οικοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν.
4 ο λαλών γλώσση εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί.
5 θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη.
6 νυνί δε, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τι υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω ή εν αποκαλύψει ή εν γνώσει ή εν προφητεία ή εν διδαχή;
7 όμως τα άψυχα φωνήν διδόντα, είτε αυλός είτε κιθάρα, εάν διαστολήν τοις φθόγγοις μη διδώ, πως γνωσθήσεται το αυλούμενον ή το κιθαριζόμενον;
8 και γαρ εάν άδηλον φωνήν σάλπιγξ δω, τις παρασκευάσηται εις πόλεμον;
9 ούτω και υμείς διά της γλώσσης εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πως γνωσθήσεται το λαλούμενον; Έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες.
10 τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εστιν εν κόσμω, και ουδέν αυτών άφωνον
11 εάν ουν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής, έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος.
12 ούτω και υμείς επεί ζηλωταί εστε πνευμάτων, προς την οικοδομήν της εκκλησίας ζητείτε ίνα περισσεύητε.
13 Διόπερ ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη.
14 εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμα μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστι.
15 τι ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ.
16 επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πως ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία; Επειδή τι λέγεις ουκ οίδε
17 συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται.
18 ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών
19 αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους διά του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους λόγους εν γλώσση.
20 Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε.
21 εν τω νόμω γέγραπται ότι εν έτερογλώσσοις και εν χείλεσιν ετέροις λαλήσω τω λαώ τούτω, και ουδ’ ούτως εισακούσονταί μου λέγει Κύριος.
22 ώστε αι γλώσσαι εις σημείον εισιν ου τοις πιστεύουσιν, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν.
23 Εάν ουν συνέλθη η εκκλησία όλη επί το αυτό και πάντες γλώσσαις λαλώσιν, εισέλθωσι δε ιδιώται ή άπιστοι, ουκ ερούσιν ότι μαίνεσθε;
24 εάν δε πάντες προφητεύωσιν, εισέλθη δε τις άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων,
25 και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού φανερά γίνεται και ούτω πεσών επί πρόσωπον προσκυνήσει τω Θεώ, απαγγέλλων ότι ο Θεός όντως εν υμίν εστι.

Στίχ. 26-40. Πρακτικοί κανόνες διά την καλήν χρήσιν των χαρισμάτων.

26 Τι ουν εστιν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα προς οικοδομήν γινέσθω.
27 είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς, και ανά μέρος, και εις διερμηνευέτω
28 εάν δε μη η διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ.
29 προφήται δε δύο ή τρείς λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν
30 εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω.
31 δύνασθε γαρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται
32 και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται
33 ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης.
34 Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ’ υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει.
35 ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν.
36 ή αφ’ υμών ο λόγος του Θεού εξήλθεν, ή εις υμάς μόνους κατήντησεν;
37 Ει τις δοκεί προφήτης είναι ή πνευματικός, επιγινωσκέτω α γράφω υμίν, ότι του Κυρίου εισίν εντολαί
38 ει δε τις αγνοεί, αγνοείτω.
39 Ώστε, αδελφοί, ζηλούτε το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσσαις μη κωλύετε
40 πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω. 

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'

Εις την κατά του Αντιχρίστου και του ψευδοπροφήτου αυτού οριστικήν νίκην του Χριστού επακολουθεί χιλιετής βασιλεία αυτού, παρεμπίπτουσα μεταξύ της κατασυντριβής του Αντιχρίστου και της συντελείας των αιώνων, ήτις θα επισφραγισθή διά της δευτέρας παρουσίας, της παγκοσμίου Κρίσεως και της ανακαινίσεως του παντός. Η χιλιετής βασιλεία δέον να νοηθή πνευματικώς, του αριθμού μεν χίλια έτη όντος σχηματικού και μη εκλαμβανομένου κατά γράμμα, αλλά σημαίνοντος μακροτάτην χρονικήν περίοδον, της βασιλείας δε του Χριστού πραγματοποιουμένης διά της εν τη ανθρωπότητι επικρατήσεως και καρποφορίας του ευαγγελίου, διά του πραγματικού εκχριστιανισμού της πλειονότητος του κόσμου και της αναπτύξεως αληθούς χριστιανικού πολιτισμού μεταξύ αλλεπαλλήλων και πολυπληθών γενεών. Και η ανάστασις των μη προσκυνησάντων το θηρίον δέον να εκληφθή ως αναβίωσις τούτων εν τη ευλαβεί αναμνήσει και τιμή της στρατευομένης Εκκλησίας, αποτελουμένης ήδη υπό του μεγαλυτέρου μέρους της ανθρωπότητος. Ήδη αγνοείται και παρατρέχεται παρά τοις πλείστοις ο ηρωϊσμός τούτων, μνημονευομένων περισσότερον των μαρτύρων της επιστήμης και των εθνομαρτύρων. Τότε τα πρόσωπα αυτών θα καταγλαϊσθώσι δι' αιωνίου φωτοστεφάνου εις τα όμματα πάντων. Θα αναζήσουν επί πλέον ούτοι εις το πλήθος των ομολογητών της εκχριστιανισμένης ανθρωπότητος, οι οποίοι μεγαλόστομοι ως εκείνοι και υπό του αυτού πνεύματος της αφοσιώσεως και της αυταπαρνήσεως εμπνεόμενοι δεν θα κατασφάζωνται μεν ως εκείνοι, θα μαρτυρώσιν όμως εξ ίσου προς αυτούς την ομολογίαν της αληθούς πίστεως. Εν τη ειρηνική ταύτη καρποφορία του ευαγγελίου επόμενον είναι το αγωνιστικόν πνεύμα να υποστή χαλάρωσίν τινα. Άλλως τε κατά την μακράν ταύτην ειρηνικήν περίοδον θα αποδώση μεν το ευαγγέλιον πλήρεις τους καρπούς αυτού, θα παραμείνωσιν όμως και έθνη, επί των οποίων η χριστιανική επίδρασις δεν θα είναι ριζική και βαθεία. Θα σημειωθή απλώς κατ' αυτήν εις μέγαν και τρωτοφανή βαθμόν ό,τι περιωρισμένως παρατηρείται και ήδη κατά τα ενδιάμεσα των σφοδρών συγκρούσεων και πολέμων, των εξεικονιζόντων την τελικήν και τελευταίαν σύγκρουσιν, μεθ' ούς συντελείται στροφή τις και επιστροφή των δοκιμαζομένων λαών προς τον Θεόν. Εντεύθεν η νέα και τελευταία απόπειρα του σατανά κατά των πιστών, εις την οποίαν θα επακολουθήση η τελική κρίσις του κόσμου.

Και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα την κλείν της αβύσσου και άλυσιν μεγάλην επί την χείρα αυτού. 
2 και εκράτησε τον δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, ος εστι Διάβολος και ο Σατανάς ο πλανών την οικουμένην, και έδησεν αυτών χίλια έτη, 
3 και έβαλεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισε και εσφράγισεν επάνω αυτού, ίνα μη πλανά έτι τα έθνη, άχρι τελεσθή τα χίλια έτη μετά ταύτα δει αυτόν λυθήναι μικρόν χρόνον. 
4 Και είδον θρόνους, και εκάθισαν επ' αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς, και τας ψυχάς των πεπελεκισμένων διά την μαρτυρίαν Ιησού και διά τον λόγον του Θεού, και οίτινες ου προσεκύνησαν το θηρίον ούτε την εικόνα αυτού, και ουκ έλαβον το χάραγμα επί το μέτωπον αυτών και επί την χείρα αυτών και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του Χριστού χίλια έτη 
5 και οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν έως τελεσθή τα χίλια έτη. αύτη η ανάστασις η πρώτη. 
6 μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ' έσονται ιερείς του Θεού και του Χριστού, και βασιλεύσουσι μετ' αυτού χίλια έτη. 
7 Και όταν τελεσθή τα χίλια έτη, λυθήσεται ο σατανάς εκ της φυλακής αυτού, 
8 και εξελεύσεται πλανήσαι τα έθνη τα εν ταις τέσσαρσι γωνίαις της γης, τον Γωγ και τον Μαγώγ, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον, ων ο αριθμός αυτών ως η άμμος της θαλάσσης. 
9 και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του Θεού και κατέφαγεν αυτούς 
10 και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων. 
11 Και είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ' αυτώ, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς. 
12 και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ο εστι της ζωής και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. 
13 και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. 
14 και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν. 
15 και ει τις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος, εβλήθη εις την λίμνην του πυρός.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ’.

Στίχ. 1-13. Υπέροχος ύμνος της αγάπης.

Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.
2 και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι.
3 και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.
4 Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται,
5 ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν,
6 ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία
7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
8 η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται είτε γλώσσαι, παύσονται είτε γνώσις, καταργηθήσεται.
9 εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν
10 όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται.
11 ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου.
12 βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην.
13 νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη. 

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ’.

Στίχ. 1-11. Η φύσις, ο σκοπός και αι διαφοραί των πνευματικών χαρισμάτων.

Περί δε των πνευματικών, αδελφοί, ου θέλω υμάς αγνοείν.
2 οίδατε ότι, ότε έθνη ήτε, προς τα είδωλα τα άφωνα ως αν ήγεσθε απαγόμενοι.
3 διό γνωρίζω υμίν ότι ουδείς εν Πνεύματι Θεού λαλλών λέγει ανάθεμα Ιησούν, και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω.
4 Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα
5 και διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός Κύριος
6 και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν.
7 Εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον.
8 ω μεν γαρ διά του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα,
9 ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι,
10 άλλω δε ενεργήματα δυνάμεως, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών
11 πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται.

Στίχ. 12-31. Τα χαρίσματα απαρτίζουν ενότητα.

12 Καθάπερ γαρ το σώμα εν εστι και μέλη έχει πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, εν εστι σώμα, ούτω και ο Χριστός
13 και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, και πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν.
14 και γαρ το σώμα ουκ έστιν εν μέλος, αλλά πολλά.
15 εάν είπη ο πους, ότι ουκ ειμί χείρ, ουκ ειμί εκ του σώματος, ου παρά τούτο ουκ έστιν εκ του σώματος;
16 και εάν είπη το ους, ότι ουκ ειμί οφθαλμός, ουκ ειμί εκ του σώματος, ου παρά τούτο ουκ έστιν εκ του σώματος;
17 ει όλον το σώμα οφθαλμός, που η ακοή; ει όλον ακοή, που η όσφρησις;
18 νυνί δε ο Θεός έθετο τα μέλη εν έκαστον αυτών εν τω σώματι καθώς ηθέλησεν.
19 ει δε ην τα πάντα εν μέλος, που το σώμα;
20 νυν δε πολλά μεν μέλη, εν δε σώμα.
21 ου δύναται δε οφθαλμός ειπείν τη χειρί χρείαν σου ουκ έχω ή πάλιν η κεφαλή τοις ποσί χρείαν υμών ουκ έχω
22 αλλά πολλώ μάλλον τα δοκούντα μέλη του σώματος ασθενέστερα υπάρχειν αναγκαία εστι,
23 και α δοκούμεν ατιμότερα είναι του σώματος, τουτοις  τιμήν περισσοτέραν περιτίθεμεν, και τα ασχήμονα ημών ευσχημοσύνην περισσοτέραν έχει,
24 τα δε ευσχήμονα ημών ου χρείαν έχει, αλλ’ ο Θεός συνεκέρασε το σώμα, τω υστερούντι περισσοτέραν δους τιμήν,
25 ίνα μη η σχίσμα εν τω σώματι, αλλά το αυτό υπέρ αλλήλων μεριμνώσι τα μέλη
26 και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη.
27 Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους.
28 Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών.
29 μη πάντες απόστολοι; μη πάντες προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; μη πάντες δυνάμεις;
30 μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων; μη πάντες γλώσσαις λαλούσι; Μη πάντες διερμηνεύουσι;
31 ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα. και έτι καθ’ υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι. 

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Α' ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’.

Στίχ. 1-16. Το κάλυμμα των γυναικών κατά την λατρείαν.

Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χ ριστού.
2 Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε και καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε.
3 θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστι, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός.
4 πας ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων κατά κεφαλής έχων καταισχύνει την κεφαλήν αυτού.
5 πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής εν γαρ εστι και το αυτό τη εξυρημένη.
6 ει γαρ ου κατακαλύπτεται γυνή, και κειράσθω ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι ή ξυράσθαι, κατακαλυπτέσθω.
7 ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν, εικών και δόξα Θεού υπάρχων γυνή δε δόξα ανδρός εστιν.
8 ου γαρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός
9 και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα.
10 διά τούτο οφείλει η γυνή εξουσίαν έχειν επί της κεφαλής διά τους αγγέλους.
11 πλην ούτε ανήρ χωρίς γυναικός ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω
12 ώσπερ γαρ η γυνή εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ διά της γυναικός, τα δε πάντα εκ του Θεού.
13 εν υμίν αυτοίς κρίνατε πρέπον εστί γυναίκα ακατακάλυπτον τω Θεώ προσεύχεσθαι;
14 ή ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά, ατιμία αυτώ εστι,
15 γυνή δε εάν κομά, δόξα αυτή εστιν; ότι η κόμη αντί περιβολαίου δέδοται αυτή.
16 Ει δε τις δοκεί φιλόνεικος είναι, ημείς τοιαύτην συνήθειαν ουκ έχομεν, ουδέ αι εκκλησίαι του Θεού.

Στίχ. 17-22. Αταξίαι των Κορινθίων κατά το Κυριακόν Δείπνον.

17 Τούτο δε παραγγέλλων ουκ επαινώ ότι ουκ εις το κρείττον, αλλ’ εις το ήττον συνέρχεσθε.
18 πρώτον μεν γαρ συνερχομένων υμών εν εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν, και μέρος τι πιστεύω
19 δει γαρ και αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν.
20 συνερχομένων ουν υμών επί το αυτό ουκ έστι κυριακόν δείπνον φαγείν
21 έκαστος γαρ το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν, και ος μεν πεινά, ος δε μεθύει.
22 μη γαρ οικίας ουκ έχετε εις το εσθίειν και πίνειν; ή της εκκλησίας του Θεού καταφρονείτε, και καταισχύνετε τους μη έχοντας; τι υμίν είπω; επαινέσω υμάς εν τούτω; ουκ επαινώ.

Στίχ. 23-34. Η παράδοσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

23 εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ο και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί η παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε
24 λάβετε φάγετε τούτο μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον τούτο ποιείτε εις την ενήν ανάμνησιν.
25 ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν.
26 οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη.
27 ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου.
28 δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω
29 ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου.
30 διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί.
31 ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα
32 κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν.
33 Ώστε, αδελφοί μου, συνερχόμενοι εις το φαγείν αλλήλους εκδέχεσθε
34 ει δε τις πεινά, εν οίκω εσθιέτω, ίνα μη εις κρίμα συνέρχησθε. Τα δε λοιπά ως αν έλθω διατάξομαι.