Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’

Στίχ. 1-4. Η συνεισφορά διά την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων.

Περί δε της λογίας της εις τους αγίους, ώσπερ διέταξα ταις εκκλησίαις της Γαλατίας ούτω και υμείς ποιήσατε.
2 κατά μίαν σαββάτων έκαστος υμών παρ’ εαυτώ τιθέτω θησαυρίζων ό,τι αν ευοδώται, ίνα μη όταν έλθω τότε λογίαι γίνωνται.
3 όταν δε παραγένωμαι, ους εάν δοκιμάσητε, δι’ επιστολών τούτους πέμψω απενεγκείν την χάριν υμών εις Ιερουσαλήμ
4 εάν δε η άξιον του καμέ πορεύεσθαι, συν εμοί πορεύσονται.

Στίχ. 5-9. Το ταξίδιον του Παύλου εις Κορινθον.

5 Ελεύσομαι δε προς υμάς όταν Μακεδονίαν διέλθω Μακεδονίαν γαρ διέρχομαι
6 προς υμάς δε τυχόν παραμενώ ή και παραχειμάσω, ίνα υμείς με προπέμψητε ου εάν πορεύωμαι.
7 ου θέλω γαρ υμάς άρτι εν παρόδω ιδείν, ελπίζω δε χρόνον τινά επιμείναι προς υμάς, εάν ο Κύριος επιτρέπη.
8 επιμενώ δε εν Εφέσω έως της πεντηκοστής
9 θύρα γαρ μοι ανέωγε μεγάλη και ενεργής, και αντικείμενοι πολλοί.

Στίχ. 10-18. Παραγγελίαι και προτροπαί.

10 Εάν δε έλθη Τιμόθεος,βλέπετε ίνα αφόβως γένηται προς υμάς το γαρ έργον Κυρίου εργάζεται ως καγώ μη τις ουν αυτόν εξουθενήση.
11 προπέμψατε δε αυτόν εν ειρήνη ίνα έλθη προς με εκδέχομαι γαρ αυτόν μετά των αδελφών.
12 Περί δε Απολλώ του αδελφού, πολλά παρεκάλεσα αυτόν ίνα έλθη προς υμάς μετά των αδελφών και πάντως ουκ ην θέλημα ίνα νυν έλθη, ελεύσεται δε όταν ευκαιρήση.
13 Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε.
14 πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω.
15 Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί οίδατε την οικίαν Στεφανά, ότι εστίν απαρχή της Αχαΐας και εις διακονίαν τοις αγίοις έταξαν εαυτούς
16 ίνα και υμείς υποτάσσησθε τοις τοιούτοις και παντί τω συνεργούντι και κοπιώντι.
17 χαίρω δε επί τη παρουσία Στεφανά και Φουρτουνάτου και Αχαϊκού, ότι το υμών υστέρημα ούτοι ανεπλήρωσαν
18 ανέπαυσαν γαρ το εμόν πνεύμα και το υμών. επιγινώσκετε ουν τους τοιούτους.

Στίχ. 19-24. Διάφοροι χαιρετισμοί.

19 Ασπάζονται υμάς αι εκκλησίαι της Ασίας. ασπάζονται υμάς εν Κυρίω πολλά Ακύλας και Πρίσκιλλα συν τη κατ’ οίκον αυτών εκκλησία.
20 ασπάζονται υμάς οι αδελφοί πάντες. ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω.
21 Ο ασπασμός τη εμή χειρί Παύλου.
22 ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. Μαράν αθά.
23 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μεθ’ υμών.
24 η αγάπη μου μετά πάντων υμών εν Χριστώ Ιησού αμήν. 

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ’

Στίχ. 1-28. Η Ανάστασις του Κυρίου απόδειξις της αναστάσεως των νεκρών.

Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον ο ευηγγελισάμην υμίν, ο και παρελάβετε, εν ω και εστήκατε,
2 δι’ ου και σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μη εική επιστεύσατε.
3 παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς,
4 και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς,
5 και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα
6 έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν
7 έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν
8 έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.
9 εγώ γαρ ειμι ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού
10 χάριτι δε Θεού ειμι ο ειμι και η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα, ουκ εγώ δε, αλλ’ η χάρις του Θεού η συν εμοί.
11 είτε ουν εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε.
12 Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πως λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν;
13 ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται
14 ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών.
15 ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού, ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται
16 ει γαρ νεκροί ουκ εγείρονται, ουδέ Χριστός εγήγερται.
17 ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών.
18 άρα και οι κοιμηθέντες εν Χριστώ απώλοντο.
19 ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν.
20 Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
21 επειδή γαρ δι’ ανθρώπου ο θάνατος, και δι’ ανθρώπου ανάστασις νεκρών.
22 ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται.
23 έκαστος δε εν τω ιδίω τάγματι απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού
24 είτα το τέλος, όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσίαν και δύναμιν.
25 δει γαρ αυτόν βασιλεύειν άχρις ου αν θη πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού.
26 έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος
27 πάντα γαρ υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού. Όταν δε είπη ότι πάντα υποτέτακται, δήλον ότι εκτός του υποτάξαντος αυτώ τα πάντα.
28 όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν.

Στίχ. 29-34. Η συμπεριφορά των Αποστόλων και των πιστών απόδειξις της αναστάσεως των νεκρών.

29 Επεί τι ποιήσουσιν οι βαπτιζόμενοι υπέρ των νεκρών, ει όλως νεκροί ουκ εγείρονται; τι και βαπτίζονται υπέρ των νεκρών;
30 τι και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν;
31 καθ’ ημέραν αποθνήσκω, νη την υμετέραν καύχησιν ην έχω εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
32 ει κατά άνθρωπον εθηριομάχησα εν Εφέσω, τι μοι το όφελος; Ει νεκροί ουκ εγείρονται, φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν.
33 μη πλανάσθε φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί.
34 εκνήψατε δικαίως και μη αμαρτάνετε αγνωσίαν γαρ Θεού τινες έχουσι προς εντροπήν υμίν λέγω.

Στίχ. 35-49. Πως θα είναι τα αναστημένα σώματα.

35 Αλλ’ ερεί τις πως εγείρονται οι νεκροί; ποίω δε σώματι έρχονται;
36 άφρον, συ ο σπείρεις, ου ζωοποιείται εάν μη αποθάνη
37 και ο σπείρεις, ου το σώμα το γενησόμενον σπείρεις, αλλά γυμνόν κόκκον, ή τύχοι σίτου ή τινος των λοιπών
38 ο δε Θεός αυτώ δίδωσι σώμα καθώς ηθέλησε, και εκάστω των σπερμάτων το ίδιον σώμα.
39 ου πάσα σαρξ η αυτή σαρξ, αλλά άλλη μεν ανθρώπων, άλλη δε σαρξ κτηνών, άλλη δε ιχθύων, άλλη δε πετεινών.
40 και σώματα επουράνια, και σώματα επίγεια αλλ’ ετέρα μεν η των επουρανίων δόξα, ετέρα δε η των επιγείων.
41 άλλη δόξα ηλίου, και άλλη δόξα σελήνης, και άλλη δόξα αστέρων αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη.
42 ούτω και η ανάστασις των νεκρών. σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία
43 σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει
44 σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν. έστι σώμα ψυχικόν, και έστι σώμα πνευματικόν.
45 ούτω και γέγραπται εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν.
46 αλλ’ ου πρώτον το πνευματικόν, αλλά το ψυχικόν, έπειτα το πνευματικόν.
47 ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού.
48 οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι
49 και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου.

Στίχ. 50-58. Πως θα γίνη η ανάστασις των νεκρών.

50 Τούτο δε φημι, αδελφοί, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί.
51 ιδού μυστήριον υμίν λέγω πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα,
52 εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγσόμεθα.
53 δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν.
54 όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν, τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος.
55 που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νίκος;
56 το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία, η δε δύναμις της αμαρτίας ο νόμος.
57 τω δε Θεώ χάρις τω διδόντι ημίν το νίκος διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
58 Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ’

Εν τω κεφαλαίω τούτω περιγράφεται η εν τη ανακαινισθείση γη εγκατάστασις της καινής Ιερουσαλήμ, της εξ ουρανού καταβαινούσης ως νύμφης ητοιμασμένης εις γάμον και αποτελούσης την σκηνήν, εν η ο Θεός συγκατοικεί αιωνίως μετά των ανθρώπων, ζώντων εν μακαριότητι. Η νύμφη αύτη του Αρνίου περιγράφεται ως επουράνιος και αχειροποίητος πόλις αείφωτος, κατησφαλισμένη εις τον αιώνα, τεθεμελιωμένη αδιασείστως, άνετος διαμονή των εν αυτή οικούντων, οίτινες συγχρόνως είναι και οι ζώντες λίθοι, δι’ ων αύτη έχει οικοδομηθή. Εντεύθεν και οι δώδεκα θεμέλιοι αυτής, οι δώδεκα Απόστολοι, είναι <<παντί λίθω κεκοσμημένοι>> και η όλη οικοδομή του τε τείχους αυτής, αλλά και  αυτής της πόλεως μέχρι του ενδοτέρου βάθους αυτών έχει γίνει εξ ιάσπιδος και χρυσίου καθαρού. Ύδωρ ζων και καρπός του ξύλου της ζωής τρέφουσι τους πολίτας αυτής, οίτινες εν αμέσω επικοινωνία μετά του Θεού και του Αρνίου διατελούντες, βλέπουν το πρόσωπον αυτού και λατρεύουν αυτώ, αυτοί όντες ο έμψυχος ναός του Θεού. Διά τούτο δε χαρακτηριστικώτατα παρουσιάζεται η νέα Ιερουσαλήμ ως στερουμένη ναού, αυτή αύτη αποτελούσα ολόκληρος το άγιον του Θεού κατοικητήριον. Η όλη περιγραφή είναι καθαρώς βιβλική συγκεντρούσα τα εν τοις βιβλίοις των προφητών της Π. Διαθήκης εγκατεσπαρμένα χαρακτηριστικά της αχειροποιήτου πόλεως.

Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι.
2 και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής.
3 και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός μετ’ αυτών έσται,
4 και εξαλείψει απ’ αυτών ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι ότι τα πρώτα απήλθον.
5 Και είπεν ο καθήμενος επί τω θρόνω ιδού καινά ποιώ πάντα. και λέγει μοι γράψον, ότι ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί εισι.
6 και είπέ μοι γέγονεν. Εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν.
7 ο νικών, έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός.
8 τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστιν ο θάνατος ο δεύτερος.
9 Και ήλθεν εις των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας τας γεμούσας των επτά πληγών των εσχάτων, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων δεύρο δείξω σοι την νύμφην την γυναίκα του αρνίου.
10 και απήνεγκέ με εν πνεύματι επ’ όρος μέγα και υψηλόν, και έδειξέ μοι την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού,
11 έχουσαν την δόξαν του Θεού ο φωστήρ αυτής όμοιος λίθω τιμιωτάτω, ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλίζοντι
12 έχουσα τείχος μέγα και υψηλόν, έχουσα πυλώνας δώδεκα, και επί τοις πυλώσιν αγγέλους δώδεκα, και ονόματα επιγεγραμμένα, α εστιν ονόματα των δώδεκα φυλών των υιών Ισραήλ.
13 απ’ ανατολών πυλώνες τρείς, και από βορρά πυλώνες τρείς, και από νότου πυλώνες τρείς, και από δυσμών πυλώνες τρείς.
14 και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου.
15 Και ο λαλών μετ’ εμού είχε μέτρον κάλαμον χρυσούν, ίνα μετρήση την πόλιν και τους πυλώνας αυτής και το τείχος αυτής.
16 και η πόλις τετράγωνος κείται, και το μήκος αυτής όσον και το πλάτος. Και εμέτρησε την πόλιν εν τω καλάμω επί σταδίους δώδεκα χιλιάδων το μήκος και το πλάτος και το ύψος αυτής ίσα εστί.
17 και εμέτρησε το τείχος αυτής εκατόν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχών, μέτρον ανθρώπου, ο εστιν αγγέλου.
18 και ην η ενδόμησις του τείχους αυτής ίασπις, και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρώ.
19 οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι ο θεμέλιος ο πρώτος ίασπις, ο δεύτερος σάπφειρος, ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμάραγδος,
20 ο πέμπτος σαρδόνυξ, ο έκτος σάρδιον, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος.
21 και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται ανά εις έκαστος των πυλώνων ην εξ ενός μαργαρίτου. και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής.
22 Και ναόν ουκ είδον εν αυτή ο γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι, και το αρνίον.
23 και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον.
24 και περιπατήσουσι τα έθνη διά του φωτός αυτής, και οι βασιλείς της γης φέρουσι την δόξαν και την τιμήν αυτών εις αυτήν,
25 και οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας νυξ γαρ ουκ έσται εκεί
26 και οίσουσι την δόξαν και την τιμήν τα των εθνών εις αυτήν.
27 και ου μη εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ο ποιών βδέλυγμα και ψεύδος, ει μη οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄


Στίχ. 1-25. Η προφητεία και η γλωσσολαλιά.

Διώκετε την αγάπην ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε.
2 ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια
3 ο δε προφητεύων ανθρώποις λαλεί οικοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν.
4 ο λαλών γλώσση εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί.
5 θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη.
6 νυνί δε, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τι υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω ή εν αποκαλύψει ή εν γνώσει ή εν προφητεία ή εν διδαχή;
7 όμως τα άψυχα φωνήν διδόντα, είτε αυλός είτε κιθάρα, εάν διαστολήν τοις φθόγγοις μη διδώ, πως γνωσθήσεται το αυλούμενον ή το κιθαριζόμενον;
8 και γαρ εάν άδηλον φωνήν σάλπιγξ δω, τις παρασκευάσηται εις πόλεμον;
9 ούτω και υμείς διά της γλώσσης εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πως γνωσθήσεται το λαλούμενον; Έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες.
10 τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εστιν εν κόσμω, και ουδέν αυτών άφωνον
11 εάν ουν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής, έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος.
12 ούτω και υμείς επεί ζηλωταί εστε πνευμάτων, προς την οικοδομήν της εκκλησίας ζητείτε ίνα περισσεύητε.
13 Διόπερ ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη.
14 εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμα μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστι.
15 τι ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ.
16 επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πως ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία; Επειδή τι λέγεις ουκ οίδε
17 συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται.
18 ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών
19 αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους διά του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους λόγους εν γλώσση.
20 Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε.
21 εν τω νόμω γέγραπται ότι εν έτερογλώσσοις και εν χείλεσιν ετέροις λαλήσω τω λαώ τούτω, και ουδ’ ούτως εισακούσονταί μου λέγει Κύριος.
22 ώστε αι γλώσσαι εις σημείον εισιν ου τοις πιστεύουσιν, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν.
23 Εάν ουν συνέλθη η εκκλησία όλη επί το αυτό και πάντες γλώσσαις λαλώσιν, εισέλθωσι δε ιδιώται ή άπιστοι, ουκ ερούσιν ότι μαίνεσθε;
24 εάν δε πάντες προφητεύωσιν, εισέλθη δε τις άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων,
25 και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού φανερά γίνεται και ούτω πεσών επί πρόσωπον προσκυνήσει τω Θεώ, απαγγέλλων ότι ο Θεός όντως εν υμίν εστι.

Στίχ. 26-40. Πρακτικοί κανόνες διά την καλήν χρήσιν των χαρισμάτων.

26 Τι ουν εστιν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα προς οικοδομήν γινέσθω.
27 είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς, και ανά μέρος, και εις διερμηνευέτω
28 εάν δε μη η διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ.
29 προφήται δε δύο ή τρείς λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν
30 εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω.
31 δύνασθε γαρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται
32 και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται
33 ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης.
34 Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ’ υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει.
35 ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν.
36 ή αφ’ υμών ο λόγος του Θεού εξήλθεν, ή εις υμάς μόνους κατήντησεν;
37 Ει τις δοκεί προφήτης είναι ή πνευματικός, επιγινωσκέτω α γράφω υμίν, ότι του Κυρίου εισίν εντολαί
38 ει δε τις αγνοεί, αγνοείτω.
39 Ώστε, αδελφοί, ζηλούτε το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσσαις μη κωλύετε
40 πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω. 

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'

Εις την κατά του Αντιχρίστου και του ψευδοπροφήτου αυτού οριστικήν νίκην του Χριστού επακολουθεί χιλιετής βασιλεία αυτού, παρεμπίπτουσα μεταξύ της κατασυντριβής του Αντιχρίστου και της συντελείας των αιώνων, ήτις θα επισφραγισθή διά της δευτέρας παρουσίας, της παγκοσμίου Κρίσεως και της ανακαινίσεως του παντός. Η χιλιετής βασιλεία δέον να νοηθή πνευματικώς, του αριθμού μεν χίλια έτη όντος σχηματικού και μη εκλαμβανομένου κατά γράμμα, αλλά σημαίνοντος μακροτάτην χρονικήν περίοδον, της βασιλείας δε του Χριστού πραγματοποιουμένης διά της εν τη ανθρωπότητι επικρατήσεως και καρποφορίας του ευαγγελίου, διά του πραγματικού εκχριστιανισμού της πλειονότητος του κόσμου και της αναπτύξεως αληθούς χριστιανικού πολιτισμού μεταξύ αλλεπαλλήλων και πολυπληθών γενεών. Και η ανάστασις των μη προσκυνησάντων το θηρίον δέον να εκληφθή ως αναβίωσις τούτων εν τη ευλαβεί αναμνήσει και τιμή της στρατευομένης Εκκλησίας, αποτελουμένης ήδη υπό του μεγαλυτέρου μέρους της ανθρωπότητος. Ήδη αγνοείται και παρατρέχεται παρά τοις πλείστοις ο ηρωϊσμός τούτων, μνημονευομένων περισσότερον των μαρτύρων της επιστήμης και των εθνομαρτύρων. Τότε τα πρόσωπα αυτών θα καταγλαϊσθώσι δι' αιωνίου φωτοστεφάνου εις τα όμματα πάντων. Θα αναζήσουν επί πλέον ούτοι εις το πλήθος των ομολογητών της εκχριστιανισμένης ανθρωπότητος, οι οποίοι μεγαλόστομοι ως εκείνοι και υπό του αυτού πνεύματος της αφοσιώσεως και της αυταπαρνήσεως εμπνεόμενοι δεν θα κατασφάζωνται μεν ως εκείνοι, θα μαρτυρώσιν όμως εξ ίσου προς αυτούς την ομολογίαν της αληθούς πίστεως. Εν τη ειρηνική ταύτη καρποφορία του ευαγγελίου επόμενον είναι το αγωνιστικόν πνεύμα να υποστή χαλάρωσίν τινα. Άλλως τε κατά την μακράν ταύτην ειρηνικήν περίοδον θα αποδώση μεν το ευαγγέλιον πλήρεις τους καρπούς αυτού, θα παραμείνωσιν όμως και έθνη, επί των οποίων η χριστιανική επίδρασις δεν θα είναι ριζική και βαθεία. Θα σημειωθή απλώς κατ' αυτήν εις μέγαν και τρωτοφανή βαθμόν ό,τι περιωρισμένως παρατηρείται και ήδη κατά τα ενδιάμεσα των σφοδρών συγκρούσεων και πολέμων, των εξεικονιζόντων την τελικήν και τελευταίαν σύγκρουσιν, μεθ' ούς συντελείται στροφή τις και επιστροφή των δοκιμαζομένων λαών προς τον Θεόν. Εντεύθεν η νέα και τελευταία απόπειρα του σατανά κατά των πιστών, εις την οποίαν θα επακολουθήση η τελική κρίσις του κόσμου.

Και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα την κλείν της αβύσσου και άλυσιν μεγάλην επί την χείρα αυτού. 
2 και εκράτησε τον δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, ος εστι Διάβολος και ο Σατανάς ο πλανών την οικουμένην, και έδησεν αυτών χίλια έτη, 
3 και έβαλεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισε και εσφράγισεν επάνω αυτού, ίνα μη πλανά έτι τα έθνη, άχρι τελεσθή τα χίλια έτη μετά ταύτα δει αυτόν λυθήναι μικρόν χρόνον. 
4 Και είδον θρόνους, και εκάθισαν επ' αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς, και τας ψυχάς των πεπελεκισμένων διά την μαρτυρίαν Ιησού και διά τον λόγον του Θεού, και οίτινες ου προσεκύνησαν το θηρίον ούτε την εικόνα αυτού, και ουκ έλαβον το χάραγμα επί το μέτωπον αυτών και επί την χείρα αυτών και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του Χριστού χίλια έτη 
5 και οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν έως τελεσθή τα χίλια έτη. αύτη η ανάστασις η πρώτη. 
6 μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ' έσονται ιερείς του Θεού και του Χριστού, και βασιλεύσουσι μετ' αυτού χίλια έτη. 
7 Και όταν τελεσθή τα χίλια έτη, λυθήσεται ο σατανάς εκ της φυλακής αυτού, 
8 και εξελεύσεται πλανήσαι τα έθνη τα εν ταις τέσσαρσι γωνίαις της γης, τον Γωγ και τον Μαγώγ, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον, ων ο αριθμός αυτών ως η άμμος της θαλάσσης. 
9 και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του Θεού και κατέφαγεν αυτούς 
10 και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων. 
11 Και είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ' αυτώ, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς. 
12 και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ο εστι της ζωής και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. 
13 και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. 
14 και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν. 
15 και ει τις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος, εβλήθη εις την λίμνην του πυρός.