Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’

Στίχ. 1-10. Ο Παύλος είναι βέβαιος, ότι θα λάβη μέρος εις την ανάστασιν,
Και δι’ αυτό προσπαθεί να αρέση μόνον εις τον Χριστόν.

Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς.
2 και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες,
3 ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα.
4 και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι εφ’ ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής.
5 ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δους ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος.
6 Θαρρούντες ουν πάντοτε και ειδότες ότι ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του Κυρίου
7 διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου διά είδους
8 θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον.
9 διό και φιλοτιμούμεθα, είτε ενδημούντες είτε εκδημούντες, ευάρεστοι αυτώ είναι.
10 τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν.

Στίχ. 11-21. Εις τι αποβλέπει το έργον των Αποστόλων.

11 Ειδότες ουν τον φόβον του Κυρίου ανθρώπους πείθομεν, Θεώ δε πεφανερώμεθα, ελπίζω δε και εν ταις συνειδήσεσιν υμών πεφανερώσθαι.
12 ου γαρ πάλιν εαυτούς συνιστάνομεν υμίν, αλλά αφορμήν διδόντες υμίν καυχήματος υπέρ ημών, ίνα έχητε προς τους εν προσώπω καυχωμένους και ου καρδία.
13 είτε γαρ εξέστημεν, Θεώ, είτε σωφρονούμεν, υμίν.
14 η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς, κρίναντας τούτο, ότι ει εις υπέρ πάντων απέθανεν, άρα οι πάντες απέθανον
15 και υπέρ πάντων απέθανεν, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι.
16 Ώστε ημείς από του νυν ουδένα οίδαμεν κατά σάρκα ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν.
17 ώστε ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα.
18 τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής,
19 ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής.
20 Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ
21 τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ. 

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’

Σ τίχ. 1-6. Πως αντιλαμβάνεται ο Παύλος το αποστολικόν του καθήκον.

Διά τούτο, έρχοντες την διακονίαν ταύτην καθώς ηλεήθημεν, ουκ εκκακούμεν,
2 αλλ’ απειπάμεθα τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία μηδέ δολούντες τον λόγον του Θεού, αλλά τη φανερώσει της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού.
3 ει δε και έστι κεκαλυμμένον το ευαγγέλιον ημών, εν τοις απολλυμένοις εστί κεκαλυμμένον,
4 εν οις ο θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ος εστιν εικών του Θεού.
5 ου γαρ εαυτούς κηρύσσομεν, αλλά Χριστόν Ιησούν Κύριον, εαυτούς δε δούλους υμών διά Ιησούν.
6 ότι ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού.

Στίχ.7-12. Αι δυσκολίαι των Αποστόλων εις το έργον των.

7 Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή της δυνάμεως η του Θεού και μη εξ ημών,
8 εν παντί θλιβόμενοι αλλ’ ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι αλλ’ ουκ εξαπορούμενοι,
9 διωκόμενοι αλλ’ ουκ  εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι αλλ’ ουκ απολλύμενοι,
10 πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του Ιησού εν τω σώματι ημών φανερωθή.
11 αεί γαρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα διά Ιησούν, ίνα και η ζωή του Ιησού φανερωθή εν τη θνητή σαρκί ημών.
12 ώστε ο μεν θάνατος εν ημίν ενεργείται, η δε ζωή εν υμίν.

Στίχ. 13-18. Η ελπίς της αναστάσεως γεμίζει θάρρος τους Αποστόλους.

13 έχοντες δε το αυτό πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον, επίστευσα, διό ελάλησα, και ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν,
14 ειδότες ότι ο εγείρας τον Κύριον Ιησούν και ημάς διά Ιησού εγερεί και παραστήσει συν υμίν.
15 τα γαρ πάντα δι’ υμάς, ίνα η χάρις πλεονάσασα διά των πλειόνων την ευχαριστίαν περισσεύση εις την δόξαν του Θεού.
16 Διό ουκ εκκακούμεν, αλλ’ ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα.
17 το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν,
18 μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια. 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’

Στίχ. 1-3. Οι Κορίνθιοι είναι απόδειξις περί του έργου του Παύλου.

Αρχόμεθα πάλιν εαυτούς συνιστάνειν; ή μη χρήζομεν ως τινες συστατικώς επιστολών προς υμάς ή εξ υμών συστατικών;
2 η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων,
3 φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις.

Στίχ. 4-18. Η Αποστολική διακονία ασυγκρίτως ανωτέρα της Μωσαϊκής.

4 Πεποίθησιν δε τοιαύτην έχομεν διά του Χριστού προς τον Θεόν.
5 ουχ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών λογίσασθαί τι ως εξ εαυτών, αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού,
6 ος και ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης, ου γράμματος, αλλά πνεύματος το γάρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί.
7 ει δε η διακονία του θανάτου εν γράμμασιν εντετυπωμένη εν λίθοις εγενήθη εν δόξη, ώστε μη δύνασθαι ατενίσαι τους υιούς Ισραήλ εις το πρόσωπον Μωϋσέως διά την δόξαν του προσώπου αυτού την καταργουμένην,
8 πώς ουχί μάλλον η διακονία του πνεύματος έσται εν δόξη;
9 ει γαρ η διακονία της κατακρίσεως δόξα, πολλώ μάλλον περισσεύει η διακονία της δικαιοσύνης εν δόξη.
10 και γαρ ουδέ δεδόξασται το δεδοξασμένον εν τούτω τω μέρει ένεκεν της υπερβαλλούσης δόξης.
11 ει γαρ το καταργούμενον διά δόξης, πολλώ μάλλον το μένον εν δόξη.
12 Έχοντες ουν τοιαύτην ελπίδα πολλή παρρησία χρώμεθα,
13 και ου καθάπερ Μωϋσής ετίθει κάλυμμα επί το πρόσωπον εαυτού προς το μη ατενίσαι τους υιούς Ισραήλ εις το τέλος του καταργουμένου.
14 αλλ’ επωρώθη τα νοήματα αυτών. άχρι γαρ της σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει της παλαιάς διαθήκης μένει, μη ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται,
15 αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται
16 ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα.
17 ο δε Κύριος το Πνεύμα εστιν ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία.
18 ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος. 

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’

Στίχ. 1-11. Συνιστά αγάπην προς τον μετανοήσαντα.

Έκρινα δε εμαυτώ τούτο, το μη πάλιν εν λύπη ελθείν προς υμάς.
2 ει γαρ εγώ λυπώ υμάς, και τις εστιν ο ευφραίνων με ει μη ο λυπούμενος εξ εμού;
3 και έγραψα υμίν τούτο αυτό, ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ’ ων έδει με χαίρειν, πεποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν.
4 εκ γαρ πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπηθήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ην έχω περισσοτέρως εις υμάς.
5 Ει δε τις λελύπηκεν, ουκ εμέ λελύπηκεν, αλλά από μέρους , ίνα μη επιβαρώ, πάντας υμάς.
6 ικανόν τω τοιούτω η επιτιμία αύτη η υπό των πλειόνων
7 ώστε τουναντίον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι, μήπως τη περισσοτέρα λύπη καταποθή ο τοιούτος.
8 διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγάπην.
9 εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δοκιμήν υμών, ει εις πάντα υπήκοοί εστε.
10 ω δε τι χαρίζεσθε, και εγώ και γαρ εγώ ει τι κεχάρισμαι ω κεχάρισμαι, δι’ υμάς εν προσώπω Χριστού,
11 ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά ου γαρ αυτού τα νοήματα αγνοούμεν.

Στίχ. 12-17. Οι Απόστολοι είναι ειλικρινείς εργάται του ευαγγελίου.

12 Ελθών δε εις την Τρωάδα εις το ευαγγέλιον του Χριστού, και θύρας μοι ανεωγμένης εν Κυρίω,
13 ουκ έσχηκα άνεσιν τω πνεύματί μου τω μη ευρείν με Τίτον τον αδελφόν μου, αλλά αποταξάμενος αυτοίς εξήλθον εις Μακεδονίαν.
14 Τω δε Θεώ χάρις τω πάντοτε θριαμβεύοντι ημάς εν τω Χριστώ και την οσμήν της γνώσεως αυτού φανερούντι δι’ ημών εν παντί τόπω
15 ότι Χριστού ευωδία εσμέν τω Θεώ εν τοις σωζομένοις και εν τοις απολλυμένοις,
16 οις μεν οσμή θανάτου εις θάνατον, οις δε οσμή ζωής εις ζωήν. και προς ταύτα τις ικανός;
17 ου γαρ εσμεν ως οι λοιποί καπηλεύοντες τον λόγον του Θεού, αλλ’ ως εξ ειλικρινείας, αλλ’ ως εκ Θεού κατενώπιον του Θεού εν Χριστώ λαλούμεν. 

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Στίχ. 1-11. Ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεόν, διότι παρηγορεί
τους Αποστόλους εις τας θλίψεις των.

Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού, και Τιμόθεος ο αδελφός, τη εκκλησία του Θεού τη ούση εν Κορίνθω συν τοις αγίοις πάσι τοις ούσιν εν όλη τη Αχαΐα
2 χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.
3 Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρακλήσεως,
4 ο παρακαλών ημάς εν πάση τη θλίψει ημών, εις το δύνασθαι ημάς παρακαλείν τους εν πάση θλίψει διά της παρακλήσεως ης παρακαλούμεθα αυτοί υπό του Θεού
5 ότι καθώς περισσεύει τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω διά Χριστού περισσεύει και η παράκλησις ημών.
6 είτε δε θλιβόμεθα, υπέρ της υμών παρακλήσεως και σωτηρίας της ενεργουμένης εν υπομονή των αυτών παθημάτων ων και ημείς πάσχομεν, είτε παρακαλούμεθα, υπέρ της υμών παρακλήσεως και σωτηρίας,
7 και η ελπίς ημών βεβαία υπέρ υμών ειδότες ότι ώσπερ κοινωνοί εστε των παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως.
8 Ου γαρ θέλομεν υμάς αγνοείν, αδελφοί. υπέρ της θλίψεως ημών της γενομένης ημίν εν τη Ασία, ότι καθ’ υπερβολήν εβαρήθημεν υπέρ δύναμιν, ώστε εξαπορηθήναι ημάς και του ζην
9 αλλά αυτοί εν εαυτοίς το απόκριμα του θανάτου εσχήκαμεν, ίνα μη πεποιθότες ώμεν εφ’ εαυτοίς, αλλ’ επί τω Θεώ τω εγείροντι τους νεκρούς
10 ος εκ τηλικούτου θανάτου ερρύσατο ημάς και ρύεται, εις ον ηλπίκαμεν ότι και έτι ρύσεται,
11 συνυπουργούντων και υμών υπέρ ημών τη δεήσει, ίνα εκ πολλών προσώπων το εις ημάς χάρισμα διά πολλών ευχαριστηθή υπέρ ημών.

Στίχ. 12-24. Διατί μετέβαλε το δρομολόγιόν του.

12 Η γαρ καύχησις ημών αύτη εστί, το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών, ότι εν απλότητι και ειλικρινεία Θεού, ουκ εν σοφία σαρκική, αλλ’ εν χάριτι Θεού ανεστράφημεν εν τω κόσμω, περισσοτέρως δε προς υμάς.
13 ου γαρ άλλα γράφομεν υμίν, αλλ’ η α αναγινώσκετε, ελπίζω δε ότι και έως τέλους επιγνώσεσθε,
14 καθώς και επέγνωτε ημάς από μέρους, ότι καύχημα υμών εσμεν, καθάπερ και υμείς ημών, εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.
15 Και ταύτη τη πεποιθήσει εβουλόμην προς υμάς ελθείν πρότερον, ίνα δευτέραν χάριν έχητε,
16 και δι’ υμών διελθείν εις Μακεδονίαν, και πάλιν από Μακεδονίας ελθείν προς υμάς και υφ’ υμών προπεμφθήναι εις την Ιουδαίαν.
17 τούτο ουν βουλόμενος μήτι άρα τη ελαφρία εχρησάμην; ή ά βουλεύομαι, κατά σάρκα βουλεύομαι, ίνα η παρ’ εμοί το ναι ναι και το ου ου;
18 πιστός δε ο Θεός ότι ο λόγος ημών ο προς υμάς ουκ εγένετο ναι και ου.
19 ο γαρ του Θεού υιός Ιησούς Χριστός ο εν υμίν δι’ ημών κηρυχθείς, δι’ εμού και Σιλουανού και Τιμοθέου, ουκ εγένετο ναι και ου, αλλά ναι εν αυτώ γέγονεν
20 όσαι γαρ επαγγελίαι Θεού, εν αυτώ το ναι και εν αυτώ το αμήν, τω Θεώ προς δόξαν δι’ ημών.
21 ο δε βεβαιών ημάς συν υμίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός,
22 ο και σφραγισάμενος ημάς και δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών.
23 Εγώ δε μάρτυρα τον Θεόν επικαλούμαι επί την εμήν ψυχήν, ότι φειδόμενος υμών ουκέτι ήλθον εις Κόρινθον.
24 ουχ ότι κυριεύομεν υμών της πίστεως, αλλά συνεργοί εσμεν της χαράς υμών τη γαρ πίστει εστήκατε.