Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ’

Στίχ. 1-7. Προτροπαί του Αποστόλου διά γενναίαν και πρόθυμον εισφοράν.

Περί μεν γαρ της διακονίας της εις τους αγίους περισσόν μοι εστι το γράφειν υμίν
2 οίδα γαρ την προθυμίαν υμών ην υπέρ υμών καυχώμαι Μακεδόσιν, ότι Αχαΐα παρεσκεύασται από πέρυσι και ο εξ υμών ζήλος ηρέθισε τους πλείονας.
3 έπεμψα δε τους αδελφούς, ίνα μη το καύχημα ημών το υπέρ υμών κενωθή εν τω μέρει τούτω, ίνα, καθώς έλεγον, παρεσκευασμένοι ήτε,
4 μήπως εάν έλθωσι συν εμοί Μακεδόνες και εύρωσιν υμάς απαρασκευάστους, καταισχυνθώμεν ημείς, ίνα μη λέγωμεν υμείς, εν τη υποστάσει ταύτη της καυχήσεως.
5 αναγκαίον ουν ηγησάμην παρακαλέσαι τους αδελφούς ίνα προέλθωσιν εις υμάς και προκαταρτίσωσι την προκατηγγελμένην ευλογίαν υμών, ταύτην ετοίμην είναι, ούτως ως ευλογίαν και μη ως πλεονεξίαν.
6 Τούτο δε, ο σπείρων φειδομένως φειδομένως και θερίσει, και ο σπείρων επ’ ευλογίαις επ’ ευλογίαις και θερίσει.
7 έκαστος καθώς προαιρείται τη καρδία, μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός.

Στίχ. 8-15. Οι καρποί της ελεημοσύνης.

8 δυνατός δε ο Θεός πάσαν χάριν περισσεύσαι εις υμάς, ίνα εν παντί πάντοτε πάσαν αυτάρκειαν έχοντες περισσεύητε εις παν έργον αγαθόν,
9 καθώς γέγραπται εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα.
10 ο δε επιχορηγών σπέρμα τω σπείροντι και άρτον εις βρώσιν χορηγήσαι και πληθύναι τον σπόρον υμών και αυξήσαι τα γενήματα της δικαιοσύνης υμών
11 εν παντί πλουτιζόμενοι εις πάσαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν τω Θεώ
12 ότι η διακονία της λειτουργίας ταύτης ου μόνον εστί προσαναπληρούσα τα υστερήματα των αγίων, αλλά και περισσεύουσα διά πολλών ευχαριστιών τω Θεώ
13 διά της δοκιμής της διακονίας ταύτης δοξάζοντες τον Θεόν επί τη υποταγή της ομολογίας υμών εις το ευαγγέλιον του Χριστού και απλότητι της κοινωνίας εις αυτούς και εις πάντας,
14 και αυτών δεήσει υπέρ υμών, επιποθούντων υμάς διά την υπερβάλλουσαν χάριν του Θεού εφ’ υμίν.
15 χάρις δε τω Θεώ επί τη ανεκδιηγήτω αυτού δωρεά.

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'

Στίχ. 1-15. Το παράδειγμα των Εκκλησιών της Μακεδονίας
και το καθήκον των Κορινθίων ως προς τας εισφοράς υπέρ των πτωχών.

Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, την χάριν του Θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας,
2 ότι εν πολλή δοκιμή θλίψεως η περισσεία της χαράς αυτών και η κατά βάθους πτωχεία αυτών επερίσσευσεν εις τον πλούτον της απλότητος αυτών
3 ότι κατά δύναμιν, μαρτυρώ, και υπέρ δύναμιν, αυθαίρετοι,
4 μετά πολλής παρακλήσεως δεόμενοι ημών την χάριν και την κοινωνίαν της διακονίας της εις τους αγίους,
5 και ου καθώς ηλπίσαμεν, αλλ' εαυτούς έδωκαν πρώτον τω Κυρίω και ημίν διά θελήματος Θεού,
6 εις το παρακαλέσαι ημάς Τίτον, ίνα καθώς προενήρξατο ούτω και επιτελέση εις υμάς και την χάριν ταύτην. 

7 αλλ’ ώσπερ εν παντί περισσεύετε, πίστει και λόγω και γνώσει και πάση σπουδή και τη εξ υμών εν ημίν αγάπη, ίνα και εν ταύτη τη χάριτι περισσεύητε.
8 ου κατ’ επιταγήν λέγω, αλλά διά της ετέρων σπουδής και το της υμετέρας αγάπης γνήσιον δοκιμάζων
9 γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε.
10 και γνώμην εν τούτω δίδωμι τούτο γαρ υμίν συμφέρει, οίτινες ου μόνον το ποιήσαι, αλλά και το θέλειν προενήρξασθε από πέρυσι
11 νυνί δε και το ποιήσαι επιτελέσατε, όπως καθάπερ η προθυμία του θέλειν, ούτω και το επιτελέσαι εκ του έχειν.
12 ει γάρ η προθυμία πρόκειται, καθό εάν έχη τις ευπρόσδεκτος, ου καθό ουκ έχει.
13 ου γαρ ίνα άλλοις άνεσις, υμίν δε θλίψις, αλλ’ εξ ισότητος εν τω νυν καιρώ το υμών περίσσευμα εις το εκείνων υστέρημα,
14 ίνα και το εκείνων περίσσευμα γένηται εις το υμών υστέρημα, όπως γένηται ισότης,
15 καθώς γέγραπται ο το πολύ ουκ επλεόνασε, και ο το ολίγον ουκ ηλαττόνησε.

Στίχ. 16-24. Ποίοι θα τας συλλέξουν.

16 Χάρις δε τω Θεώ τω διδόντι την αυτήν σπουδήν υπέρ υμών εν τη καρδία Τίτου,
17 ότι την μεν παράκλησιν εδέξατο, σπουδαιότερος δε υπάρχων αυθαίρετος εξήλθε προς υμάς.
18 συναπέμψαμεν δε μετ’ αυτού τον αδελφόν ου ο έπαινος εν τω ευαγγελίω διά πασών των εκκλησιών
19 ου μόνον δε, αλλά και χειροτονηθείς υπό των εκκλησιών συνέκδημος ημών συν τη χάριτι ταύτη τη διακονουμένη υφ’ ημών προς την αυτού του Κυρίου δόξαν και προθυμίαν ημών
20 στελλόμενοι τούτο, μη τις ημάς μωμήσηται εν τη αδρότητι ταύτη τη διακονουμένη υφ’ ημών,
21 προνοούμενοι καλά ου μόνον ενώπιον Κυρίου, αλλά και ενώπιον ανθρώπων.
22 συνεπέμψαμεν δε αυτοίς τον αδελφόν ημών, ον εδοκιμάσαμεν εν πολλοίς πολλάκις σπουδαίον όντα, νυνί δε πολύ σπουδαιότερον πεποιθήσει πολλή τη εις υμάς.
23 είτε υπέρ Τίτου, κοινωνός εμός και εις υμάς συνεργός είτε αδελφοί ημών, απόστολοι εκκλησιών, δόξα Χριστού.
24 Την ουν ένδειξιν της αγάπης υμών και ημών καυχήσεως υπέρ υμών εις αυτούς ενδείξασθε εις πρόσωπον των εκκλησιών. 

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’

Στίχ. 1-16. Τα αληθινά αισθήματα του Παύλου προς την Εκκλησίαν της Κορίνθου, παρά τας προηγηθείσας επιπλήξεις του.

Ταύτας ουν έχοντες τας επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.
2 Χωρήσατε ημάς ουδένα ηδικήσαμεν, ουδένα εφθείραμεν, ουδένα επλεονεκτήσαμεν.
3 ου προς κατάκρισιν λέγω προείρηκα γαρ ότι εν ταις καρδίαις ημών εστε εις το συναποθανείν και συζήν.
4 πολλή μοι παρρησία προς υμάς, πολλή μοι καύχησις υπέρ υμών πεπλήρωμαι τη παρακλήσει, υπερπερισσεύομαι τη χαρά επί πάση τη θλίψει ημών.
5 Και γαρ ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σάρξ ημών, αλλ’ εν παντί θλιβόμενοι έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι.
6 αλλ’ ο παρακαλών τους ταπεινούς παρεκάλεσεν ημάς ο Θεός εν τη παρουσία Τίτου
7 ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ώστε με μάλλον χαρήναι,
8 ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελόμην βλέπω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ώραν, ελύπησεν υμάς.
9 νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν ελυπήθητε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών.
10 η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.
11 ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συνεστήσατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι.
12 άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνεκεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδικηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φανερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού.
13 Διά τούτο παρακεκλήμεθα. Επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου. ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάντων υμών
14 ότι ει τι αυτώ υπέρ υμών κεκαύχημαι, ου κατησχύνθην, αλλ’ ως πάντα εν αληθεία ελαλήσαμεν υμίν, ούτω και η καύχησις ημών η επί Τίτου αλήθεια εγενήθη.
15 και τα σπλάγχνα αυτού περισσοτέρως εις υμάς εστιν αναμιμνησκομένου την πάντων υμών υπακοήν, ως μετά φόβου και τρόμου εδέξασθε αυτόν.
16 χαίρω ότι εν παντί θαρρώ εν υμίν. 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ’

Στίχ. 1-10. Πως οι κήρυκες του ευαγγελίου εκτελούν την διακονίαν των.

Συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς
2 λέγει γαρ καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας
3 μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία,
4 αλλ’ εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις,
5 εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις,
6 εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω,
7 εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών,
8 διά δόξης και ατιμίας, διά δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι και αληθείς,
9 ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι,
10 ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες.

Στίχ. 11-18. Όχι στεναί σχέσεις με τους ειδωλολάτρας.

11 Το στόμα ημών ανέωγε προς υμάς, Κορίνθιοι, η καρδία ημών πεπλάτυνται
12 ου στενοχωρείσθε εν ημίν, στενοχωρείσθε δε εν τοις σπλάγχνοις υμών
13 την δε αυτήν αντιμισθίαν, ως τέκνοις λέγω, πλατύνθητε και υμείς.
14 Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;
15 τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;
16 τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός.
17 διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς,
18 και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’

Στίχ. 1-10. Ο Παύλος είναι βέβαιος, ότι θα λάβη μέρος εις την ανάστασιν,
Και δι’ αυτό προσπαθεί να αρέση μόνον εις τον Χριστόν.

Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς.
2 και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες,
3 ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα.
4 και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι εφ’ ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής.
5 ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δους ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος.
6 Θαρρούντες ουν πάντοτε και ειδότες ότι ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του Κυρίου
7 διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου διά είδους
8 θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον.
9 διό και φιλοτιμούμεθα, είτε ενδημούντες είτε εκδημούντες, ευάρεστοι αυτώ είναι.
10 τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν.

Στίχ. 11-21. Εις τι αποβλέπει το έργον των Αποστόλων.

11 Ειδότες ουν τον φόβον του Κυρίου ανθρώπους πείθομεν, Θεώ δε πεφανερώμεθα, ελπίζω δε και εν ταις συνειδήσεσιν υμών πεφανερώσθαι.
12 ου γαρ πάλιν εαυτούς συνιστάνομεν υμίν, αλλά αφορμήν διδόντες υμίν καυχήματος υπέρ ημών, ίνα έχητε προς τους εν προσώπω καυχωμένους και ου καρδία.
13 είτε γαρ εξέστημεν, Θεώ, είτε σωφρονούμεν, υμίν.
14 η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς, κρίναντας τούτο, ότι ει εις υπέρ πάντων απέθανεν, άρα οι πάντες απέθανον
15 και υπέρ πάντων απέθανεν, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι.
16 Ώστε ημείς από του νυν ουδένα οίδαμεν κατά σάρκα ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν.
17 ώστε ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα.
18 τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής,
19 ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής.
20 Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ
21 τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ.