Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Η δύναμις τής Προσευχής τού Ιησού

Μαρτυρία τής Μοναχής Τατιανής (1912)


Ματά τήν πρωϊνή Ακολουθία, στίς 5π.μ., μόλις είχα ξαπλώσει γιά νά αναπαυθώ, όταν μία ασυνήθιστη οπτασία άρχισε.

Είδα τόν εαυτό μου στήν Πετρούπολι, στό νησί Βασίλιεφ. Επρόκειτο νά πάω στήν Θ. Λειτουργία τού Καθεδρικού Ναού τού Αγίου Νικολάου φόρεσα τό Μοναχικό μου Σχήμα καί κάθισα σέ μία μικρή άμαξα.

Ξαφνικά, βρέθηκα σέ μία σκοτεινή πλατεία. Φοβισμένη καί τρομοκρατημένη έτρεξα σέ διαφορετικές κατευθύνσεις, ψάχνοντας γιά μία διέξοδο από εκείνη τήν άσχημη κατάστασι.

Ξαφνικά, βλέπω εκατοντάδες ανθρώπους νά έρχωνται. Ήσαν όλοι τους λαϊκοί. Τά πρόσωπά τους ήσαν σκοτεινά, πληγμένα από μία αιώνια θλίψι, όπως ακριβώς καί τό ιδικό μου πρόσωπο.

<<Ποιοί είσθε;>>... τούς ερώτησα.

Η απάντησίς τους: <<Εμείς περάσαμε αιφνίδια στήν αιωνιότητα, όπως καί σύ>>...

Αυτό πού αισθάνθηκα εκείνη τήν στιγμή δέν είναι δυνατόν νά περιγραφή!...

Φόβος καί τρόμος διεπέρασε ολόκληρη τήν ύπαρξί μου.

Εκείνη τήν στιγμή ένας ακτινοβόλος άνθρωπος, τού οποίου τό πρόσωπο ήταν κρυμμένο από τό φώς πού εξέπεμπε, ήλθε σέ μένα καί μού είπε:

<<Ακολούθησέ με>>... καί μέ πήρε στίς κρίσεις τών ψυχών τών ανθρώπων πού έχουν πεθάνει. Μέ πέρασε από δάση, στέππες καί κτίρια. Οι στέππες ήσαν ατέλειωτες καί ένοιωθα ότι είχα αφήσει τήν ζωή μου στήν γή καί ότι είχα εισέλθει στήν ζωή πέραν τού τάφου, αλλά απροετοίμαστα καί απρόσμενα... Τότε, μέ πήρε μέσα σ' έναν θάλαμο, όπου ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος λαϊκών, ανδρών καί γυναικών, ενηλίκων καί παιδιών. Όλοι διακατείχοντο από μίαν αιώνια λύπη. Στό μέσον τού θαλάμου, σ' ένα πελώριο τραπέζι, καθόταν μία κυρία καί μού είπε:

<<Αυτό τό μέρος είναι προετοιμασμένο γιά σένα, μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου>>...

Κοίταξα όλους τούς ανθρώπους εκεί καί ερώτησα:

<<Τί κάνετε εδώ; Προσεύχεσθε εδώ στόν Θεό;>>... Μού απάντησαν μέ λύπη:

<<Στήν αιωνιότητα ο Κύριος δέν θά μάς ακούη, εξ αιτίας τής απρόσεκτης συμπεριφοράς μας κατά τήν διάρκεια τής ζωής μας στήν γή. Ποτέ δέν θά έχουμε τήν τόλμη νά επικαλεσθούμε τό Όνομα τού Κυρίου. Όταν ζούσαμε στήν γή, μάς εδόθη τό έργον τού νά υποφέρουμε γιά τούς εαυτούς μας καί νά προσευχώμεθα γιά τίς ψυχές μας. Η εντολή τού Χριστού "αδιαλείπτως προσεύχεσθε" ήταν τό καθήκον μας. Άν καί σέ ολόκληρη τήν ζωή μας έπρεπε νά λέμε τήν Ευχή τού Ιησού, σέ κάθε μας αναπνοή, δέν προσέχαμε τήν κατάστασι τής καρδιάς μας. Αλλά, όπως δέν μπορούμε νά ζήσουμε χωρίς αέρα, έτσι καί η ψυχή αποθνήσκει δίχως τήν συνεχή προσευχή. Ήμασταν άνθρωποι μέ καλή συμπεριφορά εκπληρώναμε όλα μας τά καθήκοντα αλλά όχι τό σπουδαιότερο, τής προσευχής>>...

Όταν τό άκουσα αυτό, άρχισα νά προσεύχωμαι καί νά κάνω τό σημείον τού σταυρού. Καί τί συνέβη;... Πρός φρίκην μου, αισθάνθηκα ότι ακόμη καί ο ήχος τής φωνής μου, επέστρεφε πίσω σέ μένα!... Κοίταξα γύρω μου καί είδα μία μεταλλική οροφή, τοίχους καί ένα βαμμένο ξύλινο πάτωμα. Τότε άρχισα νά τρέμω από τόν φόβο καί από τήν αίσθησι ότι δέν μπορούσα νά αποδράσω από τήν δυσάρεστη εκείνη κατάστασι. Οι άνθρωποι γύρω μου έλεγαν:

<<Στήν αιωνιότητα ο Κύριος δέν θά μάς ακούη. Μόνον εκείνοι πού ζούν στήν γή, μπορούν νά μάς μνημονεύουν ενώπιόν Του>>...

Καί τότε η κυρία άρχισε νά μού λέη:

<<Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν καλοί Χριστιανοί. Αγαπούσαν τόν Κύριο καί επιτελούσαν καλές πράξεις γιά τόν πλησίον τους, αλλά δέν απέκτησαν τόν Κύριο στίς ψυχές τους. Καί αυτοί, όπως καί σύ, κατέληξαν εδώ εξ αιτίας τής απρόσεκτης ζωής τους, διότι νόμιζαν ότι όλοι ζούν κατά τόν ίδιο τρόπο>>.

<<Ώ>>!... είπα. << Ώ, πόσο βασανίζομαι καί υποφέρω! Είναι σάν νά μέ καίη φωτιά>>!...

Έπεσα κάτω καί αισθάνθηκα, ότι τό σώμα μου χωριζόταν από τά οστά μου.

<<Τι τρόπο ζωής ήθελες;>>... μέ ρώτησε η κυρία.

Απάντησα τρέμοντας:

<<Θά ήθελα μία τέτοια ζωή, ώστε όταν πέθαινα, νά έβλεπα τά επίγεια καί τά επουράνια, τόν Κύριο καί τήν Μητέρα τού Θεού>>...

Στό σημείο αυτό η κυρία χαμογέλασε καί είπε:

<<Μόνον οι Άγιοι εισέρχονται στήν αιωνιότητα κατ' αυτό τόν τρόπο. Εκείνοι, οι οποίοι κατά τήν διάρκεια τής ζωής τους απέκτησαν τόν Κύριο στήν καρδιά τους μέ τήν Προσευχή τού Ιησού. Αλλά εσύ είσαι Μοναχή, καί δέν τό δίδαξες αυτό στόν εαυτό σου! Διά μέσου αυτής τής προσευχής, η Χάρις τού Θεού έρχεται νά κατοικήση, καί η ψυχή όταν χωρίζεται από τό σώμα είναι μέ τόν Χριστό καί δέν αισθάνεται τόν τρόμο αυτό, πού εσύ δοκιμάζεις τώρα. Ο Παράδεισος είναι στήν ψυχή τού ανθρώπου όπου είναι παρών ο Κύριος, εκεί είναι καί ο Παράδεισος. Πρέπει νά πής γιά τό όραμά σου σέ όλους τούς Μοναχούς καί τούς Χριστιανούς, πού ζούν στόν κόσμο καί πού χάνονται εξ αιτίας τής απροσεξίας τους. Μόνον, νά μή τό πής στούς απίστους καί σ' εκείνους πού έχουν αδύνατη πίστι. Ο Παντοδύναμος μπορεί νά αναστήση άνθρωπο πεθαμένο από εκατό χρόνια, γιά νά αποδείξη τήν μετά θάνατον ζωή, αλλά ο αναστημένος δέν θά γινόταν πιστευτός καί θά τόν σκότωναν>>.

Καθώς η κυρία πρόφερε αυτά τά λόγια, ένοιωσα ξαφνικά κάποια ελπίδα, ότι θά γυρνούσα στήν γή! Όλοι εκείνοι στόν μεταλλικό θάλαμο μέ διεπέρασαν μέ τό βλέμμα τους λέγοντας:

<<Εννοείς δηλαδή, ότι αυτή θά βγή από τόν φοβερό αυτό βασανιστικό θάλαμο;>>...

Η κυρία συνέχισε:

Άν κάποιος πεθάνη λέγοντας τήν Προσευχή τού Ιησού, η ψυχή του παρίσταται ενώπιον τού Κυρίου καί θά είναι αδιαχώριστη από Αυτόν στήν αιωνιότητα. Ομοίως, άν ένας άνθρωπος πεθάνη προφέροντας τήν προσευχή ''Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με τόν αμαρτωλόν", τότε θά είναι αχώριστος από τήν Μητέρα τού Θεού. Άν κάποιος δέν είναι ικανός νά προφέρη ούτε μία λέξι, τότε η ψυχή του, άν αγωνίσθηκε γιά τήν προσευχή αυτή κατά τήν διάρκεια τής ζωής του στήν γή, θά τήν πή στήν επιθανάτια κλίνη. Η κατάστασις, στήν οποία η ψυχή αφήνει τό σώμα, είναι η κατάστασις πού παραμένει γιά πάντα. Δέν θά υπάρχη αλλαγή πρός τό καλύτερο. Μόνον άν μνημονεύεται (στήν γή) μπορεί νά αλλάξη τήν κατάστασι τής ψυχής του>>.

Τότε μού είπε:

<<Ώ Μοναχοί, Μοναχοί! Ονομάζετε τούς εαυτούς σας Μοναχούς, λέγοντας ότι έχετε εγκαταλείψει τά εγκόσμια. Αλλά πώς ακριβώς ζείτε; Δέν εναποθέτετε όλα τά προβλήματά σας στόν Θεό καί στήν Μητέρα τού Θεού, αλλά σκέπτεσθε: Χρειάζομαι νά έχω αυτό κι' εκείνο δέν μπορώ νά ζήσω χωρίς τούτο καί τό άλλο. Η Μητέρα τού Θεού δέν φροντίζει γιά τέτοιους Μοναχούς ούτε σ' αυτή τήν ζωή, ούτε στήν μέλλουσα. Φροντίζει μόνον γιά εκείνους, πού εναποθέτουν όλα τά προβλήματά τους σ' Αυτήν, πού υπομένουν στίς θλίψεις, τήν πτωχεία καί τίς ασθένειες στό Όνομα τής Μητέρας τού Θεού καί λέγουν: Αυτά πρέπει νά ευαρεστούν τήν Βασίλισσα τών Ουρανών όλα αυτά μού ήλθαν σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Υψίστου>>.

<<Θέλεις νά σου δείξω τίς απρόσεκτες Μοναχές;>>... συνέχισε η κυρία.

<<Κοίταξε>>...

Καί είδα νά έρχωνται Μοναχές εκείνες πού υπηρετούσαν στό Ιερό καί έκλεβαν χρήματα, κρατούσαν στά χέρια τους γιά πάντα μαζί τους χαρτιά, τά οποία έγραφαν σέ ποιόν ανήκαν τά χρήματα. Ήλθαν καί άλλες, εκείνες πού δέν διατηρούσαν τήν αγνότητά τους. Υπήρχαν ψάλτριες μεταξύ τους τά πρόσωπά τους ήταν λυπημένα, όπως τό ιδικό μου, πληγμένα από μία αιώνια λύπη.

<<Ψάλτε έναν ύμνο στήν Μητέρα τού Θεού θέλω νά ακούσω!>>... είπα. Καί αυτές απάντησαν:

<<Δέν έχουμε τέτοια τόλμη πλέον, διότι όταν ζούσαμε στό Μοναστήρι δέν Τήν υπηρετούσαμε μέ καθαρή καρδιά>>.

Έκλαυσα πικρά, διότι εξ αιτίας τής απροσεξίας μας στερούμεθα αυτής τής ευλογίας,νά ψέλνουμε ύμνους στόν Κύριο καί στήν Παναγία Μητέρα Του.

Μετά απ' όλα αυτά πού είδα καί άκουσα, ο άνθρωπος πού μέ πήρε μέσα στά κριτήρια ήλθε καί μού είπε:

<<Τώρα θά πάμε στό μέρος, όπου η ψυχή σου χωρίσθηκε από τό σώμα σου>>...

Αμέσως ξύπνησα στό κρεβάτι μου. Φοβόμουν νά κινηθώ κοιτούσα τό κάθετί στό κελλί μου, τακτοποιήθηκα, έκανα τό σημείο τού στυρού καί πρόφερα τήν προσευχή: Δόξα τώ Θεώ, ήταν μόνον ένα όνειρο!...

Δέν πρόλαβα νά πώ αυτές τίς λέξεις, όταν ξαφνικά ξαναβρέθηκα στήν άλλη ζωή καί ο άνδρας πού μέ ωδήγησε, μού είπε:

<<Μή νομίζης ότι ήταν ένα όνειρο. Ήσουν ακριβώς στήν πέραν τού τάφου ζωή!>>...

Έπεσα στά γόνατα μπροστά του:

<<Αλλοίμονό μου! Πόσο άθλια είμαι! Είμαι πάλι πίσω, εδώ. Γιατί κοίταζα μόνον τά πράγματα στό κελλί μου καί δέν έτρεξα νά φύγω;>>...

<<Ακολούθησέ με>>... μού είπε.

<<Θά επισκεφθούμε πολλά μέρη γιά είκοσι ημέρες καί μετά θά επιστρέψουμε στό μέρος, πού είναι ετοιμασμένο γιά σένα, γιά νά παραμείνης μέχρι τήν Δευτέρα Έλευσι τού Κυρίου>>.

Έκλαιγα καί δέν μπορούσα νά περπατήσω.

Γύρισε τό πρόσωπό του καί μέ κοίταξε μέ ευσπλαγχνία.


Τόν ερώτησα: <<Είσαι ο φύλακας Άγγελός μου;>>.

<<Ναί>>... μού απάντησε.

Άρχισα νά τόν ικετεύω:

<<Προσευχήσου στόν Ύψιστο καί γύρισε τήν ψυχή μου, ώστε νά μετανοήσω>>.

Τότε ο φύλακας Άγγελός μου είπε:

<<Θά σέ πάω πίσω, αλλά υπό έναν όρο: θά πής όλα όσα είδες καί άκουσες εδώ>>...

Έπεσα στά γόνατα καί υποσχέθηκα, ότι θά τά έκανα όλα αυτά. Καί ξαφνικά, εκείνη τήν στιγμή ένοιωσα χαρά στήν ψυχή μου.

Ο Άγγελος μού είπε:

<<Ο Κύριος δέν είναι στήν καρδιά σου, αλλά υποσχέθηκες νά Τόν αποκτήσης. Άν νικηθής από ανόητη εντροπή καί δέν εκπληρώσης τήν υπόσχεσί σου, τότε θά γυρίσης εδώ στό προηγούμενο μέρος σου. Θά είμαι μαζί σου καί θά παρακολουθώ πώς θά τά κάνης όλα αυτά>>...

Αμέσως ξαναβρέθηκα στό κρεβάτι μου.

Πετάχθηκα, καί είδα τόν άνδρα νά στέκεται δίπλα στό κρεβάτι μου.

Έτρεξα στήν υπεύθυνη τού κελλιού μου, λέγοντας:

<<Ήμουν στήν μετά θάνατον ζωή!>>.

Μετά έτρεξα από εκεί στίς πόρτες, γιά νά τό πώ σέ όλες τίς Αδελφές.

Ο άνδρας στεκόταν ακόμη στό ίδιο σημείο.

Φοβόμουν, ότι επρόκειτο κάτι νά μού συμβή...

Άνοιξα τήν πόρτα γιά νά τά πώ όλα χωρίς εντροπή καί χωρίς νά αποκρύψω τίποτε, καί είδα ότι ο άνδρας εξαφανίσθηκε μέσα στόν τοίχο.

Βγήκα καί πάλι στόν διάδρομο σέ έξαλλη κατάστασι κάλεσα τίς Αδελφές.

Αυτές έτρεξαν περικυκλώνοντάς μας καί εξεπλάγησαν από τήν εξαιρετική αλλαγή πού έβλεπαν σέ μένα, καί η οποία είχε επέλθει σέ τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Μέ είχαν ιδή εντελώς ήρεμη είκοσι λεπτά νωρίτερα στήν συνηθισμένη μας ακολουθία.

Έπεσα στά γόνατα μπροστά τους καί είπα σ' αυτές, ότι από τήν στιγμή αυτή αλλάζω εντελώς...

Κανένας τρόμος στήν γή δέν μπορεί νά συγκριθή μέ τήν φρίκη, τήν οποίαν δοκίμασα στήν μετά θάνατον ζωή. Καί μέχρι σήμερα συνεχώς λεώ σέ όλους γιά όσα είδα, χωρίς κανέναν δισταγμό. Αμήν!




<<Ορθόδοξα θαύματα στόν 20ό αιώνα>>, έκδ. <>, Μόσχα 1993, σελ. 305-311









Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Μήν βρίζεις καί μήν προσβάλλεις ποτέ φτωχό ή χήρα ή ορφανό ή άνθρωπο με σωματικό ή πνευματικό ελάττωμα, γιατί έτσι θα προκαλέσεις την οργή του Θεού.
Απομακρύνσου από άνθρωπο βλάσφημο, γιά νά μήν σε παρασύρει στο βρώμικο πάθος του.
Νά μη συκοφαντήσεις άνθρωπο, γιατί όποιος συκοφαντεί εξοργίζει τόν Θεό.
Να μήν είσαι υποκριτής, ούτε υπερήφανος καί εγωιστής, γιατί ο Κύριος τους απεχθάνεται.
Να θρηνείς καί νά πενθείς γι' αυτούς που έχουν μίσος γιά τόν συνάνθρωπό τους, γιατί δε θά βρούν ποτέ ανάπαυση οι ψυχές τους.

αββά Ισαάκ

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Εκείνος πού έχει συμμαζεμένο τό νού του, όταν προσεύχεται, καί προσέχει σ' αυτά πού λέγει, απομακρύνει μέ τή φλόγα τής προσευχής του τούς δαίμονας. Εκείνος όμως πού μετεωρίζεται, περιπαίζεται απ' αυτούς.

Αγίου Εφραίμ του Σύρου

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Ο θάνατος γιά τούς δικαίους δέν είναι συμφορά, αλλ' αντίθετα απελευθέρωσις από τήν τυραννία τών παθών καί αιώνια πνευματική ένωσις μέ τόν Κύριο. Η παρούσα ζωή καί ο ακατάπαυστος πόλεμος τών παθών συσσωρεύουν πολύ κόπο στήν ψυχή. Ο κατά Θεόν θάνατος είναι ανάπαυσις τής ψυχής από τούς κόπους. Μή φοβάσαι λοιπόν τόν θάνατο, μόνο νά είσαι έτοιμος κάθε στιγμή γιά τόν ερχομό του.

Αγίου Δημητρίου Ροστώφ

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Παιδιά μου! Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των. Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν. Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε. Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία. Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα... Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!