Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011
Στα Ρωσικά το Πιστεύω
Σάββατο 16 Ιουλίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
Καί είδον ότε ήνοιξε τό αρνίον μίαν εκ τών επτά σφραγίδων καί ήκουσα ενός εκ τών τεσσάρων ζώων λέγοντος, ως φωνή βροντής έρχου.
2 καί είδον, καί ιδού ίππος λευκός, καί ο καθήμενος επ' αυτόν έχων τόξον καί εδόθη αυτώ στέφανος, καί εξήλθε νικών καί ίνα νικήση.
3 Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν δευτέραν, ήκουσα τού δευτέρου ζώου λέγοντος έρχου.
4 καί εξήλθεν άλλος ίππος πυρρός, καί τώ καθημένω επ' αυτόν εδόθη αυτώ λαβείν τήν ειρήνην εκ τής γής καί ίνα αλλήλους σφάξωσιν, καί εδόθη αυτώ μάχαιρα μεγάλη.
5 Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν τρίτην, ήκουσα τού τρίτου ζώου λέγοντος, έρχου. καί είδον, καί ιδού ίππος μέλας, καί ο καθήμενος επ' αυτόν έχων ζυγόν εν τή χειρί αυτού
6 καί ήκουσα ως φωνήν εν μέσω τών τεσσάρων ζώων λέγουσαν χοίνιξ σίτου δηναρίου, καί τρείς χοίνικες κριθής δηναρίου καί τό έλαιον καί τόν οίνον μή αδικήσης.
7 Καί ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν τετάρτην, ήκουσα φωνήν τού τετάρτου ζώου λέγοντος έρχου.
8 καί είδον, καί ιδού ίππος χλωρός, καί ο καθήμενος επάνω αυτού, όνομα αυτώ ο θάνατος, καί ο άδης ηκολούθει μετ' αυτού καί εδόθη αυτώ εξουσία επί τό τέταρτον τής γής, αποκτείναι εν ρομφαία καί εν λιμώ καί εν θανάτω καί υπό τών θηρίων τής γής.
9 Καί ότε ήνοιξε τήν πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω τού θυσιαστηρίου τάς ψυχάς τών εσφαγμένων διά τόν λόγον τιύ Θεού καί διά τήν μαρτυρίαν τού αρνίου ήν είχον
10 καί έκραξαν φωνή μεγάλη λέγοντες έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος καί ο αληθινός, ου κρίνεις καί εκδικείς τό αίμα ημών εκ τών κατοικούντων επί τής γής;
11 καί εδόθη αυτοίς εκάστω στολή λευκή, καί ερρέθη αυτοίς ίνα αναπαύσωνται έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι καί οι σύνδουλοι αυτών καί οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως καί αυτοί.
12 καί είδον ότε ήνοιξε τήν σφραγίδα τήν έκτην, καί σεισμός μέγας εγένετο, καί ο ήλιος μέλας εγένετο ως σάκκος τρίχινος, καί η σελήνη όλη εγένετο ως αίμα,
13 καί οι αστέρες τού ουρανού έπεσαν εις τήν γήν, ως συκή βάλλουσα τούς ολύνθους αυτής, υπό ανέμου μεγάλου σειομένη,
14 καί ο ουρανός απεχωρίσθη ως βιβλίον ελισσόμενον, καί πάν όρος καί νήσος εκ τών τόπων εκινήθησαν
15 καί οι βασιλείς τής γής καί οι μεγιστάνες καί οι χιλίαρχοι καί οι πλούσιοι καί οι ισχυροί καί πάς δούλος καί ελεύθερος έκρυψαν εαυτούς εις τά σπήλαια καί εις τάς πέτρας τών ορέων,
16 καί λέγουσι τοίς όρεσι καί ταίς πέτραις πέσατε εφ' ημάς καί κρύψατε ημάς από προσώπου τού καθημένου επί τού θρόνου καί από τής οργής τού αρνίου,
17 ότι ήλθεν η ημέρα η μεγάλη τής οργής αυτού, καί τίς δύναται σταθήναι;
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Καί είδον επί τήν δεξιάν τού καθημένου επί τού θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν καί έξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά.
2 καί είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα εν φωνή μεγάλη τίς άξιός εστιν ανοίξαι τό βιβλίον καί λύσαι τάς σφραγίδας αυτού;
3 καί ουδείς εδύνατο εν τώ ουρανώ ούτε επί τής γής ούτε υποκάτω τής γής ανοίξαι τό βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
4 καί εγώ έκλαιον πολύ, ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι τό βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό.
5 καί είς εκ τών πρεσβυτέρων λέγει μοι μή κλαίε ιδού ενίκησεν ο λέων ο εκ τής φυλής Ιούδα, η ρίζα Δαυΐδ, ανοίξαι τό βιβλίον καί τάς επτά σφραγίδας αυτού.
6 Καί είδον εν μέσω τού θρόνου καί τών τεσσάρων ζώων καί εν μέσω τών πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά καί οφθαλμούς επτά, ά εισι τά επτά πνεύματα τού Θεού αποστελλόμενα εις πάσαν τήν γήν.
7 καί ήλθε καί είληφεν εκ τής δεξιάς τού καθημένου επί τού θρόνου.
8 καί ότε έλαβε τό βιβλίον, τά τέσσαρα ζώα καί οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον τού αρνίου, έχοντες έκαστος κιθάραν καί φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων, αί εισιν αι προσευχαί τών αγίων
9 καί άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες άξιος εί λαβείν τό βιβλίον καί ανοίξαι τάς σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης καί ηγόρασας τώ Θεώ ημάς εν τώ αίματί σου εκ πάσης φυλής καί γλώσσης καί λαού καί έθνους,
10 καί εποίησας αυτούς τώ Θεώ ημών βασιλείς καί ιερείς, καί βασιλεύσουσιν επί τής γής.
11 καί είδον καί ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω τού θρόνου καί τών ζώων καί τών πρεσβυτέρων, καί ήν ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων καί χιλιάδες χιλιάδων,
12 λέγοντες φωνή μεγάλη άξιόν εστι τό αρνίον τό εσφαγμένον λαβείν τήν δύναμιν καί τόν πλούτον καί σοφίαν καί ισχύν καί τιμήν καί δόξαν καί ευλογίαν.
13 καί πάν κτίσμα ό εν τώ ουρανώ καί επί τής γής καί υποκάτω τής γής καί επί τής θαλάσσης εστί, καί τά εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας τώ καθημένω επί τού θρόνου καί τώ αρνίω η ευλογία καί η τιμή καί η δόξα καί τό κράτος εις τούς αιώνας τών αιώνων.
14 καί τά τέσσαρα ζώα έλεγον, αμήν καί οι πρεσβύτεροι έπεσαν καί προσεκύνησαν.
Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Μετά ταύτα είδον, καί ιδού θύρα ανεωγμένη εν τώ ουρανώ, καί η φωνή η πρώτη ήν ήκουσα ως σάλπιγγος λαλούσης μετ' εμού, λέγων ανάβα ώδε καί δείξω σοι ά δεί γενέσθαι μετά ταύτα.
2 καί ευθέως εγενόμην εν πνεύματι καί ιδού θρόνος έκειτο εν τώ ουρανώ, καί επί τόν θρόνον καθήμενος,
3 όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι καί σαρδίω καί ίρις κυκλόθεν τού θρόνου, ομοίως όρασις σμαραγδίνων.
4 καί κυκλόθεν τού θρόνου θρόνοι είκοσι τέσσαρες, καί επί τούς θρόνους τούς είκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς, καί επί τάς κεφαλάς αυτών στεφάνους χρυσούς.
5 καί εκ τού θρόνου εκπορεύονται αστραπαί καί φωναί καί βρονταί καί επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον τού θρόνου, αί εισι τά επτά πνεύματα τού Θεού
6 καί ενώπιον τού θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω καί εν μέσω τού θρόνου καί κύκλω τού θρόνου τέσσαρα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν καί όπισθεν
7 καί τό ζώον τό πρώτον όμοιον λέοντι, καί τό δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω, καί τό τρίτον ζώον έχον τό πρόσωπον ως ανθρώπου, καί τό τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετομένω.
8 καί τά τέσσαρα ζώα, έν καθ' έν αυτών έχον ανά πτέρυγας έξ, κυκλόθεν καί έσωθεν γέμουσιν οφθαλμών, καί ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας καί νυκτός λέγοντες άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ήν καί ο ών καί ο ερχόμενος.
9 Καί όταν δώσι τά ζώα δόξαν καί τιμήν καί ευχαριστίαν τώ καθημένω επί τού θρόνου, τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων,
10 πεσούνται οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ενώπιον τού καθημένου επί τού θρόνου, καί προσκυνήσουσι τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, καί βαλούσι τούς στεφάνους αυτών ενώπιον τού θρόνου λέγοντες
11 άξιος εί, ο Κύριος καί Θεός ημών, λαβείν τήν δόξαν καί τήν τιμήν καί τήν δύναμιν, ότι σύ έκτισας τά πάντα, καί διά τό θέλημά σου ήσαν καί εκτίσθησαν.
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
2 γίνου γρηγορών, καί στήρισον τά λοιπά ά έμελλον αποθνήσκειν ου γάρ εύρηκά σου τά έργα πεπληρωμένα ενώπιον τού Θεού μου.
3 μνημόνευε ούν πώς είληφας καί ήκουσας, καί τήρει καί μετανόησον. εάν ούν μή γρηγορήσης, ήξω επί σέ ως κλέπτης, καί ου μή γνώση ποίαν ώραν ήξω επί σέ.
4 αλλά έχεις ολίγα ονόματα εν Σάρδεσιν, ά ουκ εμόλυναν τά ιμάτια αυτών, καί περιπατήσουσι μετ' εμού εν λευκοίς, ότι άξιοί εισιν.
5 Ο νικών ούτως περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, καί ου μή εξαλείψω τό όνομα αυτού εκ τής βίβλου τής ζωής, καί ομολογήσω τό όνομα αυτού ενώπιον τού πατρός μου καί ενώπιον τών αγγέλων αυτού.
6 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
7 Καί τώ αγγέλω τής εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων τήν κλείν τού Δαυΐδ, ο ανοίγων καί ουδείς κλείσει, καί κλείων καί ουδείς ανοίξει
8 οίδά σου τά έργα. - ιδού δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ήν ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν. - ότι μικράν έχεις δύναμιν, καί ετήρησάς μου τόν λόγον καί ουκ ηρνήσω τό όνομά μου.
9 ιδού δίδωμι εκ τής συναγωγής τού σατανά τών λεγόντων εαυτούς Ιουδαίους είναι, καί ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται ιδού ποιήσω αυτούς ίνα ήξουσι καί προσκυνήσουσιν ενώπιον τών ποδών σου, καί γνώσιν ότι εγώ ηγάπησά σε.
10 ότι ετήρησας τόν λόγον τής υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ τής ώρας τού πειρασμού τής μελλούσης έρχεσθαι επί τής οικουμένης όλης, πειράσαι τούς κατοικούντας επί τής γής.
11 έρχομαι ταχύ κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τόν στέφανόν σου.
12 Ο νικών, ποιήσω αυτόν στύλον εν τώ ναώ τού Θεού μου, καί έξω ου μή εξέλθη έτι, καί γράψω επ' αυτόν τό όνομα τού Θεού μου καί τό όνομα τής πόλεως τού Θεού μου, τής καινής Ιερουσαλήμ, ή καταβαίνει εκ τού ουρανού από τού Θεού μου, καί τό όνομά μου τό καινόν.
13 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.
14 Καί τώ αγγέλω τής εν Λαοδικεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός καί αληθινός, η αρχή τής κτίσεως τού Θεού
15 οίδά σου τά έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός όφελον ψυχρός ής ή ζεστός.
16 ούτως ότι χλιαρός εί, καί ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ τού στόματός μου.
17 ότι λέγεις ότι πλούσιός ειμι καί πεπλούτηκα καί ουδενός χρείαν έχω, - καί ουκ οίδας ότι σύ εί ο ταλαίπωρος καί ο ελεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός, -
18 συμβουλεύω σοι αγοράσαι παρ' εμού χρυσίον πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης, καί ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη καί μή φανερωθή η αισχύνη τής γυμνότητός σου, καί κολλύριον ίνα εγχρίση τούς οφθαλμούς σου ίνα βλέπης.
19 εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω καί παιδεύω ζήλευε ούν καί μετανόησον.
20 ιδού έστηκα επί τήν θύραν καί κρούω εάν τις ακούση τής φωνής μου καί ανοίξη τήν θύραν, καί εισελεύσομαι πρός αυτόν καί δειπνήσω μετ' αυτού καί αυτός μετ' εμού.
21 Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ' εμού εν τώ θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα καί εκάθισα μετά τού πατρός μου εν τώ θρόνω αυτού.
22 Ο έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις.