Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Τό εν τώ καφαλαίω τούτο θηρίον, έμβλημα τής αντιχρίστου επιγείου δυνάμεως καί αντιθέου πολιτικής εξουσίας, τής χρησιμευούσης ως όργανον τού δράκοντος εν τώ κατά τής βασιλείας τού Θεού αγώνι, αναδύεται εκ τού βάθους τής θαλάσσης, τ. έ. εκ τής ανησύχου καί ταραχώδους μάζης τού εθνικού κόσμου. Λαμβάνων δέ τήν εικόνα ο προφήτης εκ τού συγχρόνου ρωμαϊκού κράτους, τού συγκεντρώσαντος εις εαυτό τήν δύναμιν καί τά χαρακτηριστικά καί τών άλλων υπό τού Δανιήλ περιγραφέντων θηρίων ή κρατών τών προγενεστέρων τού ρωμαϊκού, συνβολίζει δι' αυτής καί πάντα τά εκ τών ερειπίων τού κράτους τούτου ή καί απανταχού τής γής σχηματισθέντα ή σχηματισθησόμενα μέχρι τής πλήρους επικρατήσεως τής βασιλείας τού Θεού κράτη,  τών οποίων οι αρχηγοί καί η πλειονότης τών λαών συμμαχεί μετά τού δράκοντος καί βοηθεί αυτόν εις εξαφάνισιν τού ονόματος τού Αρνίου. Τό έτερον θηρίον τό φέρον κέρατα αρνίου συμβολίζει πνευματικήν δύναμιν συντρέχουσαν εις τήν εγκαθίδρυσιν τού ασεβούς κράτους τού αντιχρίστου. Είναι ο ψευδοπροφήτης αυτού, ούτινος κύριοι εκπρόσωποι ήσαν τότε τό ειδωλολατρικόν ιερατείον, όπερ διεδέχθησαν έκτοτε αι παντοίαι εκδηλώσεις επί τού πνευματικού πεδίου, εις άς δέον νά περιληφθώσι καί αι αιρέσεις καί πάσα υπό τών αναξίων εκκλησιαστικών λειτουργών παραποίησις τής χριστιανικής αληθείας καί τού χριστιανικού ιδανικού. Ο αριθμός τού ψευδοπροφήτου τούτου 666 ηρμηνεύθη διαφόρως, πάντοτε δέ αβεβαίως. Αξιόλογος η εκδοχή, καθ' ήν ο αριθμός ούτος, γραφόμενος εν τώ βατικανώ κώδικι διά τών τριών μεγάλων γραμμάτων ΧΞς υπενθυμίζει τό αρχικόν καί τά τελευταία γράμματα τής λέξεως Χριστός διαχωριζόμενα, παραποιούμενα, καί ούτως ειπείν διαλυόμενα διά τής παρεμβολής τού οφιοειδούς γράμματος Ξ, τού υπομιμνήσκοντος τούς συγχρόνους τότε Γνωστικούς οφίτας, τούς λατρεύοντας τόν όφιν. Ο χρόνος τής εξουσίας τού αντιχρίστου αναμφιβόλως συμβολικώς συμποσούται εις τό ήμισυ τού επτά, όπερ εκπροσωπεί σύνολον πλήρες καί απηρτισμένον. Τό τρία καί ήμισυ λοιπόν ίσως σημαίνει ότι όταν ο αντίχριστος φθάση εις τά μέσα τής αναπτύξεως αυτού, κατ' αυτήν τήν δύναμιν τής αυξήσεώς του θά συντριβή ως δένδρον υπό κεραυνού βληθέν.

Καί εστάθην επί τήν άμμον τής θαλάσσης καί είδον εκ τής θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα καί κεφαλάς επτά, καί επί τών κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, καί επί τάς κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας. 
2 καί τό θηρίον ό είδον ήν όμοιον παρδάλει, καί οι πόδες αυτού ως άρκου, καί τό στόμα αυτού ως στόμα λέοντος. καί έδωκεν αυτώ ο δράκων τήν δύναμιν αυτού καί τόν θρόνον αυτού καί εξουσίαν μεγάλην 
3 καί μίαν εκ τών κεφαλών αυτού ως εσφαγμένην εις θάνατον. καί η πληγή τού θανάτου αυτού εθεραπεύθη, καί εθαύμασεν όλη η γή οπίσω τού θηρίου, 
4 καί προσεκύνησαν τώ δράκοντι τώ δεδωκότι τήν εξουσίαν τώ θηρίω, καί προσεκύνησαν τώ θηρίω λέγοντες τίς όμοιος τώ θηρίω; τίς δύναται πολεμήσαι μετ' αυτού; 
5 καί εδόθη αυτώ στόμα λαλούν μεγάλα καί βλασφημίαν καί εδόθη αυτώ εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσαράκοντα δύο. 
6 καί ήνοιξε τό στόμα αυτού εις βλασφημίαν πρός τόν Θεόν, βλασφημήσαι τό όνομα αυτού καί τήν σκηνήν αυτού, τούς εν τώ ουρανώ σκηνούντας. 
7 καί εδόθη αυτώ πόλεμον ποιήσαι μετά τών αγίων καί νικήσαι αυτούς, καί εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν καί λαόν καί γλώσσαν καί έθνος. 
8 καί προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί τής γής, ών ου γέγραπται τό όνομα εν τώ βιβλίω τής ζωής τού αρνίου τού εσφαγμένου από καταβολής κόσμου. 
9 Εί τις έχει ούς, ακουσάτω. 
10 εί τις εις αιχμαλωσίαν απάγει, εις αιχμαλωσίαν υπάγει εί τις εν μαχαίρα αποκτέννει, δεί αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι. ώδέ εστιν η υπομονή καί η πίστις τών αγίων. 
11 Καί είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ τής γής, καί είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω, καί ελάλει ως δράκων. 
12 καί τήν εξουσίαν τού πρώτου θηρίου πάσαν ποιεί ενώπιον αυτού. καί ποιεί τήν γήν καί τούς εν αυτή κατοικούντας ίνα προσκυνήσωσι τό θηρίον τό πρώτον, ού εθεραπεύθη η πληγή τού θανάτου αυτού. 
13 καί ποιεί σημεία μεγάλα, καί πύρ ίνα εκ τού ουρανού καταβαίνη εις τήν γήν ενώπιον τών ανθρώπων. 
14 καί πλανά τούς κατοικούντας επί τής γής διά τά σημεία ά εδόθη αυτώ ποιήσαι ενώπιον τού θηρίου, λέγων τοίς κατοικούσιν επί τής γής ποιήσαι εικόνα τώ θηρίω, ός είχε τήν πληγήν τής μαχαίρας καί έζησε. 
15 καί εδόθη αυτώ πνεύμα δούναι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα καί λαλήση η εικών τού θηρίου καί ποιήση, όσοι εάν μή προσκυνήσωσι τή εικόνι τού θηρίου, ίνα αποκτανθώσι. 
16 καί ποιεί πάντας, τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς πλουσίους καί τούς φτωχούς, καί τούς ελευθέρους καί τούς δούλους, ίνα δώσωσιν αυτοίς χάραγμα επί τής χειρός αυτών τής δεξιάς ή επί τών μετώπων αυτών, 
17 καί ίνα μή τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μή ο έχων τό χάραγμα, τό όνομα τού θηρίου ή τόν αριθμόν τού ονόματος αυτού. 
18 Ώδε η σοφία εστίν ο έχων νούν ψηφισάτω τόν αριθμόν τού θηρίου αριθμός γάρ ανθρώπου εστί καί ο αριθμός αυτού χξς'. 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. 

Στίχ. 1-25. Καί αυτός ο Αβραάμ εδικαιώθη διά τής πίστεως. 

Τί ούν ερούμεν Αβραάμ τόν πατέρα ημών ευρηκέναι κατά σάρκα; 
2 ει γάρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη, έχει καύχημα, αλλ' ου πρός τόν Θεόν. 
3 τί γάρ η Γραφή λέγει; επίστευσε δέ Αβραάμ τώ Θεώ, καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 
4 τώ δέ εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα 
5 τώ δέ μή εργαζομένω, πιστεύοντι δέ επί τόν δικαιούντα τόν ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην, 
6 καθάπερ καί Δαβίδ λέγει τόν μακαρισμόν τού ανθρώπου ώ ο Θεός λογίζεται δικαιοσύνην χωρίς έργων 
7 μακάριοι ών αφέθησαν αι ανομίαι καί ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι 
8 μακάριος ανήρ ώ ου μή λογίσηται Κύριος αμαρτίαν. 
9 ο μακαρισμός ούν ούτος επί τήν περιτομήν ή καί επί τήν ακροβυστίαν; λέγομεν γάρ ότι ελογίσθη τώ Αβραάμ η πίστις εις δικαιοσύνην. 
10 πώς ούν ελογίσθη; εν περιτομή όντι ή εν ακροβυστία; ουκ εν περιτομή, αλλ' εν ακροβυστία 
11 καί σημείον έλαβε περιτομής, σφραγίδα τής δικαιοσύνης τής πίστεως τής εν τή ακροβυστία, εις τό είναι αυτόν πατέρα πάντων τών πιστευόντων δι' ακροβυστίας, εις τό λογισθήναι καί αυτοίς τήν δικαιοσύνην, 
12 καί πατέρα περιτομής τοίς ουκ εκ περιτομής μόνον, αλλά καί τοίς στοιχούσι τοίς ίχνεσι τής εν τή ακροβυστία πίστεως τού πατρός ημών Αβραάμ. 
13 ου γάρ διά νόμου η επαγγελία τώ Αβραάμ ή τώ σπέρματι αυτού, τό κληρονόμον αυτόν είναι τού κόσμου, αλλά διά δικαιοσύνης πίστεως. 
14 ει γάρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις καί κατήργηται η επαγγελία 
15 ο γάρ νόμος οργήν κατεργάζεται ού γάρ ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις. 
16 Διά τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις τό είναι βεβαίαν τήν επαγγελίαν παντί τώ σπέρματι, ου τώ εκ τού νόμου μόνον, αλλά καί τώ εκ πίστεως Αβραάμ, ός εστι πατήρ πάντων ημών, 
17 καθώς γέγραπται ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε, κατέναντι ού επίστευσε Θεού τού ζωοποιούντος τούς νεκρούς καί καλούντος τά μή όντα ως όντα 
18 ός παρ' ελπίδα επ' ελπίδι επίστευσεν, εις τό γενέσθαι αυτόν πατέρα πολλών εθνών κατά τό ειρημένον ούτως έσται τό σπέρμα σου 
19 καί μή ασθενήσας τή πίστει ου κατενόησε τό εαυτού σώμα ήδη νενεκρωμένον, εκατονταέτης που υπάρχων, καί τήν νέκρωσιν μήτρας Σάρρας 
20 εις δέ τήν επαγγελίαν τού Θεού ου διεκρίθη τή απιστία, αλλ' ενεδυναμώθη τή πίστει, δούς δόξαν τώ Θεώ 
21 καί πληροφορηθείς ότι ό επήγγελται δυνατός εστι καί ποιήσαι. 
22 διό καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 
23 Ουκ εγράφη δέ δι' αυτόν μόνον ότι ελογίσθη αυτώ, 
24 αλλά καί δι' ημάς οίς μέλλει λογίζεσθαι, τοίς πιστεύουσιν επί τόν εγείραντα Ιησούν τόν Κύριον ημών εκ νεκρών, 
25 ός παρεδόθη διά τά παραπτώματα ημών καί ηγέρθη διά τήν δικαίωσιν ημών.   

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. 

Στίχ. 1-20. Οι Ιουδαίοι καί ειδωλολάτραι έχουν ανάγκην δικαιώσεως. 

Τί ούν τό περισσόν τού Ιουδαίου, ή τίς η ωφέλεια τής περιτομής; 
2 πολύ κατά πάντα τρόπον. πρώτον μέν γάρ ότι επιστεύθησαν τά λόγια τού Θεού. 
3 τί γάρ ει ηπίστησάν τινες; μή η απιστία αυτών τήν πίστιν τού Θεού καταργήσει; 
4 μή γένοιτο γινέσθω δέ ο Θεός αληθής, πάς δέ άνθρωπος ψεύστης, καθώς γέγραπται όπως άν δικαιωθής εν τοίς λόγοις σου καί νικήσης εν τώ κρίνεσθαί σε. 
5 ει δέ η αδικία ημών Θεού δικαιοσύνην συνίστησι, τί ερούμεν; μή άδικος ο Θεός ο επιφέρων τήν οργήν; κατά άνθρωπον λέγω. 
6 μή γένοιτο επεί πώς κρινεί ο Θεός τόν κόσμον; 
7 ει γάρ η αλήθεια τού Θεού εν τώ εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις τήν δόξαν αυτού, τί έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι; 
8 καί μή καθώς βλασφημούμεθα καί καθώς φασί τινες ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τά κακά ίνα έλθη τά αγαθά; ών τό κρίμα ένδικόν εστι. 
9 Τί ούν; προεχόμεθα; ου πάντως προητιασάμεθα γάρ Ιουδαίους τε καί Έλληνας πάντας υφ' αμαρτίαν είναι, 
10 καθώς γέγραπται ότι ουκ έστι δίκαιος ουδέ είς, 
11 ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν ο εκζητών τόν Θεόν 
12 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. 
13 τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν, ιός ασπίδων υπό τά χείλη αυτών 
14 ών τό στόμα αράς καί πικρίας γέμει 
15 οξείς οι πόδες αυτών εκχέαι αίμα, 
16 σύντριμμα καί ταλαιπωρία εν ταίς οδοίς αυτών, 
17 καί οδόν ειρήνης ουκ έγνωσαν. 
18 ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι τών οφθαλμών αυτών. 
19 Οίδαμεν δέ ότι όσα ο νόμος λέγει τοίς εν τώ νόμω λαλεί, ίνα πάν στόμα φραγή καί υπόδικος γένηται πάς ο κόσμος τώ Θεώ, 
20 διότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σάρξ ενώπιον αυτού διά γάρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας. 

Στίχ. 21-31. Η δικαίωσις παρέχεται εις όλους 
διά τής πίστεως εις τόν Ιησούν Χριστόν.

21 Νυνί δέ χωρίς νόμου δικαιοσύνη Θεού πεφανέρωται, μαρτυρουμένη υπό τού νόμου καί τών προφητών, 
22 δικαιοσύνη δέ Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας καί επί πάντας τούς πιστεύοντας ου γάρ έστι διαστολή 
23 πάντες γάρ ήμαρτον καί υστερούνται τής δόξης τού Θεού, 
24 δικαιούμενοι δωρεάν τή αυτού χάριτι διά τής απολυτρώσεως τής εν Χριστώ Ιησού, 
25 όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά τής πίστεως εν τώ αυτού αίματι, εις ένδειξιν τής δικαιοσύνης αυτού διά τήν πάρεσιν τών προγεγονότων αμαρτημάτων 
26 εν τή ανοχή τού Θεού, πρός ένδειξιν τής δικαιοσύνης αυτού εν τώ νύν καιρώ, εις τό είναι αυτόν δίκαιον καί δικαιούντα τόν εκ πίστεως Ιησού. 
27 Πού ούν η καύχησις; εξεκλείσθη. διά ποίου νόμου; τών έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. 
28 λογιζόμεθα ούν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου. 
29 ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; ουχί δέ καί εθνών; ναί καί εθνών, 
30 επείπερ είς ο Θεός ός δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως καί ακροβυστίαν διά τής πίστεως. 
31 νόμον ούν καταργούμεν διά τής πίστεως; μή γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Στίχ. 1-29. Η οργή τού Θεού θά εκδηλωθή καί κατά τών Ιουδαίων, 
οι οποίοι δέν τηρούν τόν θείον νόμον. 

Διό αναπολόγητος εί, ώ άνθρωπε πάς ο κρίνων εν ώ γάρ κρίνεις τόν έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις τά γάρ αυτά πράσσεις ο κρίνων. 
2 οίδαμεν δέ ότι τό κρίμα τού Θεού εστι κατά αλήθειαν επί τούς τά τοιαύτα πράσσοντας. 
3 λογίζη δέ τούτο, ώ άνθρωπε ο κρίνων τούς τά τοιαύτα πράσσοντας καί ποιών αυτά, ότι σύ εκφεύξη τό κρίμα τού Θεού; 
4 ή τού πλούτου τής χρηστότητος αυτού καί τής ανοχής καί τής μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι τό χρηστόν τού Θεού εις μετάνοιάν σε άγει; 
5 κατά δέ τήν σκληρότητά σου καί αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής καί αποκαλύψεως καί δικαιοκρισίας τού Θεού, 
6 ός αποδώσει εκάστω κατά τά έργα αυτού, 
7 τοίς μέν καθ' υπομονήν έργου αγαθού δόξαν καί τιμήν καί αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον, 
8 τοίς δέ εξ εριθείας, καί απειθούσι μέν τή αληθεία, πειθομένοις δέ τή αδικία, θυμός καί οργή 
9 θλίψις καί στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου τού κατεργαζομένου τό κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον καί Έλληνος 
10 δόξα δέ καί τιμή καί ειρήνη παντί τώ εργαζομένω τό αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον καί Έλληνι 
11 ου γάρ έστι προσωποληψία παρά τώ Θεώ. 
12 όσοι γάρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως καί απολούνται καί όσοι εν νόμω ήμαρτον, διά νόμου κριθήσονται. 
13 ου γάρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τώ Θεώ, αλλ' οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται. 
14 όταν γάρ έθνη τά μή νόμον έχοντα φύσει τά τού νόμου ποιή, ούτοι νόμον μή έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, 
15 οίτινες ενδείκνυνται τό έργον τού νόμου γραπτόν εν ταίς καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών τής συνειδήσεως καί μεταξύ αλλήλων τών λογισμών κατηγορούντων ή καί απολογουμένων 
16 εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τά κρυπτά τών ανθρώπων κατά τό ευαγγέλιόν μου διά Ιησού Χριστού. 
17 Ίδε συ Ιουδαίος επονομάζη, καί επαναπαύη τώ νόμω, καί καυχάσαι εν Θεώ, 
18 καί γινώσκεις τό θέλημα, καί δοκιμάζεις τά διαφέροντα, κατηχούμενος εκ τού νόμου, 
19 πέποιθάς τε σεαυτόν οδηγόν είναι τυφλών, φώς τών εν σκότει, 
20 παιδευτήν αφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, έχοντα τήν μόρφωσιν τής γνώσεως καί τής αληθείας εν τώ νόμω. 
21 ο ούν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; ο κηρύσσων μή κλέπτειν κλέπτεις; 
22 ο λέγων μή μοιχεύειν μοιχεύεις; ο βδελυσσόμενος τά είδωλα ιεροσυλείς; 
23 ός εν νόμω καυχάσαι, διά τής παραβάσεως τού νόμου τόν Θεόν ατιμάζεις; 
24 τό γάρ όνομα τού Θεού δι' υμάς βλασφημείται εν τοίς έθνησι, καθώς γέγραπται. 
25 περιτομή μέν γάρ ωφελεί, εάν νόμον πράσσης εάν δέ παραβάτης νόμου ής, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν. 
26 εάν ούν η ακροβυστία τά δικαιώματα τού νόμου φυλάσση, ουχί η ακροβυστία αυτού εις περιτομήν λογισθήσεται; 
27 καί κρινεί η εκ φύσεως ακροβυστία, τόν νόμον τελούσα, σέ τόν διά γράμματος καί περιτομής παραβάτην νόμου. 
28 ου γάρ ο εν τώ φανερώ Ιουδαίός εστιν, ουδέ η εν τώ φανερώ εν σαρκί περιτομή, 
29 αλλ' ο εν τώ κρυπτώ Ιουδαίος, καί περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι, ού ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ' εκ τού Θεού.