Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ’


Εν τω τελευταίω κεφαλαίω συνεχίζεται η περιγραφή της μακαρίας ζωής των πολιτών της νέας Ιερουσαλήμ και από του στίχου 6 επακολουθεί ο επίλογος του βιβλίου, εν τω οποίω επικυρούται το όλον περιεχόμενον αυτού διά φωνής αγγελικής και παρεμβάλλεται παραγγελία και υπόσχεσις του Ιησού Χριστού, εν τέλει δε και νέα προειδοποίησις αυτού περί της ταχείας ελεύσεώς του.

Και έδειξέ μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον, εκπορευόμενον εκ του θρόνου του Θεού και του αρνίου.
2 εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής, ποιούν καρπούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών.
3 και παν κατάθεμα ουκ έσται έτι και ο θρόνος του Θεού και του αρνίου εν αυτή έσται, και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ
4 και όψονται το πρόσωπον αυτού, και το όνομα αυτού επί των μετώπων αυτών.
5 και νυξ ουκ έσται έτι, και ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων.
6 Και λέγει μοι ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί, και Κύριος ο Θεός των πνευμάτων των προφητών απέστειλε τον άγγελον αυτού δείξαι τοις δούλοις αυτού α δει γενέσθαι εν τάχει.
7 και ιδού έρχομαι ταχύ. μακάριος ο τηρών τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου.
8 Καγώ Ιωάννης ο ακούων και βλέπων ταύτα. και ότε ήκουσα και έβλεψα, έπεσα προσκυνήσαι έμπροσθεν των ποδών του αγγέλου του δεικνύοντός μοι ταύτα.
9 και λέγει μοι όρα μη σύνδουλός σού ειμι και των αδελφών σου των προφητών και των τηρούντων τους λόγους του βιβλίου τούτου τω Θεώ προσκύνησον.
10 Και λέγει μοι μη σφραγίσης τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου ο καιρός γαρ εγγύς εστιν.
11 ο αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι.
12 Ιδού έρχομαι ταχύ, και ο μισθός μου μετ’ εμού, αποδούναι εκάστω ως το έργον έσται αυτού.
13 εγώ το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος.
14 Μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής, και τοις πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν.
15 έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας ο φιλών και ποιών ψεύδος.
16 Εγώ Ιησούς έπεμψα τον άγγελόν μου μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίαις. εγώ ειμι η ρίζα και το γένος Δαυΐδ, ο αστήρ ο λαμπρός ο πρωϊνός.
17 Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν έρχου. και ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν.
18 Μαρτυρώ εγώ παντί τω ακούοντι τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. Εάν τις επιθή επί ταύτα, επιθήσει ο Θεός επ’ αυτόν τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω
19 και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, αφελεί ο Θεός το μέρος αυτού από του ξύλου της ζωής και εκ της πόλεως της αγίας, των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω.
20 Λέγει ο μαρτυρών ταύτα ναι έρχομαι τάχυ. Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού.
21 Η χάρις του Κύριου Ιησού Χριστού μετά πάντων των αγίων αμήν.

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ’

Στίχ. 1-4. Η συνεισφορά διά την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων.

Περί δε της λογίας της εις τους αγίους, ώσπερ διέταξα ταις εκκλησίαις της Γαλατίας ούτω και υμείς ποιήσατε.
2 κατά μίαν σαββάτων έκαστος υμών παρ’ εαυτώ τιθέτω θησαυρίζων ό,τι αν ευοδώται, ίνα μη όταν έλθω τότε λογίαι γίνωνται.
3 όταν δε παραγένωμαι, ους εάν δοκιμάσητε, δι’ επιστολών τούτους πέμψω απενεγκείν την χάριν υμών εις Ιερουσαλήμ
4 εάν δε η άξιον του καμέ πορεύεσθαι, συν εμοί πορεύσονται.

Στίχ. 5-9. Το ταξίδιον του Παύλου εις Κορινθον.

5 Ελεύσομαι δε προς υμάς όταν Μακεδονίαν διέλθω Μακεδονίαν γαρ διέρχομαι
6 προς υμάς δε τυχόν παραμενώ ή και παραχειμάσω, ίνα υμείς με προπέμψητε ου εάν πορεύωμαι.
7 ου θέλω γαρ υμάς άρτι εν παρόδω ιδείν, ελπίζω δε χρόνον τινά επιμείναι προς υμάς, εάν ο Κύριος επιτρέπη.
8 επιμενώ δε εν Εφέσω έως της πεντηκοστής
9 θύρα γαρ μοι ανέωγε μεγάλη και ενεργής, και αντικείμενοι πολλοί.

Στίχ. 10-18. Παραγγελίαι και προτροπαί.

10 Εάν δε έλθη Τιμόθεος,βλέπετε ίνα αφόβως γένηται προς υμάς το γαρ έργον Κυρίου εργάζεται ως καγώ μη τις ουν αυτόν εξουθενήση.
11 προπέμψατε δε αυτόν εν ειρήνη ίνα έλθη προς με εκδέχομαι γαρ αυτόν μετά των αδελφών.
12 Περί δε Απολλώ του αδελφού, πολλά παρεκάλεσα αυτόν ίνα έλθη προς υμάς μετά των αδελφών και πάντως ουκ ην θέλημα ίνα νυν έλθη, ελεύσεται δε όταν ευκαιρήση.
13 Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε.
14 πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω.
15 Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί οίδατε την οικίαν Στεφανά, ότι εστίν απαρχή της Αχαΐας και εις διακονίαν τοις αγίοις έταξαν εαυτούς
16 ίνα και υμείς υποτάσσησθε τοις τοιούτοις και παντί τω συνεργούντι και κοπιώντι.
17 χαίρω δε επί τη παρουσία Στεφανά και Φουρτουνάτου και Αχαϊκού, ότι το υμών υστέρημα ούτοι ανεπλήρωσαν
18 ανέπαυσαν γαρ το εμόν πνεύμα και το υμών. επιγινώσκετε ουν τους τοιούτους.

Στίχ. 19-24. Διάφοροι χαιρετισμοί.

19 Ασπάζονται υμάς αι εκκλησίαι της Ασίας. ασπάζονται υμάς εν Κυρίω πολλά Ακύλας και Πρίσκιλλα συν τη κατ’ οίκον αυτών εκκλησία.
20 ασπάζονται υμάς οι αδελφοί πάντες. ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω.
21 Ο ασπασμός τη εμή χειρί Παύλου.
22 ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. Μαράν αθά.
23 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μεθ’ υμών.
24 η αγάπη μου μετά πάντων υμών εν Χριστώ Ιησού αμήν. 

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ’

Στίχ. 1-28. Η Ανάστασις του Κυρίου απόδειξις της αναστάσεως των νεκρών.

Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον ο ευηγγελισάμην υμίν, ο και παρελάβετε, εν ω και εστήκατε,
2 δι’ ου και σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μη εική επιστεύσατε.
3 παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς,
4 και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς,
5 και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα
6 έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν
7 έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν
8 έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.
9 εγώ γαρ ειμι ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού
10 χάριτι δε Θεού ειμι ο ειμι και η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα, ουκ εγώ δε, αλλ’ η χάρις του Θεού η συν εμοί.
11 είτε ουν εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε.
12 Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πως λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν;
13 ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται
14 ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών.
15 ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού, ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται
16 ει γαρ νεκροί ουκ εγείρονται, ουδέ Χριστός εγήγερται.
17 ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών.
18 άρα και οι κοιμηθέντες εν Χριστώ απώλοντο.
19 ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν.
20 Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
21 επειδή γαρ δι’ ανθρώπου ο θάνατος, και δι’ ανθρώπου ανάστασις νεκρών.
22 ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται.
23 έκαστος δε εν τω ιδίω τάγματι απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού
24 είτα το τέλος, όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσίαν και δύναμιν.
25 δει γαρ αυτόν βασιλεύειν άχρις ου αν θη πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού.
26 έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος
27 πάντα γαρ υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού. Όταν δε είπη ότι πάντα υποτέτακται, δήλον ότι εκτός του υποτάξαντος αυτώ τα πάντα.
28 όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν.

Στίχ. 29-34. Η συμπεριφορά των Αποστόλων και των πιστών απόδειξις της αναστάσεως των νεκρών.

29 Επεί τι ποιήσουσιν οι βαπτιζόμενοι υπέρ των νεκρών, ει όλως νεκροί ουκ εγείρονται; τι και βαπτίζονται υπέρ των νεκρών;
30 τι και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν;
31 καθ’ ημέραν αποθνήσκω, νη την υμετέραν καύχησιν ην έχω εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
32 ει κατά άνθρωπον εθηριομάχησα εν Εφέσω, τι μοι το όφελος; Ει νεκροί ουκ εγείρονται, φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν.
33 μη πλανάσθε φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί.
34 εκνήψατε δικαίως και μη αμαρτάνετε αγνωσίαν γαρ Θεού τινες έχουσι προς εντροπήν υμίν λέγω.

Στίχ. 35-49. Πως θα είναι τα αναστημένα σώματα.

35 Αλλ’ ερεί τις πως εγείρονται οι νεκροί; ποίω δε σώματι έρχονται;
36 άφρον, συ ο σπείρεις, ου ζωοποιείται εάν μη αποθάνη
37 και ο σπείρεις, ου το σώμα το γενησόμενον σπείρεις, αλλά γυμνόν κόκκον, ή τύχοι σίτου ή τινος των λοιπών
38 ο δε Θεός αυτώ δίδωσι σώμα καθώς ηθέλησε, και εκάστω των σπερμάτων το ίδιον σώμα.
39 ου πάσα σαρξ η αυτή σαρξ, αλλά άλλη μεν ανθρώπων, άλλη δε σαρξ κτηνών, άλλη δε ιχθύων, άλλη δε πετεινών.
40 και σώματα επουράνια, και σώματα επίγεια αλλ’ ετέρα μεν η των επουρανίων δόξα, ετέρα δε η των επιγείων.
41 άλλη δόξα ηλίου, και άλλη δόξα σελήνης, και άλλη δόξα αστέρων αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη.
42 ούτω και η ανάστασις των νεκρών. σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία
43 σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει
44 σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν. έστι σώμα ψυχικόν, και έστι σώμα πνευματικόν.
45 ούτω και γέγραπται εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν.
46 αλλ’ ου πρώτον το πνευματικόν, αλλά το ψυχικόν, έπειτα το πνευματικόν.
47 ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού.
48 οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι
49 και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου.

Στίχ. 50-58. Πως θα γίνη η ανάστασις των νεκρών.

50 Τούτο δε φημι, αδελφοί, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί.
51 ιδού μυστήριον υμίν λέγω πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα,
52 εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγσόμεθα.
53 δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν.
54 όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν, τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος.
55 που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νίκος;
56 το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία, η δε δύναμις της αμαρτίας ο νόμος.
57 τω δε Θεώ χάρις τω διδόντι ημίν το νίκος διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
58 Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ’

Εν τω κεφαλαίω τούτω περιγράφεται η εν τη ανακαινισθείση γη εγκατάστασις της καινής Ιερουσαλήμ, της εξ ουρανού καταβαινούσης ως νύμφης ητοιμασμένης εις γάμον και αποτελούσης την σκηνήν, εν η ο Θεός συγκατοικεί αιωνίως μετά των ανθρώπων, ζώντων εν μακαριότητι. Η νύμφη αύτη του Αρνίου περιγράφεται ως επουράνιος και αχειροποίητος πόλις αείφωτος, κατησφαλισμένη εις τον αιώνα, τεθεμελιωμένη αδιασείστως, άνετος διαμονή των εν αυτή οικούντων, οίτινες συγχρόνως είναι και οι ζώντες λίθοι, δι’ ων αύτη έχει οικοδομηθή. Εντεύθεν και οι δώδεκα θεμέλιοι αυτής, οι δώδεκα Απόστολοι, είναι <<παντί λίθω κεκοσμημένοι>> και η όλη οικοδομή του τε τείχους αυτής, αλλά και  αυτής της πόλεως μέχρι του ενδοτέρου βάθους αυτών έχει γίνει εξ ιάσπιδος και χρυσίου καθαρού. Ύδωρ ζων και καρπός του ξύλου της ζωής τρέφουσι τους πολίτας αυτής, οίτινες εν αμέσω επικοινωνία μετά του Θεού και του Αρνίου διατελούντες, βλέπουν το πρόσωπον αυτού και λατρεύουν αυτώ, αυτοί όντες ο έμψυχος ναός του Θεού. Διά τούτο δε χαρακτηριστικώτατα παρουσιάζεται η νέα Ιερουσαλήμ ως στερουμένη ναού, αυτή αύτη αποτελούσα ολόκληρος το άγιον του Θεού κατοικητήριον. Η όλη περιγραφή είναι καθαρώς βιβλική συγκεντρούσα τα εν τοις βιβλίοις των προφητών της Π. Διαθήκης εγκατεσπαρμένα χαρακτηριστικά της αχειροποιήτου πόλεως.

Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι.
2 και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής.
3 και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός μετ’ αυτών έσται,
4 και εξαλείψει απ’ αυτών ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι ότι τα πρώτα απήλθον.
5 Και είπεν ο καθήμενος επί τω θρόνω ιδού καινά ποιώ πάντα. και λέγει μοι γράψον, ότι ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί εισι.
6 και είπέ μοι γέγονεν. Εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν.
7 ο νικών, έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός.
8 τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστιν ο θάνατος ο δεύτερος.
9 Και ήλθεν εις των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας τας γεμούσας των επτά πληγών των εσχάτων, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων δεύρο δείξω σοι την νύμφην την γυναίκα του αρνίου.
10 και απήνεγκέ με εν πνεύματι επ’ όρος μέγα και υψηλόν, και έδειξέ μοι την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού,
11 έχουσαν την δόξαν του Θεού ο φωστήρ αυτής όμοιος λίθω τιμιωτάτω, ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλίζοντι
12 έχουσα τείχος μέγα και υψηλόν, έχουσα πυλώνας δώδεκα, και επί τοις πυλώσιν αγγέλους δώδεκα, και ονόματα επιγεγραμμένα, α εστιν ονόματα των δώδεκα φυλών των υιών Ισραήλ.
13 απ’ ανατολών πυλώνες τρείς, και από βορρά πυλώνες τρείς, και από νότου πυλώνες τρείς, και από δυσμών πυλώνες τρείς.
14 και το τείχος της πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου.
15 Και ο λαλών μετ’ εμού είχε μέτρον κάλαμον χρυσούν, ίνα μετρήση την πόλιν και τους πυλώνας αυτής και το τείχος αυτής.
16 και η πόλις τετράγωνος κείται, και το μήκος αυτής όσον και το πλάτος. Και εμέτρησε την πόλιν εν τω καλάμω επί σταδίους δώδεκα χιλιάδων το μήκος και το πλάτος και το ύψος αυτής ίσα εστί.
17 και εμέτρησε το τείχος αυτής εκατόν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχών, μέτρον ανθρώπου, ο εστιν αγγέλου.
18 και ην η ενδόμησις του τείχους αυτής ίασπις, και η πόλις χρυσίον καθαρόν, όμοιον υάλω καθαρώ.
19 οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως παντί λίθω τιμίω κεκοσμημένοι ο θεμέλιος ο πρώτος ίασπις, ο δεύτερος σάπφειρος, ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμάραγδος,
20 ο πέμπτος σαρδόνυξ, ο έκτος σάρδιον, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος.
21 και οι δώδεκα πυλώνες δώδεκα μαργαρίται ανά εις έκαστος των πυλώνων ην εξ ενός μαργαρίτου. και η πλατεία της πόλεως χρυσίον καθαρόν ως ύαλος διαυγής.
22 Και ναόν ουκ είδον εν αυτή ο γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι, και το αρνίον.
23 και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον.
24 και περιπατήσουσι τα έθνη διά του φωτός αυτής, και οι βασιλείς της γης φέρουσι την δόξαν και την τιμήν αυτών εις αυτήν,
25 και οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας νυξ γαρ ουκ έσται εκεί
26 και οίσουσι την δόξαν και την τιμήν τα των εθνών εις αυτήν.
27 και ου μη εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ο ποιών βδέλυγμα και ψεύδος, ει μη οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄


Στίχ. 1-25. Η προφητεία και η γλωσσολαλιά.

Διώκετε την αγάπην ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε.
2 ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια
3 ο δε προφητεύων ανθρώποις λαλεί οικοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν.
4 ο λαλών γλώσση εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί.
5 θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη.
6 νυνί δε, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τι υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω ή εν αποκαλύψει ή εν γνώσει ή εν προφητεία ή εν διδαχή;
7 όμως τα άψυχα φωνήν διδόντα, είτε αυλός είτε κιθάρα, εάν διαστολήν τοις φθόγγοις μη διδώ, πως γνωσθήσεται το αυλούμενον ή το κιθαριζόμενον;
8 και γαρ εάν άδηλον φωνήν σάλπιγξ δω, τις παρασκευάσηται εις πόλεμον;
9 ούτω και υμείς διά της γλώσσης εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πως γνωσθήσεται το λαλούμενον; Έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες.
10 τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εστιν εν κόσμω, και ουδέν αυτών άφωνον
11 εάν ουν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής, έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος.
12 ούτω και υμείς επεί ζηλωταί εστε πνευμάτων, προς την οικοδομήν της εκκλησίας ζητείτε ίνα περισσεύητε.
13 Διόπερ ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη.
14 εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμα μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστι.
15 τι ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ.
16 επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πως ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία; Επειδή τι λέγεις ουκ οίδε
17 συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται.
18 ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών
19 αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους διά του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους λόγους εν γλώσση.
20 Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε.
21 εν τω νόμω γέγραπται ότι εν έτερογλώσσοις και εν χείλεσιν ετέροις λαλήσω τω λαώ τούτω, και ουδ’ ούτως εισακούσονταί μου λέγει Κύριος.
22 ώστε αι γλώσσαι εις σημείον εισιν ου τοις πιστεύουσιν, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν.
23 Εάν ουν συνέλθη η εκκλησία όλη επί το αυτό και πάντες γλώσσαις λαλώσιν, εισέλθωσι δε ιδιώται ή άπιστοι, ουκ ερούσιν ότι μαίνεσθε;
24 εάν δε πάντες προφητεύωσιν, εισέλθη δε τις άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων,
25 και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού φανερά γίνεται και ούτω πεσών επί πρόσωπον προσκυνήσει τω Θεώ, απαγγέλλων ότι ο Θεός όντως εν υμίν εστι.

Στίχ. 26-40. Πρακτικοί κανόνες διά την καλήν χρήσιν των χαρισμάτων.

26 Τι ουν εστιν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα προς οικοδομήν γινέσθω.
27 είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς, και ανά μέρος, και εις διερμηνευέτω
28 εάν δε μη η διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ.
29 προφήται δε δύο ή τρείς λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν
30 εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω.
31 δύνασθε γαρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται
32 και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται
33 ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης.
34 Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ’ υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει.
35 ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν.
36 ή αφ’ υμών ο λόγος του Θεού εξήλθεν, ή εις υμάς μόνους κατήντησεν;
37 Ει τις δοκεί προφήτης είναι ή πνευματικός, επιγινωσκέτω α γράφω υμίν, ότι του Κυρίου εισίν εντολαί
38 ει δε τις αγνοεί, αγνοείτω.
39 Ώστε, αδελφοί, ζηλούτε το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσσαις μη κωλύετε
40 πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω.