Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’

Στίχ. 1-16. Τα αληθινά αισθήματα του Παύλου προς την Εκκλησίαν της Κορίνθου, παρά τας προηγηθείσας επιπλήξεις του.

Ταύτας ουν έχοντες τας επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.
2 Χωρήσατε ημάς ουδένα ηδικήσαμεν, ουδένα εφθείραμεν, ουδένα επλεονεκτήσαμεν.
3 ου προς κατάκρισιν λέγω προείρηκα γαρ ότι εν ταις καρδίαις ημών εστε εις το συναποθανείν και συζήν.
4 πολλή μοι παρρησία προς υμάς, πολλή μοι καύχησις υπέρ υμών πεπλήρωμαι τη παρακλήσει, υπερπερισσεύομαι τη χαρά επί πάση τη θλίψει ημών.
5 Και γαρ ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σάρξ ημών, αλλ’ εν παντί θλιβόμενοι έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι.
6 αλλ’ ο παρακαλών τους ταπεινούς παρεκάλεσεν ημάς ο Θεός εν τη παρουσία Τίτου
7 ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ώστε με μάλλον χαρήναι,
8 ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελόμην βλέπω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ώραν, ελύπησεν υμάς.
9 νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν ελυπήθητε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών.
10 η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.
11 ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συνεστήσατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι.
12 άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνεκεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδικηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φανερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού.
13 Διά τούτο παρακεκλήμεθα. Επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου. ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάντων υμών
14 ότι ει τι αυτώ υπέρ υμών κεκαύχημαι, ου κατησχύνθην, αλλ’ ως πάντα εν αληθεία ελαλήσαμεν υμίν, ούτω και η καύχησις ημών η επί Τίτου αλήθεια εγενήθη.
15 και τα σπλάγχνα αυτού περισσοτέρως εις υμάς εστιν αναμιμνησκομένου την πάντων υμών υπακοήν, ως μετά φόβου και τρόμου εδέξασθε αυτόν.
16 χαίρω ότι εν παντί θαρρώ εν υμίν. 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ’

Στίχ. 1-10. Πως οι κήρυκες του ευαγγελίου εκτελούν την διακονίαν των.

Συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς
2 λέγει γαρ καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας
3 μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία,
4 αλλ’ εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις,
5 εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις,
6 εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω,
7 εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών,
8 διά δόξης και ατιμίας, διά δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι και αληθείς,
9 ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι,
10 ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες.

Στίχ. 11-18. Όχι στεναί σχέσεις με τους ειδωλολάτρας.

11 Το στόμα ημών ανέωγε προς υμάς, Κορίνθιοι, η καρδία ημών πεπλάτυνται
12 ου στενοχωρείσθε εν ημίν, στενοχωρείσθε δε εν τοις σπλάγχνοις υμών
13 την δε αυτήν αντιμισθίαν, ως τέκνοις λέγω, πλατύνθητε και υμείς.
14 Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;
15 τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;
16 τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός.
17 διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς,
18 και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’

Στίχ. 1-10. Ο Παύλος είναι βέβαιος, ότι θα λάβη μέρος εις την ανάστασιν,
Και δι’ αυτό προσπαθεί να αρέση μόνον εις τον Χριστόν.

Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς.
2 και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες,
3 ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα.
4 και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι εφ’ ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής.
5 ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δους ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος.
6 Θαρρούντες ουν πάντοτε και ειδότες ότι ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του Κυρίου
7 διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου διά είδους
8 θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον.
9 διό και φιλοτιμούμεθα, είτε ενδημούντες είτε εκδημούντες, ευάρεστοι αυτώ είναι.
10 τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν.

Στίχ. 11-21. Εις τι αποβλέπει το έργον των Αποστόλων.

11 Ειδότες ουν τον φόβον του Κυρίου ανθρώπους πείθομεν, Θεώ δε πεφανερώμεθα, ελπίζω δε και εν ταις συνειδήσεσιν υμών πεφανερώσθαι.
12 ου γαρ πάλιν εαυτούς συνιστάνομεν υμίν, αλλά αφορμήν διδόντες υμίν καυχήματος υπέρ ημών, ίνα έχητε προς τους εν προσώπω καυχωμένους και ου καρδία.
13 είτε γαρ εξέστημεν, Θεώ, είτε σωφρονούμεν, υμίν.
14 η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς, κρίναντας τούτο, ότι ει εις υπέρ πάντων απέθανεν, άρα οι πάντες απέθανον
15 και υπέρ πάντων απέθανεν, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι.
16 Ώστε ημείς από του νυν ουδένα οίδαμεν κατά σάρκα ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν.
17 ώστε ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα.
18 τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής,
19 ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής.
20 Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ
21 τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ. 

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’

Σ τίχ. 1-6. Πως αντιλαμβάνεται ο Παύλος το αποστολικόν του καθήκον.

Διά τούτο, έρχοντες την διακονίαν ταύτην καθώς ηλεήθημεν, ουκ εκκακούμεν,
2 αλλ’ απειπάμεθα τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία μηδέ δολούντες τον λόγον του Θεού, αλλά τη φανερώσει της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού.
3 ει δε και έστι κεκαλυμμένον το ευαγγέλιον ημών, εν τοις απολλυμένοις εστί κεκαλυμμένον,
4 εν οις ο θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ος εστιν εικών του Θεού.
5 ου γαρ εαυτούς κηρύσσομεν, αλλά Χριστόν Ιησούν Κύριον, εαυτούς δε δούλους υμών διά Ιησούν.
6 ότι ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φώς λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού.

Στίχ.7-12. Αι δυσκολίαι των Αποστόλων εις το έργον των.

7 Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή της δυνάμεως η του Θεού και μη εξ ημών,
8 εν παντί θλιβόμενοι αλλ’ ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι αλλ’ ουκ εξαπορούμενοι,
9 διωκόμενοι αλλ’ ουκ  εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι αλλ’ ουκ απολλύμενοι,
10 πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του Ιησού εν τω σώματι ημών φανερωθή.
11 αεί γαρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα διά Ιησούν, ίνα και η ζωή του Ιησού φανερωθή εν τη θνητή σαρκί ημών.
12 ώστε ο μεν θάνατος εν ημίν ενεργείται, η δε ζωή εν υμίν.

Στίχ. 13-18. Η ελπίς της αναστάσεως γεμίζει θάρρος τους Αποστόλους.

13 έχοντες δε το αυτό πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον, επίστευσα, διό ελάλησα, και ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν,
14 ειδότες ότι ο εγείρας τον Κύριον Ιησούν και ημάς διά Ιησού εγερεί και παραστήσει συν υμίν.
15 τα γαρ πάντα δι’ υμάς, ίνα η χάρις πλεονάσασα διά των πλειόνων την ευχαριστίαν περισσεύση εις την δόξαν του Θεού.
16 Διό ουκ εκκακούμεν, αλλ’ ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα.
17 το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν,
18 μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια. 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’

Στίχ. 1-3. Οι Κορίνθιοι είναι απόδειξις περί του έργου του Παύλου.

Αρχόμεθα πάλιν εαυτούς συνιστάνειν; ή μη χρήζομεν ως τινες συστατικώς επιστολών προς υμάς ή εξ υμών συστατικών;
2 η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων,
3 φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις.

Στίχ. 4-18. Η Αποστολική διακονία ασυγκρίτως ανωτέρα της Μωσαϊκής.

4 Πεποίθησιν δε τοιαύτην έχομεν διά του Χριστού προς τον Θεόν.
5 ουχ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών λογίσασθαί τι ως εξ εαυτών, αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού,
6 ος και ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης, ου γράμματος, αλλά πνεύματος το γάρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί.
7 ει δε η διακονία του θανάτου εν γράμμασιν εντετυπωμένη εν λίθοις εγενήθη εν δόξη, ώστε μη δύνασθαι ατενίσαι τους υιούς Ισραήλ εις το πρόσωπον Μωϋσέως διά την δόξαν του προσώπου αυτού την καταργουμένην,
8 πώς ουχί μάλλον η διακονία του πνεύματος έσται εν δόξη;
9 ει γαρ η διακονία της κατακρίσεως δόξα, πολλώ μάλλον περισσεύει η διακονία της δικαιοσύνης εν δόξη.
10 και γαρ ουδέ δεδόξασται το δεδοξασμένον εν τούτω τω μέρει ένεκεν της υπερβαλλούσης δόξης.
11 ει γαρ το καταργούμενον διά δόξης, πολλώ μάλλον το μένον εν δόξη.
12 Έχοντες ουν τοιαύτην ελπίδα πολλή παρρησία χρώμεθα,
13 και ου καθάπερ Μωϋσής ετίθει κάλυμμα επί το πρόσωπον εαυτού προς το μη ατενίσαι τους υιούς Ισραήλ εις το τέλος του καταργουμένου.
14 αλλ’ επωρώθη τα νοήματα αυτών. άχρι γαρ της σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει της παλαιάς διαθήκης μένει, μη ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται,
15 αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται
16 ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα.
17 ο δε Κύριος το Πνεύμα εστιν ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία.
18 ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος.