Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Στίχ. 17-48. Ο Κύριος τελειοποιεί καί συμπληρώνει τόν Μωσαϊκόν νόμον.

17 Μή νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τόν νόμον ή τούς προφήτας΄ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι.
18 αμήν γάρ λέγω υμίν, έως άν παρέλθη ο ουρανός καί η γή, ιώτα έν ή μία κεραία ου μή παρέλθη από τού νόμου έως άν πάντα γένηται.
19 ός εάν ούν λύση μίαν τών εντολών τούτων τών ελαχίστων καί διδάξη ούτω τούς ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τή βασιλεία τών ουρανών΄ ός δ΄άν ποιήση καί διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τή βασιλεία τών ουρανών.
20 λέγω γάρ υμίν ότι εάν μή περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον τών γραμματέων καί Φαρισαίων, ου μή εισέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ουρανών.
21 Ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ου φονεύσεις΄ός δ΄άν φονεύση, ένοχος έσται τή κρίσει.
22 Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πάς ο οργιζόμενος τώ αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τή κρίσει΄ός δ΄άν είπη τώ αδελφώ αυτού ρακά, ένοχος έσται τώ συνεδρίω΄ός δ΄άν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις τήν γέενναν τού πυρός.
23 Εάν ούν προσφέρης τό δώρόν σου επί τό θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σού,
24 άφες εκεί τό δώρόν σου έμπροσθεν τού θυσιαστηρίου, καί ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τώ αδελφώ σου, καί τότε ελθών πρόσφερε τό δώρόν σου.
25 Ίσθι ευνοών τώ αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τή οδώ μετ΄αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τώ κριτή καί ο κριτής σε παραδώ τώ υπηρέτη, καί εις φυλακήν βληθήση΄
26 αμήν λέγω σοι, ου μή εξέλθης εκείθεν έως ού αποδώς τόν έσχατον κοδράντην.
27 Ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ου μοιχεύσεις.
28 Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πάς ο βλέπων γυναίκα πρός τό επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τή καρδία αυτού.
29 ει δέ ο οφθαλμός σουο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν καί βάλε από σού΄συμφέρει γάρ σοι ίνα απόληται έν τών μελών σου καί μή όλον τό σώμα σου βληθή εις γέενναν.
30 καί ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν καί βάλε από σού΄συμφέρει γάρ σοι ίνα απόληται έν τών μελών σου καί μή όλον τό σώμά σου βληθή εις γέενναν.
31 Ερρέθη δέ΄ός άν απολύση τήν γυναικά αυτού, δότω αυτή αποστάσιον.
32 Εγώ δέ λέγω υμίν ότι ός άν απολύση τήν γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι, καί ός εάν απολελυμένην γαμήση, μοιχάται.
33 Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δέ τώ Κυρίω τούς όρκους σου.
34 Εγώ δέ λέγω υμίν μή ομόσαι όλως΄μήτε εν τώ ουρανώ, ότι θρόνος εστί τού Θεού΄
35 μήτε εν τή γή, ότι υποπόδιόν εστι τών ποδών αυτού΄μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί τού μεγάλου βασιλέως΄
36 μήτε εν τή κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι.
37 έστω δέ ο λόγος υμών ναί ναί, ού ού΄τό δέ περισσόν τούτων εκ τού πονηρού εστιν.
38 Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού καί οδόντα αντί οδόντος.
39 Εγώ δέ λέγω υμίν μή αντιστήναι τώ πονηρώ΄αλλ΄όστις σε ραπίσει επί τήν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ καί τήν άλλην΄
40 καί τώ θέλοντί σοι κριθήναι καί τόν χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ καί τό ιμάτιον΄
41 καί όστις σε αγγαρεύσει μίλιον έν, ύπαγε μετ΄αυτού δύο΄
42 τώ αιτούντί σε δίδου καί τόν θέλοντα από σού δανείσασθαι μή αποστραφής.
43 Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τόν πλησίον σου καί μισήσεις τόν εχθρόν σου.
44 Εγώ δέ λέγω υμίν, αγαπάτε τούς εχθρούς υμών, ευλογείτε τούς καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς καί προσεύχεσθε υπέρ τών επηρεαζόντων υμάς καί διωκόντων ημάς,
45 όπως γένησθε υιοί τού πατρός υμών εν ουρανοίς, ότι τόν ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς καί αγαθούς καί βρέχει επί δικαίους καί αδίκους.
46 εάν γάρ αγαπήσητε τούς αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί καί οι τελώναι τό αυτό ποιούσι;
47 καί εάν ασπάσησθε τούς φίλους υμών μόνον, τί περισσόν ποιείτε; ουχί καί οι τελώναι ούτω ποιούσιν;
48 Έσεσθε ούν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς τέλειός εστιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.