Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Στίχ. 1-52. Η παραβολή τού σπορέως, τών ζιζανίων, τού σινάπεως, τής ζύμης,
τού κρυμμένου θησαυρού, τού καλού μαργαρίτου καί τού δικτύου.

1 Εν δέ τή ημέρα εκείνη εξελθών ο Ιησούς τής οικίας εκάθητο παρά τήν θάλασσαν
2 καί συνήχθησαν πρός αυτόν όχλοι πολλοί, ώστε αυτόν εις πλοίον εμβάντα καθήσθαι, καί πάς ο όχλος επί τόν αιγιαλόν ειστήκει.
3 καί ελάλησεν αυτοίς πολλά εν παραβολαίς λέγων
4 ιδού εξήλθεν ο σπείρων τού σπείραι. καί εν τώ σπείρειν αυτόν ά μέν έπεσε παρά τήν οδόν, καί ελθόντα τά πετεινά κατέφαγεν αυτά
5 άλλα δέ έπεσεν επί τά πετρώδη, όπου ουκ είχε γήν πολλήν, καί ευθέως εξανέτειλε διά τόν μή έχειν βάθος γής,
6 ηλίου δέ ανατείλαντος εκαυματίσθη, καί διά τό μή έχειν ρίζαν εξηράνθη
7 άλλα δέ έπεσεν επί τάς ακάνθας, καί ανέβησαν αι άκανθαι καί απέπνιξαν αυτά
8 άλλα δέ έπεσεν επί τήν γήν τήν καλήν καί εδίδου καρπόν ό μέν εκατόν, ό δέ εξήκοντα, ό δέ τριάκοντα.
9 ο έχων ώτα αλούειν ακουέτω.
10 Καί προσελθόντες οι μαθηταί είπον αυτώ διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς;
11 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς ότι υμίν δέδοται γνώναι τά μυστήρια τής βασιλείας τών ουρανών, εκείνοις δέ ου δέδοται.
12 όστις γάρ έχει, δοθήσεται αυτώ καί περισσευθήσεται όστις δέ ουκ έχει, καί ό έχει αρθήσεται απ' αυτού.
13 διά τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ίνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ακούοντες μή ακούωσι μηδέ συνώσι,
14 μήποτε επιστρέψωσι καί τότε πληρωθήσεται αυτοίς η προφητεία Ησαϊου η λέγουσα ακοή ακούσετε καί ου μή συνήτε, καί βλέποντες βλέψετε καί ου μή ίδητε
15 επαχύνθη γάρ η καρδία τού λαού τούτου, καί τοίς ωσί βαρέως ήκουσαν, καί τούς οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοίς οφθαλμοίς καί τοίς ωσίν ακούσωσι καί τή καρδία συνώσι καί επιστρέψωσι, καί ιάσομαι αυτούς.
16 Υμών δέ μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, καί τά ώτα υμών, ότι ακούουσιν.
17 αμήν γάρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται καί δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, καί ουκ είδον, καί ακούσαι ά ακούετε, καί ουκ ήκουσαν.
18 υμείς ούν ακούσατε τήν παραβολήν τού σπείραντος.
19 παντός ακούοντος τόν λόγον τής βασιλείας καί μή συνιέντος, έρχεται ο πονηρός και αίρει τό εσπαρμένον εν τή καρδία αυτού ούτος εστιν ο παρά τήν οδόν σπαρείς.
20 ο δέ επί τά πετρώδη σπαρείς, ούτος εστιν ο τόν λόγον ακούων καί ευθέως μετά χαράς δεχόμενος καί λαμβάνων αυτόν
21 ουκ έχει δέ ρίζαν εν εαυτώ, αλλά πρόσκαιρός εστι, γενομένης δέ θλίψεως ή διωγμού διά τόν λόγον ευθύς σκανδαλίζεται.
22 ο δέ εις τάς ακάνθας σπαρείς, ούτος εστιν ο τόν λόγον ακούων, καί η μέριμνα τού αιώνος τούτου καί η απάτη τού πλούτου συμπνίγει τόν λόγον, καί άκαρπος γίνεται.
23 ο δέ επί τήν γήν τήν καλήν σπαρείς, ούτος εστιν ο τόν λόγον ακούων καί συνιών ός δή καρποφορεί καί ποιεί ο μέν εκατόν, ο δέ εξήκοντα, ο δέ τριάκοντα.
24 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τώ αγρώ αυτού
25 εν δέ τώ καθεύδειν τούς ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός καί έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον τού σίτου καί απήλθεν.
26 ότε δέ εβλάστησεν ο χόρτος καί καρπός εποίησε, τότε εφάνη καί τά ζιζάνια.
27 προσελθόντες δέ οι δούλοι τού οικοδεσπότου είπον αυτώ κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τώ σώ αγρώ; πόθεν ούν έχει ζιζάνια;
28 ο δέ έφη αυτοίς εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν. οι δέ δούλοι είπον αυτώ θέλεις ούν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά;
29 ο δέ έφη ού, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τόν σίτον
30 άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι τού θερισμού, καί εν καιρώ τού θερισμού ερώ τοίς θερισταίς συλλέξατε πρώτον τά ζιζάνια καί δήσατε αυτά εις δέσμας πρός τό κατακαύσαι αυτά, τόν δέ σίτον συναγάγετε εις τήν αποθήκην μου.
31 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών κόκκω σινάπεως, όν λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τώ αγρώ αυτού
32 ό μικρότερον μέν εστι πάντων τών σπερμάτων, όταν δέ αυξηθή, μείζον πάντων τών λαχάνων εστί καί γίνεται δένδρον, ώστε ελθείν τά πετεινά τού ουρανού καί κατασκηνούν εν τοίς κλάδοις αυτού.
33 Άλλην παραβολήν ελάλησεν αυτοίς ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών ζύμη, ήν λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ού εζυμώθη όλον.
34 Ταύτα πάντα ελάλησεν ο Ιησούς εν παραβολαίς τοίς όχλοις, καί χωρίς παραβολής ουδέν ελάλει αυτοίς,
35 όπως πληρωθή τό ρηθέν διά τού προφήτου λέγοντος ανοίξω εν παραβολαίς τό στόμα μου, ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου.
36 Τότε αφείς τούς όχλους ήλθεν εις τήν οικίαν αυτού. Καί προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες φράσον ημίν τήν παραβολήν τών ζιζανίων τού αγρού.
37 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς ο σπείρων τό καλόν σπέρμα εστίν ο υιός τού ανθρώπου
38 ο δέ αγρός εστιν ο κόσμος τό δέ καλόν σπέρμα, ούτοι εισιν οι υιοί τής βασιλείας τά δέ ζιζάνιά εισιν οι υιοί τού πονηρού
39 ο δέ εχθρός ο σπείσας αυτά εστιν ο διάβολος ο δέ θερισμός συντέλεια τού αιώνος εστιν οι δέ θερισταί άγγελοί εισιν.
40 ώσπερ ούν συλλέγεται τά ζιζάνια καί πυρί καίεται, ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος τούτου.
41 αποστελεί ο υιός τού ανθρώπου τούς αγγέλους αυτού, καί συλλέξουσιν εκ τής βασιλείας αυτού πάντα τά σκάνδαλα καί τούς ποιούντας τήν ανομίαν,
42 καί βαλούσιν αυτούς εις τήν κάμινον τού πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
43 τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τή βασιλεία τού πατρός αυτών ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
44 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τώ αγρώ, όν ευρών άνθρωπος έκρυψε, καί από τής χαράς αυτού υπάγει καί πάντα όσα έχει πωλεί καί αγοράζει τόν αγρόν εκείνον.
45 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας
46 ός ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην απελθών πέπρακε πάντα όσα είχε καί ηγόρασεν αυτόν.
47 Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών σαγήνη βληθείση εις τήν θάλασσαν καί εκ παντός γένους συναγαγούση
48 ήν, ότε επληρώθη, αναβιβάσαντες αυτήν επί τόν αιγιαλόν καί καθίσαντες συνέλεξαν τά καλά εις αγγεία, τά δέ σαπρά έξω έβαλον.
49 ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος. εξελεύσονται οι άγγελοι καί αφοριούσι τούς πονηρούς εκ μέσου τών δικαίων,
50 καί βαλούσιν αυτούς εις τήν κάμινον τού πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
51 Λέγει αυτοίς ο Ιησούς συνήκατε ταύτα πάντα; λέγουσιν αυτώ, ναί, Κύριε.
52 ο δέ είπεν αυτοίς διά τούτο πάς γραμματεύς μαθητευθείς εις τήν βασιλείαν τών ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εκβάλλει εκ τού θησαυρού αυτού καινά καί παλαιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.