Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ένας νέος πόθησε ν' αφιερώση τή ζωή του στό Θεό, ακολουθώντας τόν ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δέν τόν άφηνε κι' έκανε ότι μπορούσε νά τόν εμποδίση. - Αμαρτάνεις στόν Θεό, τής έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στό δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω νά φύγω, νά σώσω τήν ψυχή μου. Τέλος, μέ τά πολλά κατάφερε νά τήν πείση. Έφυγε ευθύς στήν έρημο, βρήκε μιά καλύβα κι' έμεινε εκεί ν' ασκητεύη μόνος. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι' η μητέρα του πού δέν ήταν καθόλου καλή χριστιανή. Στήν αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Μέ τόν καιρό όμως άρχισε νά χάνη τόν ζήλο του. Βαρέθηκε τή μοναξιά, παραμέλησε τά καθήκοντά του πού είχε σάν μοναχός καί στό τέλος κατάντησε νά μή δίνη σημασία γιά τή σωτηρία του. Κάποτε αρρώστησε βαρειά καί λίγο έλειψε νά πεθάνη. Ένας αδελφός, πού από αγάπη τόν φρόντιζε, τόν είδε νά πέφτη εξαντλημένος σέ βαθειά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένοιωσε νά χωρίζεται βίαια η ψυχή από τό σώμα του καί νά βυθίζεται στή σκοτεινή άβυσσο τής Κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στούς άλλους κολασμένους, βρήκε τή μητέρα του. Τόν είδε κι' εκείνη η δυστυχισμένη καί σάστισε. - Κι' εσύ, γυιέ μου, τού είπε θρηνώντας, σέ τούτο τόν καταραμένο τόπο τής απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τά λόγια πού μού έλεγες, πώς θέλεις νά σώσης τήν ψυχή σου; Έγινες καλόγηρος, μά δέν τήν έσωσες. Τόσο ντροπιάστηκε ο Μοναχός από τή δίκαιη εκείνη παρατήρησι, πού δέν έβρισκε λόγια νά δικαιολογηθή. Ευχόταν τή στιγμή εκείνη ν' άνοιγε πιό βαθειά ο Άδης νά τόν κρύψη, παρά ν' ακούη τόν έλεγχο τής μάνας του. Στή δύσκολη θέσι πού βρισκόταν, τού φάνηκε πώς άκουσε τήν προσταγή: - Πάρτε τον πίσω. Τού χαρίζεται λίγη προθεσμία νά διορθωθή. Ύστερα απ' αυτό ήρθε στίς αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στόν αδελφό του όσα είχε ιδεί κι' ακούσει. Σέ λίγες μέρες έγινε καλά από τήν αρρώστια του, αλλά καί ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στήν καλύβα του καί φρόντιζε μέ φόβο καί τρόμο γιά τήν σωτηρία τής ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε μέ δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος γιά τήν περασμένη του αμέλεια. - Μήν κάνης έτσι, αδελφέ, τού έλεγαν οι γέροντες, θ' αρρωστήσης πάλι από τήν υπερβολική σου θλίψι. - Άν δέν υπέφερα, πατέρες μου, τούς έλεγε εκείνος, τό ντρόπιασμα τής μητέρας μου, πώς θά υπομείνω τάχα τήν καταισχύνη πού θά μού κάνη ο Κριτής μπροστά στούς Αγγέλους, στούς Δικαίους καί σ' όλους τούς συνανθρώπους μου τή φοβερή στιγμή πού θά μέ κρίνη;
Μέ τήν μελέτη αυτή ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σέ αγιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.